«Ο Κωνσταντινοπολίτης ποιητής, που η εμφάνιση των στίχων του είχε ξαφνίσει άλλοτε τον φιλολογικόν μας κόσμο διά την παράξενη υποβλητικότητά τους και για τον ιδιόρρυθμο συμβολισμό τους, είνε ένας ποιητής καλά μορφωμένος με κατασταλαγμένες σκέψεις για τα κύρια λογοτεχνικά ζητήματά μας.
Τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για το έργο του, για τις δικές του αντιλήψεις κ’ έπειτα να προχωρήση στην εξέταση της σημερινής λογοτεχνίας μας και των αυριανών δρόμων.
– Τα δημοσιευμένα έργα μου, τα ξέρετε. Είνε οι Παραλλαγές. Θέλησα σ’ αυτό να δώσω μια υποβλητική ποίηση. Να δώση το άρωμα που μας φέρνει στη μνήμη το λουλούδι, την μουσική των πραγμάτων μουσικά φανερωμένη. Μα στην υποβλητική ποίησή μου έδωκα και μια χροιά Βυζαντινή. Με τις Παραλλαγές τελειώνει το νεανικό έργο μου και τώρα ετοιμάζω να τυπώσω τον Απολλώνιον.
Όσον αφορά την αισθητική μου, πιστεύω ότι η ποίηση είνε μια γοητεία. Η πρώτη αρχή της ποιήσεως και της μουσικής, όταν είταν ακόμη αχώριστες, φαίνεται ότι είταν μια “επωδός”, ένα μαγικό τραγούδι. Ο Ήλιος, ο πρώτος πλάστης γοήτεψε τη Φύση κρούοντας τη λύρα κ’ έβγαλε μαγικά κρήνες, δέντρα, πουλιά. Κι’ ο αληθινός ποιητής που είνε ένα ηλιοπαίδι και μιμητής του, είνε έν ον μαγικό, σήμερα ακόμη. Μ’ αυτήν την αντίληψη και τραβώντας από την αρχική παρθένα πηγή, θέλησα να εργασθώ διανοητικώς με τον δικό μου τρόπο την πλούσια και ζωντανή φύση του ελληνικού μύθου.
– Και τώρα τι φρονείτε για τη σημερινή μας λογοτεχνία; Για τους άλλους γύρω σας...
– Εδιάβασα τις συνεντεύξεις των λογίων. Όλες τις χαρακτηρίζει η ανειλικρίνεια και η ανεπάρκεια. Όλοι φοβούνται μήπως πειράξουν κανένα και τους πειράξει κ’ εκείνος στη σειρά του. Προπαντός με ξάφνισε η γνώμη του Γρυπάρη, τον οποίον περισσότερον εκτιμώ από όλους τους παλιούς και του οποίου η μετάφρασις των έργων του Αισχύλου είνε έργο μνημειώδες. Φαντασθήτε να μιλή για το “υπέροχον έργο του Παλαμά”, ο οποίος για μένα είνε ο αρνητής της ποιήσεως, ένας “rhetour”, και για το μοναδικό Ελληνικό έργο του Βλαχογιάννη, το οποίον μόλις ξεφεύγει από τη λαογραφία και έχει ελάχιστο δημιουργικό παλμό. Ξεχνά δε ο κ. Γρυπάρης ένα διηγηματογράφο σαν τον Σπήλιο Πασαγιάννη, του οποίου ο Πέτρακας είνε μοναδικόν αριστούργημα της νεοελληνικής φιλολογίας. Κ’ έτσι ο Γρυπάρης αναφέροντας αόριστα μονάχα τ' όνομα του Σικελιανού αποδεικνύει ότι δε διαβάζει τους νεώτερους κι’ ότι για να εκφράση κανείς μια γνώμη δε φτάνει να έχει μια γενική ιδέα. [...]
