Το 2022, που σε λίγες ημέρες ολοκληρώνεται, συνδέθηκε εύλογα σε σημαντικό βαθμό με την εκατονταετηρίδα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πέραν των εκατοντάδων σχετικών εκδηλώσεων (ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, δήμων, συλλόγων) και εκθέσεων σε όλη την επικράτεια, υπήρξαν πολυάριθμες εκδόσεις σχετικές με τη Μικρά Ασία εν γένει, με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή καθώς και την αποκατάσταση των προσφύγων. Εντούτοις, η εκδοτική παραγωγή ήταν μικρότερη ποσοτικά των αναμενομένων, ιδίως εάν συγκριθεί με τις αντίστοιχες εκδόσεις το προηγούμενο έτος και τη συγκυρία της δισεκατονταετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης.
Κάνοντας έναν πρώτο βιβλιογραφικό απολογισμό, τι μας κομίζει το 2022; Η κύρια κληρονομιά του είναι η εμφάνιση μιας νέας γενιάς ιστορικών που αλλάζει το πρίσμα μελέτης της Μικρασιατικής Εκστρατείας εξετάζοντάς την «από τα κάτω». Πέραν των συμβολών για τις στρατιωτικές, πολιτικές και διπλωματικές πτυχές της εκστρατείας που είχαν ήδη κυκλοφορήσει,[1] έχουμε πλέον την απαρχή της συγγραφής μιας κοινωνικής ιστορίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Μια βασική παραδοχή αυτής της τάσης είναι ότι ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος δεν μπορεί να εξετασθεί ξέχωρα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την περίοδο αχαλίνωτης βίας που ακολούθησε στα εδάφη των υπό κατάρρευση αυτοκρατοριών στην ανατολική και στη νοτιοανατολική Ευρώπη (π.χ. Ρωσικός και Φινλανδικός Εμφύλιος, Πολωνοσοβιετικός Πόλεμος, Επαναστάσεις Σπαρτακιστών και Μπέλα Κουν και αιματηρή καταστολή τους), αλλά όχι μόνο εκεί (π.χ. Πόλεμος της Ανεξαρτησίας και Εμφύλιος στην Ιρλανδία, 1916-22).[2] Η μελέτη του ελληνοτουρκικού πολέμου από αυτή τη σκοπιά υπήρξε γόνιμη, καθώς η στροφή της τρίτης ιστοριογραφικής γενιάς του Μεγάλου Πολέμου («γενιά του Βιετνάμ» ή «της αμφισβήτησης») στην κοινωνική ιστορία του και της τέταρτης σε διεθνικές (transnational) πτυχές της περιόδου («διεθνική γενιά») έχουν αναδείξει πολυάριθμες σχετικές συμβολές, ιδίως τα τελευταία χρόνια στη συγκυρία της εκατονταετηρίδας του.[3] Η διεθνική στροφή δεν αφορά μονάχα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ευρύτερα την ευρωπαϊκή ιστορία και σε σημαντικό βαθμό είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της κινητικότητας των ιστορικών, της μεταξύ τους διασύνδεσης, της ψηφιοποίησης πολλών πρωτογενών και δευτερογενών πηγών καθώς και της αλλαγής της οπτικής που πρόσφεραν αυτοί οι παράγοντες. Τα χαρακτηριστικά αυτά έδωσαν το στίγμα τους στις ιστορικές έρευνες των δύο πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα.[4] Ιδωμένη υπ’ αυτό το πρίσμα και με εφόδια τις διεθνείς ιστοριογραφικές εξελίξεις, η Μικρασιατική Εκστρατεία είναι ουσιαστικά μια tabula rasa. Πώς βίωσαν οι στρατιώτες, οι ντόπιοι πληθυσμοί της Ανατολίας, αλλά και τα μετόπισθεν τον πόλεμο αυτόν; Ποια η καθημερινότητά αυτών των ανθρώπων; Ποιες οι επιπτώσεις (σωματικές, ψυχικές, οικονομικές κ.λπ.) σε αυτούς και στον οικογενειακό τους περίγυρο; Πώς τον νοηματοδότησαν μεταπολεμικά; Αυτά είναι μονάχα μερικά από τα ερωτήματα, στα οποία οι απαντήσεις άρχισαν να αναδύονται μόλις τα τελευταία χρόνια.
