Είναι δύσκολο να ερευνάς και να γράφεις αποστασιοποιημένος για σύγχρονα γεγονότα για τα οποία οι άνθρωποι ακόμα διατηρούν μνήμες. Υπάρχει ζώσα μνήμη –είχε δίκιο η (αμερικανίδα ιστορικός) Barbara Tuckmann– to write history “while it still smoking”. Συνάμα, το βιβλίο εμφανίζεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων σε μια χρονιά την οποία ο Ευάγγελος Βενιζέλος ονόμασέ «συρροή των επετείων», μια συγκυρία που προσφέρει ευκαιρίες αλλά ενέχει και κίνδυνους.
Οι δύο συγγραφείς, με μακρά ερευνητική δραστηριότητα και απασχόληση με τα ζητήματα της ελληνικής, της διεθνούς πολιτικής και της πολιτιστικής ιστορίας αποτελούν ιδανικό δίδυμο. Η Στρεβλή πορεία συνειδητά πραγματεύεται την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας πέρα από μυθεύματα. Τις πρώτες μεταπολιτευτικές δεκαετίες, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι «μείναμε πίσω, απομονωθήκαμε από τη διεθνή και επιστημονική συζήτηση – μείναμε θυμωμένοι». Αναγνωρίζουν όμως στην τωρινή περίοδο τη δυνατότητα να επιστρέψουμε στις μετα-αναθεωρητικές προσεγγίσεις της ιστορίας που βλέπουν τα πολιτικά γεγονότα ως διαδικασίες και όχι ως μεμονωμένες αποφάσεις συγκεκριμενών προσώπων. Υπάρχει ελπίδα ότι, με τη μεγάλη κρίση πίσω μας, οι ιστορικές ερμηνείες δεν θα χρωματιστούν πολιτικά, ούτε θα μετατραπούν –τουλάχιστον άμεσα– σε πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης.
Η χούντα δεν ήταν παρένθεση
Το βιβλίο στην ουσία χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο αναδεικνύει τις πολιτικές εξελίξεις, τις εντάσεις και το ρόλο του στρατού, της μοναρχίας αλλά και το ρόλο του «ξένου δακτύλου» που τόσο έχει χαρακτηρίσει την ελληνική πολιτική σκηνή. Το δεύτερο μέρος ασχολείται με τις πολιτιστικές παραμέτρους. Καλύπτει έναν πυκνό ιστορικό χώρο από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου του 1974. Η χρονολογική αυτή επιλογή των Σωτηρόπουλου και Χατζηβασιλείου απορρίπτει οποιαδήποτε προσέγγιση βλέπει τη δικτατορία ως σύντομη παρένθεση στην ιστορία της Ελλάδος, αλλά ως μια αλλοίωση με μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Μάλιστα στο θέμα της παρακαταθήκης, ο Γιώργος Μαυρογορδάτος επιμένει ότι η δικτατορία δεν «ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα». Αντίθετα, τους λογαριασμούς που άφησε τους πληρώνουμε ακόμη.
Όπως ισχυρίζονται οι δύο συγγραφείς στην εισαγωγή, το βιβλίο δεν προσφέρει λεπτομερειακή γεγονοτική καταγραφή των ετών αυτών, αλλά αποπειράται να αναδείξει ερμηνείες για τις ρίζες και για τις απολήξεις της χούντας σε επίπεδο πολιτικής και σε κουλτούρας. Πώς διέδρασε η δικτατορία με προγενέστερες αλλά και μεταγενέστερες πολιτικές και πολιτισμικές ροπές; Με λίγα λόγια, πώς εντάσσεται η δικτατορία στο μεγάλο συνεχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας;
Η Στρεβλή πορεία δεν αντιμετωπίζει την περίοδο 1960-1973 ως καθαρά ελληνικό φαινόμενο, αλλά την εντάσσει στις διεθνείς πολιτισμικές εξελίξεις, ακολουθώντας πρακτικές ιστορικών διεθνής εμβέλειας όπως του Άρθουρ Μάρβικ (Arthur Marwick) στο The Cultural Revolution of the Long Sixties[1], της Βικτόρια ντε Γκράτσια (Victoria De Grazia) στο Irresistible Empire[2] ή της Λίζαμπεθ Κοέν (Lizabeth Cohen) στο Consumer Republic[3].
