Σύνδεση συνδρομητών

Ο αντιβενιζελισμός στα 1920

Τρίτη, 16 Απριλίου 2024 08:40
Ο Παναγής Τσαλδάρης (στο κέντρο) το 1933 στη Γενεύη.
Gallica Digital Library
Ο Παναγής Τσαλδάρης (στο κέντρο) το 1933 στη Γενεύη.

Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, Μεταξάς εναντίον Τσαλδάρη. Η άγνωστη αντιβενιζελική σύγκρουση (1924-1928), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2024, 304 σελ.

Ο αντιβενιζελισμός, ιδίως μετά το 1922, δεν είχε μια ενιαία έκφραση. Πολλοί πολιτικοί διεκδίκησαν το αντίπαλο δέος στον Ελευθέριο Βενιζέλο και, ανάμεσά τους, ο Παναγής Τσαλδάρης του Λαϊκού Κόμματος και ο Ιωάννης Μεταξάς του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων. Το διάστημα 1922-1928 είναι σήμερα μια λησμονημένη περίοδος του αντιβενιζελισμού, την οποία ο Ιωάννης Β. Δασκαρόλης φέρνει στην επιφάνεια με ένα πολύτιμο βιβλίο. [ΤΒJ]

Ο Εθνικός Διχασμός διαίρεσε την ελληνική κοινωνία στα δύο για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες και αποτέλεσε ένα μείζον γεγονός της νεότερης ελληνικής ιστορίας με ποικίλες πτυχές του να αποτελούν αντικείμενο μελετών. Ο αντιβενιζελισμός εκ του αποτελέσματος χρεώθηκε τόσο τη λάθος επιλογή στρατοπέδου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και τους χειρισμούς του μικρασιατικού ζητήματος τη διετία 1920-22 που κατέληξαν στην Καταστροφή. Τα γεγονότα αυτά, ωστόσο, δεν πρέπει να μειώνουν την ιστορική σημασία του πόλου αυτού του διχασμού.

Η ιστοριογραφία για τις δύο παρατάξεις είναι ανισοβαρής καθώς ενώ ο βενιζελισμός, πολλώ δε μάλλον, το ίδιο το πρόσωπο του Ελευθέριου Βενιζέλου έχει βρεθεί στο επίκεντρο ερευνών, δεν έχει συμβεί το ίδιο με τον έτερο πόλο του Διχασμού, τον αντιβενιζελισμό. Ούτε σε επίπεδο των κομμάτων του, ούτε σε επίπεδο προσωπικοτήτων του.[1] Η ιστοριογραφική αδιαφορία για την πολιτική παράταξη σχεδόν του 30 με 40% της ελληνικής κοινωνίας γίνεται έκδηλη εν συγκρίσει με τη αρκετά σημαντικότερη βιβλιογραφική παραγωγή που υπάρχει για το ΚΚΕ, το οποίο τα χρόνια του Μεσοπολέμου αποτελούσε το 1 με 5% του εκλογικού σώματος.

Η τελευταία αυτή διαπίστωση αποτελεί την αφετηρία του άρτι εκδοθέντος βιβλίου του Γιάννη Β. Δασκαρόλη, Μεταξάς εναντίον Τσαλδάρη. Η άγνωστη αντιβενιζελική σύγκρουση (1924-1928) (Επίκεντρο, 2023). Το βιβλίο, το οποίο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα που υποστηρίχθηκε το 2022 στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις της Πάφου, συμβάλλει σημαντικά στην πλήρωση του κενού της ιστοριογραφίας για τον αντιβενιζελισμό.

 

Μεταξάς, Τσαλδάρης, Πάγκαλος

Μια συνήθης παράβλεψη είναι ότι ο αντιβενιζελισμός αντιμετωπίζεται σαν ένα ενιαίο σώμα με βασικό γνώρισμα, όπως φανερώνει το όνομά του, την αντίθεσή του στις πολιτικές που ακολούθησε το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ο ίδιος ο Βενιζέλος προσωπικά. Εντούτοις, αυτή η προσέγγιση είναι ρηχή καθώς, για παράδειγμα, μια προσωπική ματιά μονάχα στους «αντιβενιζελικούς» του 1915 φανερώνει μια πλειάδα προσωπικοτήτων με διαφορετικές αφετηρίες· από τον «Ιάπωνα» του 1906-1908 Δημήτριο Γούναρη και τον φιλοανταντικό «Αττικάρχη» Δημήτριο Ράλλη έως του γηραιούς Γεώργιο Θεοτόκη και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Όλοι αυτοί μπορεί να εναντιώνονταν στον Βενιζέλο κάτω από την «ομπρέλα» του αντιβενιζελισμού, ωστόσο είχαν αρκετές διαφοροποιήσεις ως προς το πολιτικό τους πρόγραμμα σε διάφορους τομείς.