Με το βλέμμα των στρατιωτών
Ας σκιαγραφήσουμε την εικόνα που σχηματίζεται για τη Μικρασιατική Εκστρατεία μέσα από το βλέμμα των στρατιωτών.[5] Η εμπειρία του πολέμου είναι ένα σκληρό βίωμα που σημαδεύει, πολλές φορές ανεξίτηλα, τις ζωές όσων πολέμησαν. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της εμπειρίας είναι η διαρκής εγγύτητα με το θάνατο. Οι άνδρες αυτοί είδαν συναδέλφους τους να σκοτώνονται ή πιθανότατα σκότωσαν και οι ίδιοι (αντιπάλους ή και αμάχους), γεγονότα που επέδρασαν στον ψυχισμό τους. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά σε ένα πολεμικό διήγημα ο Φάνης Μιχαλόπουλος, το 1924, «δεν υπάρχει φρικτότερο συναίσθημα από το συναίσθημα του θανάτου, και μάλιστα όταν το παρατείνεις· σου κατατρώει τη σάρκα· σου ρημάζει τη θέληση· σε παραδίδει στην κοινωνία ερείπιο».[6] Το βίωμα αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο καθώς για πολλούς είχε προηγηθεί η εμπειρία των Βαλκανικών, αλλά και του Μεγάλου Πολέμου, όπου η αίσθηση των συνεχών βομβαρδισμών πυροβολικού στα χαρακώματα και τα αμπριά του Μακεδονικού Μετώπου καθιστούσαν αυτή την εμπειρία μια «ζωή εν τάφω», όπως γλαφυρά την ονόμασε ο κορυφαίος έλληνας λογοτέχνης - βετεράνος Στρατής Μυριβήλης.
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει, όχι μονάχα για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά εν γένει σε κάθε πόλεμο, είναι τι κινητοποιεί έναν στρατιώτη να πολεμήσει, και αντίστοιχα τι τον οδηγεί να καταταχθεί εθελοντικά ή να λιποτακτήσει. Το μαζικό κύμα εθελοντών που εμφανίστηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) δεν επαναλήφθηκε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, κατά τη διάρκεια της οποίας σταθερά μειωνόταν ο αριθμός όσων κατατάχθηκαν εθελοντικά όπως έχει δείξει ο Αναστάσιος Ζωγράφος στην ακόμα αδημοσίευτη –δυστυχώς– διδακτορική διατριβή του.[7] Μέσα από την περίπτωση των Μικρασιατών Ρωμιών, την οποία μελέτησε εις βάθος ο Χαράλαμπος Μηνασίδης, γίνεται κατανοητό ότι τα κίνητρα για την εθελοντική κατάταξη στον Ελληνικό Στρατό ή τη φυγοστρατία ποικίλλουν και έχουν να κάνουν με κριτήρια όπως η εθνική συνείδηση (ρευστή σε ορισμένες περιπτώσεις), οι οικονομικές ανάγκες, οι ιδεολογικοί παράγοντες, η ανάγκη προστασίας των κοινοτήτων τους κ.ά. Οι Μικρασιάτες, ωστόσο, δεν συστρατεύθηκαν μονάχα με τον Ελληνικό Στρατό, αλλά στην (κατά τον Μηνασίδη) «ολοκληρωτική κινητοποίηση» της μικρασιατικής κοινωνίας το 1922 συμπεριλαμβάνονταν η ένταξη σε παραστρατιωτικές ομάδες –την Πολιτοφυλακή που ιδρύθηκε υπό την καθοδήγηση του Ελληνικού Στρατού–, η κινητοποίηση των προσκόπων καθώς και γυναικείων οργανώσεων.[8]
Η κλήση στα όπλα δεν σήμαινε όμως ότι ο επιστρατευμένος θα παρουσιαζόταν στη μονάδα του. Το ζήτημα των ανυποταξιών βρισκόταν για χρόνια στην αφάνεια. Η φετινή βιβλιοπαραγωγή μάς έφερε τη μονογραφία του Νίκου Βαφέα, όπου μέσα από τη μελέτη τοπικών ιδιαιτεροτήτων της Κρήτης (ληστοσυμμορία του καπετάν Μπαρμπούνη, Σώμα Ασφάλειας Γύπαρη) καθώς και της δράσης της εδρεύουσας στην Κωνσταντινούπολη βενιζελικής Εθνικής Άμυνας αναλύεται ένα θέμα-ταμπού, αυτό των μαζικών ανυποταξιών στη δυτική Κρήτη το φθινόπωρο του 1921, κατά την κλήση της κλάσης του 1922.[9] Το ζήτημα των κινήτρων της ανυποταξίας εξετάζει και ο Αναστάσιος Ζωγράφος, μαζί με εκείνο του «κουραμπιεδισμού». Ο όρος αυτός μπορεί να ξενίζει σήμερα, ωστόσο στα χρόνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας ήταν έννοια του συρμού, καθώς ο «κουραμπιές» ήταν αυτός που σήμερα ονομάζουμε στη στρατιωτική αργκό «βύσμα». Πολλοί νέοι και οι οικογένειές τους προσπάθησαν ποικιλοτρόπως να αποφύγουν τη στρατιωτική υπηρεσία στη Μικρά Ασία, ιδίως μάλιστα την προοπτική να βρεθούν στην πρώτη γραμμή, επιστρατεύοντας παντός τύπου γνωριμίες για να μεσολαβήσουν υπέρ τους.[10]
