Η Δημόσια Ιστορία έχει τη δική της μυθολογία. Γεγονότα του παρελθόντος που παρερμηνεύτηκαν (εσκεμμένα ή μη) και τα οποία έχουν επικρατήσει στη βιβλιογραφία (ακόμα και την επιστημονική) ώστε να θεωρούνται πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Ένας τέτοιος μύθος που αφορά τη Μικρασιατική Εκστρατεία είναι ο νόμος 2870/1922 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής», ο οποίος στο πρώτο του άρθρο όριζε:
Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Β. Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών.
Ο νόμος έχει επικρατήσει να θεωρείται από αρκετούς έως σήμερα ότι ψηφίστηκε τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής «στα κρυφά» από την κυβερνώσα αντιβενιζελική παράταξη για την αποτροπή εισόδου των προσφύγων που υποτίθεται αναμένονταν από τα μικρασιατικά παράλια στην Ελλάδα. Η ψήφισή του όμως έγινε σχεδόν δύο μήνες πριν από την κατάρρευση του μετώπου, χωρίς δηλαδή να είναι γνωστό τι θα επακολουθούσε της Μικρασιατικής Καταστροφής με τον εκπατρισμό 1,5 εκατομμυρίου Μικρασιατών. Η αρχειακή έρευνα σήμερα φανερώνει ότι οι λόγοι της εισήγησης προς ψήφισή του προέκυψαν από μια προηγηθείσα ανθρωπιστική κρίση. Το πόνημα του Κωνσταντίνου Δ. Βλάσση, Πρόσφυγες, οικονομία και νομοθεσία κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο επίμαχος Νόμος 2870/1922 αναδεικνύει ότι πίσω από το εν λόγω νομοθέτημα βρίσκεται μία ιστοριογραφικά παραγκωνισμένη πτυχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας καθώς και του προσφυγικού ζητήματος εν γένει.
Μια παρεξήγηση
Το βιβλίο ξεκινάει με τη βιβλιοπαραγωγή για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ιδίως αυτήν που αναφέρει τον ν. 2870. Στις σελίδες αυτές της εισαγωγής ακολουθούμε την πορεία της πρόσληψης του περιεχομένου του επίμαχου νόμου από την πρώτη σύνδεσή του, το 1930, με τη (μεταγενέστερη αυτού) εκκένωση της Μικράς Ασίας έως τις μέρες μας. Από την παρουσίαση αυτή και το σχολιασμό της φανερώνεται πώς μια προσωπική θέση, μια προσωπική αντίληψη ή θεωρία που εκφράστηκε μεσοπολεμικά από, κατά βάση, δημοσιογράφους προσκείμενους στη βενιζελική παράταξη, σταδιακά εξελίχθηκε σε ιστορική πηγή που χρησιμοποίησαν μεταγενέστερα αρκετοί συγγραφείς (ιστορικοί και μη) χωρίς περαιτέρω έρευνα για το κατά πόσο αυτή ευσταθεί. Η ανάλυση του συγγραφέα ξεκινάει με μια εκτενή παρουσίαση (40 σελίδων) της ελληνικής οικονομίας της περιόδου 1917-22 ώστε να γίνουν κατανοητές οι δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου. Όπως σημειώνεται άλλωστε στην εισαγωγή, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για τη σημασία αυτής της διάστασης, «τα δημόσια οικονομικά, απετέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα στη λήψη αποφάσεων και διαμόρφωσης πολιτικής για τις εκάστοτε κυβερνήσεις». Η ψήφιση του επίμαχου νόμου όπως τελικώς αποδεικνύεται είχε ακριβώς την έννοια της αποτροπής αύξησης των προσφυγικών ροών από τη Ρωσία, εξαιτίας οικονομικών περιορισμών που αντιμετώπιζε το ελληνικό κράτος και δεν επέτρεπε την ούτως ή άλλως επιθυμητή πύκνωση του ελληνικού στοιχείου σε επαρχίες όπως η Μακεδονία και η Θράκη.