Σύνδεση συνδρομητών

Θανάσης Διαμαντόπουλος

Θανάσης Διαμαντόπουλος

Ομότιμος καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του, Ο δικαστής (2019). Τελευταία βιβλία του, Θανατική ποινή ή σωφρονιστική πολιτική; (2021), Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού. Η Δίκη των Έξι: «Αναγκαίο λάθος» ή «δικαστικός φόνος»; (2022).

                                       

Από τον Θανάση Διαμαντόπουλο

Στην κλασική ταινία Η νύχτα των στρατηγών, ο Ομάρ Σαρίφ, σε ρόλο ανακριτή, εξομολογείται σε κάποιον, όταν είχαν πια αρχίσει να αποκρυσταλλώνονται τα πορίσματα των ερευνών του: «Φαίνεται πως ένας στρατηγός της Βέρμαχτ είναι δολοφόνος». Ο συνομιλητής του κοιτάζει με έκπληξη και σχολιάζει: «Μα οι στρατηγοί είναι επαγγελματίες δολοφόνοι»! (Προφανώς εννοούσε τους μπαρουτοκαπνισμένους των πολεμικών εποχών, όχι τους σημερινούς γραφειοκράτες της στρατολογίας, της επιμελητείας ή του εφοδιασμού, που εφόσον έχουν αφυπηρετήσει από τη Σχολή Ευελπίδων είναι περίπου βέβαιο, τουλάχιστον στη χώρα μας, πως θα δουν τις επωμίδες τους φορτωμένες με αδαμαντοκόλλητα αστέρια.)

Ίσως η κρίση να θεωρηθεί στη γενίκευσή της υπερβολική, πιθανότατα υπαγορευόμενη από τις ανάγκες του σεναρίου. Στο βαθμό που ισχύει, ωστόσο, ουδόλως αποκλείεται οι στρατηγοί με το δολοφονικό ένστικτο και την αντίστοιχη συμπεριφορά να είναι ταυτόχρονα και εθνικοί ήρωες: γενναίοι και άτρομοι μαχητές οι οποίοι ουδέποτε δίστασαν να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο, προς υπεράσπιση των εθνικών στόχων, διεκδικήσεων ή «δικαίων» (πάντως τέτοια ήταν η περίπτωση του Πίτερ Ο’Τουλ που στην ταινία έπαιζε τον ρόλο του δολοφόνου στρατηγού).

Από τη δική μας εθνική ιστορία δυσκολεύομαι να φανταστώ άλλες περιπτώσεις στρατηγών τόσο πολύ ανταποκρινόμενες στο δίπολο «ήρωας-δολοφόνος» όσο οι δύο μνημονευόμενοι ένστολοι του τίτλου. Πιο συγκεκριμένα και όλως ενδεικτικά για τον καθένα εξ αυτών…

 

Θεόδωρος Πάγκαλος

Πάντα πολέμαρχος της πρώτης γραμμής και μαχητής των πεδίων μάχης, άφοβος και διαρκώς εκτιθέμενος σε κινδύνους, ο αρβανίτης στρατηγός έτρεφε πάντα απεριόριστη περιφρόνηση για τους άκαπνους συναδέλφους του. Σε βαθμό που να αποκαλεί τον –ιδιοφυή, πλην επιτελικό, αξιωματικό– Ιωάννη Μεταξά «στρατηγόν μηδέποτε ακούσαντα συριγμόν σφαίρας μηδέ ιδόντα πεδίον μάχης διά γυμνού οφθαλμού». Θυμίζω πως το 1921 ο κεφαλονίτης στρατιωτικός αρνήθηκε την προσφερθείσα αρχιστρατηγία στη στρατιά της Μικράς Ασίας, επειδή ήθελε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Στρατιωτικών. Αντίθετα, ο Πάγκαλος, τον Δεκέμβριο του 1922, παραιτήθηκε από υπουργός Στρατιωτικών του «επαναστατικού καθεστώτος» για να τοποθετηθεί διοικητής στρατιάς στον Έβρο. 

Αν όμως η γενναιότητα του εκ Σαλαμίνας ένστολου, αλλά και η στρατηγική ιδιοφυΐα του, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, δύσκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει, και όχι μόνο στου ελληνικού στρατού τους κόλπους, άλλον αξιωματικό –όχι απλώς τόσο αδιάφορο για την ανθρώπινη ζωή, αλλά– τόσο έτοιμο και πρόθυμο να στείλει στον άλλο κόσμο και εχθρούς και «συνέλληνες». Μόνο δε ως ενδεικτικά μπορούν να θεωρηθούν αυτά που θα καταγραφούν στη συνέχεια. Και αναφέρομαι μόνο σε άμεση πρόκληση θανάτων, δεν μιλάω για παρωθήσεις σε εγκληματικές πράξεις ή συγκαλύψεις ενεργειών χαρακτηριζόμενων ως εγκλημάτων και από το Δίκαιο του Πολέμου (όπως η, κατά την εισβολή στη Βουλγαρία τον Οκτώβριο του 1925, παρώθηση των ελλήνων στρατιωτών να βιάζουν ντόπιες –με συνέπεια τον θάνατο κτηνωδώς βιασθεισών– ή η εκ μέρους του έκδοση πορίσματος με συμπέρασμα πως «ουδέν παράτυπον συνέβη» μετά τους ομολογούμενους από τον ίδιο μαζικούς βιασμούς μουσουλμανίδων από έλληνες στρατιώτες κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο). Ειδικότερα:

1. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στο τουρκαλβανικό χωριό Πλιάσα, ρίχτηκαν κάποιες σφαίρες με γκράδες και κυνηγετικά όπλα κατά του προελαύνοντος ελληνικού στρατού. Με το επιχείρημα, λοιπόν, πως το Διεθνές Δίκαιο απαγορεύει σε άμαχους να εμπλέκονται στις μάχες μεταξύ εμπολέμων στρατευμάτων –επιχείρημα που το 1941 χρησιμοποίησαν και οι Γερμανοί για να δικαιολογήσουν τη σφαγή στην Κάνδανο, καθώς και τις εκτελέσεις σε άλλα χωριά της Κρήτης–, ο υπολοχαγός Πάγκαλος έπεισε τον μέραρχό του να εκτελεστούν αμέσως οι τουρκαλβανοί κάτοικοι του χωριού που είχαν βρεθεί στο τέμενος, από όπου –σύμφωνα με κάποια καταγγελία– προήλθαν οι πυροβολισμοί. (Αυτό, δε, μολονότι ο ίδιος ο μετέπειτα στρατηγός –ο οποίος ατομικά είχε ροπή στο πλιάτσικο– αναγνωρίζει και αναδεικνύει στα Απομνημονεύματα του την άψογη στάση του τουρκικού στρατού κατά τον συγκεκριμένο πόλεμο, γράφοντας επί λέξει «είνε εκπληκτικόν ότι τα πειναλέα αυτά στρατεύματα [Τούρκων στη Φλώρινα] δεν προέβησαν εις την παραμικράν διαρπαγήν».)

Όταν ο επιτελάρχης της μεραρχίας έφεδρος ταγματάρχης εκ μονίμων Γεώργιος Χατζηανέστης έμαθε τα διαμειφθέντα, τα χαρακτήρισε «έγκλημα πολέμου», κίνησε δε γη και ουρανό προκειμένου ως κινητήριος μοχλός των εκτελέσεων των αμάχων να λογοδοτήσει ο Πάγκαλος ενώπιον στρατοδικείου. Τότε –ελέχθη πως– τον έσωσε ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, ο αδελφός του οποίου Ανδρέας ήταν στη ΣΣΕ συμμαθητής με τον Πάγκαλο. Προσωπικά, πάντως, δεν αποκλείω καθόλου να συνδεόταν με το συγκεκριμένο συμβάν, δηλαδή τη διωκτική στάση του τότε επιτελάρχη,  το μένος με το οποίο ο αρβανίτης στρατηγός επιδίωξε το 1922 την εκτέλεση του Χατζηανέστη. Για τον οποίο, ωστόσο, στα μεταγενέστερα Απομνημονεύματά του αναγνωρίζει πως ουδεμία ευθύνη είχε για τη Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ τον χαρακτηρίζει και «γενναιότατον»! (Οπωσδήποτε, πάντως, πρόκειται για απλή εικασία, δεδομένου πως στο ενδιάμεσο διάστημα οι δύο άνδρες συνεργάστηκαν, χωρίς γνωστό πρόβλημα στις σχέσεις τους, στη διοίκηση της Σχολής Ευελπίδων.)

2. Προκαλούν φρίκη οι περιγραφές από τον αρβανίτη στρατιωτικό στα Απομνημονεύματά του του τρόπου με τον οποίο «έστηνε» τις συνθέσεις των στρατοδικείων, που κατά το διάστημα της συμμετοχής της χώρας μας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δίκαζαν και καταδίκαζαν μαζικά σε θάνατο φυγόστρατους, λιποτάκτες και στασιαστές. Ακόμη και οπλίτες οι οποίοι –όπως έγινε στη Λαμία τον Ιανουάριο του 1918– διετάχθησαν από τους στασιαστές αξιωματικούς τους να καταλάβουν το τηλεγραφείο της πόλης ή να κάνουν άλλες ενέργειες. Η «τακτική» του ήταν σε κάθε στρατοδικείο –προκειμένου να μην υπάρξει πουθενά πλειοψηφία επιεικών στρατοδικών– να φροντίζει, αφού δεν ήταν δυνατόν να μετέχει ό ίδιος ως πρόεδρος σε όλες τις συνθέσεις, να υπάρχουν παντού τρεις έτοιμοι να επιβάλουν με εξαιρετική ευκολία την εσχάτη των ποινών έναντι δύο που –εικαζόταν πως– θα μειοψηφούσαν. ‘Ώστε να μην υπάρχει «σπατάλη θανατοδοτών». Ακόμη και έτσι, όμως, φαίνεται πως σε κάποιες περιπτώσεις άσκησε τόση πίεση στους «δικαστές» της έδρας να επιβάλουν την ποινή που ο ίδιος επιθυμούσε, ώστε ένας εκ των αξιωματικών που είχαν ενδώσει –ο ταγματάρχης Βρονταμίτης–, μόλις διαπιστώθηκε η οριακή «θανατική πλειοψηφία», ζήτησε να αλλάξει την ψήφο του, δηλώνοντας πως δεν άντεχε το ηθικό και ψυχολογικό φορτίο μιας τέτοιας ευθύνης. Φυσικά ο Πάγκαλος δεν του έδωσε την ευκαιρία, αν και η απόφαση δεν είχε ακόμη απαγγελθεί, θα μπορούσε μάλιστα να θεωρηθεί πως ουσιαστικά η διάσκεψη δεν είχε ολοκληρωθεί. (Άκουσα από συγγενή παλιού στρατιωτικού πως ο συγκεκριμένος ταγματάρχης, χρόνια αργότερα, αυτοκτόνησε εκ τύψεων. Δεν κατάφερα, ωστόσο, να διασταυρώσω την πληροφορία αυτή σε κάποια γραπτή πηγή.)