Η περίοδος του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος ήταν εποχή ραγδαίων εξελίξεων στο πεδίο της οικονομίας, της τέχνης, των νοοτροπιών, της τεχνολογίας για τις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Και στην Ελλάδα έφερε ταχεία οικονομική ανάπτυξη και προϊούσα αστικοποίηση, με όλα τα συνεπαγόμενα, κυρίως την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, τη μείωση ταξικών και γεωγραφικών περιορισμών στην πρόσβασή τους, την εξίσωση της δημοτικής με την καθαρεύουσα, την έμφαση στην τεχνική εκπαίδευση – όλα μέρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Κέντρου από τον Ευάγγελο Παπανούτσο. Επίσης, μεγάλα κύματα εξωτερικής μετανάστευσης αποσυμπίεζε τις κοινωνικές εντάσεις από την υψηλή ανεργία και την κοινωνική περιθωριοποίηση. Σημαντική εξέλιξη ήταν και η εσωτερική μετανάστευση στα αστικά κέντρα από την περιφέρεια με τη χαμηλή αγροτική παραγωγικότητα – λόγου χάριν, το 1961, το 44% των κατοίκων της Αθήνας και του Πειραιά προερχόταν από εσωτερική μετακίνηση.
Στο πολιτικό πεδίο, το βιβλίο εκμεταλλεύεται καινούργια ερμηνευτικά σχήματα που προσφέρει αυτό που ονομάζεται «νέα διπλωματική ιστορία», ενώ το άνοιγμα ξένων αρχείων από διάφορες χώρες με πολύ ταχύτερο ρυθμό από ό,τι έγινε στην Ελλάδα εμπλουτίζει καθαρά εθνοκεντρικές προσεγγίσεις και απομυθοποιεί άκρατα ιδεολογικοποιημένες συζητήσεις.
Η εμπειρία της χούντας υπήρξε το έναυσμα για την επιβολή στο πνευματικό πεδίο των στερεοτύπων της Αριστεράς και για την εμφάνιση του φαινομένου «ρεβάνς των ηττημένων», που είδε τη δικτατορία αποκλειστικά ως προϊόν του μετεμφυλιακού καθεστώτος, γύρω από το τρίπτυχο Στέμμα, Στρατός και Αμερικανοί – επιλέγοντας την υπέρμετρη προβολή του ξένου δακτύλου. Η δικτατορία όμως έγινε εφικτή όχι επειδή κάποιος τη σχεδίασε αλλά επειδή οι τοπικοί πολιτικοί δρώντες έχασαν τον έλεγχο σταδιακά, με αποκορύφωμα το 1967.
Οι εκσυγχρονιστικές τάσεις δεν μπορούσαν να κρύψουν έναν καλπάζοντα λαϊκισμό. Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στις φάσεις της οικονομικής απογείωσης, έτσι και στην Ελλάδα η κοινωνική και θεσμική κατάσταση της χώρας δεν είχε παρακολουθήσει τη ραγδαία οικονομική άνοδο. Σε ένα σημείο του βιβλίου, ο Χατζηβασιλείου αναφέρει ότι «οι πολιτικές δυνάμεις τα έκαναν θάλασσα μεταξύ του 1963 και του 1967». Αυτό έκανε δυνατή τη δικτατορία δυνατή και, ιδιαίτερα, η ουσιαστική ακυβερνησία από τον Ιανουάριο του 1967. Όλοι περίμεναν ένα βασιλικό πραξικόπημα, αλλά τελικά κατέλαβαν την εξουσία όχι οι ένοπλες δυνάμεις αλλά μια κλίκα ακραίων αξιωματικών. Ο Χατζηβασιλείου καταλήγει ότι οι χουντικοί ήτανε απλά τεχνικοί στρατιωτικών κινημάτων.