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ακολουθεί μία επίσης μελέτη του προσφυγικού ζητήματος από τις αρχές του 1919 έως την άνοιξη του 1922. Παρότι στον κοινό νου το προσφυγικό πρόβλημα έχει συνδεθεί με τον πρώτο διωγμό του 1914 καθώς και (κυρίως) με τις επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε ποικίλες προσφυγικές κρίσεις στο ενδιάμεσο κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Σε αυτό το πλαίσιο παρουσιάζεται το προσφυγικό ζήτημα των Ποντίων του Καυκάσου, όπου ο παρευξείνιος ελληνισμός βρισκόταν μεταξύ σφύρας και άκμονος διάσπαρτος σε μία περιοχή μεταξύ οθωμανών και μπολσεβίκων. Μολονότι απομακρυσμένοι από το ελληνικό κράτος, η τύχη των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας απασχόλησε όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις που χειρίστηκαν και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Κομβικό ρόλο σε αυτές τις διαδικασίες διαδραμάτισε το υπουργείο Περιθάλψεως, ένας νεοπαγής φορέας (ίδρ. 1917) που δημιουργήθηκε ως απόρροια του πολέμου για την περίθαλψη των προσφύγων, των επιστρατευμένων και των οικογενειών τους, το οποίο πραγματοποίησε μια σειρά αποστολών στον Πόντο για την εξακρίβωση της κατάστασης του ελληνισμού την επαύριο του Μεγάλου Πολέμου. Αρμοδιότητα του Υπουργείου ήταν και η μεταπολεμική παλιννόστηση των προσφύγων τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στις περιοχές του Καυκάσου. Το προσφυγικό ζήτημα που προέκυψε στις δυσπρόσιτες περιοχές του Καυκάσου δεν ήταν ωστόσο το μοναδικό που απασχόλησε τις ελληνικές κυβερνήσεις πριν τον Αύγουστο του 1922. Από το 1921 εμφανίστηκαν νέα προσφυγικά ρεύματα στη Μικρά Ασία, τόσο εντός της ελληνικής ζώνης κατοχής (Νικομήδεια) όσο και εκτός αυτής λόγω της απόσυρσης από τις πρώην Οθωμανικές επαρχίες των γαλλικών δυνάμεων από την Κιλικία το 1921 και των ιταλικών από τα Σώκια το 1922. Οι κρίσεις αυτές, οι οποίες παραμένουν ιστοριογραφικά στη σκιά της Μικρασιατικής Εκστρατείας, κορυφώθηκαν την άνοιξη του 1922 όταν πραγματοποιήθηκαν αθρόες και κυρίως απροειδοποίητες αφίξεις στην Ελλάδα προσφύγων από τον Καύκασο της Ρωσίας. Μάλιστα, αυτές οι χιλιάδες ψυχές που έφθαναν στην Ελλάδα, αντιμετώπιζαν σοβαρότατα προβλήματα υγείας από τις μεταδοτικές νόσους που τις είχαν πλήξει, με αποτέλεσμα την ανάγκη λήψης εκτάκτων και ευρείας κλίμακας υγειονομικών μέτρων από την πολιτεία. Στο βιβλίο περιγράφεται η κρίση αυτή που ξέσπασε την άνοιξη του 1922, το πώς οι ελληνικές υπηρεσίες περίθαλψης επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν την υποδοχή τους, την απολύμανση, την περίθαλψη και εν συνεχεία την αποκατάστασή τους σε διάφορα μέρη της χώρας. Παρουσιάζονται οι σχετικές κοινοβουλευτικές συζητήσεις, η σπάνια εισηγητική έκθεση που κατατέθηκε στη Βουλή για την ψήφιση του νόμου, η αρθρογραφία του Τύπου και οι ιδιαίτερες υγειονομικές προκλήσεις που παρουσιάστηκαν, όπως και οι τρόποι που αυτές επιχειρήθηκε από τον κρατικό μηχανισμό να αντιμετωπιστούν. Είναι μάλιστα οξύμωρο, ότι μόλις άρχισε η οριστική αποκατάσταση των χιλιάδων αυτών ομογενών με την μετεγκατάστασή τους στην επαρχία, ξέσπασε η μεγάλη καταστροφή του Αυγούστου του 1922 και η όλη υπόθεση ξεχάστηκε εν μέσω του νέου δράματος που γνώρισε ο μικρασιατικός ελληνισμός.
