Βιβλιογραφικά, η περίοδος 1917-1920 κυριαρχείται από τη μορφή του Ελευθερίου Βενιζέλου και τους περίτεχνους διπλωματικούς του χειρισμούς που οδήγησαν στην υπογραφή της περίφημης Συνθήκης των Σεβρών, της Ελλάδας των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών. Η εσωτερική διακυβέρνηση της περιόδου συνήθως παρουσιάζεται επιδερμικά και επί τροχάδην μέχρι τα Ιουλιανά και την προεκλογική περίοδο του 1920. Η σχετική βιβλιογραφική παρουσίαση είναι ομόφωνη όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της εσωτερικής αυταρχικής βενιζελικής διακυβέρνησης, αλλά δεν εμβαθύνει σε κρίσιμα ζητήματα της κρατικής καταστολής της περιόδου, καθώς και στον αντιπολιτευτικό λόγο και στην οριστική συγκρότηση του αντιβενιζελισμού, ενός ισχυρού πολιτικού ρεύματος που έμελλε να κυριαρχήσει στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του Μεσοπολέμου.
Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η νέα μελέτη της Ελισάβετ Παπαχρήστου για τον αντιβενιζελισμό της περιόδου 1917-1920. Η εργασία της Παπαχρήστου βασίζεται κυρίως στα πρακτικά της Βουλής και στον αντιβενιζελικό Τύπο της εποχής και μας φέρνει μια σειρά από πολλές νέες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον αντιβενιζελισμό της περιόδου. Στον κορμό της βασικής αυτής πρωτογενούς ύλης, η Παπαχρήστου εντάσσει υλικό από παλαιότερες εμβληματικές εργασίες αναφοράς όπως η Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου και το Ιστορικό λεξικό των κοινοβουλευτικών κομμάτων που εκδόθηκε πρόσφατα, ενώ στη δευτερογενή της βιβλιογραφία ξεχωρίζουν οι σχετικές μελέτες των Θάνου Βερέμη, Θανάση Διαμαντόπουλου, Κώστα Κωστή, Έλλης Λεμονίδου, Σπυρίδωνα Γ. Πλουμίδη, Σωτήρη Ριζά, Νικολάου Τσίρου και Γιώργου Μαυρογορδάτου, από τις οποίες η συγγραφέας άντλησε και ενέταξε υλικό στην κεντρική της αφήγηση.
«Η Βουλή των Λαζάρων»
Η δομή της μελέτης αποτελείται από τέσσερις ενότητες: Η πρώτη καλύπτει την ενοποίηση του διαιρεμένου Κράτους υπό τον Βενιζέλο και τους Φιλελεύθερους. Η δεύτερη την επαναφορά της Βουλής της 31ης Μαΐου 1915, την αποκαλούμενη από τους αντιβενιζελικούς ως «Βουλή των Λαζάρων», επωνυμία που έμεινε διαχρονική αλλά, κάπως απρόσμενα, δεν χρησιμοποιείται στην παρούσα μελέτη. (Παρεμπιπτόντως, μετά τις απανωτές αντισυνταγματικές επιμηκύνσεις της θητείας της αναστηθείσας Βουλής του 1915, οι αντιβενιζελικοί την επονόμασαν σκωπτικά «Βουλή των Αθανάτων»). Η τρίτη ενότητα αφορά τους μηχανισμούς καταστολής που ανέπτυξε το βενιζελικό κράτος για να επιβληθεί στους αντιπάλους του. Και η τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει την κορύφωση της αντιπαράθεσης των δύο πολιτικών κόσμων στις παραμονές των εκλογών του 1920.
