Σύνδεση συνδρομητών

Μαρία Λαϊνά - Βάσκο Πόπα: Ιστορία δυο ποιημάτων που δεν συναντήθηκαν, μα δεν πειράζει

Σάββατο, 10 Μαϊος 2025 09:16
Ο Βάσκο Πόπα (1922-1991).
Stevan Kragujević
Ο Βάσκο Πόπα (1922-1991).

«Ποτέ δεν σκεφτόμουν ποδήλατα διαβάζοντας τα ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά, κι όμως. Η στήλη επιφυλλίδων που διατηρούσε, το περίφημο «Πεντάλ», με προκαλεί να το κάνω. Αναζητώ δυο ποιήματα». Ο συγγραφέας επιλέγει ένα της Μαρίας Λαϊνά κι ένα του Σέρβου/Γιουγκοσλάβου ποιητή Βάσκο Πόπα, που η Λαϊνά έχει μεταφράσει.

(στην Ντόρα πάντα∙
θα καταλάβει ο ποδηλάτης)

1.

«Ο ποδηλάτης θα διαπράξει και σήμερα το ατόπημα της σπασμωδικής και ακατάστατης διαδρομής».

 [Θυμάσαι τι είναι ποίηση; εκδ. Πατάκη, 2018]

Παράξενη η εικόνα αυτή. Θέλω να πω: Ποτέ δεν σκεφτόμουν ποδήλατα διαβάζοντας τα ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά, κι όμως. Η στήλη επιφυλλίδων που διατηρούσε, το περίφημο «Πεντάλ», με προκαλεί να το κάνω. Εγώ πάντα είχα στον νου μου ένα άδειο σπίτι, κάποιο σκοτεινό απόγευμα, ήρεμο και κάπως θλιμμένο, ένα αίτημα σώματος. Με άλλα λόγια, μια εικόνα ήσυχα εντατική και διαρκώς εν αναμονή. Βέβαια, ακόμη και εδώ δεν αποκλείονται –τώρα που το σκέφτομαι– οι αυθαίρετες κινήσεις.

 

2.

Αναζητώ, λοιπόν, δυο ποιήματα, και με διαπερνά τούτη ακριβώς η πρόθεση αυθαιρεσίας. Βηματίζω σε ένα διαμέρισμα. Αλλά χωρίς προσανατολισμό και θέμα. Στο έπιπλο της εισόδου βρίσκεται αφημένο, σχεδόν αφηρημένα, το απόκομμα ενός άλλου τώρα «Πεντάλ». Το διαβάζω γρήγορα. Τόσο γρήγορα, ώστε να εισβάλουν ξαφνικά ο Μπένγιαμιν και ο Μπλοχ, μιλώντας για το αστυνομικό μυθιστόρημα: εκείνο όπου η αφήγηση θέτει νέτα σκέτα κι εξαρχής ένα εξωτερικό συμβάν, στο οποίο έχει οδηγήσει μια καθ’ όλα αυστηρή αιτιακή ακολουθία. Όμως, εγώ δεν είμαι αστυνομικός. Νιώθω λιγάκι ηδονοβλεπτικό να ταράξω τη σκόνη πάνω απ’ τα ίχνη που με προσοχή τοποθετήθηκαν στις λέξεις, και τέλος πάντων. Μπροστά στους τάχα οργανικούς δεσμούς θα προτιμήσω μια συνάντηση σπασμωδική, έως και απαράδεκτη.

 

3.

Ο αέρας στέκεται όρθιος στα έπιπλα με μια στεγνή γλύκα. Ξεσηκώνει απαλά τις σελίδες μιας συλλογής. Αλλαγή τοπίου. Εκδοθείσα από τον Κέδρο το 1972. Ο τροχός σταματά στο ποίημα «Ανά ζεύγη»:

Το σκοτάδι δεν είναι φως

όμως ανήκει σ’ αυτό

όπως η μοναξιά δεν είναι έρωτας

κι όμως τον αντικρίζει

μ’ ορθάνοιχτα μάτια

 

Μ’ ορθάνοιχτα μάτια

μες στο σκοτάδι

ο έρωτας παραμονεύει

τη μοναξιά μας.

