Αικατερίνη Πλέσσου-Κράμερ. Γεννημένη στα Ιωάννινα το 1809, την περίοδο του Αλή Πασά. Η μητέρα, ερωμένη του γιου του Αλή Πασά, του Μουχτάρ. Την ίδια την αρραβωνιάζουν (θνησιγενώς) σε πρώιμη εφηβική ηλικία με τον Ιωάννη Κωλέττη, γιατρό τότε των πασάδων, μετέπειτα πολιτικό ηγέτη, αμφιλεγόμενο πρωθυπουργό (νυν άγαλμα μπροστά από το κτίριο της Περιφέρειας Ηπείρου – πώς συμβολίζει αυτό τον τόπο μου;). Φυγαδεύεται στο Τεπελένι με τις υπόλοιπες γυναίκες των χαρεμιών, όταν αρχίζει ο πόλεμος Σουλτάνου-Αλή. Την σώζει από εκεί ο πατέρας της (έμπορος διωγμένος από τα Ιωάννινα από τον Μουχτάρ) και την παίρνει μαζί του στις Σέρρες. Ξεκινά μια καινούργια ζωή – φιλοπερίεργη, με μια Ελληνική Νομαρχία κλεμμένη από ένα συρτάρι του Κωλέττη να την αφυπνίζει. Ξεσπά η ελληνική επανάσταση, δεν πάει καλά στη Μακεδονία, με τον πατέρα της θα καταφύγουν στο Μεσολόγγι: θα θαυμάσει τον Μάρκο Μπότσαρη, θα παραξενευτεί με τον Μαυροκορδάτο, θα γίνει η παρέα του Μπάυρον στο πρωινό αφέψημα. Θα χάσει αγαπημένους, θα φυγαδευτεί στα Ιόνια λίγο πριν την Έξοδο. Θα γνωρίσει ευγενικό άγγλο αξιωματικό, θα γίνει ο άνθρωπός της. Γάμος, Κέρκυρα, Ιρλανδία, Τσέστερ, και κατόπιν Αυστραλία – η πρώτη ελεύθερη Ελληνίδα που πάτησε το πόδι της εκεί. Στον τάφο της ακόμη γίνονται τρισάγια συμβολικά από εκπροσώπους της ομογένειας. Τα περισσότερα από όσα αναφέρονται στο βιβλίο είναι ιστορικά τεκμηριωμένα.
Στη μουσική υπάρχει ένας γνωστός όρος, μπορείς να τον πεις και κατάρα: the difficult second album / ο δύσκολος δεύτερος δίσκος – πρωτοεμφανίζεται ένα συγκρότημα ή ένας καλλιτέχνης και εν μέσω διθυράμβων («είδα το μέλλον της μουσικής για χιλιοστή φορά και το έλεγαν…»), συναυλιών και αφισών σε τοίχους νεανικών δωματίων καταθέτει τη συσσωρευμένη έμπνευσή του πολλών ετών. Αλλά στη συνέχεια έρχεται η ώρα του δεύτερου δίσκου, η ανάγκη να κατετεθεί έμπνευση εκ νέου, αλλά σε αυστηρά περιορισμένο χρονικό διάστημα. Κι έτσι γεμίσαμε με δεύτερους δίσκους που το έπαιζαν σοφιστικέ για να καλύψουν το γεγονός ότι ήταν ανέμπνευστοι. Το ζούμε και στη λογοτεχνία αυτό. «Πολλά υποσχόμενες» νέες φωνές, που αν κινούνται και στους κατάλληλους χώρους θα παρουσιαστούν τα πρωτόλειά τους επίσης διθυραμβικά σε έγκριτες εφημερίδες, θα βρουν περίοπτη θέση στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων και όχι μόνο, θα μαζέψουν υποψηφιότητες για φιλολογικά βραβεία, θα απαντήσουν σε ερωτηματολόγια – αναπόφευκτα για το ποιο βιβλίο έχουν δίπλα τους στο κομοδίνο (και οι περισσότεροι θα έχουν έναν βαρύγδουπο τίτλο να αναφέρουν για να δείξουν πόσο περισπούδαστα τους πιάνει ο ύπνος). Και μετά θα έρθει το δεύτερο βιβλίο, που θα αποδείξει μια δύσκολη αλήθεια: ότι, όσα αλαλάζοντα κύμβαλα κι αν έχουν στο πλευρό τους, δεν είναι όλοι όσοι γράφουν συγγραφείς.