Ειδικότερα η μελέτη εν είδει εισαγωγής παρουσιάζει τα κόμματα του αντιβενιζελισμού της εποχής, καθώς επίσης δίνει πληροφορίες για τις εφημερίδες που τον στήριζαν. Η αφήγηση της μελέτης ξεκινάει με την εκθρόνιση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και την ειρηνική κατάληψη του Πειραιά και της Αθήνας από γαλλικά στρατεύματα. Η είσοδος του ίδιου του Βενιζέλου υπό τις γαλλικές λόγχες στηλιτεύτηκε εκ των υστέρων από το σύνολο του αντιβενιζελισμού ως εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας υπό την ασπίδα των ξένων δυνάμεων. Στα πρώτα μέτρα της νέας κυβέρνησης που παρουσιάζει η Παπαχρήστου συμπεριλαμβάνονταν η παροχή αμνηστίας σε όσους συμμετείχαν στο κίνημα της Άμυνας, η άρση ισοβιότητας των δικαστών και η εκκαθάριση του δικαστικού σώματος από κάθε πολιτικό αντιφρονούντα. Σύμφωνα με τον βενιζελισμό, το μέτρο κρίθηκε αναπόφευκτο για την εκκαθάριση όσων είχαν στηρίξει με παράνομες αποφάσεις τους το προηγούμενο καθεστώς, αλλά υπέκρυπτε τη μύχια πρόθεσή του να αποτρέψει πιθανές επιπλοκές από μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις υπέρ όσων θα θίγονταν από τις τυφλές και οριζόντιες εκκαθαρίσεις που θα ακολουθούσαν.
Ακολούθησε ένα πογκρόμ διώξεων σε όλους τους κλάδους των δημοσίων υπαλλήλων των οποίων ανεστάλη η μονιμότητα που προβλεπόταν από το Σύνταγμα του 1911, ενώ οι οριζόντιες εκκαθαρίσεις επεκτάθηκαν στους αξιωματικούς του στρατού, στον κλήρο και στα σώματα ασφαλείας. Η Παπαχρήστου προβαίνει σε μια συνολική αποτίμηση του ποσοτικού εύρους των διώξεων, παραθέτοντας νούμερα και στοιχεία από όλες τις διαθέσιμες επίσημες και ανεπίσημες πηγές αλλά και από άλλους ιστορικούς της εποχής. Αναλύει και τεκμηριώνει έτσι σε βάθος το σύνολο σχεδόν των διώξεων αυτών με νέα στοιχεία, υπογραμμίζοντας ότι αυτές δεν αμβλύνθηκαν ούτε μετά τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, κάτι που αποτέλεσε βασική κατηγορία της αντιπολίτευσης κατά του Βενιζέλου.
Η μελέτη παρακολουθεί και αναλύει λεπτομερώς τους κρατικούς μηχανισμούς που δημιουργήθηκαν για να επιβληθεί η αυστηρή λογοκρισία στον (αντιβενιζελικό κυρίως) Τύπο που οδήγησε στη φίμωση κάθε αντιπολίτευσης, αλλά και σε δεκάδες διώξεις αντιπολιτευόμενων εκδοτών και δημοσιογράφων που καταδικάστηκαν σε πολύμηνες φυλακίσεις και σε μεγάλα χρηματικά πρόστιμα. Επιβλήθηκε αυστηρή λογοκρισία ακόμη και στη δημοσίευση των πρακτικών των συνεδριάσεων της Βουλής στον Τύπο, που περιείχαν κατά κανόνα μόνο τις τοποθετήσεις των βενιζελικών βουλευτών, ενώ η προληπτική λογοκρισία είχε γεμίσει τον αντιβενιζελικό Τύπο με λευκά πλαίσια εμποδίζοντας την άσκηση οποιαδήποτε αντιπολίτευσης.
Η μελέτη ανιχνεύει λεπτομερώς τις αποχρώσεις απόψεων των κυριότερων εκπροσώπων της αντιπολίτευσης που συμμετείχαν στη Βουλή των Λαζάρων, όπως οι Γεώργιος Μπούσιος, και Γεώργιος Πωπ, ενώ παρουσιάζει και με μεγάλη λεπτομέρεια τις (αντιβενιζελικές) θέσεις και απόψεις της μικρής ομάδας σοσιαλιστών βουλευτών. Η μικρή αυτή ομάδα που δεν έχει τύχει ιδιαίτερης προσοχής ώς τώρα, υποστήριζε την ειρήνη και την αποχή από τις πολεμικές συρράξεις του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τη στήριξη της εργατικής τάξης, τον εκδημοκρατισμό των δομών του κράτους, την αντίθεση στη Βασιλεία και τη μεγαλύτερη λαϊκή συμμετοχή στην κυβέρνηση με την άμεση σύγκλιση Εθνοσυνέλευσης.