Ένα άλλο θέμα-ταμπού είναι οι βιαιότητες που διέπραξαν οι έλληνες στρατιώτες κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Ασφαλώς στον τομέα αυτό πρωτοπόρο και σημείο αναφοράς είναι το έργο του Τάσου Κωστόπουλου (2007), το οποίο μέσω ενός σημαντικού όγκου κειμένων αυτοβιογραφικού χαρακτήρα (ημερολόγια, επιστολογραφία, απομνημονεύματα) παρουσιάζει αναλυτικά τις βιαιότητες που διέπραξαν οι έλληνες στρατιώτες καθ’ όλη τη διάρκεια της πολεμικής δεκαετίας 1912-22.[11] Η σχετική βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε φέτος. Οι Δημήτρης Καμούζης και Γιώργος Γιαννακόπουλος μας προσφέρουν μια εξωτερική οπτική γι’ αυτά τα γεγονότα. Μέσω των περιπτώσεων της Σμύρνης τον Μάιο του 1919, του Αϊδινίου το καλοκαίρι του ίδιου έτους, της Γιάλοβας, της Κίου και της Νικομήδειας την άνοιξη του 1921 καθώς και των Διασυμμαχικών Επιτροπών που συστάθηκαν για την εξέταση όλων αυτών των γεγονότων αναδεικνύουν πως αυτές οι βιαιότητες επηρέασαν τη σταδιακή «στροφή» της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής στην Εγγύς Ανατολή.[12] Η Σοφία Τατίδου από τη μεριά της επικεντρώνεται στη σεξουαλική βία που άσκησαν οι στρατιώτες εναντίον γυναικών κατά τη διάρκεια του μικρασιατικού πολέμου. Παρότι πρόκειται για ένα αποσιωπημένο ζήτημα, με μια ματιά στις πηγές του εν λόγω κεφαλαίου γίνεται κατανοητό ότι το ζήτημα αυτό εμφανίζεται τακτικότατα σε κείμενα στρατιωτικών του ελληνοτουρκικού πολέμου, γεγονός που το καθιστά σημαντικό στοιχείο της εμπειρίας του πολέμου.[13] Οι πράξεις αυτές βέβαια εντάσσονταν στον κύκλο βίας από τους Νεότουρκους εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχε ανοίξει ήδη από την επαύριον των Βαλκανικών Πολέμων και ο οποίος κατέληξε στην Καταστροφή του 1922 και τον βίαιο εκπατρισμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η βία (και εναντίον αμάχων) αυτή την περίοδο ήταν ο κανόνας, και όχι η εξαίρεση, ειδικά στην ανατολική και τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Η αχαλίνωτη αυτή βία που κυριάρχησε, ιδίως από το 1917 και μετά, τερματίστηκε ουσιαστικά στη Λωζάννη με την υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης την 24η Ιουλίου 1923, «την ημέρα που τελείωσε ο Μεγάλος Πόλεμος», όπως τιτλοφορεί ο κορυφαίος ίσως ιστορικός του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Jay Winter το άρτι εκδοθέν (και ελληνικού ενδιαφέροντος) βιβλίο του.[14]
Η στρατιωτική θητεία δεν περιελάβανε ωστόσο μόνο πολεμικές επιχειρήσεις. Τουναντίον, οι μάχες αποτελούσαν μικρό μόνο μέρος της. Τι έκαναν οι στρατιώτες κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους; Ημερολόγια, επιστολογραφία, εφημερίδες του μετώπου και απομνημονεύματα αποτελούν χρήσιμες πηγές για τη διερεύνηση αυτών των πτυχών της πολεμικής καθημερινότητας. Πρωτοπόρα αναμφίβολα είναι η συμβολή του Φώντα Λάδη με την έκδοση το 1993 της πρώτης σημαντικής συλλογής επιστολών στρατιωτών προς τον Σύνδεσμο Αδελφή του Στρατιώτου.[15] Εφεξής έχουν εκδοθεί πολυάριθμα κείμενα αυτοβιογραφικού περιεχομένου με τη σχετική βιβλιοπαραγωγή να εμπλουτίζεται και εφέτος.[16] Έχοντας τέτοιες μαρτυρίες ως πηγές, με τις φετινές συμβολές τους ο Παναγιώτης Γρηγορίου και η Μαργαρίτα Δαλεζίου προσπαθούν να ανασυστήσουν τα θέματα που απασχολούσαν τους στρατιώτες, ενώ ο Ανδρέας Μπαλτάς και ο Ανδρέας Οικονόμου επικεντρώνονται στους τρόπους ψυχαγωγίας των στρατιωτών, και δη στον αθλητισμό στα πρόσω.[17]
Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι για πολλούς επιστρατευμένους, οι οποίοι πιθανότατα μέχρι τότε δεν είχαν ταξιδέψει έξω από το χωριό τους (καθώς η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού ήταν αγροτική), η εμπειρία της συμμετοχής στην εκστρατεία αποτέλεσε μια «κοσμογονία». Διήνυσαν αποστάσεις που οι περισσότεροι από εμάς δεν πρόκειται να διανύσουμε στη ζωή μας (εξαιρουμένων των αεροπορικών ταξιδιών), είδαν πόλεις, χωριά και πληθυσμούς με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, ενώ πολλοί εξ αυτών έμαθαν την τουρκική γλώσσα εκ των πραγμάτων για να μπορούν να συνεννοούνται με τους ντόπιους για καθημερινά ζητήματα. Ήρθαν σε επαφή με πολιτισμικά στοιχεία, τα οποία αργότερα ήρθαν (και μέσω αυτών) στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, ο στρατιώτης Χαράλαμπος Πληζιώτης στο ημερολόγιό του αναφέρει ότι πρώτη φορά ως στρατιώτης στη Μικρά Ασία είδε Καραγκιόζη,[18] ενώ στη συμβολή του για τον αθλητισμό ο Ανδρέας Μπαλτάς αναδεικνύει τη σημασία που είχε στα στρατόπεδα της Μικράς Ασίας η πρώτη επαφή των ελλήνων στρατιωτών με αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο, για τη ραγδαία ανάπτυξη των σπορ στη μεσοπολεμική ελληνική κοινωνία. Οι πολιτισμικές μεταφορές συμπεριφορών, πρακτικών και ιδεών μέσω της στρατιωτικής θητείας εκείθεν του Αιγαίου είναι ένα ζήτημα πρόσφορο προς έρευνα, για το οποίο, εάν δεν μου διαφεύγει κάποια έκδοση, δεν υπάρχει προσώρας κάποια αυτοτελή συμβολή.
Η παλαιά Ελλάδα στον πόλεμο
Η κοινωνική ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας δεν εξαντλείται όμως μονάχα στις εξελίξεις στα πρόσω. Τι γίνεται στα μετόπισθεν; Η ελληνική κοινωνία της περιόδου αντιμετώπιζε ποικίλες προκλήσεις, όπως για παράδειγμα την αλματώδη αύξηση των τιμών των βασικών αγαθών. Για να έχουμε μια εικόνα βάσει των στοιχείων του Ανδρέα Ανδρεάδη, κορυφαίου οικονομολόγου της εποχής, ο τιμάριθμος τετραπλασιάστηκε από το 1914 έως το 1921 και διπλασιάστηκε εκ νέου έως το 1923.[19] Σημαντικότατη φετινή συμβολή σε αυτό το ιστοριογραφικά παραγκωνισμένο πεδίο αποτελεί αυτή του Ιωάννη Δασκαρόλη για το πλέον βασικό αγαθό, το ψωμί. Η σιτάρκεια ήταν ένα μείζον θέμα της περιόδου –δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε προηγηθεί το οδυνηρό βίωμα του συμμαχικού ναυτικού αποκλεισμού της Ελλάδας το 1916-17– που απασχόλησε όλες τις κυβερνήσεις, ενώ οδήγησε και σε μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις.[20] Επιπλέον, αναφερόμαστε σε μια κοινωνία μεγάλο μέρος της οποίας βρισκόταν επιστρατευμένο κατά διαστήματα ή διαρκώς από το 1912 και μετά, γεγονός που επηρέαζε άμεσα τις οικογένειές τους και όχι μόνο. Οι επιστρατευμένοι στρατιώτες αποτελούσαν εργατικά χέρια, τα οποία απουσίαζαν από τα μετόπισθεν επηρεάζοντας σημαντικά την παραγωγική διαδικασία, ιδίως δε τις αγροτικές εργασίες, εάν αναλογιστούμε ότι η ελληνική κοινωνία της περιόδου ήταν μια αγροτική κοινωνία. Η παράταση του πολέμου και οι οικονομικές δυσχέρειες οδηγούν «τα μετόπισθεν σε αναβρασμό», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Χρανιώτης στη συμβολή του που εξετάζει τις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις του 1921-22 και τη συμπόρευσή τους σε έναν αξιοσημείωτο βαθμό με το εργατικό κίνημα της περιόδου.[21]