Η Πρώτη Έποικος είναι το δεύτερο βιβλίο της Φωτεινής Παπαδημητρίου και έχει να κερδίσει αυτό το στοίχημα. Είχε άλλα δύσκολα στοιχήματα το πρώτο της βιβλίο, το Δεσποτάτο της Λίμνης: Κέρδισε το στοίχημα της ιστορίας, με μια εξαντλητική μελέτη των πηγών μιας δύσκολης περιόδου (των προοθωμανικών Ιωαννίνων, που διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την επιθυμία εξόριστων Κωνσταντινουπολιτών να ανασυστήσουν κάτι από το κλέος της Βασιλεύουσας) και με μια εξαιρετική ανασύνθεσή τους. Κέρδισε το στοίχημα της πόλης, των Ιωαννίνων, φτιάχνοντας ένα σημείο αναφοράς για όσους θέλουν να περιγράψουν την πόλη στην πορεία του χρόνου: Όταν μια μεγάλη σεβαστή εφημερίδα έφτιαξε έναν τόμο-αφιέρωμα στα Ιωάννινα, το κατά τα άλλα εξαιρετικό πόνημα ξεκινούσε με μια αναφορά στην ιστορία της πόλης – ο συγκεκριμένος συνεργάτης όμως ξεκινούσε την ιστορία αυτή από τη στιγμή που οι Οθωμανοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, αγνοώντας μια ένδοξη και διδακτικά πολύπλοκη περίοδο που προηγήθηκε (εδώ το ιστορικό μυθιστόρημα-ντεμπούτο της Παπαδημητρίου μπορούσε άνετα να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς, ως ντοκουμέντο, στο βαθμό που το ιστορικό μυθιστόρημα μπορεί να ισορροπήσει μεταξύ γεγονότων και μυθοπλασίας).
Αλλά για να κερδίσει κανείς το στοίχημα της αφήγησης, για να αποδείξει ότι είναι αληθινή συγγραφέας (η παιδίατρος στην καθημερινή της ζωή, αλλά προφανής λάτρης της ιστορίας και της πόλης της), είναι απαραίτητο κάτι σαν αυτό το δεύτερο βιβλίο.
Η συγγραφική δεξιοτεχνία
Πώς αποδεικνύεις ότι είσαι πραγματικός συγγραφέας και όχι απλά κάποιος που γράφει;
1. Είναι ρέουσα η αφήγηση, σε παίρνει από το χέρι και σου δημιουργεί εικόνες να μπεις μέσα του. Έτοιμο για κινηματογράφηση είναι το βιβλίο, έτοιμο να δημιουργήσει πλάνα ανθολογίας: για παράδειγμα μια σκηνή όπου οι γυναίκες των χαρεμιών φυγαδεύονται από τα Ιωάννινα στο Τεπελένι – σαφής η οδηγία στο μυαλό του αναγνώστη και τον όποιο αυριανό σκηνοθέτη: βλέπουμε σε μακρινό πλάνο τον ποταμό στη φιδίσια πορεία του, μετά σε κοντινά πλάνα/κοφτές περιγραφές την προσπάθεια των γυναικών να διασχίσουν το ποτάμι, τα φουστάνια τους να σηκώνονται στο νερό, και μετά σε μακρινό πλάνο όλα τα πολύχρωμα φουστάνια να επιπλέουν στο ποτάμι, σαν παράξενα νούφαρα - τη φαντάζεσαι την εικόνα, τα χρώματα, την αντίθεση, μένει ανεξίτηλη στην μνήμη.
