Σύνδεση συνδρομητών

Το «ιερό χρέος» προς τους Αγωνιστές

Τετάρτη, 29 Σεπτεμβρίου 2021 23:47
Ο σπάνιος Ταξιάρχης του τάγματος του Σωτήρος, Α’ τύπος, με σμάλτο και χρυσό 18 καρατίων, με το οποίο ο Όθων αντάμειβε διακεκριμένες ανδραγαθίες. Ώς το 1862, το παράσημο αυτό το έλαβαν μόλις 15 πρόσωπα.
e-nomisma.gr
Ο σπάνιος Ταξιάρχης του τάγματος του Σωτήρος, Α’ τύπος, με σμάλτο και χρυσό 18 καρατίων, με το οποίο ο Όθων αντάμειβε διακεκριμένες ανδραγαθίες. Ώς το 1862, το παράσημο αυτό το έλαβαν μόλις 15 πρόσωπα.

Η Επανάσταση του 1821, το γενέθλιο γεγονός του ελληνικού κράτους, είχε κάποιους αναμφίβολους πρωταγωνιστές: όσους πολέμησαν για την ευόδωσή της. Οι ευρύτατοι μηχανισμοί για την ανταμοιβή αυτών, η ένταξη των μέτρων αυτών στο διεθνές πλαίσιο καθώς και η επέκτασή τους στους εκάστοτε αγωνιστές κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αποτελούν τα ζητήματα που πραγματεύεται το παρόν κείμενο.

H έκφραση της ευγνωμοσύνης προς τους βετεράνους αποτελεί μία αρχέγονη αντίληψη, η οποία στη νεωτερικότητα απέκτησε τον χαρακτήρα ενός «ιερού χρέους» του έθνους-κράτους προς τους πολεμιστές του. Η πορεία ανάπτυξης των μόνιμων στρατών (16ος–18ος αιώνας) είχε επακόλουθό της τη δημιουργία ορισμένων προνοιακών μηχανισμών για τους παλαίμαχους. Η πρώιμη ωστόσο αυτή μέριμνα ήταν συνδεδεμένη με την ανέχεια και θεωρούnταν αποτέλεσμα της βασιλικής ευαρέσκειας. Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης, των πολέμων αυτής καθώς και των Ναπολεόντειων Πολέμων (1789–1815) προκάλεσαν μία βαθιά τομή στις αντιλήψεις περί βετεράνων. Οι πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης στους οποίους μέσω της γενικής επιστράτευσης οι πολίτες/οπλίτες αποτελούσαν τον πυρήνα του στρατεύματος οδήγησαν σε ακόμα βαθύτερες αλλαγές. Η κορυφαία έκφραση των αναδυόμενων νέων αντιλήψεων ήταν ο νόμος της 6ης Ιουνίου 1793, σύμφωνα με τον οποίο οι σοβαρά τραυματισμένοι στρατιώτες δικαιούνταν «αποζημίωση» για τις «επώδυνες και εξουθενωτικές» θυσίες τους για τη Δημοκρατία. Μάλιστα οι δικαιούχοι πολεμικής σύνταξης λάμβαναν διπλώματα «εθνικής αποζημίωσης», στα οποία αναγραφόταν ότι αυτή η κίνηση θεωρείτο «ιερό χρέος» της Δημοκρατίας. Με αυτόν τον νόμο ανατρέπονταν πλέον αντιλήψεις και πρακτικές αιώνων χαράσσοντας μία νέα πορεία στα ζητήματα των παλαιμάχων.

Μεταξύ των ποικίλων μέτρων που ελήφθησαν αυτή την εικοσιπενταετία, τα οποία είχαν στο επίκεντρο κυρίως την παροχή συντάξεων καθώς και την αναδιοργάνωση του Μεγάρου των Απομάχων (Hôtel des Invalides), αξιοσημείωτη ήταν η προσπάθεια αναβίωσης επί Ναπολέοντος της ρωμαϊκής πρακτικής της διανομής γης στους βετεράνους (1803), η οποία εντούτοις είχε περιορισμένη επιτυχία. Ανεξαρτήτως όμως της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών, η κύρια κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ότι παγιώθηκε η αντίληψη του «ιερού χρέους» που είχε το έθνος-κράτος για να ανταμείψει και να αποζημιώσει τους πολεμιστές του. Οι αντιλήψεις αυτές που αναδύθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση καθώς και οι άξονες που τέθηκαν (συντάξεις, διανομή γης) διαχύθηκαν καθ’ όλο τον «μακρύ» 19ο αιώνα στην υπόλοιπη Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική, όπου μάλιστα οι μετεμφυλιακές ΗΠΑ εξελίχθηκαν σε πρωτοπόρες σε αυτόν τον τομέα της κοινωνικής πολιτικής.