Η πολιτική αυτή πανσπερμία συνεχίστηκε και μετά το 1922, με τον αντιβενιζελισμό της δεκαετίας του 1920 να βρίσκεται σε μια διαρκή εσωτερική διαπάλη. Το βιβλίο επικεντρώνεται στη «μονομαχία» του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Παναγή Τσαλδάρη και του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά για την ηγεσία του, ακέφαλου μετά τη δίκη των Έξι, αντιβενιζελισμού. Εντούτοις, δεν μένει μονάχα εκεί, αλλά ανασυνθέτει το πολυδαίδαλο μωσαϊκό της παράταξης την ταραγμένη περίοδο από την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής έως τη θριαμβευτική επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία το 1928. Πρόκειται για μια λησμονημένη περίοδο του αντιβενιζελισμού, η οποία όμως αποτελεί εν πολλοίς ένα κρίσιμο εφαλτήριο για την επάνοδό του στην εξουσία το 1933.

Μπορεί σήμερα να θεωρούμε αυτονόητο ότι οι Λαϊκοί ήταν ο βασικός πόλος του αντιβενιζελισμού μεσοπολεμικά, ωστόσο αυτό δεν ήταν κάτι αυτονόητο. Η πορεία για την εξασφάλιση αυτής της «πρωτιάς» ήταν πολυκύμαντη. Στα 1923, την ώρα που το Λαϊκό Κόμμα παρέπαιε, η πρωτοκαθεδρία του Μεταξά –μιας προσωπικότητας «αμόλυντης» από τη διαχείριση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Καταστροφής– έμοιαζε αναμφίβολη. Στα μέσα του 1923, η ανάδειξή του σε πρώτο αντιβενιζελικό κόμμα στις επερχόμενες εκλογές που θα διενεργούσε η «Επανάστασις 1922» θεωρείτο δεδομένη. Εντούτοις, η αποτυχημένη «Αντεπανάστασις» του Οκτωβρίου 1923, το κίνημα των υποστράτηγων Γεωργίου Λεοναρδόπουλου και Παναγιώτη Γαργαλίδη, το οποίο παρότι δεν ήταν αμιγώς αντιβενιζελικό έθεσε (ξανά) τον αντιβενιζελισμό στο στόχαστρο της πλαστηρικής δικτατορίας με διώξεις και εκκαθαρίσεις στο στράτευμα, έφερε καταιγιστικές εξελίξεις τους επόμενους μήνες. Ο Μεταξάς φυγαδεύθηκε στην Ιταλία με ένα πλοίο που μετέφερε μπακαλιάρους, τα αντιβενιζελικά κόμματα απείχαν από τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση του 1924-25 ήταν μονόπλευρη με τους βενιζελικούς πληρεξούσιους να αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία και η έκπτωση τη βασιλείας την άνοιξη του 1924 αποτέλεσαν μια σειρά επιπρόσθετων πληγμάτων στον κατακερματισμένο αντιβενιζελισμό. Την επαύριο δε της πολιτειακής αλλαγής δημιουργήθηκε το παράδοξο, ο βασιλόφρων Μεταξάς να σπεύδει να αναγνωρίσει την Αβασίλευτη Δημοκρατία, κάτι που ο Τσαλδάρης και οι Λαϊκοί αρνούνταν πεισματικά έως το 1932. Επρόκειτο για μία κίνηση τακτικής, που όμως ήταν μεγάλο πολιτικό λάθος καθώς αποξένωσε μέρος των βασιλοφρόνων οπαδών του. 

Παραδόξως το πρόσωπο που έδωσε τη δυνατότητα στον αντιβενιζελισμό να έρθει πολιτικά στο προσκήνιο ήταν ο ενορχηστρωτής της Δίκης των Έξι, Θεόδωρος Πάγκαλος. Την περίοδο της δικτατορίας του στρατηγού, το πολιτικό του φλερτ με τον αντιβενιζελισμό ήταν ολοένα και πιο έντονο, φτάνοντας μάλιστα στην πρωθυπουργοποίηση ενός αντιβενιζελικού, του Αθανασίου Ευταξία. Κίνητρο του δικτάτορα βεβαίως για αυτές τις κινήσεις ήταν η αγωνιώδης προσπάθειά του να βρει πολιτικά και κοινωνικά ερείσματα για το καθεστώς του. Ωστόσο, η κάκιστη διαχείριση των οικονομικών του κράτους καθώς και της εξωτερικής πολιτικής αποξένωσαν ακόμα και τους αντιβενιζελικούς από το καθεστώς. Η ανατροπή της παγκαλικής δικτατορίας από τον Γεώργιο Κονδύλη και οι εκλογές του 1926 ήταν εκείνες που έφεραν εν μέρει τον αντιβενιζελισμό ξανά στην κυβέρνηση.