Οπωσδήποτε, με τέτοιες μεθοδεύσεις, ο μετέπειτα δικτάτορας κατάφερε να επιβληθούν τόσο πολλές θανατικές καταδίκες, που ο στρατηγός Νίδερ ζήτησε τη μεσολάβηση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου για να περιοριστούν οι εκτελέσεις. Και ο χανιώτης ηγέτης –πιθανόν υποκριτικά, όπως αναπτύσσω στο πρόσφατο έργο μου Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός Ιστορίας, γιατί  ήταν ακριβώς η γνωστή στάση του Πάγκαλου για τις εκτελέσεις που οδήγησε τον Νίδερ στο διάβημά του, δηλαδή στην αναζήτηση της πρωθυπουργικής επιείκειας–, απάντησε στον μέραρχο: «Εγκρίνω περιορισμόν αριθμού εκτελεσθησομένων, εφ’ όσον συμφωνεί ο πρόεδρος του στρατοδικείου συνταγματάρχης Πάγκαλος». Βέβαια το «εφ’ όσον συμφωνεί» του Βενιζέλου ασφαλώς και θα μπορούσε να θεωρηθεί προϋπόθεση – «εάν συμφωνεί», θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και αιτιολογικό, δηλαδή: «αφού και αυτός συμφωνεί, εγκρίνω». Μάλιστα, η δεύτερη ερμηνεία δεν είναι χωρίς βάση, αν ισχύει ο ισχυρισμός του αρβανίτη στρατιωτικού πως ο προϊστάμενός του ψευδώς διαβεβαίωσε τον πρωθυπουργό για μη διαφωνία του στην προτεινόμενη κίνηση επιείκειας.

(Οπωσδήποτε πάντως εν προκειμένω πρέπει, όπως σε κάθε «κατηγορούμενο», να αναγνωριστεί και στον Πάγκαλο ένα ελαφρυντικό: Όπως τονίζει και ο ίδιος –αλλά επίσης και ο στρατηγός Παρασκευόπουλος στα Απομνημονεύματά του–, οι μαζικές εκτελέσεις των θατατοποινιτών και η ευρύτατη δημοσιότητα που ελήφθη μέριμνα να τους δοθεί ανέκοψαν το ρεύμα των λιποταξιών, ενώ δύο χιλιάδες λιποτάκτες επανήλθαν εκουσίως υπό τα όπλα, με την υπόσχεση επιεικούς αντιμετώπισής τους. Άλλωστε, και ο αναμφίβολα ανθρωπιστής στρατηγός Δαγκλής επίσης χαρακτήρισε τις συγκεκριμένες εκτελέσεις αναγκαίες…)

3. Την επαύριο της έκρηξης του στρατιωτικού κινήματος Πλαστήρα-Γονατά, που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο τότε υποστράτηγος Πάγκαλος επιδίωξε την εκτέλεση χωρίς καμία δίκη όσων ο ίδιος θεωρούσε υπεύθυνους για την τραγωδία (τότε, γιατί αργότερα, όπως προαναφέραμε, χαρακτήρισε τον Χατζηανέστη παντελώς ανεύθυνο, ενώ αναγνώρισε πως γενικότερα τις εκτελέσεις τις επέβαλλαν πολιτικές σκοπιμότητες). Αφού όμως δεν ευοδώθηκε αυτή η επιδίωξή του, «εκβίασε» τον αρχηγό της επανάστασης Πλαστήρα, προκειμένου αυτός να δεσμευθεί πως θα εκτελούνταν η –προεξοφλούμενη, αφού γι’ αυτό είχε αλλάξει η σύνθεσή του– απόφαση του στρατοδικείου. Ενώ, στη συνέχεια, έχοντας αναλάβει ο ίδιος την προεδρία της «ανακριτικής επιτροπής», συνέταξε ένα τόσο κατάπτυστο, εμπαθές και προσβλητικό κάθε νομικού πολιτισμού κατηγορητήριο, ώστε από τους χαρακτηρισμούς που του έχουν αποδοθεί ο δικαιότερος, αν όχι ο επιεικέστερος, θα ήταν αυτός του «νομικού κανιβαλισμού». Έτσι, μέσω αυτού του κατηγορητηρίου, οδηγηθήκαμε σε ό,τι ο καθηγητής Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος αποκάλεσε «ενδικοφανή φόνο». (Τα συστατικά αυτού του κατηγορητηρίου τα αναλύω στο έργο μου του 2022, Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η Δίκη των «Έξι». Βέβαια η ανάδειξη του «νομικού κανιβαλισμού» δεν αναιρεί τις τεράστιες πολιτικές ευθύνες των καταδικασθέντων και ειδικά του Γούναρη, ο ακραίος καιροσκοπισμός του οποίου, αλλά και ο δηλωτικός εθελοτύφλωσης αφελής βολονταρισμός, επιτρέπουν τον προβληματισμό μήπως τελικά ήταν δικαιολογημένη, με όρους ιστορικής ευθυδικίας, η φρικτή μοίρα του.) Οπωσδήποτε, φαίνεται πως ο Πάγκαλος ασκούσε σε όλη τη διάρκεια της δίκης ποικιλόμορφες πιέσεις επί των στρατοδικών –κάποιοι εκ των οποίων, ειδικά οι εκ του ναυτικού προερχόμενοι, δεν ήταν μαξιμαλιστές– προκειμένου να μεγιστοποιηθεί ο αριθμός των θανατικών καταδικών, κάτι που είχε συνέπεια τελικά να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα ακόμη και ο Πρωτοπαπαδάκης, αλλά και ο Μπαλτατζής. (Ενώ, ίσως λόγω της αλληλεγγύης μεταξύ ένστολων, την εσχάτη των ποινών απέφυγαν ο ναύαρχος Γούδας και ο στρατηγός Στρατηγός, μολονότι του τελευταίου ήταν καθοριστική η συμβολή στη λήψη της καταστροφικής απόφασης για επέλαση προς Άγκυρα…)  