 

Αποζημίωση για τις θυσίες

Από αυτές τις εξελίξεις δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστη η Ελλάδα, καθώς η κρατική της υπόσταση προήλθε από έναν πολύχρονο πόλεμο ο οποίος πραγματοποιήθηκε όταν οι αντιλήψεις αυτές κυριαρχούσαν στον μεταναπολεόντειο κόσμο. Παρότι η κατάληξη της Επανάστασης ήταν επί επταετία αβέβαιη, εξαρχής θεωρήθηκε ότι οι συμμετέχοντες σε αυτήν έπρεπε να ανταμειφθούν και να αποζημιωθούν για τις θυσίες τους. Από τους πρώτους μήνες του Αγώνα οι περιφερειακές διοικήσεις υιοθέτησαν σχετικές διατάξεις. Για παράδειγμα, το άρθρο ιθ΄ του Οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας (1821) ανέφερε:

Επειδή είναι δίκαιον και αναγκαίον, οι Καπιτάνοι και στρατιώται να λάβωσιν αμοιβάς διά τας απερασμένας των εκδουλεύσεις προς την Πατρίδα, ομοίως δε και εκείνοι οίτινες θέλουν προσφέρει εις το εξής εκδουλεύσεις αξιολόγους για το καλόν της Πατρίδος, η Γερουσία θέλει λάβει αφεύκτως την φροντίδα ν’ αποφασίση τας αναλόγους αμοιβάς και τους μισθούς των.

Οι πρόνοιες για τις «εκδουλεύσεις» των πολεμιστών επαναλήφθηκαν τόσο στα νομικά κείμενα και των υπολοίπων περιφερειακών διοικήσεων (Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος) όσο και σε ανώτατο επίπεδο σε όλα τα Συντάγματα του Αγώνα.  Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου (1822) ανέφερε επί λέξει ότι «η Διοίκησις χρεωστεί παντοιοτρόπως να περιθάλψη τας χήρας και [τα] ορφανά των φονευομένων εις τον υπέρ πατρίδος πόλεμον» (άρθρο 107) καθώς και ότι «χρεωστεί βραβεία και αμοιβάς προς τα αποδεδειγμένα υπέρ πατρίδος ανδραγαθήματα και τας άλλας προς αυτήν ουσιώδεις εκδουλεύσεις» (άρθρο 108). Οι διατάξεις αυτές επαναλήφθηκαν στο Σύνταγμα του Άστρους (1823) αυτούσιες (Κεφάλαιο Ι΄). Με τη συμπερίληψη εξαρχής αυτών των διακηρύξεων στα ανώτατα νομικά κείμενα των επαναστατημένων Ελλήνων αναγνωριζόταν με τον πλέον εμφατικό τρόπο το χρέος του έθνους απέναντι σε όσους πολεμούσαν για την απελευθέρωσή του.

Ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις εξαγγέλθηκαν επίσης μέτρα για την παροχή γης στους πολεμιστές. Στον πρώτο σχετικό νόμο, αυτόν της 7ης Μαΐου 1822 (υπ’ αριθμόν 14 του Κώδικα των Νόμων), προβλεπόταν ότι «όσοι στρατιώται ευρίσκονται ήδη εις δούλευσιν της πατρίδος, και όσοι ένοπλοι όντες, καταγραφούν εις το εξής στρατιώται […] θέλουν λάβει δι’ αντιμισθίαν ανά έν στρέμμα γης κατά μήνα από την ημέραν καταγραφής των». Η παραχώρηση γης επιλέχθηκε ως αντιμισθία έναντι της παροχής συντάξεων εξαιτίας του χαμηλότερου οικονομικού κόστους. Όπως  ειλικρινώς ομολογούνταν στο νόμο, η μέθοδος αυτή ήταν δίκαια διότι «και τους αμειβομένους ευχαριστεί και την χρηματικήν στέρησιν του εθνικού ταμείου θεραπεύει». Οι εξαγγελίες για παραχώρηση γης συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια (Ψήφισμα ΙΑ΄ της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας το 1827). Παρότι οι επαναστατικές εξαγγελίες για διανομή γης τελικώς δεν υλοποιήθηκαν, αυτές ήταν εναρμονισμένες με τις αντίστοιχες διεθνείς τάσεις για την επιβράβευση των βετεράνων, ενώ ταυτόχρονα θεμελίωσαν την αγροτική αποκατάσταση των παλαιμάχων ως έναν μηχανισμό ανταμοιβής και αποζημίωσής τους.

Κατά τη διάρκεια του Αγώνα υιοθετήθηκαν ορισμένα ψηφίσματα και για συγκεκριμένες κατηγορίες Αγωνιστών: τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου και της Ακρόπολης των Αθηνών καθώς και όσους πολέμησαν υπό τις διαταγές του Γεωργίου Καραϊσκάκη (Ψήφισμα Κ΄ της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας το 1827, Ψήφισμα Ι΄ της Δ΄ κατ' επανάληψη Εθνοσυνέλευσης του Άργους το 1831–32). Οι «εκδουλεύσεις» αυτές δεν αποπληρώθηκαν, εν αντιθέσει με τις αποζημιώσεις των τριών ναυτικών νήσων (Ύδρας, Σπετσών, Ψαρών), οι οποίες επίσης είχαν εξαγγελθεί τόσο από την Πελοποννησιακή Γερουσία όσο και από τις Εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου (1822), του Άστρους (1823) και ξανά της Επιδαύρου (1826). Οι πρώτες αποζημιώσεις των ναυτικών νήσων καταβλήθηκαν μερικώς την καποδιστριακή περίοδο, αναδεικνύοντας την πολιτική πυγμή αυτών των νησιών, και ιδίως των Υδραίων, ενώ ο οριστικός διακανονισμός των αποζημιώσεων κατακυρώθηκε τη δεκαετία του 1850 και η αποπληρωμή τους συνεχιζόταν έως τις αρχές του 20ού αιώνα.