2. Εξίσου σημαντικό στην τέχνη της αφήγησης είναι να έχεις δεύτερους ρόλους – είναι τα μπαχαρικά, η νοστιμάδα της ανάγνωσης. Και το στοίχημα κερδίζεται δυσκολότερα όταν αυτοί οι δεύτεροι ρόλοι είναι ιστορικά πρόσωπα που πρέπει να ενσωματωθούν λειτουργικά, όχι με λογική εγκυκλοπαιδική. Κι έχει τέτοια πρόσωπα εδώ, έχει τον τρόπο που περιγράφεται ο Μάρκος Μπότσαρης, την αύρα που αφήνει πίσω του ακόμη και το απλό άκουσμα του ονόματός του από ξένα χείλη, το εκτόπισμα στην παρουσία του, το γεγονός ότι ο τάφος του είναι το προσκύνημα του Μπάυρον. Έχει τον Μπάυρον το βιβλίο ως δεύτερο χαρακτήρα. Είναι καίριος ο ρόλος του στην αφήγηση – η συνάντηση της ηρωίδας μαζί του σηματοδοτεί μια μετάβασή της, το πέρασμά της στη συνειδητοποίηση της έννοιας της ελευθερίας, ατομικής και εθνικής. Ομολογώ πως λειτουργώ υποκειμενικά στην περίπτωση Μπάυρον, πάντα με δέος για τη μορφή του, πάντα με απορία για το πόσο λίγο, αναλογικά, τον γνωρίζουμε, τον τιμούμε (19 Απριλίου λέει, η μέρα του θανάτου του, είναι ημέρα φιλελληνισμού – ε, δεν το λες και γνωστό…). Τον κάναμε δικό μας στο όνομα, αλλά τον ξέρουμε λίγο – ας μη γελιόμαστε. Η Πρώτη Έποικος έρχεται να υπενθυμίσει αυτό το εξωπραγματικό που συνέβη τότε – ο Μπάιρον δεν ήταν κάποιος «απλός» φιλέλληνας. Ήταν ένας ροκ σταρ της εποχής του - ο Μπέρτραντ Ράσσελ, αργότερα, θα τον παρομοίαζε με Ινδιάνο αρχηγό Τσερόκι, ήταν ο πολυσυζητημένος, ο προκλητικός, ο εξίσου καταλυτικά διανοούμενος και κοσμικός. Κι αντί να κάθεται στη βίλα Ντιοντάντι στην Γενεύη μαζί με τον Πέρσυ και τη Μαίρη Σέλλεϋ, αντί να συνεχίσει να ερωτοτροπεί σε ιταλικές πόλεις με κοντέσες, σηκώθηκε κι ήρθε στο Μεσολόγγι, σε μια αποστολή αυτοκτονίας – ναι, μπορεί να αισθανόταν μέσα του να τον βαραίνει το αρχαιοελληνικό κλέος και η ρομαντική αύρα κάποιας ωραίας των Αθηνών προηγούμενων περιηγήσεών του, μπορεί να έπαιξε ρόλο ο θάνατος του αδελφικού του φίλου, του Σέλλεϋ, που άφησε πίσω του ως τελευταίο έργο το Hellas, αλλά τίποτε δεν αλλάζει το γεγονός: ότι στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, με μια επανάσταση που πήγαινε κατά διαόλου, ο Μπάυρον δεν χρηματοδοτεί μόνο αλλά παρίσταται, τραβά τα φώτα της Ευρώπης και του κόσμου στη δύσμοιρη πόλη. Δεν τον τιμούμε τον Μπάυρον όσο του πρέπει, τον κάναμε και μια κακή ταινία αλλά ήταν του Κούνδουρου και δεν την κατακρίναμε όσο της έπρεπε (να ξαναβλέπαμε τα τοτέμ μας ίσως...), υπάρχουν και οι γνωστοί αγράμματοι του διαδικτύου που τον παρουσιάζουν ως ανθέλληνα, αυτόν που θύμισε στον κόσμο ότι πολεμούσαμε για την ελευθερία - ο Βικτόρ Ουγκώ μετά το Ναυαρίνο τον Μπάυρον θυμήθηκε: «Η Ελλάδα είναι ελεύθερη και από τον τάφο του ο Μπάυρον χειροκροτά το Ναυαρίνο». Κάθε βιβλίο που λειτουργικά ενσωματώνει τον Μπάυρον και την αύρα του, τη σημασία του, την επίδρασή του, έστω και συμβολικά, είναι ένα κερδισμένο στοίχημα αφήγησης.
3. Εξίσου σημαντικό στην τέχνη της αφήγησης: το να σε κάνει να ψάξεις παραπέρα – να σου ανοίξει τα μάτια σε νέα ταξίδια. Αρκεί μια φευγαλέα αναφορά, όπως εδώ για τον Μινιάκ, τον γάλλο ξιφομάχο της μάχης του Πέτα – δεν τον ήξερα κι έχω σχεδόν αποστηθίσει τους Φιλέλληνες στο Εικοσιένα του Τάκη Λάππα μικρός, και τους Φιλέλληνες του Chris Woodhouse τους γνωρίζω καλά – πουθενά δεν αναφερόταν. Βρέθηκα να ψάχνω, να βρίσκω, να ανοίγω νέες πόρτες, νέα διαβάσματα, κι αυτά να οδηγούν σε άλλα, σε νέα ταξίδια, να φαντάζομαι γκροτέσκο σκηνές μονομαχιών πριν από τη μάχη με τα ασκέρια των πασάδων, να μένω ακόμη περισσότερο έκθαμβος με το παράξενο των καιρών: αναφέρεται πως ο Μινιάκ, πριν από τη μάχη του Πέτα, προκάλεσε σε μονομαχία γερμανό φιλέλληνα, μονομαχία που έγινε, παρά το παράδοξο, το κωμικοτραγικό του πράγματος. Νίκησε στην μονομαχία, στην μετέπειτα μάχη όμως αποτέλεσε στόχο των Οθωμανών, επειδή η φανταχτερή του στολή έκανε τους αντιπάλους να τον θεωρούν αρχηγό, άρα πρώτο στόχο – πριν σπάσει το σπαθί του και φονευθεί πρόλαβε να σκοτώσει εννιά εχθρούς. Αυτά τα συναρπαστικά για τον Μινιάκ, παρακινημένος από μια απλή (ποτέ δεν είναι απλές) αναφορά της Παπαδημητρίου, τα βρήκα στο Και πάλι ελεύθερη Ελλάδα! Οι φιλέλληνες στον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας του William St Clair (Εκδόσεις Γκοβόστη) , όπου αναφέρεται ότι τις αναλυτικότερες περιγραφές της υπόθεσης Μινιάκ τις βρήκε ο St Clair στις αναμνήσεις του Elster από τον δικό του φιλελληνικό αγώνα, κι έτσι γνώρισα και τον Daniel Johann Elster, τον μετέπειτα μουσουργό. Τα απομνημονεύματα του Έλστερ από τον Αγώνα, μάλιστα, κυκλοφορούν στα ελληνικά με τίτλο Το Τάγμα των Φιλελλήνων, από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.