Το βίωμα του πολέμου ακολούθησε τους παλαίμαχους βέβαια και μετά την αποστράτευσή τους, η οποία πραγματοποιήθηκε σταδιακά έως τον Ιούνιο του 1924. Σε ατομικό επίπεδο, πρώτα απ’ όλα, όσοι επέστρεψαν ζωντανοί στις εστίες τους δεν σήμαινε ότι γύρισαν αρτιμελείς. Στις αρχές του Μεσοπολέμου οι ανάπηροι πολέμου ανέρχονταν σε περίπου 14.000, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις οικογένειες των περίπου 75.000 θανόντων και εξαφανισθέντων της πολεμικής δεκαετίας. Για όλους αυτούς είχε δημιουργηθεί ένα ευρύ και πολυεπίπεδο προνοιακό πλαίσιο το οποίο είχε τις ρίζες του στον 19ο αιώνα, εμπλουτίστηκε την περίοδο των πολέμων και συνέχισε να διευρύνεται μεσοπολεμικά (αφορώντας σταδιακά και τους έφεδρους παλαιούς πολεμιστές). Κυριότεροι πυλώνες του ήταν οι πολεμικές συντάξεις και η επιδίωξη της επανένταξης των παλαιμάχων στην παραγωγική διαδικασία μέσω των προσλήψεων με ποσοστώσεις, της παραχώρησης περιπτέρου και της λιανικής μονοπώλησης καπνού σε μικρές πόλεις κ.ά. Εντούτοις, οι πληγές που είχε ανοίξει ο πόλεμος ήταν δύσκολο να κλείσουν, γι’ αυτό πάντα η παρεχόμενη πρόνοια θεωρούνταν κατώτερη των προσδοκιών. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ωστόσο, ότι δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο όριο για το πότε ένα προνοιακό πλαίσιο θεωρείται ικανοποιητικό. Όσο γενναιόδωρο και εάν είναι, οι βετεράνοι εν γένει συνεχίζουν να αξιώνουν τη διεύρυνσή του.[22]
Οι έλληνες βετεράνοι αποτέλεσαν έως πρόσφατα μια ιστοριογραφικά παραγκωνισμένη πτυχή της πολεμικής δεκαετίας 1919-22, για την οποία όμως πλέον έχουμε τις πρώτες σχετικές μελέτες. Αρχικά, ο Κώστας Παλούκης στο πλαίσιο της ευρύτερης έρευνάς του για τον αρχειομαρξισμό, ασχολήθηκε με τη μερίδα των οργανωμένων αναπήρων πολέμου, οι οποίοι συνδέθηκαν με αυτό τον πολιτικό χώρο ήδη από την εμπόλεμη περίοδο και έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930.[23] Ακολούθως, ο Γιώργος Χρανιώτης και ο γράφων στα διδακτορικά μας, τα οποία υποστηρίχθηκαν το 2021 και είναι υπό έκδοση, εξέτασαν ποικίλες πτυχές του ζητήματος των παλαιών πολεμιστών συντονιζόμενοι σε σημαντικό βαθμό με τις αντίστοιχες ιστοριογραφικές εξελίξεις διεθνώς. Ο μεν πρώτος μετά την εις βάθος ανάλυση της εμπειρίας του πολέμου στη Μικρασιατική Εκστρατεία εστιάζει στη σύνδεση μεγάλου μέρους των οργανωμένων παλαιμάχων με την κομμουνιστική Αριστερά τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια.[24] Ο δε δεύτερος επικεντρώνεται στην πρόνοια, τις οργανώσεις και τις διεθνείς επαφές των ελλήνων παλαιών πολεμιστών, καθώς και τη θέση τους στη μνήμη του πολέμου κατά την περίοδο 1912-1940.[25]
Απ’ όσα αναφέρθηκαν ξεπροβάλλει μια σχετικά άγνωστη περιγραφή της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η οποία εν πολλοίς είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό, ενώ ακόμα και στους επαγγελματίες ιστορικούς αυτά τα ζητήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστα έως και τη δεκαετία του 2010. Βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν έχουν καλυφθεί οι κοινωνικές πτυχές της εκστρατείας, όπως και κανενός πολέμου στον οποίο ενεπλάκη η χώρα μας, και υπάρχουν πολλά ακόμα να γραφτούν. Το μέλλον φαίνεται αρκετά υποσχόμενο καθώς οι περισσότεροι εκ των ιστορικών που αναφέρθηκαν είναι ακόμα σε αρχικό στάδιο στην καριέρα τους, ενώ έχουν και εν εξελίξει έρευνες σχετικά με αυτό το πεδίο που καλώς εχόντων των πραγμάτων θα διαβάσουμε τα επόμενα χρόνια.