Στο τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης, αναλύεται η αργή διαδικασία συγχώνευσης όλων των αντιπολιτευόμενων κομμάτων σε έναν ενιαίο φορέα, την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, που οριστικοποιήθηκε στα τέλη του 1919. Κορυφαίο κομμάτι της διαδικασίας αυτής ήταν η ίδρυση Λαϊκών Πολιτικών Συλλόγων που πρακτικά αποτελούσαν τη συνέχεια των επιστρατευτικών συλλόγων. Η Παπαχρήστου παρακολουθεί και παρουσιάζει την αποκρυστάλλωση του αντιπολιτευτικού λόγου της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης που εστίαζε μόνο στην εσωτερική αυταρχική διακυβέρνηση, σιωπώντας βολικά για την εξωτερική πολιτική. Ενδιάμεσος δραματικός κρίκος στα γεγονότα, η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι και οι ακρότητες των Ιουλιανών με την πρωτοφανή πολιτική δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη από απόσπασμα του τάγματος Γύπαρη. Τέλος η Παπαχρήστου παρακολουθεί την κορύφωση του προεκλογικού αγώνα των εκλογών του 1920 λόγω του αιφνίδιου θανάτου του Βασιλιά Αλέξανδρου και την πολιτική εκμετάλλευση από τον βενιζελισμό της ισχυρής δημοτικότητα του Κωνσταντίνου που βρισκόταν εξόριστος στην Ελβετία.
Αντιβενιζελισμός από τη λήθη
Σημαντικό είναι το πόρισμα της συγγραφέως ότι ο αντιβενιζελισμός μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου στήριζε την εξωτερική πολιτική Βενιζέλου, τη συμμαχία με την Αγγλία και τη Γαλλία καθώς και την επέκταση προς Ανατολάς, επιβεβαιώνοντας τα όμοια πορίσματα άλλων σύγχρονων ερευνητών, όπως του Σωτήρη Ριζά και του Σπυρίδωνα Γ. Πλουμίδη. Το συμπέρασμα αναιρεί το ιδιαίτερα δημοφιλές ιδεολόγημα μέρους της βιβλιογραφίας για την μικρά και έντιμο Ελλάδα που, ακόμη και αν είχε περιορισμένη απήχηση και μεμονωμένους υποστηρικτές του αντιβενιζελισμού, ούτε διατυπώθηκε ποτέ επισήμως από την ηγεσία του ούτε χαρακτήρισε τελικά την πολιτική που εφαρμόστηκε στην Μικρά Ασία μετά το 1921.
Στα συμπεράσματά της, η Παπαχρήστου επισημαίνει πολύ σωστά ότι η συσπείρωση της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης δεν βασιζόταν σε κοινές πολιτικές ιδέες και ότι τα κόμματα που συμμάχησαν προεκλογικά αδυνατούσαν να εκπονήσουν κοινό προεκλογικό πρόγραμμα λόγω των μεγάλων ιδεολογικών διαφορών μεταξύ τους. Κυριολεκτικά στην τελευταία πρόταση του βιβλίου της, που είναι ίσως και η πιο σημαντική όλης της μελέτης, η Παπαχρήστου επισημαίνει ότι η δημιουργία του αντιβενιζελισμού ως πολιτικού ρεύματος εκπορεύτηκε από τον αυταρχισμό της βενιζελικής διακυβέρνησης της περιόδου που πραγματεύτηκε η μελέτη της.
Το συγγραφικό ύφος του βιβλίου είναι απλό και σαφές, τα νοήματά του απολύτως ευκρινή και προσπελάσιμα, η δομή του σε κάποια σημεία είναι θεματική και όχι χρονολογική, κατά κανόνα αποφεύγονται οι επαναλήψεις, ενώ οι υποσημειώσεις τεκμηριώνουν το υλικό της συγγραφέως και ολοκληρώνουν την εικόνα ενός σοβαρού ιστορικού δοκιμίου.