4. Η τέχνη τέλος της αφήγησης, το κερδισμένο στοίχημα είναι και να βάλει τον αναγνώστη να δει μέσα από τα μάτια του ήρωα –της ηρωίδας εν προκειμένω, της «μαθημένης πια στους ξεριζωμούς», «που άφησε τη ζωή, σαν καρυδότσουφλο να τη στέλνει όπου φυσούσε ο άνεμος», των «ακρωτηριασμών της ζωής της». Να ξυπνάς μαζί της το πρωί και τα όνειρα της νύχτας να τα ερμηνεύεις με βάση τα σημάδια και τους προφορικούς ονειροκρίτες της εποχής, να σκέφτεσαι με τη γλώσσα και τους ιδιωματισμούς τους γιαννιώτικους, να βουλιάζεις στην μεσολογγίτικη λάσπη, να βλέπεις μπροστά σου το αίμα των νεκρών, να συνειδητοποιείς μαζί της πως «το σπιτικό το κάνουν οι άνθρωποι» κι όλα τα άλλα απλά «πέτρες είναι», να αισθάνεσαι την κούρασή της, την οργή της σε μια εποχή όπου οι γυναίκες θεωρούνταν εν πολλοίς προϊόν που όποιος πρόλαβε το καπάρωνε ή το εξαγόραζε, την παραίτηση, τη γαλήνη αργότερα. Ερωμένη, πολεμίστρια, τροφός, σύζυγος, μάνα.
Τώρα θ’ αναπαυθώ
Ένας κύκλος κλείνει με μια από τις ύστερες εικόνες του βιβλίου, με την ηρωίδα, σε μεγαλύτερη ηλικία πλέον, με παιδιά και μια άλλη ζωή στους Αντίποδες: η ανάπαυση στο να κάθεσαι σ’ ένα μπαλκόνι και να κοιτάς το ηλιοβασίλεμα με το κεφάλι σου ακουμπισμένο στον ώμο του ανθρώπου σου και να ακούς το θρόισμα του ανέμου μέσα από τα φύλλα των δέντρων. Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που έγραψε ο Μπάυρον άλλωστε: «και κοίτα να βρεις εκεί γύρω μια γη και να πεις “τώρα θ’ αναπαυθώ”».
Σ’ ένα σημείο του βιβλίου, η συγγραφέας βάζει τον Μάρκο Μπότσαρη να λέει:
Ξέρετε μωρέ τι δύναμη έχουν οι λέξεις; Δεν τη χωράει το τσερβέλο σας. Βγαίνουν απ’ τα βιβλία και μαγεύουν το νου. Έχουν τη δύναμη να αλλάξουν την πορεία της ιστορίας, να ταρακουνήσουν μυαλά, να ξεσηκώσουν συνειδήσεις, να δαμάσουνε ταπεινά ένστικτα. Ούτε ο καθένας μπορεί να τις ξεστομίσει, μόνο οι ικανοί και διαβασμένοι άνθρωποι.
Ναι, είναι ωραίες οι λέξεις των ικανών και διαβασμένων.
ΥΓ. Ο γράφων ενδέχεται να είναι υποκειμενικός. Δηλώνω φίλος της συγγραφέως, ήδη από το σχολείο. Προσπάθησα να είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται. Βρίσκω, π.χ., αδόκιμη μια λέξη στη σελίδα 231 και έχω μια ιατρικής φύσεως ένσταση στη σελίδα 291.