Η «απελευθερωμένη γενιά» των ιστορικών
Πρόσφατα σε ένα «πηγαδάκι» μιας βιβλιοπαρουσίασης ενός από τα προαναφερθέντα βιβλία, ένας–μη ιστορικός– μου ανέφερε κάτι εξαιρετικά εύστοχο, το οποίο βρίσκεται στον πυρήνα της νέας οπτικής που κομίζει αυτή η νέα γενιά ιστορικών: ότι πρόκειται για μια «απελευθερωμένη γενιά». Σε μια εποχή που μερίδα του δημόσιου λόγου περί 1922 εξαντλείται σε μια μανιχαϊστική ερμηνεία της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής, πολλές φορές δε με «οπαδικού» τύπου επιχειρήματα, η νέα αυτή γενιά αλλάζει την οπτική της έρευνας απεγκλωβίζοντάς την από ιδεολογικές προκαταλήψεις πάσης κατευθύνσεως και κυρίαρχα αφηγήματα που υπεισέρχονται ακόμα και σήμερα στην ιστορική έρευνα. Ανεξαρτήτως εάν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με την ανάλυση και την ερμηνεία των προαναφερθεισών ερευνών, αυτό δεν αναιρεί τη γενική εικόνα. Ότι δηλαδή αυτό που μας προσέφερε το 2022 βιβλιογραφικά είναι η εμφάνιση, εάν όχι στο προσκήνιο τουλάχιστον σε ένα ευρύτερο (και εξωακαδημαϊκό) κοινό, αυτής της νέας ιστοριογραφικής τάσης, η οποία πλέον σκιαγραφεί μια καινούργια οπτική, όχι μόνο για τη Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά εν γένει και για την κοινωνική ιστορία του πολέμου στη χώρα μας. Το εύρος, το βάθος και τη διάρκεια αυτής της τάσης είναι στοιχεία που αναμένουμε να τα δούμε τα επόμενα χρόνια.
ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, μετάφραση από τα αγγλικά: Λίνα Κάσδαγλη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002, 690 σελ.
Σωτήρης Ριζάς, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία, Καστανιώτη, νέα έκδοση Αθήνα 2022, 368 σελ.
Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Τα μυστήρια της Αιγηίδος. Το Μικρασιατικό Ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891-1922), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2016, 416 σελ.
Κώστας Παλούκης, Αρχειομαρξιστές, οι άλλοι κομμουνιστές του μεσοπολέμου, Ασίνη, Αθήνα 2020, 584 σελ.
Jay Winter, The Day the Great War Ended, 24 July 1923. The Civilianization of War, Oxford University Press, Οξφόρδη 2022, 256 σελ.
Φώντας Λάδης (επ.), Χαίρε μέσα από τη μάχη. Μακεδονία - Θράκη - Μικρασία 1918-1922, Τροχαλία, Αθήνα 1993, 288 σελ.
Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης, Από τα Χανιά στο Καλέ-Γκρότο. Η Μικρασιατική Εκστρατεία. Ιστορικό - φωτογραφικό αρχείο λοχία Παναγιώτη Ν. Σοϊλεντάκη, Αρμός, Αθήνα 2022, 132 σελ.
Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-22, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, 320 σελ.
Νίκος Βαφέας, Από τον λιποτάκτη στον αντάρτη. Η «στάσις των ανυποτάκτων» στη δυτική Κρήτη (1921-1922), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022, 200 σελ.
Martin Crotty, Neil J. Diamant και Mark Edele, The Politics of Veteran Benefits in the Twentieth Century. A Comparative History, Cornell University Press, Ithaca, Νέα Υόρκη 2020, 240 σελ.