Εν συνεχεία, στον Οργανισμό του Στρατού του 1828 (Ψήφισμα ΙΗ΄ της  21ης Δεκεμβρίου 1828 του Πανελληνίου), ο οποίος βασιζόταν στον γαλλικό στρατιωτικό κώδικα, προβλεπόταν ότι όσοι συμπλήρωναν 12 χρόνια «έντιμης υπηρεσίας» στο στράτευμα θα χαρακτηρίζονταν «υπερστρατεύσιμοι (vétérans)». Αυτοί θα έφεραν ειδικό διακριτικό, θα λάμβαναν ειδικό σιτηρέσιο και, εάν ήταν ανίκανοι προς υπηρεσία, θα εγγράφονταν στο Σώμα των Απομάχων (το οποίο το 1830 αριθμούσε 218 άνδρες). Παράλληλα, υπήρχε πρόβλεψη, ανεφάρμοστη εν τέλει, για τη δημιουργία και «Καταστήματος των Απομάχων», το οποίο θα αποτελούσε το ελληνικό ανάλογο του παρισινού Μεγάρου των Απομάχων και των αντίστοιχων ιδρυμάτων που υπήρχαν στα ευρωπαϊκά κράτη από τον 17ο αιώνα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «υπερστρατεύσιμος», μολονότι δεν μακροημέρευσε, αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια απόδοσης της λέξης «βετεράνος» στα ελληνικά.

Από το 1821 έως την έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα, το 1833, ήταν πλέον μία ριζωμένη αντίληψη ότι το νεοϊδρυθέν κράτος είχε χρέος προς όσους πολέμησαν για την ανεξαρτησία του, τις χήρες και τα ορφανά τους καθώς και όσους ζημιώθηκαν οικονομικά από την προσφορά τους στον Αγώνα. Η σημασία που δινόταν στους πολεμιστές αναδεικνύεται από το γεγονός ότι τα πρώτα σχετικά μέτρα ελήφθησαν ήδη κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης και διατυπώθηκαν σε όλα τα ανώτατα νομικά κείμενα αυτής. Η κεντρική σημασία που είχαν οι πολεμιστές γίνεται κατανοητή και εν συγκρίσει με τις σχετικές πρόνοιες για τους πρόσφυγες, οι οποίοι αποτελούσαν ένα ακόμα μείζων ζήτημα της επαναστατικής περιόδου. Η μέριμνα για αυτούς, εν αντιθέσει με τους Αγωνιστές, ήταν περιορισμένη και σχετικές διακηρύξεις ουδέποτε έλαβαν την επισημότητα που έχαιραν οι σχετικές με τους πολεμιστές διατάξεις. Όσον αφορά βέβαια τη διάκριση αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι οπλαρχηγοί αποτελούσαν μία ισχυρή, και δη ένοπλη, ομάδα πίεσης, πολλές φορές μάλιστα με ρευστά φρονήματα, από την οποία κρινόταν η έκβαση του Αγώνα σε στρατιωτικό επίπεδο. Τα ευεργετήματα που εξαγγέλθηκαν την εμπόλεμη περίοδο στόχευαν και να κατευνάσουν τους οπλαρχηγούς, δημιουργώντας όμως παράλληλα μεγάλες προσδοκίες για την επιβράβευσή τους από το μελλοντικό ελληνικό κράτος. Πάντως, η σημασία των αλλεπάλληλων αυτών διακηρύξεων έγκειται στο γεγονός ότι μέσω αυτών θεμελιώθηκε και στην Ελλάδα η αντίληψη του χρέους του έθνους προς τους πολεμιστές της ανεξαρτησίας του.

 

Οι ανταμοιβές επί Όθωνα

Στα χρόνια του Όθωνα (1833–62) οι Αγωνιστές είχαν έναν κεντρικό ρόλο, τον οποίο εύλογα όφειλαν στην αίγλη του στρατιωτικού παρελθόντος τους. Στο νεοπαγές κράτος όμως αυτοί αποτελούσαν μία κοινωνική κατηγορία με ρευστή νομιμοφροσύνη. Αυτή εκφραζόταν τόσο από την τακτική συμμετοχή τους σε διάφορες στάσεις (π.χ. Μάνη 1834, Αιτωλοακαρνανία 1836), είτε ως στασιαστές είτε ως όργανα επιβολής της τάξης, όσο και από το ότι μέρος αυτών στράφηκαν στη ληστεία. Η ύπαρξη ατάκτων πολεμιστών, οι οποίοι υπολογίζονταν μεταξύ 5.000 και 13.000, ήταν άμεση συνάρτηση της αθρόας απόλυσής τους από το τακτικό στράτευμα που συγκρότησε η Αντιβασιλεία. Μία διάσταση αυτής της κατάστασης ήτα ότι το οθωνικό κράτος θεωρούσε τους άτακτους και περιπλανώμενους πολεμιστές «αποδεσμευμένους» (σημερινός όρος του Θ. Μπαρλαγιάννη, βλ. βιβλιογραφία), έναν όρο που χαρακτηρίζει άτομα που έχουν αποδεσμευτεί από τις σχέσεις εγγύτητας (με το οικογενειακό τους περιβάλλον ή την τοπική κοινωνία) και τα οποία θεωρούνταν παράγοντες «αταξίας» για το νεοπαγές κράτος. Για όλους τους παραπάνω λόγους το οθωνικό καθεστώς συγκρότησε ένα ευρύ σύστημα ανταμοιβών για τους Αγωνιστές ώστε να τους ενσωματώσει στο νεότευκτο βασίλειο.