– Η γενεά αυτή [σσ. η δική του] που την ανοίγει ο μεγαλύτερος στην ηλικία Σπήλιος Πασαγιάννης έχει δικούς της τον Σικελιανό, τον Βάρναλη, τον Σκίπη, τον Καζαντζάκη, την κ. Καζαντζάκη, τον Αυγέρη, τον Μίμη Λιμπεράκη, τον Χατζάρα, τον Σπ. Μελά κ.ά., η γενεά αυτή με φαίνεται ότι έχει περάση πολύ τους παλαιούς. Και εκτός από το πρωτότυπο έργο τους, που είνε σημαντικό, καθένας είνε και ταλέντο ιδιαίτερο, που δεν μοιάζει με κανένα από τους τριγυρινούς του. [...]
– Και τώρα κ. Μελαχρινέ δεν μας λέτε χωριστά πώς κρίνετε την πρόοδον κάθε λογοτεχνικού είδους στον τόπο μας; Και πρώτα για τη λυρική ποίηση.
– Η λυρική ποίηση έχει πιο πολύ προχωρήσει από τα άλλα είδη του λόγου. Είμαστε στη λυρική ποίηση ισάξιοι με τις καλύτερες σύγχρονες φιλολογίες. Ο Σολωμός μπορεί να σταθή σε κάθε φιλολογία μ’ όλο το κουτσουρεμένο έργο του.
Και μια που μας ήρθε ο λόγος για τον Σολωμό, για τον οποίον μίλησαν κάμποσοι στα διάφορα ιντερβιού, ας ανοίξουμε μια παρένθεση. Υπάρχουν άνθρωποι που θαυμάζουν κάθε τι που βγήκε από τον Σολωμό χωρίς καμμιά επιφύλαξη. Τέτοιος ο κ. Ξενόπουλος κι’ άλλοι πολλοί, Εφτανήσιοι το περισσότερο ή κατηχούμενοι της τέχνης. Άλλοι λιγάκι ελαφρά, όπως ο Ουράνης, αρνούνται ολότελα το έργο του. Άλλοι πάλι όπως ο φίλος ποιητής Σκίπης, απ’ τον καιρό που έδωκε το παράδειγμα ο Σπ. Ζαμπέλιος, βρίσκουν τελειότατα όσα έγραψε στην αφελή περίοδό του, πριν γνωρίσει τους γερμανούς αισθητικούς κι’ απορρίχνουν όσα έγραψε ύστερα από τη γνωριμία των. Ο Σολωμός είνε αλήθεια ότι με τη βοήθεια των γερμανών αισθητικών έφτασε στην ανώτερην αντίληψη της τέχνης και μας έδωκε τους ωραιότερους στίχους που υπάρχουν στη νεοελληνική ποίηση και που δεν ξεπεράστηκαν ακόμη, δίνοντάς μας μαζί κ' ένα παράδειγμα γόνιμο για συνέχιση.
Έπειτα ο κ. Μελαχρινός μας εμίλησε για το διήγημα.
– Και στο διήγημα μας είπε πρώτα-πρώτα έρχονται τα λίγα διηγήματα του Πολυλά και τα διηγήματα του Βιζυηνού και τα δυο επηρεασμένα από τον εκμεταλλευτή των θρύλων, γερμανικό ρωμαντισμό. Έρχεται ύστερα το διήγημα του Παπαδιαμάντη που με όλη την αντικαλλιτεχνική γλώσσα του είνε έργο ζωντανό, πρώτης γραμμής.
Τα τελευταία διηγήματα του Σπήλιου Πασαγιάννη που δημοσιεύτηκαν όλα στη Ζωή ανεβαίνουν στην πρώτη βαθμίδα της δημιουργικής παραγωγής. Του Καρκαβίτσα το έργο είνε αξιοσημείωτο αλλά κατώτερο από το έργο των δύο προηγουμένων. Αρκετά καλό το έργο του Κ. Χατζόπουλου, ανώτερο στη φόρμα αλλά του λείπει η ζωή που κινείται στα έργα του Παπαδιαμάντη. Ομοίως και του Κ. Θεοτόκη, αν είταν περισσότερο λογαριασμένο από μερικά περιττά στοιχεία κι’ αν δεν στραγγούλιζε το ταλέντο του προσπαθώντας να συνθέση έργα με θέση. [...]»