4. Στον Πάγκαλο συνήθως πιστώνεται η ανασυγκρότηση, κυριολεκτικά από τα συντρίμμια, της στρατιάς του Έβρου, που εν πολλοίς επέτρεψε στον ορισμένο από το στρατιωτικό καθεστώς ως εθνικό διαπραγματευτή Ελευθέριο Βενιζέλο να αποσπάσει τη συνθήκη της Λωζάννης, επιτυγχάνοντας την παραίτηση της Τουρκίας από τις διεκδικούμενες τεράστιες πολεμικές αποζημιώσεις. (Έστω και αυτό είχε ως ηθικό τίμημα για τη χώρα μας την παραδοχή, δια του άρθρου 59.2, της διάπραξης από τον ελληνικό στρατό και την ελληνική διοίκηση εγκλημάτων πολέμου κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής τμήματος της Μικράς Ασίας.) Όσο όμως και αν υπό τις δεδομένες συνθήκες ήταν κατανοητή και δικαιολογημένη η ανάγκη για εκ νέου εμπέδωση σιδηράς πειθαρχίας με χρήση ακόμη και  αυστηρότατων μεθόδων, ο διοικητής της στρατιάς ώθησε τη λογική αυτή στα απώτατα άκρα της, επιβάλλοντας και εκτελώντας θανατικές καταδίκες κληρωτών για εξαιρετικά μικρά πειθαρχικά παραπτώματα, όπως το στιγμιαίο γλάρωμα στη σκοπιά.

5. Το χειμώνα του 1922-23, δύο εβραϊκής καταγωγής έλληνες πολίτες απέσπασαν ή υπεξαίρεσαν μια σχετικά μικρή ποσότητα σύρματος από τις σιδηροδρομικές γραμμές ή προοριζόμενο γι’ αυτές. Ο Πάγκαλος τους εκτέλεσε άνευ δισταγμού, μολονότι προηγουμένως, όπως κάποιες μαρτυρίες υποστηρίζουν, δέχτηκε ένα τεράστιο ποσό «διά τας ανάγκας του ελληνικού στρατού» από την Ισραηλιτική Κοινότητα Ελλάδος.

6. Κατά τη διάρκεια του παγκαλικού καθεστώτος, το φθινόπωρο του 1925, όσο αυτό είχε «ερμαφρόδιτη» μορφή –πριν δηλαδή, στις 3 Ιανουαρίου 1926, εγκαθιδρυθεί και τυπικά δικτατορία–, διώχθηκαν κάποιοι αξιωματικοί και πολίτες για κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Με βάση νόμο αναδρομικής ισχύος που ψήφισε το καθεστώς, τρεις εξ αυτών καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού –φρικώδης τρόπος εκτέλεσης που κατά τον Τύπο της εποχής για πρώτη φορά εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, οπωσδήποτε δε για τελευταία–, με τους δύο εκ των καταδικασθέντων να οδηγούνται στο ικρίωμα, μολονότι η θανατική ποινή είχε απαγγελθεί με οριακή πλειοψηφία –4 έναντι 3, παλιά τέχνη του Πάγκαλου οι οριακές πλειοψηφίες–, ενώ οι ίδιοι οι εκδόσαντες την απόφαση στρατοδίκες ομόφωνα, όπως και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ναύαρχος Κουντουριώτης, ζήτησαν τη μη εκτέλεση της ποινής... (Στον τρίτο μόνο ο δικτάτορας μετέτρεψε την ποινή, μάλλον για να αποφευχθούν διεθνοπολιτικές εμπλοκές με τη Γαλλία, στο έδαφος της οποίας αυτός είχε συλληφθεί, γιατί επί Τρίτης Δημοκρατίας δεν προβλεπόταν θανατική ποινή για οικονομικά αδικήματα.) Κατά μια εύλογη ερμηνεία της διπλής βαρβαρότητας –της καταδίκης σε θάνατο με αναδρομικής ισχύος νόμο και την επιλογή του συγκεκριμένου τρόπου εκτέλεσης–, ο δικτάτορας, για την εντιμότητα και την «καθαρότητα των χειρών» του οποίου πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν μετά την ανατροπή του καθεστώτος του από τον Κονδύλη, φαίνεται πως απέβλεψε να αποκτήσει δημοτικότητα, εμφανιζόμενος ως κέρβερος του δημοσίου χρήματος και ως αταλάντευτος υποστηρικτής του εθνικού συμφέροντος. (Το τελευταίο μολονότι, για να μπορέσει να επιδιώξει τον βασικό στόχο του που ήταν η εξαπόλυση ρεβανσιστικού πολέμου κατά της Τουρκίας, στις 17 Αυγούστου 1926 παραχώρησε στη Σερβία… συγκυριαρχία στον λιμένα της Θεσσαλονίκης.)  Γεγονός, δε, είναι πως, στη στόχευσή του αυτή για απόκτηση δημοτικότητας, δεν απέτυχε ολοσχερώς, αν ληφθεί υπόψη αφενός μεν πως τη δημόσια εκτέλεση των δύο θανατοποινιτών παρακολούθησαν, σε εορταστική διάθεση, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι (περί τις 20.000 κατά τις εφημερίδες), αφετέρου δε πως έκτοτε –και παρά τις δίκες και τις καταδίκες του Πάγκαλου, στις οποίες είχε αντιταχθεί ο πάντα νομοταγής Παναγής Τσαλδάρης, επειδή επίσης βασίστηκαν σε αναδρομικής ισχύος νόμο–, μετά την αποφυλάκισή του έγινε πολιτικός παράγων και αρχηγός κόμματος. Αρκετά υπολογίσιμου, μάλιστα, ώστε ακόμη και το 1950 ο Ναπολέων Ζέρβας να το θεωρήσει χρήσιμο και να συνεργαστεί εκλογικά μαζί του.                                                    

