Από τις τέσσερις δικτατορίες του ελληνικού Μεσοπολέμου (Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά το 1922-24, Θεόδωρου Πάγκαλου το 1925-26, Γεωργίου Κονδύλη το 1935 και Ιωάννη Μεταξά το 1936-1941), αυτή της 4ης Αυγούστου (1936-1941) –η μακροβιότερη και εκείνη που αποτέλεσε τον επίλογο του Μεσοπολέμου– έχει κεντρίσει περισσότερο την ιστορική έρευνα με ποικίλες σχετικές μελέτες.[1] Οι περισσότερες από τις μελέτες αυτές θέτουν στο επίκεντρό τους τα ζητήματα της δομής της δικτατορίας, τις σχέσεις του Μεταξά και του βασιλιά Γεωργίου Β΄, τη «φιλολαϊκή» πολιτική του καθεστώτος, την εξωτερική πολιτική του καθώς και την ίδια την προσωπικότητα του απόστρατου υποστράτηγου.
Η γοητεία του μεταξικού καθεστώτος
Η σύγκριση της 4ης Αυγούστου με άλλα δικτατορικά μεσοπολεμικά καθεστώτα, τα οποία σταδιακά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 άρχισαν να επιβάλλονται στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, είναι μια σημαντική πτυχή του ζητήματος που απασχολεί τους ερευνητές. Αιχμή αυτής της προβληματικής αποτελεί το ερώτημα: κατά πόσο ήταν «φασιστικό» το καθεστώς Μεταξά; Ζήτημα, βεβαίως, που εντάσσεται στο ευρύτερο ιστοριογραφικό ερώτημα: «τι είναι “φασισμός”»; Με τη στενή έννοια, φασισμός θεωρείται ένα πολιτικό φαινόμενο που εντοπίζεται στη μεσοπολεμική Ιταλία. Με μία ευρύτερη οπτική, η οποία έχει κερδίσει έδαφος ιστοριογραφικά από τις αρχές του 21ου αιώνα, αποτελεί ένα υπερεθνικό φαινόμενο που μπορεί να χαρακτηρίσει καθεστώτα και συμπεριφορές σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους.
Η σύγκλιση (ή και η απόκλιση) της 4ης Αυγούστου, μίας δικτατορίας της ευρωπαϊκής περιφέρειας, από τον φασισμό αποτελεί το βασικό θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο άρτι εκδοθείς συλλογικός τόμος Το μεταξικό πείραμα του εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας (1936-1941) που επιμελούνται ο Γιώργος Σουβλής, διδάκτωρ ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, και Αριστοτέλης Καλλής, καθηγητής νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Keele της Μεγάλης Βρετανίας. Στα επιμέρους κεφάλαια του τόμου εξετάζονται ποικίλες όψεις του καθεστώτος ιδωμένες υπό το πρίσμα των Σπουδών του Φασισμού (Fascist Studies). Σημαντικό προτέρημα του εν λόγω τόμου, ο οποίος αποτελεί μετάφραση του αντίστοιχου αφιερώματος του Fascism. Journal of Comparative Fascist Studies (Νοέμβριος 2022) –ενός από τα πιο έγκριτα διεθνή επιστημονικά περιοδικά σε θέματα φασισμού–, είναι ότι οι συγγραφείς του παρακολουθούν τη διεθνή βιβλιογραφική παραγωγή σε αυτά τα ζήτημα και επιδιώκουν υπ’ αυτή την οπτική την εξέταση της ελληνικής περίπτωσης.