Το σύστημα ανταμοιβών που συγκροτήθηκε κυρίως την πρώτη πενταετία της οθωνικής περιόδου (1833–38) είχε ως πυλώνες την απονομή συντάξεων, την ένταξη των παλαιών πολεμιστών σε στρατιωτικούς σχηματισμούς, τη διανομή γης και τις παρασημοφορήσεις. Η δημιουργία αυτού του συστήματος διακηρύχθηκε ήδη από την πρώτη προκήρυξη του Όθωνα προς τον ελληνικό λαό, όπου ο ανήλικος ακόμα μονάρχης υποσχέθηκε «πλουσιωτάτη ανταμοιβή» σε όσους πολέμησαν για την ελληνική ανεξαρτησία. Οι πολεμικές συντάξεις και η διανομή γης σε παλαιμάχους ακολουθούσαν τις διεθνείς τάσεις που κυριαρχούσαν στον «μακρύ» 19ο αιώνα καθώς και τα αντίστοιχα μέτρα που είχαν υιοθετηθεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Παράλληλα, η ένταξη των παλαιών πολεμιστών στον τακτικό στρατό, κατά βάση όμως σε δευτερεύοντες στρατιωτικούς σχηματισμούς, αποτελούσε πέρα από μία μορφή ανταμοιβής προς αυτούς και ένα μέσο για την εμπέδωση της νομιμοφροσύνης τους.

Όσον αφορά τις εκδουλεύσεις, το 1833 συστάθηκε μία επιτροπή, η οποία εξέτασε τις χιλιάδες σχετικές αιτήσεις. Οι πολιτειακές αλλαγές του 1844 και του 1862 έφεραν εκ νέου στην επιφάνεια το ζήτημα των εκδουλεύσεων με τις δύο Συντακτικές Συνελεύσεις να δημιουργούν νέες επιτροπές «προς εξακρίβωσιν των υπαρχουσών απαιτήσεων, και εξέλεγξιν των γενομένων αποζημιώσεων». Η σημασία του «ιερού χρέους» προς τους πολεμήσαντες αναδείχθηκε εκ νέου κατά τη Μεταπολίτευση του 1862–64, όταν σαράντα χρόνια μετά την Επανάσταση η εν Αθήναις Β΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις αναγνώρισε ότι τα σχετικά παλαιότερα ψηφίσματα είχαν εφαρμοστεί πλημμελώς και συνέστησε νέα επιτροπή. Στην εν λόγω απόφαση δόθηκε ιδιαίτερη επισημότητα καθώς αυτή διακηρύχθηκε και συνταγματικά, με το άρθρο 102 του Συντάγματος του 1864 να αναφέρει ότι με ιδιαίτερους νόμους «θέλει ληφθή πρόνοια» για διάφορα ζητήματα που ταλάνιζαν το ελληνικό κράτος, μεταξύ των οποίων και «περί ικανοποιήσεως των αγωνιστών της επαναστάσεως του 1821». Η συνταγματική αναγνώριση της οφειλής του έθνους, μέσω του Κράτους, προς τους Αγωνιστές του αποτελεί ιστορικής σημασίας για την αναγνώριση της ευγνωμοσύνης και της αποζημίωσης που δικαιούνται από το Κράτος οι εκάστοτε πολεμιστές του. Η «Επιτροπή προς εξακρίβωσιν των δικαιωμάτων και εν γένει εκδουλεύσεων των Αγωνιστών της Επαναστάσεως του 1821» λειτούργησε έως το 1876 κατατάσσοντας συνολικά 25.478 Αγωνιστές στο Μητρώο Αγωνιστών, το οποίο βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Με αυτό τον τρόπο γράφτηκε ο επίλογος του ζητήματος των εκδουλεύσεων της Επανάστασης. Η αποπληρωμή των εκδουλεύσεων, της πρώτης εξαγγελθείσας ανταμοιβής των πολεμιστών, ολοκληρώθηκε ελλιπώς μισό αιώνα μετά την έναρξη της Επανάστασης (μόλις 2.372 Αγωνιστές λάμβαναν σύνταξη βάσει του κρατικού προϋπολογισμού του 1862), γεγονός που δικαιολογεί τις κατά καιρούς διαμαρτυρίες των παλαιμάχων. Η οικονομική στενότητα καθώς και οι πελατειακές σχέσεις δικαιολογούσαν αυτή την καθυστέρηση, εντούτοις, το οθωνικό σύστημα ανταμοιβών δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στην αποπληρωμή των εκδουλεύσεων, αλλά ήταν πολυεπίπεδο και είχε πολλές όψεις.

