Σύνδεση συνδρομητών

Τα αδηφάγα όνειρα των αυτοκρατοριών

Τρίτη, 25 Φεβρουαρίου 2025 08:56
Το ναυάγιο του Γουέιτζερ. Προμετωπίδα της αφήγησης με την περιπέτειά του που εξέδωσε ο Τζον Μπάυρον. 
The British Library
Το ναυάγιο του Γουέιτζερ. Προμετωπίδα της αφήγησης με την περιπέτειά του που εξέδωσε ο Τζον Μπάυρον. 

Ντέιβιντ Γκραν, Γουέιτζερ. Ναυάγιο, ανταρσία, φόνος, μετάφραση από τα αγγλικά: Δέσποινα Κανελλοπούλου, Δώμα, Αθήνα 2023, 448 σελ.   

To 1741, το Γουέιτζερ κι άλλα πέντε πλοία στην υπηρεσία του Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας, δέχονται εντολή να διαπλεύσουν τον Ατλαντικό με κύριο στόχο την αρπαγή ενός ισπανικού γαλιονιού φορτωμένου με ακατέργαστο ασήμι και εκατοντάδες χιλιάδες αργυρά νομίσματα. Το Γουέιτζερ δεν τα καταφέρνει. Ναυαγεί σε ένα ξερονήσι, όπου δεν υπάρχει φαγητό – και όπου τίποτα δεν τελειώνει όπως στο σινεμά. [ΤΒJ]

Γεννήθηκα το 1979. Ανήκω μάλλον στην τελευταία γενιά παιδιών και εφήβων που πρόλαβαν τα Κλασσικά Εικονογραφημένα της Ατλαντίδας. Προσωπικά, θυμάμαι να κυκλοφορούν κάθε Παρασκευή και να τρέχω αδημονώντας να προμηθευτώ το νέο τεύχος στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, μετά το σχολείο. Από τις πλέον αγαπημένες μου περιπέτειες ήταν οι λεγόμενες «θαλασσινές». Ναυμαχίες, ανταρσίες, ναυάγια, όλα όσα συγκροτούσαν τη ζωή της θάλασσας τους δύσκολους αιώνες, τον 16ο, τον 17ο, τον 18ο αιώνα. Την ίδια γοητεία είχε η αναπαράσταση της ίδιας περιπετειώδους ζωής στον κινηματογράφο ή –για τη γενιά μου, αργότερα– στην τηλεόραση ή στο video, όπου η Ανταρσία του Μπάουντι με τον Τσαρλς Λότον και τον Κλαρκ Γκέιμπλ, διαδεχόταν τον Κόκκινο Κουρσάρο με τον Μπαρτ Λάνκαστερ και τον Νικ Κράβατ.

Ένα ταξίδι σε αυτές τις μνήμες της παιδικής και της πρώιμης εφηβικής ηλικίας, όπως είχα τη χαρά να διαπιστώσω, είναι και το Γουέιτζερ του Ντέιβιντ Γκραν. Με τη μόνη διαφορά πως εδώ δεν πρόκειται για μυθοπλασία ούτε για παραμύθι, αλλά για μια πέρα για πέρα αληθινή ιστορία. Όλα όσα αναφέρει ο Γκραν είναι βασισμένα σε πλούσιο αρχειακό υλικό και σε ένα πλήθος από τεκμήρια. Ο ίδιος, άλλωστε, πέρασε χρόνια πολλά σε συντρίμμια αρχείων: «ξεβρασμένα ημερολόγια πλοίων, μουχλιασμένες επιστολές, προσωπικά ημερολόγια γεμάτα μισές αλήθειες, τα σωζόμενα πρακτικά της αγχώδους δίκης στο ναυτοδικείο». Κυρίως όμως μελέτησε τις δημοσιευμένες μαρτυρίες των εμπλεκομένων στην υπόθεση. Ο αναγνώστης του το διαπιστώνει αμέσως, αφού κάθε σελίδα του Γκραν είναι γεμάτη παραπομπές, κυρίως σε πρωτογενές υλικό και δευτερευόντως σε βιβλιογραφία.