Αρχείο εφημερίδας Cumhuriyet
Σμύρνη, 15 Μαΐου 1919. Έλληνες στρατιώτες αποβιβάζονται στη Σμύρνη – στη φωτογραφία διακρίνεται τάγμα ευζώνων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέδωσε διάγγελμα, σύμφωνα με το οποίο, «το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάδα εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος…». Τρία χρόνια μετά, όμως, το κλίμα είχε αντιστραφεί και η καταστροφή της Σμύρνης έγινε συνώνυμη της σύστασης του νέου τουρκικού κράτους.
[1] Βλ. τα τρία κορυφαία στο είδος τους βιβλία: Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, μετ. Λίνα Κάσδαγλη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002· Σωτήρης Ριζάς, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία, Καστανιώτη, Αθήνα 2015· Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Τα μυστήρια της Αιγηΐδος. Το Μικρασιατικό Ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891-1922), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2016.
[2] Ενδεικτικά για τις συγκρούσεις που ακολούθησαν τον Μεγάλο Πόλεμο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ευρωπαϊκής ηπείρου, βλ. Robert Gerwarth, Οι ηττημένοι. Γιατί δεν τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1917-1923, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2018.
[3] Jay Winter, «The Transnational History of the Great War», στο Elli Lemonidou (επ.), Cent ans après: la mémoire de la Première Guerre mondiale. One Hundred Years After: The Memory of the First World War, École française d’Athènes, Αθήνα 2018, σ. 23-45.
[4] Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις σε Ángel Alcalde, «Language, Space, and Mobility in European History Writing», Hypothesis (22 Οκτωβρίου 2022), https://europedebate.hypotheses.org/1369 (πρόσβαση 9 Νοεμβρίου 2022).
[5] Το παρόν άρθρο δεν θα επεκταθεί σε μελέτες σχετικά με κοινωνικές πτυχές της ιστορίας των προσφύγων, όπου υπάρχουν αξιόλογες συμβολές. Ενδεικτικά, βλ. Renée Hirschon, Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2006· Ελένη Κυραμαργιού, Δραπετσώνα 1922-1967. Ένας κόσμος στην άκρη του κόσμου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2019· Ανδρέας Μπαλτάς, Προσφυγικά αθλητικά σωματεία στον Μεσοπόλεμο 1922-1940, Εκδόσεις Μπαλτά, Αθήνα 2022. Υπό έκδοση είναι επίσης η μονογραφία της Κυριακής Παπαθανασοπούλου Προσφυγική εγκατάσταση, σύλλογοι και μνήμη στη Νίκαια (1923-1967) από τις εκδόσεις Ασίνη, η οποία βασίζεται στην εξαιρετική διδακτορική διατριβή της.
[6] Φάνης Μιχαλόπουλος, «Τρεις νύχτες», Νέοι Βωμοί 4 (Απρίλης 1924), σ. 104.
[7] Anastasios Ζografos, «Le volontaire dans l’armée grecque durant la guerre gréco-turque en Asie mineure (1919-1923)», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Université Paul Valéry - Montpellier III, Montpellier 2013.
[8] Χαράλαμπος Μηνασίδης, «“Αλλά μόλις επροφθάσαμε να διορθώσουμε το μαγαζί κ[αι] η Πατρίς μάς εκάλεσε υπό τας ένδοξους σημαίας της”: Οι Ρωμιοί αντιμέτωποι με τις προκλήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας», σε Δημήτρης Καμούζης, Αλέξανδρος Μακρής και Χαράλαμπος Μηνασίδης (επ.), Έλληνες στρατιώτες και Μικρασιατική Εκστρατεία. Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2022, σ. 113-164.
[9] Νίκος Βαφέας, Από τον λιποτάκτη στον αντάρτη. Η «στάσις των ανυποτάκτων» στη δυτική Κρήτη (1921-1922), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022.
[10] Αναστάσιος Ζωγράφος, «“Κουραμπιέδες, λιποτάκται και ανυπότακτοι”: Όψεις και κίνητρα αντίστασης στη Μικρασιατική Εκστρατεία», σε Καμούζης, Μακρής και Μηνασίδης, ό.π., σ. 81-112.
[11] Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-22, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007.
[12] Δημήτρης Καμούζης και Γιώργος Γιαννακόπουλος «“Η σοφία της τοποθέτησης των Ελλήνων στη Σμύρνη –και πιο πέρα– αποδεικνύεται καθημερινά και βαθύτερη”: Βρετανικές (απ)όψεις της παρουσίας του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία», σε Καμούζης, Μακρής και Μηνασίδης, ό.π., σ. 39-80.