Οι πρώτες εκλογές με απλή αναλογική στο ελληνικό κράτος κατέδειξαν την αναγκαιότητα συνεννόησης και κατευνασμού των πολιτικών παθών σε μία κοινωνία κουρασμένη με τις συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων και καθεστώτων. Απότοκο του εκλογικού αποτελέσματος ήταν η συγκρότηση της Οικουμενικής Κυβέρνησης υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία συμμετείχαν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα πλην του ΚΚΕ. Τόσο οι Λαϊκοί όσο και οι Ελευθερόφρονες, οι οποίοι έλαβαν το 20,27% και το 15,75% αντίστοιχα, συμμετείχαν στην κυβέρνηση λαμβάνοντας κρίσιμα υπουργεία. Ο Τσαλδάρης ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών και ο Μεταξάς των Συγκοινωνιών, σε μία περίοδο που ήταν υπό διαπραγμάτευση η υπογραφή μιας σειράς συμβάσεων για τη δημιουργία σημαντικών υποδομών στη χώρα.

Η περίοδος της Οικουμενικής και των συνεχών κρίσεων με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη αναλύεται εκτενώς στο βιβλίο καθώς, πέραν των συνεχών διαπραγματεύσεων για κάθε ζήτημα ανάμεσα στους ετέρους, αποτελούσε και μία αρένα στην οποία αναμετριόταν Τσαλδάρης και Μεταξάς για το ποιος θα λάβει τη μικρότερη φθορά από την κυβέρνηση. Η αποχώρηση των Λαϊκών από τον μεγάλο συνασπισμό το θέρος του 1927 έριξε το βάρος για τη συνεργασία με τους βενιζελικούς στους ώμους κυρίως του Μεταξά, ο οποίος όχι μονάχα παρέμεινε για ένα ακόμα έτος στην κυβέρνηση, αλλά βρέθηκε στο επίκεντρο και ενός σημαντικότατου οικονομικού σκανδάλου για τα ζητήματα οδοποιίας, το οποίο έπληξε την εικόνα του. Εντούτοις, το τέλος της Οικουμενικής οδήγησε στη εκλογική συντριβή του αντιβενιζελισμού το 1928 από τον ίδιο του Βενιζέλο, ο οποίος επέστρεψε θριαμβευτικά στην πολιτική σκηνή λαμβάνοντας το 46,94% των ψήφων. Από τις εκλογές αυτές και μετά οι Λαϊκοί αναδείχθηκαν η πρώτη δύναμη στους αντιβενιζελικούς λαμβάνοντας το 23,94% έναντι του μόλις 5,30% του Μεταξά, ποσοστού που οδήγησε στην προσωρινή διάλυση των Ελευθεροφρόνων. Η αναμέτρηση Μεταξά εναντίον Τσαλδάρη «έληξε» προσωρινά το 1928 με νικητή τον δεύτερο. Προσωρινά, διότι η αναζωπύρωση του Διχασμού τη δεκαετία του 1930 έφερε τον αντιβενιζελισμό στην εξουσία τόσο υπό τον Τσαλδάρη (1933-1935) όσο και δικτατορικά υπό τον Μεταξά (1936-1941).

 

Η «πολιτικολογούσα Βαβέλ»

Το βιβλίο καταφέρνει να περιγράψει αναλυτικά, αλλά και με γλαφυρό λόγο, το μωσαϊκό του πολιτικού χώρου, όχι μόνο σε επίπεδο κομμάτων, αλλά και σε επίπεδο τάσεων εντός αυτών. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση για τους «αδιάλλακτους» αντιβενιζελικούς, μία ομάδα επί της ουσίας πολιτευτών που εντάσσονταν σε γενικές γραμμές στους Λαϊκούς έχοντας όμως μια πιο ακραία στάση σε ποικίλα ζητήματα. Εξάγει επίσης χρήσιμα συμπεράσματα για τη δομή των μεσοπολεμικών κομμάτων, όπως, για παράδειγμα, ότι ουσιαστικά το Λαϊκό Κόμμα ήταν «μία ομοσπονδία ισχυρών κατά τόπους πολιτευτών και λιγότερο κόμμα αρχών» (σ. 269). Παράλληλα, το γεγονός ότι εμβαθύνει στις εξελίξεις και σε τοπικό επίπεδο καθώς ο συγγραφέας έχει αναζητήσει τα εκλογικά αποτελέσματα ανά περιφέρεια καθώς και τις επιδόσεις των αντιβενιζελικών υποψηφίων στις Δημοτικές Εκλογές του 1925 σε μια σειρά από επαρχιακές πόλεις, δίνει επιπρόσθετη δυναμική στην έρευνα.