Συγκεκριμένα, για τους Πόντιους του Καυκάσου που σχεδιάστηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1919 να μεταφερθούν στην Μακεδονία, το ζήτημα περίθαλψής τους αποδείχθηκε δυσεπίλυτο και κυρίως κοστοβόρο, ώστε στις 26 Μαΐου 1920 το Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίσει την παύση του όλου προγράμματος και μόνο οι ομογενείς που είχαν οικονομική άνεση για τη συντήρησή τους θα επιτρεπόταν να αφιχθούν στην Ελλάδα. Οι κυβερνήσεις που προέκυψαν μετά τις εκλογές του 1920 επιχείρησαν να συνεχίσουν το εγχείρημα, αλλά κι αυτές ανέστειλαν τα σχέδιά τους λόγω της εαρινής επιστράτευσης του 1921 και των ακόλουθων στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία. Συνεπώς, παρότι τόσο η κυβέρνηση Βενιζέλου όσο και οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις ασχολήθηκαν επισταμένα με το αναδυόμενο προσφυγικό ζήτημα, η οικονομική στενότητα ήταν μία διαρκής δαμόκλειος σπάθη, η οποία περιόριζε τα περιθώρια ελιγμών. Στο βιβλίο περιγράφεται παράλληλα η αγωνιώδης προσπάθεια των ομογενών της Ρωσίας να ξεφύγουν από τις στερήσεις και τους περιορισμούς του μπολσεβικικού καθεστώτος που είχε εντωμεταξύ επικρατήσει στις περιοχές τους, την κινητικότητα και το ενδιαφέρον που επιδείχθηκε κατά το δυνατόν από την ελληνική κυβέρνηση σε διπλωματικό επίπεδο και τα εμπόδια που παρουσιάζονταν για μια σοβαρή διμερή συνεννόηση επί του θέματος. Ταυτόχρονα, η προτεραιότητα και το κέντρο βάρους είχε δοθεί στο θέμα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της Θράκης, γεγονός που περιόριζε τα περιθώρια κίνησης. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως αποδεικνύεται, ψηφίσθηκε ο ν. 2870 ως νομοθέτημα ρυθμιστικού χαρακτήρα, όταν οι Έλληνες ομογενείς του Καυκάσου εμπρός στην απόγνωσή τους, άρχισαν κατά χιλιάδες την άνοιξη του 1922 να ναυλώνουν πλοία και μεταφέρονταν απροειδοποίητα και ακανόνιστα στους ελληνικούς λιμένες, αιφνιδιάζοντας την απροετοίμαστη κυβέρνηση.