Η μοναξιά και ο έρωτας. Θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα δάπεδο ερμηνειών ολισθηρό και επικίνδυνο σαν γυαλί. Ιδίως για κάποιον που ψηλαφεί στα τυφλά τις διαστάσεις του χώρου. Ωστόσο. Οι ερμηνείες εν προκειμένω δεν με αφορούν. Τις αφήνω στην άκρη. Άλλωστε, νιώθω πως το ποιητικό σώμα, που γνωρίζει καλά να διαφεύγει την ανάλυση, παραφυλάει πίσω απ’ την πόρτα. Ρίχνοντας μπρος του μια ολοφάνερη, με θαρραλέα συστολή, μωβ σκιά. Θα μείνω μονάχα σε αυτό το σώμα. Στο σκοτάδι που δεν είναι φως / όμως ανήκει σ’ αυτό. Αναζητώντας –πάντα εκ των υστέρων– μια προϊστορία τυχαία εξολοκλήρου ή όχι.

 

4.

Ανατρέχω στην Ανθολογία Ξένης Ποίησης του 20ού Αιώνα (2021), που συνέταξε η Μαρία Λαϊνά, κι αναπότρεπτα κάτι μέσα μου με παρασέρνει στις σελίδες εκείνες, όπου πυκνώνει πιο συμπαγής μια βαλκανική ομίχλη. Της στάχτης. Αυτός είναι ο τίτλος του ποιήματος του γιουγκοσλάβου ποιητή Βάσκο Πόπα, που με κάνει να σταθώ. Σε μετάφραση της Έλλης Σκοπετέα. Και πάει κάπως έτσι:

Οι μεν θα ’ναι νύχτες οι δε άστρα

 

Η κάθε νύχτα ανάβει το άστρο της

Και σέρνει γύρω του μαύρο χορό

Ώσπου να της καεί το άστρο

 

Ύστερα οι νύχτες ανακατατάσσονται

Οι μεν κάνουν τ’ άστρα

Οι δε παραμένουν νύχτες

 

Και πάλι κάθε νύχτα ανάβει το άστρο της

και σέρνει γύρω του μαύρο χορό

Ώσπου να της καεί το άστρο

 

Η νύχτα η στερνή είναι κι άστρο και νύχτα

Ανάβεται μονάχη της

Γύρω απ’ τον εαυτό της

Σέρνει μονάχη της τον μαύρο χορό

Αυτή η τελευταία νύχτα. Που είναι και νύχτα και άστρο. Αυτή που. Καίγεται μένοντας μόνη. Αυτός ο μαύρος χορός που. Αισθάνομαι πως μπορεί να μας οδηγήσει με μιαν αιώνια επανάληψη στο σκοτάδι, αλλά και πέρα απ’ αυτό. Ή είπαμε. Σ’ εκείνο που δεν είναι φως και όμως του ανήκει. Όμως, για μια στιγμή θα έλεγε ο επιθεωρητής: το ποίημα αυτό μεταφράζεται στα καθ’ ημάς μόλις το 1979 και η Μαρία Λαϊνά γράφει τους δικούς της στίχους μόλις το ’72. Και αυτό το είπαμε. Ένοχος σκανδαλώδους χρονικής ανακολουθίας, λοιπόν;

 

5.

Ένα σημείωμα βοηθείας κάτω απ’ το παλιό τηλέφωνο: «Η ποίηση είναι στιγμή συμπυκνωμένου χρόνου». Υπογραφή (πάλι): Ο ποδηλάτης, σε κάποιο ακανόνιστο «Πεντάλ». Κι αν το δεχτούμε αυτό, η τριχοτόμηση του χρόνου –για λίγο έστω– παύει. «Ο χρόνος λιμνάζει στο παρόν». Κι εγώ. Μπορώ να επιστρέψω στο παρελθόν από το μέλλον. Δείχνοντας, ίσως, όχι πως ένα ποίημα που ανθολογείται επηρεάζει κατόπιν ευθύγραμμα και ελάχιστα στα ξαφνικά τη γραφή της ανθολόγου του, αλλά. Και πως η ίδια η ποιήτρια μπορεί να προσκαλεί από τα πριν, με τα δικά της ποιήματα, τις όποιες και όσες συνομιλίες επιθυμεί απρογραμμάτιστα να διανοίξει. Ένας διάλογος, ας πούμε, πριν καν σταθούν δυο στόματα το ένα απέναντι στο άλλο. Ή, τέλος πάντων, ένα στόμα που ξέρει να προσκαλεί και να προσμένει στόματα άλλα, ταιριαστά για την αγάπη του.  Εν προκειμένω, μιαν αμοιβαία επιθυμία, έστω υπό κατασκευή, που βγάζει νοκ άουτ, και μάλιστα πανηγυρικά, κάθε νόημα ανάκρισης.