Οι Αμερικανοί –οι ιερές αγελάδες του ελληνικού λαϊκισμού, ένα συνεχές ζήτημα που ανακινούνταν από την ιστορική και την πολιτική κουλτούρα του 20ού αλλά και του 21ου αιώνα και το πιο τρανταχτό παράδειγμα αναφοράς στον «ξένο δάκτυλο»– έχει αποδειχτεί ότι δεν βρισκόταν πίσω από την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα, μάλιστα το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της CIA. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν «ξεπλένει» τη μετέπειτα στήριξη / ανοχή των ΗΠΑ προς τους χουντικούς, στάση που είχε βασιστεί σε καθαρά ψυχροπολεμικούς υπολογισμούς.
Ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγιση του βιβλίου και στο ερώτημα για τη λαϊκή αποδοχή της χούντας. Γιατί δεν υπήρξε πιο μαζική αντιπαράθεση; Υπήρξαν τέσσερις λόγοι:
1. Υπήρξε αδράνεια, καθώς η επιβολή της δικτατορίας ήταν κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ενώ το πολιτικό σύστημα τη θεωρούσε δεδομένη.
2. Ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός των προηγουμένων ετών είχε, εντέλει, παρά τη μαζικότητά του, περιοριστεί στη χρήση ειρηνικών και συλλογικών μέσων διεκδίκησης, οπότε δεν υπήρχε τεχνογνωσία ούτε στελεχικό δυναμικό που θα μπορούσε να οργανώσει ένοπλη αντιπαράθεση.
3. Ο μεγαλύτερος λόγος της κοινωνικής αδράνειας, όμως, δεν ήταν οργανωτικός αλλά κοινωνιολογικός. Οι υλικές συνθήκες της ζωής και η διασφάλιση της συνέχειας της ανάπτυξης είχαν επικρατήσει έναντι των υπόλοιπων διεκδικήσεων. Αυτό ανταποκρίνεται και στον νέο-ηδονιστικό τρόπο ζωής και στην ενίσχυση τουριστικών αφίξεων, που οδηγούσε ώστε όλο και περισσότεροι Έλληνες να υιοθετούν νέα πρότυπα ζωής και κατανάλωσης. Το δικτατορικό καθεστώς φρόντισε να μη διαταράξει τους βασικούς όρους της ανάπτυξης, που συνεχίστηκαν ώς το 1971-72. Όποιος δεν είχε διάθεση να αμφισβητήσει δημοσίως το καθεστώς, μπορούσε να συνεχίζει ανενόχλητος τη ζωή του. Ωστόσο, η μαζική δημοκρατική φαντασίωση δεν είχε σβήσει, όπως φάνηκε στην κηδεία του Γέρου της Δημοκρατίας, του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Νοέμβριο του 1968.
4. Η κύρια πηγή πολιτικής αμφισβήτησης ήταν η νεολαία που είχε λιγότερα να χάσει σε αυτήν την υπόθεση από έναν μικροαστό οικογενειάρχη.
Η παρακαταθήκη της δικτατορίας
Η χούντα ήταν μια Ακροδεξιά. Ακροδεξιά αντισυστημική, αντιδυτική, με «αχαλίνωτη ακρότητα που αντιλαμβανόταν ως πατριωτισμό» (Αλέξης Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, 1967-1974[4]) και με μίσος για την αστική κουλτούρα και ειδικά για τον φιλελευθερισμό. Οι χουντικοί ήταν υπερσυντηρητικοί, αυταρχικοί, αλλά το καθεστώς τους δεν ήταν φασιστικό. Στο θέμα του στρατού, η εξουσία τους χαρακτηρίστηκε από πλήρη αποτυχία – προχώρησαν στην αποστράτευση ανώτατων αξιωματικών, αποσάθρωσαν την πειθαρχία, επέφεραν το εμπάργκο βαρέων όπλων από Αμερική που μείωσε δραματικά τις δυνατότητες των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων. Η χούντα ήταν «το πρώτο στρατιωτικό καθεστώς που διενήργησε αποτυχημένη επιστράτευση».