 

Ο ανταγωνισμός στις θάλασσες

Αλλά ποια είναι η ιστορία; Το πλοίο της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ, ξεκινά μαζί με άλλα πέντε πλοία, με σκοπό να αιχμαλωτίσουν ένα ισπανικό γαλιόνι, φορτωμένο με ασήμι από τις αμερικανικές αποικίες της Ισπανίας, στο πλαίσιο ενός από τους πιο ανόητους πολέμους στην Παγκόσμια Ιστορία, του «Πολέμου για το αυτί του Τζένκινς». Όλα, υποτίθεται, είχαν αφορμή την προσβολή που έκανε στον βρετανό πλοίαρχο Τζένκινς ένας ισπανός αξιωματικός, ο οποίος του έκοψε το αυτί. Απέναντι σε αυτήν την προσβολή, η Βρετανία θεώρησε απαραίτητο να αντιδράσει.

«Η διένεξη ήταν προϊόν του ακατάπαυστου ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων με στόχο την επέκταση των αυτοκρατοριών τους. Η καθεμία προσπαθούσε να κατακτήσει ή να ελέγξει όλο και μεγαλύτερες περιοχές του πλανήτη, ώστε να τις εκμεταλλεύεται και να μονοπωλεί τους πολύτιμους φυσικούς πόρους και τις εμπορικές αγορές των άλλων λαών», γράφει ο Γκραν. Με ξεκαθαρισμένους τους στόχους, κατανοεί κανείς εύκολα γιατί δόθηκε εντολή στο στολίσκο των έξι πλοίων να διαπλεύσουν τον Ατλαντικό, παραπλέοντας το Ακρωτήριο Χορν, «αιχμαλωτίζοντας, βυθίζοντας, πυρπολώντας ή άλλως καταστρέφοντας» εχθρικά πλοία και αποδυναμώνοντας τις ισπανικές κτήσεις – από τις νοτιοαμερικανικές ακτές του Ειρηνικού μέχρι τις Φιλιππίνες.

Υπήρχαν πιο ταπεινά κίνητρα από έναν ανταγωνισμό για τις ζώνες επιρροής. Βεβαίως, η βρετανική κυβέρνηση δεν ήθελε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι απλώς υποστήριζε την πειρατεία. Αλλά το εγχείρημα είχε στον πυρήνα του «μια πράξη απροκάλυπτης ληστείας: την αρπαγή ενός ισπανικού γαλιονιού φορτωμένου με ακατέργαστο ασήμι και εκατοντάδες χιλιάδες αργυρά νομίσματα». Αυτός ήταν λοιπόν ο σκοπός της επιχείρησης του στολίσκου των έξι πλοίων, του μικρού «ξύλινου κόσμου» που το 1741 ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση για τον μεγάλο στόχο.

Και πώς στελεχώνονταν τα καράβια, με ποιον τρόπο γινόταν η ναυτολόγηση του πληρώματος; Πολύ απλά: διά της βίας. Ο Γκραν εξηγεί τη διαδικασία:

Μετά τις προσπάθειες να εξασφαλίσει πληρώματα με το καλό, το Ναυτικό κατέφυγε σε μια στρατηγική «πιο βίαιη», σύμφωνα με τη διατύπωση ενός γραμματέα του Ναυαρχείου. Ένοπλες περίπολοι βγήκαν στους δρόμους για να βρουν και να εξαναγκάσουν ναυτικούς να υπηρετήσουν· κατ' ουσίαν, να τους απαγάγουν. Αυτά τα «αποσπάσματα ναυτολόγησης» περιφέρονταν σε μεγάλες και μικρές πόλεις, αρπάζοντας όποιον είχε τη χαρακτηριστική όψη του ναυτικού: το γνώριμο καρώ πουκάμισο, το φαρδύ μέχρι το γόνατο παντελόνι και το στρογγυλό καπέλο· αλλά και δάχτυλα μαύρα απ’ την πίσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για να κάνουν κυριολεκτικά τα πάντα πιο αδιάβροχα και ανθεκτικά. (Οι ναυτικοί ήταν γνωστοί και ως «πισσοκόποι».) Οι τοπικές αρχές είχαν επίσης λάβει διαταγές να «συλλαμβάνουν όλους τους περιφερόμενους ναυτικούς, βαρκάρηδες, λεμβούχους, ψαράδες και χειριστές φορτηγίδων».

Ο Γκραν περιγράφει με λεπτομέρειες και με τρόπο συναρπαστικό μια ολόκληρη κοινωνία που βρίσκεται πάνω στον ξύλινο κόσμο. Εν πλω, η ιεραρχία είναι καθοριστική, καθώς άλλη είναι η θέση των ναυτικών, άλλη των στρατιωτών που επιβαίνουν στο πλοίο και άλλη των «στεριανών» τεχνιτών που υπηρετούν σε αυτό. Ιδιαίτερη σημασία έχει ο ρόλος του επικεφαλής κυβερνήτη, εν προκειμένω του πλοιάρχου Κιντ, που διοικούσε  από το επίστεγο. Στη θάλασσα, έξω από την επικράτεια οποιασδήποτε κυβέρνησης, η εξουσία του ήταν απεριόριστη, εξηγεί ο Γκραν. «Ο πλοίαρχος έπρεπε να είναι για τους άντρες του πατέρας και εξομολόγος, δικαστής και ένορκος», έγραφε ένας ιστορικός. «Είχε επάνω τους μεγαλύτερη εξουσία απ’ ό,τι κι ο βασιλιάς ο ίδιος – διότι ο βασιλιάς δεν μπορούσε να διατάξει τη μαστίγωση κανενός. Ο πλοίαρχος μπορούσε να τους προστάξει να πολεμήσουν, και το έκανε, άρα είχε εξουσία ζωής και θανάτου επάνω σε όσους βρίσκονταν στο πλοίο».

Για ένα τέτοιο ταξίδι, με τα μέσα της εποχής, τα προβλήματα ξεκινούν από πολύ νωρίς. Αν και τα πλοία, κυρίως μάλιστα το Γουέιτζερ, βρίσκονται σε πολεμική αποστολή, δεν είναι ο πόλεμος ή η μάχη ο σημαντικότερος κίνδυνος που έχουν να αντιμετωπίσουν τα πληρώματα. Είναι η πείνα, ή πιο σωστά, σε πρώτη φάση, η κακή διατροφή, οι άθλιες συνθήκες υγιεινής, οι αρρώστιες. Και όλα αυτά μαζί σε συνδυασμό με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στον ωκεανό, οι οποίες ήταν πολύ πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμες για ένα ιστιοφόρο του 18ου αιώνα.

Τελικά, ο διάπλους του Ακρωτηρίου Χορν αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση για το Γουέιτζερ –που στο μεταξύ είχε χάσει την επαφή και με τα υπόλοιπα σκάφη–, με αποτέλεσμα το πλοίο να εξοκείλει σε ένα έρημο νησί της Παταγονίας. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως ο διάπλους του Ακρωτηρίου Χορν αποφεύγεται μέχρι και σήμερα από τα περισσότερα πλοία. Η επικινδυνότητα του σημείου εκείνη την εποχή αποτέλεσε έναν επιπλέον λόγο για την κατασκευή της διώρυγας του Παναμά. Ακόμη και σλημερα, ο διάπλους του Χορν θεωρείται αληθινό κατόρθωμα ναυτοσύνης. «Πιο κάτω από τις σαράντα μοίρες γεωγραφικό πλάτος δεν υπάρχουν νόμοι», έλεγε μια παροιμία των ναυτικών. «Πιο κάτω απ’ τις πενήντα, δεν υπάρχει Θεός».