[13] Σοφία Τατίδου, «“Ξύπνα βρε Μουσταφά Κεμάλ και κοίτα με το κιάλι να δεις τα χανουμάκια σου που τα ’χουν οι φαντάροι”: Σεξουαλική βία κατά των γυναικών στο Μικρασιατικό Μέτωπο», σε Καμούζης, Μακρής και Καμούζης, ό.π., σ. 165-192.
[14] Jay Winter, The Day the Great War Ended, 24 July 1923. The Civilianization of War, Oxford University Press, Οξφόρδη 2022.
[15] Φώντας Λάδης (επ.), Χαίρε μέσα από τη μάχη. Μακεδονία - Θράκη - Μικρασία 1918-1922, Τροχαλία, Αθήνα 1993.
[16] Ενδεικτικά, βλ. Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης, Από τα Χανιά στο Καλέ-Γκρότο, Αρμός, Αθήνα 2022.
[17] Βλ. Μαργαρίτα Δαλεζίου, «Σωματικές ιστορίες του πολέμου: Αφηγήσεις για το υλικό και συναισθηματικό σώμα σε ημερολόγια στρατιωτών του Μικρασιατικού Μετώπου», Παναγιώτης Γρηγορίου, «Τα κείμενα του μετώπου, οι “Αδελφές του Στρατιώτου” και οι λοιποί συμβολικοί συγγενείς της Μικρασιατικής Εκστρατείας: Μια ανθρωπολογική προσέγγιση» και Ανδρέας Μπαλτάς, «Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο: Αθλητισμός και λοιπές μορφές ψυχαγωγίας στην ανάπαυλα του πολέμου», σε Καμούζης, Μακρής και Μηνασίδης, ό.π., σ. 193-277, καθώς και Ανδρέας Οικονόμου, Γκολ στα χαρακώματα, Belle Époque, Αθήνα 2022.
[18] Χαράλαμπος Πληζιώτης, Αναμνήσεις του Μετώπου 1920-1921 (Μικρά Ασία-Θράκη), επ. Ματούλα Ρίζου-Κουρουπού, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1991, σ. 88.
[19] Andréadés, André (επ.), Les effects économiques et social de la Guerre en Gréce, Les Presses Universitaires de France, Παρίσι 1928, σ. 287.
[20] Ιωάννης Δασκαρόλης, «Το “βρώμικο” ψωμί. Η σιτοδεία στην Ελλάδα από τον Εθνικό Διχασμό στη Μικρασιατική Καταστροφή (1916-1922)», σε «Κ’ η Ανατολή του αιμάτου σιντριβάνι». Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922. Αίτια και συνέπειες μιας καταστροφής, Γκοβόστη, Αθήνα 2022, σ. 97-125.
[21] Γιώργος Χρανιώτης, «Λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα, 1919-1922», σε Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επ.), 1922. Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2022, σ. 135-195.
[22] Martin Crotty, Neil J. Diamant και Mark Edele, The Politics of Veteran Benefits in the Twentieth Century. A Comparative History, Cornell University Press, Ithaca, ΝΥ 2020, σ. 170.
[23] Κώστας Παλούκης, Αρχειομαρξιστές, οι άλλοι κομμουνιστές του μεσοπολέμου, Ασίνη, Αθήνα 2020· «H Πανελλήνιος Ένωσις Τραυματιών Πολέμου και η ριζοσπαστικοποίηση των αναπήρων πολέμου στην Αθήνα (1918-1923)», σε Καμούζης, Μακρής και Μηνασίδης, ό.π., σ. 345-374.
[24] Γεώργιος Χρανιώτης, «Το κίνημα των παλαιών πολεμιστών στην Ελλάδα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου: παλαιοί πολεμιστές, εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα, 1922-1928», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2021. Βλ. επίσης «“Δεν θέλουμε στρατούς και στόλους […] ούτε ανθρώπους με γαλόνια”: Παλαιοί Πολεμιστές, αντιμιλιταρισμός και κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα (1922-1925)», σε Καμούζης, Μακρής και Μηνασίδης, ό.π., σ. 375-410.
[25] Αλέξανδρος Μακρής, «“Οι κήρυκες της ιδέας του έθνους”. Παλαιοί πολεμιστές, ανάπηροι και θύματα πολέμου στην Ελλάδα (1912-1940)», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2021. Βλ. επίσης «“Οστά ζώντα δίχως υμνητάς”; Η δημόσια εικόνα των παλαιών πολεμιστών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», σε Καμούζης, Μακρής και Μηνασίδης, ό.π., σ. 411-447.