 

6.

Αυτά λέγοντας μπορώ να επιστρέψω ακόμη πιο ελεύθερα στον μαύρο χορό. Επιστρέφω σημαίνει τον ακολουθώ πιστά, καθώς αλλάζει δωμάτιο με δωμάτιο. Ακολουθώ σημαίνει γίνομαι μέρος μιας τελετής που υποβάλλει τη σιωπή για να μπορεί να προεξάρχει ανεμπόδιστη η νύχτα που απέμεινε τελευταία ως να καεί σαν άστρο. Απέμεινε μ’ ορθάνοιχτα μάτια. Αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται. Η νύχτα. Τη φαντάζομαι να ψιθυρίζει κάποιους άλλους στίχους της Λαϊνά: «Λίγο; / μπορούμε λίγο; είπε // Δεν έχει λίγο, είπα. / ποτέ δεν έχει λίγο» (Ο Κήπος· Όχι εγώ). Να καταπίνει ύστερα το ελάχιστο φως. Σκέφτομαι: Ακολουθώ τον χορό ίσως να σημαίνει ακόμα παραδίδομαι. Στη μοναξιά που αντικρΊζω, στον έρωτα που παραμονεύει, στο να υποφέρω –ενίοτε ή πάντα–, στο χάσμα αυτού του εκκρεμούς. Χωρίς κανέναν ήχο να ακούγεται.

 

7.

Υπενθυμίζω. Βρίσκομαι πάντα εντός της καρτερικής εικόνας του άδειου διαμερίσματος. Το απόγευμα έχει προχωρήσει. Σκοτεινιάζει περισσότερο. Μια κρυσταλλική γραμμή στο πάτωμα δείχνει από πού έχει περάσει ο χορευτής. Δεν ισχύει το ίδιο για τον ποδηλάτη. Φαντάζομαι την τελευταία νύχτα να αναζητά τις ευτυχισμένες στιγμές του χάσματος με κάποια υπομονετική σοφία, όσο συνεχίζει να χορεύει.

 

8.

Υπενθυμίζω. Βρίσκομαι πάντα εντός της καρτερικής εικόνας του άδειου διαμερίσματος. Μα ξαφνικά, ακριβώς όσο πέφτει ακόμη πιο βαρύ το σκοτάδι, χάνω από τα μάτια μου τον μαύρο χορό. Ακούω έναν μεταλλικό μακρόσυρτο θόρυβο. Η εξώπορτα –προς έκπληξή μου– ήτανε τόση ώρα ή και πάντοτε μισάνοιχτη.

 

9.

Αναλογίζομαι. Η μισάνοιχτη πόρτα πράγματι θα επέτρεπε στον ποδηλάτη άπειρες ακανόνιστες διαδρομές. Μάλλον αυτή, με τούτο το μικρό άνοιγμα γωνίας κάποιων μοιρών, είναι που διασώζει στην κόψη και τις τελευταίες νύχτες (ίσως και τα ποιήματα), παρέχοντας ευκαιρίες απόδρασης – αν χρειαστεί. Τελικά, απομένω με δύο μονάχα φάσματα συντροφιάς που προσπάθησα να παρακάμψω: Τη μοναξιά και τον έρωτα. Αυταπάτη τα άδεια διαμερίσματα με τις ανοιχτές εξώθυρες. Καθόλου αυτονόητα όμως, και τα γεμάτα. Με σκοτάδι με φως, τελικά. Οι ερωτευμένοι, οι μόνοι ή, έστω, οι χορευτές –σπασμωδικά, ακατάστατα– διασώζονται άραγε εξίσου ποδηλάτη;

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.