GeorgiosKondylis

Agence de presse Mondial Photo-Presse / Bibliothèque Νationale de France

Ο Γεώργιος Κονδύλης το 1932.

 

Γεώργιος Κονδύλης

Όσα ελέχθησαν για το ατρόμητο και τη γενναιότητα του Θεόδωρου Πάγκαλου ισχύουν στο πολλαπλάσιο για τον εξ υπαξιωματικών προερχόμενο Γεώργιο Κονδύλη, που κέρδισε όλα τα γαλόνια του και τις στρατηγικές επωμίδες στα πεδία των μαχών, εκτιθέμενος σε κάθε λογής κινδύνους. Ακόμη και όταν έφερε το βαθμό του συνταγματάρχη, σε κάποια από τα αποβατικά εγχειρήματα του ελληνικού στρατού, πήδηξε πρώτος στη θάλασσα, βροντοφωνάζοντας «στρατιώται ακολουθείτε». (Αυτά, όταν βέβαια –όπως συνέβη μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920– δεν παρότρυνε σε λιποταξίες, επειδή η αναδειχθείσα από τη λαϊκή ψήφο πολιτική ηγεσία δεν του ήταν αρεστή.)

Όταν, όμως, αναφερόμενοι στον Πάγκαλο, τονίσαμε πως, διαχρονικά και διατοπικά, δεν θα μπορούσε εύκολα να εντοπιστεί ένστολος τόσο περιφρονητικός για την ανθρώπινη ζωή, ακόμη περισσότερο τόσο πρόθυμος να διευκολύνει τη μετάβαση ανθρώπων από το βασίλειο της ζωής σε εκείνο των ουρανών, ασφαλώς και θα έπρεπε να εξαιρέσουμε τον εξ Ευρυτανίας πρώην εύζωνο. Η ικανοποίηση των φιλοδοξιών του ήταν συχνά το πρώτο κίνητρο γι’ αυτή την περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής. Πιο συγκεκριμένα…

1. Ο ίδιος ομολογούσε  πως ως δεκανέας ακόμη παρακολουθούσε συστηματικά έναν μεγαλοκρεατέμπορο συγχωνιανό του προκειμένου να τον δολοφονήσει και να τον ληστέψει. Κάποια φορά που ο συγκεκριμένος είχε μεταβεί σε παρακείμενη εμπορική πανήγυρη και είχε πουλήσει ένα ολόκληρο κοπάδι πρόβατα, αναμενόταν δε να είναι «φορτωμένος» με χρήμα, ο Κονδύλης –πάντα κατά ιδία αφήγηση– του είχε στήσει καρτέρι σε σημείο που ήξερε ότι θα περνούσε. Μόνο που έμπορος, κατά τα φαινόμενα κάθε άλλο παρά επιμηθέας, είχε φροντίσει να «προσλάβει», υποθέτω έναντι κάποιου μπαξισιού –άρα η αγορά δημόσιας προστασίας αποτελεί παλαιά πρακτική των πλούσιων στη χώρα μας–, ένα μικρό άγημα ένοπλων χωροφυλάκων, κάτι που αποθάρρυνε τον επίδοξο ληστή/δολοφόνο. Η (εξωραϊστική;) δικαιολογία που ο μετέπειτα «Κεραυνός» εμφάνιζε στους συναδέλφους του, στους οποίους έκανε πολλές δεκαετίες αργότερα τη σχετική εκμυστήρευση, ήταν πως ήθελε τα χρήματα προκειμένου να οργανώσει αντάρτικο σώμα και να μετάσχει ως καπετάνιος στον μακεδονικό αγώνα…