Το αποδοτικότερο μέτρο για την αποκατάσταση των παλαιμάχων ήταν η ένταξή τους στον τακτικό στρατό, η οποία τους εξασφάλιζε μία εργασία συγγενή με το κλεφτοαρματολίτικο παρελθόν τους και ταυτόχρονα τους καθιστούσε νομιμόφρονες. Για την αποκατάσταση των παλαιμάχων δημιουργήθηκε μάλιστα μία σειρά (δευτερευόντων) στρατιωτικών σχηματισμών. Ο κατ’ εξοχήν στρατιωτικός σχηματισμός για την επαγγελματική αποκατάσταση παλαίμαχων ήταν τα Τάγματα των Ακροβολιστών (μονάδες ελαφριού πεζικού με πρότυπό τους τα γαλλικά Τάγματα Κυνηγών «Chasseurs»). Στα δέκα τάγματα που δημιουργήθηκαν, το 1833, εντάχθηκαν περίπου 2.000 Αγωνιστές, εντούτοις, η περιστολή των στρατιωτικών δαπανών το 1837 οδήγησε στη μείωση της δύναμης των Ακροβολιστών σε 4 τάγματα των 1.120 ανδρών συνολικά. Οι Ακροβολιστές ήταν ένας ιδιότυπος στρατιωτικός σχηματισμός «μίας γενιάς» καθώς προβλεπόταν ότι όσοι εντάσσονταν σε αυτόν έπρεπε να έχουν ηλικία άνω των 30 ετών, ενώ δεν προβλεπόταν η ανανέωσή του μελλοντικά. Δεν επρόκειτο δηλαδή για ένα αξιόμαχο σώμα καθώς η ουσιαστική του λειτουργία ήταν η αποκατάσταση των Αγωνιστών. Η πολιτική της ένταξης των παλαιμάχων σε στρατιωτικά σώματα συνεχίστηκε με την ίδρυση του Λόχου των Απομάχων (1833), ο οποίος συστάθηκε «προς περίθαλψιν των υπαξιωματικών και στρατιωτών, όσοι υπηρετούντες την πατρίδα αποκατεστάθησαν ανίκανοι». Τα μέλη του Λόχου, ο οποίος λειτούργησε έως το 1871, μισθοδοτούνταν ανάλογα με τον βαθμό τους και απολάμβαναν τα προνόμια των υπολοίπων στρατιωτικών, ενώ οι υποχρεώσεις τους περιοριζόταν «εις διαφύλαξιν δημοσίων κτημάτων και εις την εσωτερικήν υπηρεσίαν του Λόχου». Το 1834 συστάθηκε ο αντίστοιχος σχηματισμός για το ναυτικό, το Σώμα Ναυτικών Πρεσβυτών. Ακολούθως, ιδρύθηκε η Βασιλική Φάλαγγα (1835), στην οποία μπορούσαν να ενταχθούν «διαπρέψαντες» αξιωματικοί της επαναστατικής περιόδου, οι οποίοι προικοδοτήθηκαν με υλικά και τιμητικά οφέλη. Τέλος, ένας ακόμα στρατιωτικός σχηματισμός που απορρόφησε μέρος των πρώην ατάκτων, χωρίς βεβαίως αυτός να είναι ο κύριος σκοπός του, ήταν η Χωροφυλακή (ίδρ. 1833).

Ο τρίτος άξονας που κινήθηκε το οθωνικό καθεστώς ήταν η διανομή γης στους Αγωνιστές. Η διανομή των εθνικών γαιών, εν γένει όχι κατ’ ανάγκη στους παλαίμαχους, ήταν ένα μέτρο που θεωρείτο λίαν ωφέλιμο για το νεόδμητο βασίλειο. Τα φορολογικά έσοδα θα αυξάνονταν, θα δινόταν ώθηση στην αγροτική οικονομία, θα δημιουργείτο από τους ευεργετηθέντες μια τάξη καλλιεργητών πιστή στον Θρόνο, θα εμποδιζόταν η δημιουργία μίας ομάδας μεγαλογαιοκτημόνων και ταυτόχρονα θα αποτελούσε ένα συμπληρωματικό μέτρο για την αποτροπή της ληστείας. Στα μέτρα για τη διανομή εθνικής γης περιλαμβάνονταν και νομοθετήματα που αφορούσαν αποκλειστικά την αγροτική αποκατάσταση των παλαιμάχων. Το σημαντικότερο σχετικό μέτρο ήταν αυτό της διανομής γης σε αξιωματικούς της Βασιλικής Φάλαγγας το 1838, μέσω του οποίου διανεμήθηκαν 163.608 στρέμματα. Η αιτία της θέσπισης αυτού του μέτρου ήταν το βαρύ δημοσιονομικό κόστος της μισθοδοσίας του εν λόγω σώματος. Ωστόσο, οι περισσότερες γαίες κατέληξαν σε τοκογλύφους ή κερδοσκόπους καθώς πολλοί Φαλαγγίτες πούλησαν τα γραμμάτια που τους είχε παραχωρήσει το Κράτος (αρκετές φορές μάλιστα μόλις στο 25–30% της αξίας τους) ώστε να αποκτήσουν άμεσα χρήματα κατασπαταλώντας ουσιαστικά την περιουσία τους. Για αυτό το λόγο πολλοί από αυτούς, ζήτησαν να επανενταχθούν στη μισθοδοσία της Φάλαγγας. Το αίτημα αυτό έγινε αποδεκτό φανερώνοντας για ακόμη μία φορά την επιρροή που είχαν οι παλαίμαχοι, πολλώ δε μάλλον οι σημαντικότεροι εξ αυτών που αποτελούσαν εκ των πραγμάτων την ελίτ της οθωνικής κοινωνίας.

