Σπάνιας δύναμης τα λυρικά της –με την αρχαϊκή έννοια– ποιήματα· έτη φωτός δε μακριά από την «εξομολόγηση». Αλλά και με τον άλλον αγαπημένο της ποιητικό τρόπο, όταν ακουμπά σε άλλων κείμενα, ή άλλα έργα τέχνης, μουσικά, φερ’ ειπείν, ή ζωγραφικά –καί μ’ εκείνον τον τρόπο της, δεν μας βάζει ν’ αναρωτιόμαστε σε τι αναφέρεται– τόσο καλοδιαλεγμένες και καλοχωνεμένες είναι οι αναφορές της. Δεν νιώθουμε ότι μας απομακρύνει. Αντιθέτως, μας προσκαλεί να μπούμε κι εμείς σ’ αυτούς τους άλλους κόσμους της τέχνης –της ζωής– που εκείνη αγάπησε, και να τους αγαπήσουμε με τη σειρά μας.
Να ένα σχετικό ποίημα, από το βιβλίο του 1992, Ρόδινος Φόβος: ένα από τα μεγαλύτερα ποιητικά της επιτεύγματα.
ΜΟΤΣΑΡΤ
Θυμάμαι λίγο
μια άμαξα στενή πάνω στη γέφυρα
μαύρο νερό
μια τρομερή μαύρη βάρκα
ένα θαμπό γυάλινο κλάμα.
Προσθέτω ένα δυνατό συναίσθημα απόλαυσης
σαν το κουπί που λάμνει όλο και πιο πέρα.
Γέφυρα της Βιέννης, ή της Πράγας; Ή μήπως της Βενετίας του Ντον Τζοβάννι, της ταινίας του Τζόζεφ Λόουζι: τρομερή μαύρη βάρκα; Κι αυτό το θαμπό γυάλινο κλάμα, να παραπέμπει άραγε στο έργο του Μότσαρτ με αρ. K. 617, Αντάτζιο και Ρόντο για κρυσταλλόφωνο (ένα σπάνιο όργανο –εφεύρεση του Βενιαμίν Φραγκλίνου– όπου όντως οι νότες προκύπτουν από την τριβή γυάλινων δίσκων με ελαφρώς βρεγμένα δάκτυλα), φλάουτο, όμποε, βιόλα και βιολοντσέλο;
Πάντως, το δυνατό συναίσθημα απόλαυσης, σχεδόν μυϊκής (σαν το κουπί που λάμνει), αλλά και σχετιζόμενης με μιαν απόσταση που αυξάνει – ανάμεσα σε μας και το έργο τέχνης; Ή καθώς η τέχνη μάς σπρώχνει βαθύτερα μες στη ζωή; – είναι μια ευτυχέστατη διατύπωση των ισχυρών συναισθημάτων χαράς ανάμεικτης με βαθύτατη θλίψη που είναι ικανή να προξενήσει η μουσική του Μότσαρτ.
Μεταξύ των κάμποσων μεταφράσεών της, η Μαρία Λαϊνά είχε αποδώσει στα ελληνικά (για τις ανάγκες του σχετικού βιβλίου-προγράμματος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, για τις παραστάσεις του «Στούντιο Όπερας» το 1993) και το λιμπρέτο της όπερας του Μότσαρτ Οι γάμοι του Φϊγκαρο, γραμμένο από τον φοβερό και τρομερό Λορέντσο Ντα Πόντε.
Προς το τέλος της όπερας, μες στον νυχτωμένο κήπο όπου όλα τα πρόσωπα, κρυμμένα ή μεταμφιεσμένα, πασχίζουν να παγιδεύσουν τα πρόσωπα που αγαπούν, ελπίζοντας όμως κατά βάθος να τους αποσπάσουν ό,τι πιο πολύ ποθούν, η Σουζάννα, υπηρέτρια της Κόμισσας και σύζυγος του Φίγκαρο, υπηρέτη του Κόμη, λέει, σ’ ένα απ’ τα ομορφότερα ρετσιτατίβα (τα «μισομιλητά-μισοτραγουδιστά» μέρη) που γράφτηκαν ποτέ – και μεταφράζει η Λαϊνά:
Σε λίγο επιτέλους θα βρεθώ
Αμέριμνη κι ευτυχισμένη
Στην αγκαλιά του λατρευτού μου·
Κι εσείς έγνοιες που με αποθαρρύνετε,
Φύγετε απ’ την καρδιά μου
Και τη χαρά μου μην ταράζετε.
Α, πώς μοιάζει, στη φλόγα την ερωτική,
Η καλοσύνη αυτού του τόπου,
Η γη κι ο ουρανός, ν’ ανταποκρίνονται!
Πώς μ’ ευνοεί η νύχτα σαν τον κλέφτη!
Αναπόφευκτα, το πλησίασμα αυτών των δύο κειμένων επαναφέρει στο νου μου τη σπάνια, ιδιότροπη, μα άσφαλτη και αδιάκοπη μουσικότητα όλων των κειμένων της Λαϊνά, ποιητικών και άλλων.
Μουσικότητα που –μαζί με την ταύτιση έρωτα και απουσίας, τη στροφή στη φύση για να μας δείξει την ψυχή μας, τη σωματικότητα της Ιστορίας (και της ιστορίας μας): βασικά χαρακτηριστικά καί της δικής της ποίησης – βρήκα στο εξής ποίημα του Παβέζε, σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, το οποίο η Μαρία Λαϊνά είχε συμπεριλάβει στην απολύτως απαραίτητη ανθολογία της Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα – Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις:
[ΕΙΣΑΙ ΣΑΝ ΚΑΠΟΙΑ ΓΗ…]
Είσαι σαν κάποια γη
που κανένας ποτέ δεν ονόμασε.
Δεν περιμένεις τίποτα
μόνο τη λέξη
που θ’ αναβλύσει απ’ το βάθος
σαν καρπός στα κλαριά.
Ένας άνεμος σε προλαβαίνει.
Στεγνά και μαραμένα πράγματα
σε κατακλύζουνε και φεύγουν με τον άνεμο.
Μέλη και λόγια αρχαία. Τρέμεις
μέσα στο καλοκαίρι.
Υποψιάζομαι πως πολύ θα αγάπησε ολόκληρο τον λογοτέχνη Παβέζε, η Λαϊνά: τον πεζογράφο και ποιητή που σημάδευσε και κατά κάποιον τρόπο όρισε τη μεταπολεμική ιταλική λογτεχνία, γρήγορα κάνοντάς της τόπο –αποχωρώντας οικειοθελώς–, μα επηρεάζοντας ομοτέχνους και αλλοτέχνους (αίφνης, τον Αντονιόνι, βεβαίως).
Σαν να συνομιλεί μαζί του η Μαρία Λαϊνά, στη σχεδόν ερωτική αντιπαράθεση της έντασης της ζωής όσο κι αν φθίνει, και του θανάτου που καραδοκεί, στο ποίημα από το αποχαιρετιστήριο ποιητικό βιβλίο της του 2020, Ό,τι έγινε – άνθρωποι και φαντάσματα:
ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΕ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
η σκόνη του ήλιου
ο πυρετός του φεγγαριού.
Χτυπάει η φλέβα του καλοκαιριού·
εν αναπαύσει ο πάνθηρας
η βελουδένια χάρη του
η τρομερή στιλπνή του ρώμη.