Τεκμηρίωση και μύθοι
Όσον αφορά τις πηγές που χρησιμοποιούνται για την έρευνα, παρότι, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στον πρόλογο, το βιβλίο είναι γραμμένο στο πρώτο εξάμηνο του 2020, σε περίοδο δηλαδή με τα αρχεία και τις βιβλιοθήκες κλειστά λόγω της πανδημίας, χρησιμοποιήθηκε υλικό που είχε ήδη διαθέσιμο από προγενέστερες έρευνές του. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπήρξε περιορισμός στο εύρος των πηγών. Αξίζει να σημειωθεί ότι χρησιμοποιήθηκε υλικό από το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών (Αρχεία Κεντρικής Υπηρεσίας και Δημήτριου Γούναρη), τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Αρχεία Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης και Υπουργείου Υγείας), τα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη (Αρχεία Ελευθερίου Βενιζέλου και Γεωργίου Μπαλτατζή), το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Αρχείο Βενιζέλου), την Ακαδημία Αθηνών (Αρχείο Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή), της Βουλής καθώς και ξένα αρχεία. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε Τύπος της περιόδου καθώς και η σχετική βιβλιογραφία. Εντούτοις, ένα εν μέρει αρνητικό στοιχείο για τον αναγνώστη, ιδίως τον μη γνώστη του θέματος, είναι τα πολλά και εκτενή παραθέματα, τα οποία ναι μεν φανερώνουν την εξαντλητική έρευνα, αλλά αρκετές φορές κουράζουν. Ωστόσο, εξαιτίας της εκμετάλλευσης που έλαβε το θέμα του ν. 2870, η παράθεση αυτούσιων περικοπών από την κυβερνητική αλληλογραφία, εξασφαλίζει ότι αυτή μεταφέρεται επακριβώς και ο συγγραφέας δεν προβαίνει σε οποιουδήποτε είδους προσωπικές προσεγγίσεις που μπορούν να παρερμηνεύσουν και να αποπροσανατολίσουν. Αίρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η γενική αίσθηση που τείνει να επικρατήσει, ότι μόνο οι βενιζελικές κυβερνήσεις ασχολήθηκαν σοβαρά και μερίμνησαν τόσο για τους πρόσφυγες όσο και για τα ορφανά του πολέμου. Επιπρόσθετα, στο βιβλίο υπάρχουν 18 παραρτήματα που βοηθούν στην εις βάθος ανάλυση του θέματος καθώς επίσης και αρκετοί πίνακες για την οικονομία και την περίθαλψη της περιόδου, ιδιαιτέρως χρήσιμοι για όσους θέλουν να ασχοληθούν με την περίθαλψη, εν γένει όχι μόνο των προσφύγων, στην εμπόλεμη Ελλάδα.
Εκατό χρόνια μετά το 1922, δυστυχώς υπάρχουν ποικίλες όψεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι οποίες παραμένουν εν μέρει ή εν όλω ανεξερεύνητες. Μια από αυτές επιδιώκει να φωτίσει το βιβλίο του Κωνσταντίνου Δ. Βλάσση, το οποίο πέραν της εξειδικευμένης μελέτης του ν. 2870 αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο σύγγραμμα για οποιονδήποτε μελετητή όχι απλώς του μικρασιατικού πολέμου, αλλά και της οικονομίας και ιδίως της περίθαλψης την περίοδο αυτή. Μπορεί ο συγγραφέας να προέρχεται από το χώρο της Στρατιωτικής Ιστορίας,[1] αλλά αυτό δεν τον περιορίζει καθόλου στο να μας παρέχει μέσω της περίπτωσης του επίμαχου νόμου μια ολιστική θεώρηση του προσφυγικού ζητήματος που αναπτύχθηκε εκ παραλλήλου με τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ένα κύριο συμπέρασμα ωστόσο της εν λόγω μελέτης δεν περιορίζεται στην υπό εξέταση περίοδο, αλλά φθάνει στις μέρες μας.
Το βιβλίο μπορεί να ιδωθεί, παρότι ο συγγραφέας δεν το αξιώνει ευθέως, ως μια μελέτη της Δημόσιας Ιστορίας καθώς η παρερμηνεία του νόμου εργαλειοποιήθηκε πολιτικά και αυτή η ερμηνεία όχι απλώς επιβιώνει αλλά είναι ισχυρή έως σήμερα, αποτελώντας μέρος της μυθολογίας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εν κατακλείδι, τις παραμονές της εκατονταετηρίδας από το 1922, το εν λόγω βιβλίο αποτελεί μια χρήσιμη ιστοριογραφική συμβολή που καλύπτει μια ξεχασμένη εδώ και έναν αιώνα πτυχή τόσο της Μικρασιατικής Εκστρατείας όσο και του προσφυγικού ζητήματος.
[1] Ο Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, συγγραφέας του βιβλίου Τα τεθωρακισμένα στον Ελληνικό Στρατό (1920-1940) (Δούρειος Ίππος, 2017) καθώς και επιμελητής του τόμου με τα πρακτικά του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης (ΑΣΕΑ) Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940 (Δούρειος Ίππος, 2013)