Επίσης στη χούντα χρεοκόπησαν «συντηρητικές» αξίες καίριας σημασίας για την κοινωνική ζωή, όπως ο σεβασμός για την ιεραρχία. Στους στρατιωτικούς, αλλά και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα, το καθεστώς των συνταγματαρχών πρόσφερε ένα πρότυπο απόλυτου και, προπαντός, ατιμώρητου αμοραλισμού (αφού ελάχιστοι πλήρωσαν τις συνέπειες της επιβολής του καθεστώτος τους). Επιπλέον κατέστρεψε μετριοπαθείς δυνάμεις και νομιμοποίησε την αντιπαλότητα προς τη Δύση και την τάση προς πίστη θεωριών συνωμοσίας.
Οι συνταγματάρχες, ως σφετεριστές της εξουσίας, απλώς έδρεψαν τους καρπούς των προηγούμενων οικονομικών σχεδιασμών και της δυτικοευρωπαϊκής ευμάρειας, για να τελματώσουν οικονομικά όταν άρχισαν οι δυσκολίες στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Δυστυχώς, τέλος, η τραγωδία στην Κύπρο έφερε με τραγικό τρόπο αλλά και οριστικά τη γενικότερη κρίση των θεσμών, η οποία μαινόταν στην ελληνική πολιτική ιστορία από το 1915.
***
Οι ιστορικοί ερευνούν, καταγράφουν και προσπαθούν να κατανοήσουν περίπλοκα φαινόμενα. Η Στρεβλή πορεία, 1967-1974, το βιβλίο του Ευάνθη Χατζηβασιλείου και του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, ακολουθεί με επιτυχία αυτό το δρόμο. Αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική επιτυχία των δύο καθηγητών.
Και οι δύο είναι εξωστρεφή πρόσωπα που δεν φοβούνται την έκθεση στον δημόσιο διάλογο. Με τεκμηριωμένα ακαδημαϊκά κείμενα και με αδιάλειπτη παρουσία σε συνέδρια, εκδηλώσεις, ομιλίες ή τακτική αρθρογραφία προσπαθούν να αναδείξουν με θάρρος και ενδιαφέρουσα γραφή μια αποστασιοποιημένη ανάγνωση του παρελθόντος. Η ιστορική ανάγνωση εκ μέρους τους της χουντικής περιόδου, με την πεισματική αβεβαιότητά της, δεν προσφέρει κανένα μάθημα για το μέλλον –τουλάχιστον κατ’ εμέ– αλλά μας οπλίζει με τα απαραίτητα εργαλεία καλύτερης κατανόησης της θέσης της χώρας μας διαχρονικά, σφυρηλατεί συλλογικές συνειδήσεις και κάνει, όπως λέει και η Ελένη Αρβελέρ, τον κόσμο να έχει συνείδηση της ταυτότητάς του. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο είναι υποδειγματικό.
[1] Arthur Marwick, “The Cultural Revolution of the Long Sixties: Voices of Reaction, Protest, and Permeation”, The International History Review, Vol. 27, No. 4 (Δεκ. 2005), σ. 780-806, Taylor & Francis, Ltd.
[2] Victoria De Grazia, Irresistible Empire. America’s Advance through Twentieth-Century Europe, Harvard University Press, 2006.
[3] Lizabeth Cohen, A Consumers' Republic: The Politics of Mass Consumption in Postwar America, Vintage Books, 2003.
[4] Αλέξης Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, 1967-1974, Μεταίχμιο, Αθήνα 2021.