2. Μετά την κατάληψη από τους Βούλγαρους της Καβάλας, τη συνακόλουθη «επανάσταση» της Εθνικής Άμυνας και την εγκατάσταση τον Αύγουστο του 1916 των σημαντικότερων αμυνιτών αξιωματικών στη Θεσσαλονίκη, ανετέθη στον Κονδύλη να στρατολογήσει στις δυνάμεις των κινηματιών τον λαό της Χαλκιδικής (υπό την προστασία και με την ενίσχυση του στρατηγού Σαράιγ, αλλά χωρίς ακόμη ο Βενιζέλος να έχει αναλάβει προσωπικά την ηγεσία του κινήματος). Επειδή όμως εκεί συνάντησε ελάχιστη ανταπόκριση, εκτέλεσε όχι μόνο κάποιους κωνσταντινικούς επιστράτους που προέβαλαν αντίσταση ή που θεώρησε υπεύθυνους για την απροθυμία των ντόπιων να καταταγούν στον στρατό της Άμυνας, αλλά επίσης και αρκετούς προκρίτους –γιατρούς, κτηματίες κ.λπ.– του χωριού Γαλάτιστα, τους οποίους προηγουμένως διαπόμπευσε, περιφέροντάς τους με κρεμασμένη από το λαιμό πινακίδα που έγραφε «προδότης». Άλλοι πυροβολήθηκαν στα πόδια και έμειναν ανάπηροι. Τρομοκρατημένοι, πολλοί κάτοικοι της περιοχής, από τους αρνητές της στράτευσης, κατέφυγαν τότε για να γλιτώσουν σε απόκρημνες βουνοκορυφές, με αποτέλεσμα ο Κονδύλης να τους επικηρύξει με 1.000 δραχμές ανά κεφαλή, να κατεδαφίσει τα σπίτια τους, να διώξει ή να συλλάβει συγγενείς τους, ενώ με εντολή που εξέδωσε απειλούσε με την εσχάτη των ποινών «ούτινας χαιρετώσι, προστατεύσωσι και τροφοδοτώσι τους επικηρυσσόμενους». Σε απίστευτα, δε, βασανιστήρια υπεβλήθησαν γυναίκες (π.χ. Κυβέλη Κασσάνδρου, Ασπασία Τέλιου κ.ά.) που αρνήθηκαν να μαρτυρήσουν το μέρος όπου κρύβονταν οι άνδρες ή τα παιδιά τους, ενώ πυρπολήθηκαν και τα σπίτια των δημοσίων υπαλλήλων που αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στο κίνημα. Στις 18 Σεπτεμβρίου απαγχόνισε τον υπέργηρο ιερέα του χωριού Σταυρός καθώς και τον Γρηγόριο Συνάπαλο επειδή, σύμφωνα με καταγγελία ενός μητροπολίτη, σκόπευε να οργανώσει αντίσταση κατά της υποχρεωτικής στρατολόγησης: Αυτόν κυριολεκτικά με τα χέρια του, αφού προσωπικά του πέρασε το βρόχο γύρω από το λαιμό και κλότσησε ο ίδιος το σκαμνί στο οποίο τον είχε τοποθετήσει. Επίσης του πιστού στο «κράτος των Αθηνών» ενωμοτάρχη Αντώνιου Πατριαρχέα απεκόπη το κεφάλι και περιεφέρετο προς τρομοκράτηση και παραδειγματισμό των κατοίκων, ενώ υπήρξαν περιπτώσεις που οι στρατιώτες του Κονδύλη τους τυφεκισθέντες τους αποτελείωναν με χτυπήματα υποκοπάνων.

Επειδή όμως, παρά ταύτα και παρά τη γενικότερη βιαιότητά του, απέτυχε στη στρατολόγηση αξιόλογου αριθμού κατοίκων της Χαλκιδικής, ο εξ Ευρυτανίας λοχαγός ανεκλήθη και αντικαταστάθηκε.

Ωστόσο όταν πολλοί από τους φυγάδες επέστρεψαν στα χωριά τους –μετά από υποσχέσεις για επιείκεια της βενιζελικής Τριανδρίας, που στο μεταξύ είχε αναλάβει την ηγεσία του κινήματος και είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη– διαπίστωσαν πως τη σκυτάλη από τον ευρυτάνα λοχαγό είχε πάρει ο όχι πολύ ηπιότερος Κρητικός, Παύλος Γύπαρης…