Σε εκείνη την περιπέτεια στο Γουέιτζερ επέβαινε και ο Τζον Μπάυρον, δεκαεξάχρονος τότε δόκιμος αξιωματικός, παππούς του λόρδου Μπάυρον, η ιστορία του οποίου σε αρκετές περιπτώσεις ενέπνευσε τον εγγονό του. Το πόσο δύσκολη ήταν η ζωή στο ιστιοφόρο για τον νεαρό ευγενή –υπό καλές ακόμα συνθήκες– το διαπιστώνει κανείς εύκολα. Η προσαρμογή γι’ αυτόν αποδείχτηκε εφιάλτης. Δεν έπρεπε μόνο να μάθει να μιλάει –και να βρίζει– σαν ναυτικός, αλλά και να υπομένει ένα εξοντωτικό πρόγραμμα. «Η μέρα του οριζόταν από τον ήχο της καμπάνας, η οποία σήμαινε κάθε μισή ώρα σε μια τετράωρη βάρδια. (Το ημίωρο υπολογιζόταν με βάση μια κλεψύδρα που άδειαζε κάθε τριάντα λεπτά.) Κάθε μέρα και κάθε νύχτα άκουγε την καμπάνα να χτυπάει, κι έτρεχε στο πόστο του στο επίστεγο – με το κορμί να τρέμει, τα χέρια πληγιασμένα, τα μάτια θολά. Κι αν παρέβαινε τους κανόνες, μπορεί να τον έδεναν στα ξάρτια ή, ακόμα χειρότερα, να δοκίμαζε τη γάτα με τις εννιά ουρές – ένα μαστίγιο με εννέα μακριούς ιμάντες που έσκιζαν το δέρμα».

 

Μετά το ναυάγιο

Η περιπέτεια ξεκινά μετά το ναυάγιο. Οι ναυαγοί μένουν στο ερημονήσι για μήνες, χωρίς να έχουν πρόσβαση σε οποιουδήποτε είδους τροφή. Παρά τις αντιστάσεις του Μπάυρον, τρώνε το σκύλο του, παρά τη λύπη του μάλιστα πήρε κι αυτός τη μερίδα που του αναλογούσε. Ο λόρδος Μπάυρον θα γράψει στον Δον Ζουάν βασισμένος στις περιγραφές του παππού του:

Άλλο τι να κάνουν; η πείνα τους θερίζει.

Παίρνουν το σκυλί του Ζουάν – κι ας κλαίει όσο θέλει

το ψήνουν, το μοιράζουν, κι είναι γλυκό σαν μέλι.

Κάποια στιγμή, ένα πλοιάριο κατασκευασμένο από τα συντρίμμια του Γουέιτζερ φθάνει στις ακτές της Βραζιλίας, έχοντας διασχίσει πάνω από 3.000 μίλια άγριας θάλασσας. Η υποδοχή που γίνεται στους επιβάτες του είναι αντάξια ηρώων. 81 επιζήσαντες μπήκαν στο πλοιάριο, οι 50 εξ αυτών πέθαναν στη διάρκεια του ταξιδιού. Έξι μήνες αργότερα, ένα ακόμη πιο άθλιο πλοιάριο, με τρεις μονάχα άνδρες (ένας εξ αυτών, ο Μπάυρον), φτάνει στις ακτές της Χιλής. Οι τρεις άνδρες, αναφέρουν πως οι προηγούμενοι που αποβιβάστηκαν στη Βραζιλία πριν από έξι μήνες δεν ήταν ήρωες αλλά στασιαστές και πως θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του νόμου: κρεμάλα.