Προφανώς σε ένα τόσο απαιτητικό και δύσκολο θέμα είναι λογικό η συγγραφέας να μην καλύψει όλες τις πτυχές του, αλλά να επιλέξει αυτές που θεωρεί ότι υπηρετούν σωστότερα τις προθέσεις της. Πάντως, μου έλειψαν από τη βιβλιογραφία σημαντικά αρχεία και ημερολόγια των αντιβενιζελικών πρωταγωνιστών της περιόδου που μας είναι διαθέσιμα, όπως λ.χ. το ημερολόγιο του Φίλιππου Δραγούμη που καλύπτει όλη την περίοδο 1917-20. Ο Δραγούμης, ως εκπρόσωπος του εξόριστου αδερφού του και βοηθός του πατέρα του που ήταν σε προχωρημένη ηλικία, παρακολούθησε εσωτερικά όχι μόνο το αντιβενιζελικό πολιτικό παρασκήνιο, αλλά και σημαντικές πτυχές του βενιζελικού αυταρχισμού της εποχής. Από αυτά τα σημαντικά ιστορικά τεκμήρια που ο Δραγούμης παρέχει αφειδώς, η Παπαχρήστου θα μπορούσε να αντλήσει υλικό και να διασταυρώσει καλύτερα τα ιστοριοδιφικά της ευρήματα από τον Τύπο, που είναι πολλά και τα περισσότερα αρκετά πρωτότυπα.
Αλλά νομίζω η βασική έλλειψη της εργασίας είναι η περιγραφή των παθών του Εθνικού Διχασμού και η ένταση των συναισθημάτων ένθεν και ένθεν. Έχω την εντύπωση ότι τα πολιτικά πάθη των αντιβενιζελικών και όσων υπέφεραν την τριετία 1917-1920 πρέπει να παρουσιαστούν στην ιστορική τους διάσταση, όχι για να δικαιωθούν ή να προκαλέσουν την συμπάθεια, αλλά για να αναδειχθούν ως ένας από τους βασικούς συντελεστές που οδήγησαν στο πρωτοφανές αποτέλεσμα των εκλογών του 1920.
Συμπερασματικά, η εξειδικευμένη μελέτη της Παπαχρήστου για τον αντιβενιζελισμό της περιόδου εμπλουτίζει τη βιβλιογραφία της εποχής σε ένα ζήτημα που ώς τώρα είχε μείνει στη σκιά της ιστορικής έρευνας. Η συγγραφέας μελέτησε με υπομονή και επιμονή των αντιβενιζελικό Τύπο της εποχής και μας παρέχει μια ευκρινή παρουσίαση της στάσης του σε όλη την περίοδο, καθώς και πολλά στοιχεία που διαφωτίζουν πτυχές του αντιβενιζελικού πολιτικού λόγου της εποχής. Γενικά, η μελέτη χαρακτηρίζεται από ψυχραιμία και αντικειμενικότητα εξέτασης ενός δύσκολου θέματος που αποτελεί διαχρονικά σημείο έντασης και τριβής μεταξύ απογόνων των δύο παρατάξεων αλλά και ιστορικών. Η Παπαχρήστου δεν χαρίζεται στον βενιζελισμό, ούτε όμως διεκτραγωδεί τις διώξεις εις βάρος του αντιπάλου του, αντίθετα εξετάζει το ζήτημα με ξηρό αποστασιοποιημένο τρόπο, αξιοσημείωτο επίτευγμα από μόνο του.
Εν κατακλείδι, η Παπαχρήστου με τη νέα αυτή μελέτη της ανοίγει εκ νέου τη συζήτηση για την εσωτερική βενιζελική διακυβέρνηση της περιόδου, απαραίτητο εφόδιο για να ερμηνεύσουμε σωστά τη δημιουργία και την αντοχή του πολιτικού φαινομένου του αντιβενιζελισμού στον ιστορικό χρόνο. Η μελέτη εντάσσεται σε μια γενικότερη σύγχρονη ιστοριογραφική τάση για μια κριτική επανεξέταση του αντιβενιζελισμού και μια ψυχραιμότερη και επιστημονικότερη ερμηνεία του φαινομένου που, μεταπολιτευτικά, είτε έμενε στο περιθώριο είτε περιοριζόταν μόνο στο να δέχεται το λίθο του αναθέματος από την ιστορική κοινότητα για τις ευθύνες του, πραγματικές ή φανταστικές, στον Εθνικό Διχασμό και τη Μικρασιατική Καταστροφή.