Ένα επιπρόσθετο μέσο για την ηθική ανταμοιβή των Αγωνιστών ήταν η παρασημοφόρησή τους. Για αυτό σκοπό δημιουργήθηκε αρχικά το Τάγμα του Σωτήρος (1833), το οποίο όμως ήταν ολιγομελές (με μόλις 15 άτομα να παρασημοφορούνται έως το 1862). Για την πλατιά μάζα των παλαιμάχων αποφασίστηκε το 1838 να παραχωρηθεί «Αριστείο» σε όλους τους Αγωνιστές. Το μετάλλιο αυτό, το οποίο μοιράστηκε αφειδώς σε περίπου 12 χιλιάδες παλαίμαχους, ορισμένες φορές μάλιστα αμφιβόλου συμβολής στον Αγώνα, συνοδευόταν από μία σειρά προνομίων, όπως τα «πρωτεία» στις δημοτικές εκλογές, η οπλοφορία άνευ άδειας και η κατοχύρωση της παρουσίας τους στους επισήμους στις επίσημες εορτές.

 

Στη σκιά της Μεγάλης Ιδέας

Σχεδόν μια τριετία μετά την έξωση του Όθωνα μία εφημερίδα σχολίαζε επ’ ευκαιρία της επανασύστασης της επιτροπής για την εξέταση των εκδουλεύσεων ότι «είναι τόσον μεγάλη η ενδόμυχος αγαλλίασις, την οποίαν αισθάνεται εν εαυτώ πας άδολος της ελευθερίας θιασώτης οσάκις βλέπει, ότι γίνεται ενέργεια τις, ίνα ικανοποιηθώσι τα πεινώντα και γυμνητεύοντα λείψανα του ιερού υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος» (Εθνοφύλαξ, 8/1/1865). Η δυσαρέσκεια για το σύστημα ανταμοιβών ήταν γενική καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου. Η κριτική αυτή ήταν όμως αρκετά αυστηρή σε σχέση με την πληθώρα των σχετικών μέτρων που ελήφθησαν και το οικονομικό τους βάρος. Tα πολυδιάστατα αυτά ευεργετήματα είχαν μάλιστα καταστήσει ήδη από την περίοδο της Αντιβασιλείας (1833–35) τους Αγωνιστές μία προνομιούχο κοινωνική κατηγορία. Η δυσαρέσκεια προς την αποτελεσματικότητα των μέτρων πήγαζε, όχι τόσο από τα μέτρα καθαυτά, αλλά από τις υψηλότατες προσδοκίες που είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Η οικονομική ένδεια όμως του νεοϊδρυθέντος βασιλείου έφερνε το σύστημα αυτό στα όριά του γεγονός που δημιούργησε εκ των πραγμάτων μία δυσπιστία έναντι των σε γενικές γραμμές σημαντικών ευεργετημάτων.

Η αντίληψη της ευγνωμοσύνης και ανταμοιβής των εθνικών Αγωνιστών, η οποία θεμελιώθηκε ήδη από το 1821 ενέγραψε μία υποθήκη για τις κατοπινές εξελίξεις καθώς αυτή άντεξε καθ’ όλο τον 19ο αιώνα και όχι μόνο. Οι ανταμοιβές δεν αφορούσαν πλέον μόνο την Επανάσταση καθώς νέοι πολιτικοστρατιωτικοί αγώνες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό μπορούσαν να θεωρηθούν ως συνέχεια του ’21. Οι «νέες εκδουλεύσεις» των συμμετεχόντων στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου προβλήθηκαν στην Εθνοσυνέλευση του 1843–44 ως συνέχεια αυτών του Αγώνα. Πράγματι με το πρώτο ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης απονεμήθηκε σε αυτούς αναμνηστικό μετάλλιο και θεσπίστηκε η ισόβια μισθοδοσία για τη στρατιωτική φρουρά των Αθηνών. Αντίστοιχα στην Εθνοσυνέλευση του 1862–64, παραχωρήθηκαν μεμονωμένα χρηματικά ποσά σε πρωτεργάτες της ανατροπής του Όθωνα, ενώ και οπλαρχηγοί που συμμετείχαν στα κινήματα του 1854 στην ελληνοθωμανική μεθόριο έγειραν αξιώσεις για την ανταμοιβή τους.