Σύντομα οι ιστορίες των ναυαγών και οι διαφορετικές αφηγήσεις των δύο ομάδων, βρήκαν το δρόμο τους μέσα από τον Τύπο της εποχής. «Ο Τύπος είχε αναπτυχθεί ραγδαία, χάρη στη χαλάρωση της κυβερνητικής λογοκρισίας και την αύξηση του εγγράμματου πληθυσμού. Και προκειμένου να καλυφθεί η ακόρεστη δίψα του κοινού για ειδήσεις, μια νέα επαγγελματική τάξη είχε αναδυθεί: γραφιάδες που βγάζανε το ψωμί τους όχι χάρη στην εύνοια των αριστοκρατών αλλά από τις πωλήσεις των κειμένων τους, και τους οποίους το παλαιό λογοτεχνικό κατεστημένο αποκαλούσε χλευαστικά “καλαμαράδες της Οδού Γκραμπ”. (Από τον ομώνυμο δρόμο σε μια φτωχική συνοικία του Λονδίνου όπου βρίσκονταν πάμφθηνοι ξενώνες, οίκοι ανοχής και αμφιβόλου ποιότητας εκδοτικές επιχειρήσεις.) Η Οδός Γκραμπ, λοιπόν, που πάντα μυριζόταν τα λαβράκια, τώρα καταπιάστηκε με την επονομαζόμενη “υπόθεση Γουέιτζερ”». Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει τι τελικά συνέβη και γιατί συνέβη ότι συνέβη. Έτσι τελειώνει την αφήγησή του ο Γκραν:

Η Νήσος Γουέιτζερ [σσ. έτσι ονομάστηκε το νησί όπου ναυάγησε το πλοίο] παραμένει ένας τόπος απόλυτης ερημιάς. Το νησί διατηρεί και σήμερα την αφιλόξενη όψη του, οι ακτές του εξακολουθούν να δέρνονται ανελέητα απ' τους ανέμους και τα κύματα. Τα δέντρα είναι ροζιασμένα, στραβά και γερμένα, πολλά απ' αυτά καρβουνιασμένα από τους κεραυνούς. Το έδαφος είναι μουλιασμένο απ’ τη βροχή και το χιονόνερο. Η κορυφή του Όρους Άνσον και των άλλων βουνών κρύβεται από μια σχεδόν μόνιμη ομίχλη που καμιά φορά κατηφορίζει, καταπίνοντας τις πλαγιές και τα βράχια της ακροθαλασσιάς, και τότε ολόκληρο το νησί μοιάζει πνιγμένο στον καπνό. Ελάχιστα ζωντανά πλάσματα κινούνται μέσα σ' αυτή την αχλή, εκτός από κανέναν θαλασσοκόρακα ή κάποιο άλλο υδρόβιο πουλί που πετάει πάνω απ' τ’ αφρισμένα κύματα. Κοντά στο Όρος της Θλίψης, εκεί όπου οι ναυαγοί έχτισαν το προκεχωρημένο τους φυλάκιο, εξακολουθούν να φυτρώνουν λίγα κλωνιά αγριοσέλινο, κι όποιος ψάξει θα βρει και λίγες σκόρπιες πεταλίδες, σαν αυτές που έτρωγαν οι άντρες για να επιβιώσουν. Και λίγο παραμέσα, μισοθαμμένες σ’ ένα παγωμένο ρυάκι, υπάρχουν σάπιες σανίδες που ξεβράστηκαν στην ακτή πριν από εκατοντάδες χρόνια. Έχουν μήκος κάπου 5 μέτρα, είναι καρφωμένες με ξυλόκαρφα και προέρχονται από το σκελετό ενός σκαριού του 18ου αιώνα – του Πλοίου της Αυτού Μεγαλειότητος Γουέιτζερ. Τίποτε άλλο δεν έχει απομείνει από τον άγριο αγώνα που δόθηκε κάποτε εκεί, ούτε κι από τα αδηφάγα όνειρα των αυτοκρατοριών.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.