Ποιος όμως ήταν ο αντίκτυπος αυτών των ζυμώσεων στην ελληνική κοινωνία; Η «πολιτικολογούσα Βαβέλ», ένας εξαιρετικά πετυχημένος όρος του συγγραφέα (σ. 69), καθώς και οι συνεχείς τακτικισμοί άφηναν αδιάφορο μεγάλο μέρος του κόσμου, ακόμα και του αντιβενιζελισμού. Η αδιαφορία αυτή πήγαζε σε μεγάλο βαθμό από την κούραση της κοινωνίας εξαιτίας της διαρκούς πολιτικής ρευστότητας. Ήταν μια αστάθεια που χαρακτήριζε τόσο τα πρώτα χρόνια μετά το 1922 με την επιβολή δύο δικτατοριών (Πλαστήρα-Γονατά και Πάγκαλου) και τις συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων  (μονάχα το 1924 σχηματίστηκαν 6 διαφορετικές κυβερνήσεις) όσο και με την αναποτελεσματικότητα της Οικουμενικής. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «η μαζική ψήφος προς τον Βενιζέλο ακόμη και από αντιβενιζελικούς είχε το νόημα ότι η κοινή γνώμη είχε κουραστεί από τους αργόσυρτους ρυθμούς των κυβερνήσεων της προηγούμενης διετίας και επιζητούσε σταθερότητα με έναν ηγέτη δοκιμασμένο στο παρελθόν με όραμα για το μέλλον» (σ. 251).

Το βιβλίο είναι γερά τεκμηριωμένο καθώς, πέραν της εξαντλητικής για τον Μεσοπόλεμο βιβλιογραφίας, αξιοποιούνται πρωτογενείς πηγές και πολυάριθμα απομνημονεύματα προσωπικοτήτων της περιόδου. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην έρευνα που έχει γίνει σε σειρά από αρχεία αντιβενιζελικών πολιτευτών, ορισμένα από τα οποία έχουν αξιοποιηθεί από ελάχιστους ερευνητές. Για παράδειγμα, πέρα από τα αρχεία των δύο πρωταγωνιστών, Π. Τσαλδάρη (που βρίσκεται στο Ίδρυμα Κ. Καραμανλή) και Ι. Μεταξά (στα Γενικά Αρχεία του Κράτους), έχουν χρησιμοποιηθεί τα αρχεία του Γεωργίου Στρέιτ, του Κωνσταντίνου Κοτζιά, του Θεόφιλου Νικολούδη και του Χρήστου Χρηστοβασίλη που βρίσκονται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ) καθώς και το ιδιωτικό αρχείο του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη.

Η μελέτη αυτή, όπως και η προηγούμενη του Ι. Δασκαρόλη για τα Δημοκρατικά Τάγματα,[2] αποτελούν σημαντικές προσθήκες στη βιβλιογραφία για την παραγκωνισμένη ιστοριογραφικά δεκαετία του 1920. Είναι πρωτοποριακή όσον αφορά τον αντιβενιζελισμό, ενώ φανερώνει επίσης ότι υπάρχει «πολύ ψωμί» ερευνητικά ακόμα για τη μελέτη του. Παράλληλα, ρίχνει φως σε πτυχές, όπως η παγκαλική δικτατορία και η Οικουμενική Κυβέρνηση, που αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής από τους ιστορικούς, ιδίως μιας και διανύουμε την εκατονταετηρίδα από τον Μεσοπόλεμο.

 

[1] Οι πιο αξιοσημείωτες σχετικές μελέτες είναι ουσιαστικά τα λήμματα του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων που έχουν συγγράψει η Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου και ο Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης αντίστοιχα για το Ιστορικό λεξικό ελληνικών κοινοβουλευτικών κομμάτων (1844-1967) (Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων και Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2022).

[2] Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, Δημοκρατικά Τάγματα. Οι «πραιτωριανοί» της Β΄ Ελληνική Δημοκρατίας, 1923-1926, Παπαζήση, Αθήνα 2019.

1 σχόλιο

Υπάρχει σοβαρό σχετικό έργο, άλλο αν δεν συζητείται ή είναι ουσιαστικά αποσιωπημένο. Παραπέμπει σχετικά και ο Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, και είναι η διατριβή του Constantinos Sarantis, The Emergence of the Right in Greece, 1978, με πλούσιο πρωτογενές υλικό και ανάλυση των σχετικών θεμάτων.

Με εκτίμηση,

Βασίλης Μπογιατζής

Βασίλης Μπογιατζής
Βασίλης Μπογιατζής
16 Απρ 2024, 12:04

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.