Αρχικά, ο Αριστοτέλης Καλλής εξετάζει διάφορες περιπτώσεις «Τρίτου Δρόμου» στον ελληνικό μεσοπόλεμο (πριν από το 1936), περιπτώσεις δηλαδή στις οποίες έγινε προσπάθεια υπέρβασης του κυρίαρχου στο πολιτικό σύστημα Διχασμού και τις σχέσεις που ανέπτυξαν διάφοροι πολιτικοί που αποπειράθηκαν να υπερβούν τον Διχασμό με τις «φασιστικές» σειρήνες. Η δημόσια συζήτηση, εντός πάντα δύο κρίσιμων διπόλων (βενιζελισμός - αντιβενιζελισμός και κοινοβουλευτισμός - δικτατορία), καταπιάστηκε πολλές φορές με τον φασισμό, καθιστώντας τον «βαθμιαία αναπόσπαστο τμήμα της κυρίαρχης πολιτικής συζήτησης, και άσκησε πιο ουσιαστική έλξη ανάμεσα στους διαφωνούντες συντηρητικούς και φιλελεύθερους από ό,τι στους ριζοσπάστες» (σ. 49). Ο έτερος επιμελητής του τόμου, Γιώργος Σουβλής, βάζει στο επίκεντρο της έρευνάς του ένα ιστοριογραφικά παραγκωνισμένο στέλεχος του δικτατορικού καθεστώτος, τον Νικόλαο Κούμαρο, κεντρικό νομικό θεωρητικό της 4ης Αυγούστου. Εξετάζοντας την πορεία του Κούμαρου, από τα χρόνια των νομικών σπουδών του σε διάφορα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια έως και την περίοδο σύνταξης προσχεδίου του «μελλοντικού συντάγματος» του καθεστώτος, το οποίο λόγω των συνθηκών δεν υπήρξε χρόνος να εφαρμοστεί ποτέ, ο Σουβλής παρουσιάζει τις επιδράσεις των διεθνών εξελίξεων του καιρού του επί του διακεκριμένου νομικού. Όπως συνοψίζει, «ο Κούμαρος ήταν ο “μεταφραστής” των ξένων εννοιών και των θεωρητικών συστημάτων που είχαν αναπτυχθεί σε άλλα μεσοπολεμικά αυταρχικά κράτη και το καθεστώς Μεταξά τα αξιοποίησε για να πετύχει τη νομιμοποίησή του» (σ. 79).
Ακολούθως, το κεφάλαιο της Ρόζας Βασιλάκη για τις γυναίκες και τη θηλυκότητα την περίοδο της 4ης Αυγούστου εστιάζει στο Τμήμα Θηλέων της Εθνικής Οργάνωσης Νέων (ΕΟΝ) και στα πρότυπα που πρόβαλε για τις γυναίκες, ιδίως μέσω της σχετικής αρθρογραφίας στον Τύπο του καθεστώτος. Ο μεταξικός λόγος για τις γυναίκες βρισκόταν, όπως αναδεικνύεται, μεταξύ «παράδοσης» και «νεωτερικότητας» καθώς «οι γυναίκες κλήθηκαν να αναλάβουν νέους ρόλους και ευθύνες, όπως ενεργή συμμετοχή στη διοίκηση της φαντασιακής μεταξικής κοινότητας και στον στρατιωτικό μηχανισμό, φροντίζοντας παράλληλα να παραμείνουν πιστές στους παραδοσιακούς τους ρόλους ως μητέρες και παιδαγωγοί» (σ. 95).
Ο Γιάννης Στάμος καταπιάνεται με το θεωρητικό υπόβαθρο του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», βασική ιδεολογική συνιστώσα της 4ης Αυγούστου, η οποία προσπάθησε να καταστεί νέα «Μεγάλη Ιδέα» για τη χώρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυσή του για τους διανοούμενους από όλο το πολιτικό φάσμα, από τον Άριστο Καμπάνη και τον (μετέπειτα ΕΑΜικό) ποιητή Νίκο Παππά έως τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, που σταδιακά συστρατεύτηκαν με το καθεστώς, έστω και σε ορισμένες πτυχές του.
Από τη μεριά της η Δήμητρα Τζανάκη, υπό το πρίσμα των Σπουδών Φύλου (Gender Studies), επικεντρώνεται στην περιθωριοποίηση από το καθεστώς ατόμων που παρεξέκλιναν από τον «ιδανικό» τύπο ανθρώπου, που βρέθηκαν δηλαδή πέραν του διπόλου άνδρας-γυναίκα, ή ψυχικά ασθενών κ.λπ., εντάσσοντας παράλληλα τη σχετική θεματική στο διεθνές πλαίσιο της συζήτησης, τα χρόνια του μεσοπολέμου, περί ευγονικής.