Τα όρια του ελληνικού κράτους θεωρήθηκαν εξαρχής στενά και η Μεγάλη Ιδέα υπαγόρευε ότι οι εθνικοί αγώνες των Ελλήνων δεν ολοκληρώθηκαν με την Ελληνική Επανάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο εξελίχθηκε προοδευτικά η μορφή των «εκδουλεύσεων» ενώ παγιώθηκε και η εικόνα του Αγωνιστή όχι απλώς εκείνου της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά γενικότερα αυτού των εκάστοτε εθνικών αγώνων. Στο β΄ μισό του 19ου αιώνα, ιδίως μετά τα αποτυχημένα αλυτρωτικά κινήματα κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, έγινε σταδιακά κατανοητό ότι οι αγώνες για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας θα πραγματοποιούταν από τον τακτικό στρατό και όχι όπως στο παρελθόν από άτακτα σώματα. Σε αυτό το πλαίσιο η θεμελίωση των στρατιωτικών συντάξεων (ν. ΣΕ΄/1852 και ν. ΣΚΗ΄/1853), σε συνδυασμό με το σύστημα αυτασφάλισης των απομαχικών ταμείων (που ενοποιήθηκαν το 1867 στο Μετοχικό Ταμείο του κατά Γην Στρατού), οδήγησε το Κράτος στην ανάληψη της μέριμνας για τους τραυματίες στρατιωτικούς, καθώς και για τις χήρες και τα ορφανά των θανόντων. Η πρόνοια αυτή δεν αφορούσε αποκλειστικά τους Αγωνιστές όπως στο παρελθόν, αλλά όλους τους στρατιωτικούς και κατ’ επέκταση τους «αγωνιστές» του κάθε «νέου ’21». Οι αντιλήψεις αυτές είχαν παγιωθεί στην ελληνική κοινωνία στα μισά του 19ου αιώνα. Όπως χαρακτηριστικά το έθετε ο υπολοχαγός και εισηγητής παρά τω Υπουργείω Στρατιωτικών Σωκράτης Ν. Πετμεζάς, «αι χήραι και τα ορφανά των αποθανόντων συστρατιωτών μας έχουσι δικαιώματα απαράγραπτα εις την βοήθειάν μας» (περ. Απόμαχος, 30/4/1857).

Οι εξελίξεις στο Ανατολικό Ζήτημα και η προσδοκία για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας μετουσίωναν κάθε νέα ελληνοθωμανική κρίση σε ένα νέο 1821. Όπως χαρακτηριστικά διακήρυττε ο Μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος Β΄ σε δοξολογία υπέρ των ενόπλων δυνάμεων τις πρώτες ημέρες του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897: «ο αγών εις τον οποίον απεξεδύθη ο ελληνισμός είνε ιερός […] είνε ο αγών του ’21 των πατέρων μας των οποίων το έργον ανέλαβε να συμπληρώση σήμερον ο Ελληνισμός πατάσσων τους απίστους» (Ακρόπολις, 8/4/1897). Αντίστοιχα, μερικά χρόνια νωρίτερα η Ακρόπολις σχολίαζε για τους πεσόντες στρατιωτικούς στα μεθοριακά επεισόδια που έλαβαν χώρα τις τελευταίες ημέρες της επιστράτευσης της «ένοπλου επαιτείας» του 1885–86: «η πατρίς είνε απαρηγόρητος διά την στέρησίν των, αλλ’ είνε συνάμα και υπερήφανος διότι τους εγέννησεν» (Ακρόπολις, 13/5/1886). Οι ήρωες του 1886 «εφάνησαν τέκνα άξια του ’21», σύμφωνα με μία έκδοση που κυκλοφόρησε εις μνήμην αυτών (βλ. βιβλιογραφία) και η οποία εν συνεχεία σημείωνε ότι οι ηρωικώς πεσόντες είχαν έναν εκπαιδευτικό ρόλο για την κοινωνία καθώς πλέον «οι παίδες του χωριού, οι αγωνισταί του μέλλοντος, ονειρεύονται μάχας και θάνατον υπέρ Πατρίδος». Η ευχή αυτή ευοδώθηκε διότι πράγματι οι «παίδες του χωριού» του 1886 μετεξελίχθηκαν στους «αγωνιστές του μέλλοντος» καθώς αυτοί αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του Ελληνικού Στρατού των Βαλκανικών Πολέμων (1912–1913), ο οποίος απαρτιζόταν ως επί το πλείστον από τους γεννηθέντες τη δεκαετία του 1880 έφεδρους (κλάσεις 1900–1912).