(Πολλά από τα προαναφερόμενα στοιχεία προέρχονται από τον Τύπο της εποχής, από την έκθεση του συνταγματάρχη Μπασακάρη που διερεύνησε αργότερα τα συμβάντα, καθώς και από το έργο του υποστρατήγου Χρήστου Βήττου, Ο Εθνικός Διχασμός και η γαλλική κατοχή.  Η στρατευμένη βενιζελόφιλη ιστοριογραφία, αντίθετα, προσπάθησε να παρουσιάσει μια πιο «μαλακή» και στρογγυλεμένη εκδοχή της κονδυλικής θηριωδίας, με τον Γεώργιο Βεντήρη –που αναφέρει αποκλειστικά τον απαγχονισμό του αποκαλούμενου «προδότη» Συνάπαλου– να υποστηρίζει πως «μόνο» 30 οικίες πυρπολήθηκαν και πως «απλώς» οι συγγενείς των πρωταιτίων εξορίστηκαν στη Μυτιλήνη. Καταλήγει δε πως «συνέβησαν γεγονότα, άλλα θλιβερά, άλλα αξιοκατάκριτα, [αλλά] ερμηνεύονται όλα, όταν ληφθεί υπόψιν ο φανατισμός του εμφυλίου. Πάντως οι υπερβασίες των στρατιωτών της αμύνης δεν είχαν αφορμή απάνθρωπα ένστικτα»! Προφανώς οι  φοβεροί βασανισμοί γυναικών αποτελούσαν κατά τον συγγραφέα εκδηλώσεις πατριωτικού ανθρωπισμού. Σημειωτέον πως κατά τον μετριοπαθέστερο βενιζελικό ιστορικό Φοίβο Γρηγοριάδη «φοβερός εμφανίζεται στη Χαλκιδική ο Γεώργιος Κονδύλης. Του καταλογίζουν άγρια βασανιστήρια μανάδων για να εμφανιστούν οι κρυμμένοι γιοι τους»…                  

3. Το 1917, μετά τη νικηφόρα μάχη του Σκρα, απέστειλε 12 φαντάρους να μαζέψουν τα πτώματα των συστρατιωτών τους, προκειμένου να τους γίνει κανονική χριστιανική κηδεία. Αυτοί επέστρεψαν άπραγοι, υποστηρίζοντας πως οι νεκροί, μισοφαγωμένοι από τα όρνια, βρίσκονταν σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης και τα πτώματα διαλύονταν στα χέρια τους, όταν προσπάθησαν να τα μαζέψουν. Τους εκτέλεσε και τους 12 για απείθεια. Φήμες μάλιστα είχαν τότε κυκλοφορήσει πως ο ευρυτάνας αξιωματικός είχε αγνοήσει τηλεγράφημα του Βενιζέλου, με χάρη για τους καταδικασμένους. Ο Κονδύλης ισχυρίστηκε πως το τηλεγράφημα έφτασε όταν ήταν πια πολύ αργά. Με βάση την «πρακτική» του εθνάρχη στο ζήτημα της εκτέλεσης των Έξι δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το τηλεγράφημα σκοπίμως να έφτασε αργά, ώστε και το ανθρώπινο πρόσωπο του κρητικού ηγέτη να διασωθεί στην ιστορία και η αίσθηση της εμπέδωσης της πειθαρχίας, όπως την αντιλαμβανόταν ο Κονδύλης, να μη διασαλευθεί, σε μια περίοδο που οι «ψυχικές στρατολογήσεις» Ελλήνων δεν ήταν πολλές ούτε εύκολες.

4. Κατά την πρώτη φάση της ελληνικής κατάληψης της Σμύρνης, μετά τα δραματικά και αιματηρά γεγονότα του Αϊδινίου (πρώτα σφαγές Τούρκων από Έλληνες και στη συνέχεια, σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, το ανάστροφο από Τσέτες), ο Κονδύλης έδωσε εντολή να καούν 7 τουρκικά χωριά, χωρίς απομάκρυνση των αμάχων. Κατά δική του δε αφήγηση, σε ιταλό αξιωματικό που διαμαρτυρήθηκε για το ανοσιούργημα, έδωσε την εξής απάντηση: «Θα κάψω όχι εφτά, αλλά δεκαεφτά χωριά… Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν οι άντρες μου στις χανούμισσες και τους γέρους»!

5. Με δεδομένα τόσο την ιδιότητα του Κονδύλη ως υπουργού Στρατιωτικών κατά την έκρηξη του στασιαστικού κινήματος του 1935, όσο και του γεγονότος πως η κυβέρνηση του ανέθεσε την καταστολή του, με αποτέλεσμα αυτός να μεταβεί στη βόρεια Ελλάδα για να έχει άμεση εποπτεία των γεγονότων και των εξελίξεων, καθώς και το συντονισμό των ενεργειών, είναι εξαιρετικά απίθανο ο βομβαρδισμός από κυβερνητικά αεροπλάνα των μεγάλων αστικών κέντρων της ανατολικής Μακεδονίας (με δεκάδες άμαχους νεκρούς) να έγινε χωρίς προσωπική εντολή και εμπλοκή του.       

 

Κυριακή, 23 Μαρτίου 2025 22:23

Πώς δομήθηκε η δημοκρατία

Νίκος Αλιβιζάτος, Οι αρχιτέκτονες του πολιτεύματος. Από τις όχθες του Τάμεση στην Πλατεία Συντάγματος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, 488 σελ.

Σε μια νέα νομικοϊστορική μελέτη του, ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος παρουσιάζει τις θεσμικές παρεμβάσεις και τη γενικότερη συμβολή στο δημοκρατικό πολίτευμα, όχι μόνο στην «αρχιτεκτόνησή» του αλλά και στη λειτουργία του– ορισμένων σπουδαίων πολιτικών προσωπικοτήτων: του Μαυροκορδάτου, του Τρικούπη, του Βενιζέλου, του Καραμανλή, αλλά και του Κοραή, του Παπαναστασίου, του Ηλιού. Έργο χρήσιμο σε κάθε προϊδεασμένο αναγνώστη και πολύτιμο σε ειδικούς, σε συνταγματολόγους και σε ιστορικούς που εστιάζουν στη μελέτη των θεσμών.