Τέλος, ο Βασίλης Α. Μπογιατζής εξετάζει την πορεία του Ιωάννη Μεταξά από το τέλος του 19ου αιώνα έως τον θάνατό του (1941) μέσα από τα γραπτά του. Βασικό επιχείρημά του είναι ότι η σκέψη του δικτάτορα διαμορφώθηκε την περίοδο της «πρώτης κρίσης της νεωτερικότητας», δηλαδή των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, με αποκορύφωμα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1930. O ιστορικός καταλήγει ότι, «στο όραμά του για την εθνική αναγέννηση, ο αυταρχισμός, ο ριζοσπαστικός συντηρητισμός και άλλα φασιστικά στοιχεία συνυπήρχαν» (σ. 203). Θεωρεί μάλιστα το καθεστώς Μεταξά «ως μια ριζική, οιονεί επαναστατική απάντηση στο απονομιμοποιημένο Κοινοβούλιο όσο και στον κομμουνισμό» (σ. 203).
Φασιστικές επιρροές
Τελικά το καθεστώς Μεταξά ήταν φασιστικό; Ανεξαρτήτως των συγκλίσεων και των αποκλίσεων που εντοπίζονται η μελέτη αυτή συμβάλλει στη γόνιμη εξαγωγή συμπερασμάτων για την περίοδο. Οι πτυχές που εξετάστηκαν αποτελούν ψηφίδες στο μωσαϊκό της μεταξικής δικτατορίας, το οποίο αξίζει σίγουρα περαιτέρω μελέτη.
Σίγουρα, στο πλαίσιο της «υβριδικότητας» της φασιστικής ιδεολογίας, για την οποία έχει γράψει αλλού ο Αριστοτέλης Καλλής,[2] σύμφωνα με την οποία αυταρχικά καθεστώτα αλλά και ευρωπαϊκά κόμματα και κινήματα της Δεξιάς και της Άκρας Δεξιάς δανείζονταν επιμέρους χαρακτηριστικά από τον φασισμό, αποτελεί καθεστώς που έχει σαφείς επιρροές από τη φασιστική Ιταλία και την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία.
Εντούτοις, πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη και σημαντικές διαφοροποιήσεις. Στοιχεία των διαφοροποιήσεων αυτών: η απουσία φιλοπόλεμης πολιτικής, φασιστικών ομάδων κρούσης καθώς και κάποιου αξιόλογου κόμματος πίσω από τον δικτάτορα κ.λπ. Σίγουρα, πάντως, η εν λόγω μελέτη αποτελεί μία σημαντική συμβολή στην ελληνική βιβλιογραφία και εξαιρετικά χρήσιμο ανάγνωσμα για τον μελετητή όχι μονάχα της 4ης Αυγούστου, αλλά και εν γένει του ελληνικού Μεσοπολέμου.
[1] Ενδεικτικά, βλ. Nikos Papanastasiou, Die Metaxas - Diktatur und das nationalsozialistische Deutschland (1936-1941), Augsburg 2000· Παναγιώτης Γ. Βατικιώτης, Μια πολιτική βιογραφία του Ιωάννη Μεταξά. Φιλολαϊκή απολυταρχία στην Ελλάδα, 1936-1941, μτφρ. Δήμητρα Αμαραντίδου, Ευρασία, Αθήνα 2005· Μαρίνα Πετράκη, Ο μύθος του Μεταξά. Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα, Ωκεανίδα, Αθήνα 2006· Θάνος Βερέμης (επ.), Ο Μεταξάς και η εποχή του, Ευρασία, Αθήνα 2009· Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Το καθεστώς Ιωάννη Μεταξά (1936-1941), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2016· Μανώλης Κούμας, 1936. Η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, Μεταίχμιο, Αθήνα 2022.
[2] Aristotle Kallis, «Transnational Fascism. The Fascist New Order, Violence, and Creative Destruction», στο Arnd Bauerkämper και Grzegorz Rossoliński-Liebe (επιμ.), Fascism Without Borders. Transnational Connections and Cooperation between Movements and Regimes in Europe from 1918 to 1945, Berghahn, Νέα Υόρκη και Οξφόρδη 2017, σ. 40-41.