Η σπουδαιότητα των εξελίξεων από το 1821 έως την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων στον χώρο της πρόνοιας και της περίθαλψης των παλαιμάχων ήταν ότι είχε παγιωθεί στην ελληνική κοινωνία η αντίληψη του χρέους που είχε το έθνος–κράτος να ανταμείψει και να αποζημιώσει όσους πολέμησαν για αυτό. Συμβολικά, η συνέχεια των Αγωνιστών των εκάστοτε εθνικών αγώνων επισφραγίστηκε την 25η Μαρτίου 1901 στην τελετή των αποκαλυπτηρίων της αναθηματικής στήλης στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών για τους 23 πεσόντες στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 φοιτητές. Η θυσία αυτών εντασσόταν συμβολικά στο πάνθεο των εθνικών αγώνων με την επιλογή της εθνικής επετείου ως ημέρας των αποκαλυπτηρίων καθώς και με την παρουσία δίπλα στη στήλη δύο υπεραιωνόβιων Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης (Ακρόπολις, 26/3/1901). Ένας εξ αυτών ήταν ο Απόστολος Μαυρογέννης (ο έτερος ήταν ο Δημήτριος Αγρινιάδης) που αποτέλεσε τον γηραιότερο (γνωστό) Αγωνιστή της Επανάστασης, ο οποίος πέθανε το 1906 σε ηλικία 114 ετών (γεν. 1792). Όπως χαρακτηριστικά σχολίαζε μία νεκρολογία του, «έκλεισε διά παντός τους οφθαλμούς και το τελευταίον πλέον λείψανον της γιγαντομαχίας του 1821» (Εμπρός, 8/11/1906). Το «ιερό χρέος» όμως απέναντι στους εκάστοτε πολεμιστές, δεν χάθηκε όμως με τον θάνατο του τελευταίου Αγωνιστή του 1821. Αντιθέτως, ενδυναμώθηκε την εμπόλεμη δεκαετία 1912–1922 και αποτελεί κοινό τόπο τόσο στην Ελλάδα όσο βέβαια και διεθνώς έως σήμερα.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Αναστασόπουλος, Νικόλαος Α., Η ληστεία στο ελληνικό κράτος (μέσα 19ου–αρχές 20ού αι.), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2018.
  • Ανδρεάδης, Ανδρέας Μ., Ιστορία των εθνικών δανείων, τ. Α΄, Τυπ. «Εστία», εν Αθήναις 1904.
  • Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ. Α΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, Έκδοσις της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Αθήναι 1971–1974.
  • Βασιλείου, Σωτηρούλα Κ., «Τα παλικάρια τα παλιά και η αποκατάστασή τους κατά την οθωνική περίοδο (1833–1862)», Βασίλης Κ. Γούναρης (επ.), Ήρωες των Ελλήνων. Οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και η αναγνώριση των εθνικών αγώνων 19ος–20ός αιώνας, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2014, σσ. 27-107.
  • Ευαγγελίδης, Τρύφων, «Ελληνική Επανάστασις», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, τ. Ι΄, Έκδοσις Πυρσού, Αθήναι 1934, σσ. 565-575.
  • Κολιόπουλος, Γιάννης, Ληστές. Η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Ερμής, Αθήνα 1988.
  • Μαλέσης, Δημήτρης, «… ν’ ανάψη η επανάστασις». Μεγάλη Ιδέα και στρατός τον 19ο αιώνα, Ασίνη, Αθήνα 2018.
  • Μαμούκας, Ανδρέας Ζ., Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος. Ήτοι συλλογή των περί την αναγεννώμενην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832, τ. Α΄, Εκ της του Ηλία Χριστοφίδου Τυπογραφίας “Η Αγαθή Τύχη”, εν Πειραιεί 1839.
  • Μπαρλαγιάννης, Θανάσης, Η υγειονομική συγκρότηση του ελληνικού κράτους (1833–1845), Βιβλιοπωλείων της Εστίας, Αθήνα 2018.
  • Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821–1862, Παπαζήσης, Αθήνα 2
  • Petropulos, John A., Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833–1843), 2τ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985.
  • Πιέρρος, Νίκος, «Υλικαί παροχαί επί της Μεσοβασιλείας εις τους πρωτεργάτας και τα θύματα της Ναυπλιακής Επαναστάσεως (1862–1863)», Πελοποννησιακά, τ. 13, 1978–79, σσ. 129-138.
  • Τσακανίκα, Ελισσάβετ, Αγωνιστές του 1821 μετά την Επανάσταση, Ασίνη, Αθήνα 2019.
  • Υπέρ Πατρίδος. 9–11 Μαΐου 1886, Τυπογραφείον «Κορίννης», Αθήνησι 1886.
  • Χαραλάμπης, Αναστάσιος–Κωνσταντίνος Νίδερ, Ιστορικόν υπόμνημα περί του οργανισμού του τακτικού στρατού της Ελλάδος, τ. Α΄, Τύποις Υπουργείου Στρατιωτικών, εν Αθήναις 1907.
  • Petiteau, Natalie, «Survivors of War: French Soldiers and Veterans of the Napoleonic Armies», Alan Forrest–Karen Hageman–Jane Rendall (επ.), Soldiers, Citizens and Civilians. Experiences and Perceptions of the Revolutionary and Napoleonic Wars, 1790–1820, Palgrave MacMillan, Λονδίνο 2009, σσ. 43-58.
  • Woloch, Isser, «‘A Sacred Debt’: Veterans and the State in Revolutionary and Napoleonic France», David A. Gerber (επ.), Disabled Veterans in History, The University of Michigan Press, Ann Arbor, MI 2012, σσ. 145-162.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.