Τρίτη, 05 Νοεμβρίου 2024 10:31

Πεθαίνει η φιλελεύθερη Δημοκρατία;

Φαντάζομαι πως ήδη από τον τίτλο ορισμένοι, κορεσμένοι από τις «προειδοποιήσεις» καταστροφολόγων, θα αισθανθούν ενοχλημένοι. Ωστόσο… Ίσως το θέμα αξίζει στην παρούσα συγκυρία κάποια διερεύνηση. Ειδικότερα…

Οι ευρωεκλογές, τα πολιτικά άκρα και η κυβερνησιμότητα της χώρας

Σάββατο, 04 Φεβρουαρίου 2023 23:54

Παραλειπόμενα από τη Δίκη των «Έξι»

Με την ευκαιρία του εθνικού αναστοχασμού και της κριτικής θεώρησης του πρόσφατου παρελθόντος της χώρας μας, την οποία προσφέρει η συμπλήρωση εκατονταετίας από το ανείπωτο δικαστικό δράμα του 1922, είχα επανειλημμένα την ευκαιρία, με αρθρογραφία, συνεντεύξεις και διαλέξεις, να εστιάσω στο εκ πρώτης όψεως αδιανόητο: πώς, εκπρόσωποι της ελληνικής πολιτείας –έστω με εξουσία εγκαθιδρυμένη «επαναστατικώ δικαίω»-, οι οποίοι εξέφραζαν και τμήμα της κοινής γνώμης, έφτασαν να κατηγορήσουν τον εθνικό αρχιστράτηγο και αιρετούς πολιτικούς άνδρες, διαχειρισθέντες τις κυβερνητικές ευθύνες μέσα σε μια τρομακτική συγκυρία, ότι «εκουσίως και εκ προθέσεως υποστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι  του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου»; Με αποτέλεσμα οι εκλεκτοί της λαϊκή ψήφου να τελειώσουν τις ημέρες τους από χέρια ελληνικά. Ως «προδότες» της πατρίδας… (Όπως και ο ιδιόρρυθμος ασφαλώς, ακραία πειθαρχιομανής και τυπολάτρης στρατηγός, την εμπιστοσύνη ωστόσο προς το πρόσωπο και τη στρατιωτική επάρκεια του οποίου είχαν έμπρακτα διακηρύξει τόσο οι βενιζελικές όσο και οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, ενώ την απαράμιλλη γενναιότητά του επρόκειτο αργότερα να αποδεχτεί και να εκθειάσει ο κατεξοχήν διώκτης του, Θεόδωρος Πάγκαλος…).

Παρασκευή, 09 Σεπτεμβρίου 2022 14:26

Υπάρχει ανάκτηση πολιτικής παρθενίας;

Ό,τι συνέβη στη χώρα μας την περίοδο 2012-2015 –δηλαδή η πλήρης ηθική απαξίωση του παλιού πολιτικού προσωπικού, ευρύτερα του πολιτικού κατεστημένου που ανέδειξε η Μεταπολίτευση με τα σύμβολα και τα λάβαρά του– δεν είναι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Και στην Ελλάδα και διεθνώς. 

Ζούμε σήμερα σε περίοδο μνημών και αναστοχασμού για το μεγαλύτερο ίσως δράμα που, ως ελεύθερο κράτος, έζησε η πατρίδα μας πριν από 100 χρόνια. Πολλοί υποστήριξαν πως εξ αρχής το μικρασιατικό εγχείρημα του Ελευθερίου Βενιζέλου –στον οποίον κάποιοι και το 1915 καταλόγιζαν καιροσκοπισμό– ήταν εξαρχής, ήδη από το 1919, τυχοδιωκτικό, ίσως και αδιέξοδο. Ο Ιωάννης Μεταξάς, μάλιστα –ο οποίος άλλες στιγμές και για άλλα θέματα δεν έδειξε ανάλογη διορατικότητα και ευθυκρισία–, εν προκειμένω, είχε με ενάργεια αναδείξει τις δυσμενείς για εμάς προοπτικές που δημιουργούσαν τόσο τα γεωγραφικά όσο και τα δημογραφικά δεδομένα στην αιολική γη.

Εκατό χρόνια έπειτα απ’ αυτό που κάποιοι χαρακτήρισαν «ενδικοφανές έγκλημα», σε κάθε περίπτωση δε άφησε ένα βαθύτατο έως ανεξίτηλο αποτύπωμα στο συλλογικό/ιστορικό ασυνείδητο όλων των Ελλήνων, ασφαλώς και είναι ενδεδειγμένη η στιγμή για κατά μέτωπον θεώρηση όλων των στοιχείων που συγκρότησαν το κορυφαίο δικαστικό δράμα της νεότερης ιστορίας μας. Στο κείμενο που ακολουθεί –χωρίς να επεκταθώ στο υπόστρωμα του Εθνικού Διχασμού, που κατέστησε μη αδιανόητη την αντιμετώπιση και καταδίκη ως εθνικών προδοτών των πολιτικών ηγετών της μιας εκ των βασικών πολιτικών παρατάξεων του τόπου, αυτό το κάνω αναλυτικά αλλού– θα εστιάσω σε τρία σημεία της όλης υπόθεσης: στο κατηγορητήριο, στη διεξαγωγή της διαδικασία και στις μεσομακροπρόθεσμες πολιτικές συνέπειες της Δίκης.