Τα δύο βιβλία κυκλοφόρησαν τον περασμένο Ιούνιο από τις εκδόσεις του Books’ Journal. To ένα, Κι αυτοί είναι η Ελλάδα. Συνεντεύξεις στο Books’ Journal, περιέχει μεγάλης έκτασης συνεντεύξεις με σπουδαίες προσωπικότητες του δημόσιου χώρου, συγγραφείς και καθηγητές. Το άλλο, το Duck Soup. Στην κουζίνα της ανάγνωσης, αυτοπροσδιορίζεται ως μεικτό είδος, κάτι σαν λογοτεχνική κριτική της τροφής και των εστιατορίων, ένα είδος κοινωνιολογίας της κουλτούρας της διατροφής, με πολλές αναφορές στη λογοτεχνία.
Με αφορμή την παρουσίαση των βιβλίων του, ο Ηλίας Κανέλλης έδωσε δυο συνεντεύξεις στον τοπικό Τύπο που έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον, επειδή με απλά λόγια ο συνεντευξιαζόμενος δεν παρουσιάζει απλά τα βιβλία του αλλά διατυπώνει και ορισμένες θέσεις για την Ελλάδα σήμερα και την πολιτική κατάσταση. Τα κείμενα των συνεντεύξεων αναδημοσιεύονται στη συνέχεια (παραλείπονται τα εισαγωγικά σημειώματα, που συμπυκνώνονται στον πρόλογο αυτού του σημειώματος):
Εφημερίδα Θάρρος:
Ηλίας Κανέλλης: «Είμαστε ό,τι τρώμε, αλλά και ό,τι σκεφτόμαστε»
Συνέντευξη στη Βίκυ Βετουλάκη
-Παρουσίαση, λοιπόν, απόψε δύο βιβλίων στη γενέτειρα. Μοιάζουν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους ή μήπως τελικά δεν είναι;
Τα βιβλία ξεκίνησαν από την ίδια αφετηρία: τις σελίδες της επιθεώρησης βιβλίου “Τhe Books’ Journal” που εκδίδω και διευθύνω επί δεκαπέντε χρόνια. Το ένα, «Κι αυτοί είναι η Ελλάδα», περιέχει τις συνεντεύξεις που πήρα από σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες και καθηγητές πανεπιστημίων. Το άλλο, “Duck Soup”, είναι το υλικό μιας πετυχημένης ρουμπρίκας που κράτησα στο περιοδικό από το 2013 ως το 2015 με το ψευδώνυμο Κρίτων Ωραιόπουλος – ας πούμε ότι ήταν μια κοινωνιολογία των διατροφικών συνηθειών μας, των εστιατορίων, του φαγητού, συχνά ενισχυμένη από λογοτεχνικές αναφορές. Οι συνεντεύξεις είναι μεγάλες, αναλυτικές και έχουν στόχο να δείξουν τη σκέψη, τους προβληματισμούς και τις ιδέες προσωπικοτήτων της δημόσιας ζωής, που άλλοτε θα ήταν οι ηθικοί καθοδηγητές μας, αλλά σήμερα επισκιάζονται από τα είδωλα της μαζικής κουλτούρας, τους σταρ της και τα παράσιτά της, τους influencer της. Το “Duck Soup” αναδεικνύει τις ευκολίες και τις πλάνες μιας πλευράς του κοινωνικού βίου μας, των διατροφικών συνηθειών μας, που είναι αποτέλεσμα των στραβών επιλογών μας. Είναι δύο διαφορετικά βιβλία, αλλά έχουν και τα δύο μια κοινή γραμμή: περιέχουν πολυπλοκότητες, όπως θα έλεγε ο ποιητής Ουόλτ Ουίτμαν. Προτείνουν, δηλαδή, μια διαφορετική πνευματική στάση, που δυστυχώς δεν είναι δημοφιλής ούτε από τις πολιτικές ηγεσίες ούτε από τα ΜΜΕ. Ούτε στα σόσιαλ μίντια ούτε στα πανεπιστήμια, όπου οριστικοποιούν τη στάση τους απέναντι στα πράγματα οι φοιτητές. Ούτε, βέβαια, στους παραδοσιακούς θεσμούς που άλλοτε υπεδείκνυαν αξίες – στην οικογένεια, στο σχολείο, στην Εκκλησία…
-Δημοσιογράφος, κριτικός, συγγραφέας. Με αυτή τη σειρά ή θα την αλλάζατε; Ποια κερδίζει και σκιαγραφεί καλύτερα τον Ηλία Κανέλλη;
Είμαι επαγγελματίας δημοσιογράφος. Στις εφημερίδες έμαθα να γράφω επαγγελματικά, να στηρίζομαι σε δεδομένα της πραγματικότητας, να επιχειρηματολογώ, να συγκρούομαι. Απέκτησα εμπειρίες πολύ νωρίς, από φοιτητής, λόγω της λόξας μου με τον κινηματογράφο, την οποία εκτίμησε ο φίλος μου Χρήστος Βακαλόπουλος ο οποίος με πρότεινε ως κριτικό κινηματογράφου στο περιοδικό «Αντί» του Χρήστου Παπουτσάκη. Το μαχητικό πνεύμα των κριτικών μου εκτίμησε αργότερα ο εκδότης του περιοδικού «Πολίτης», Άγγελος Ελεφάντης, που με κάλεσε να γράφω σύνθετα κείμενα για τον κινηματογράφο στο περιοδικό του και με βοήθησε να «ξεψαρώσω» ως αρθρογράφος στην εφημερίδα της ανανεωτικής Αριστεράς τα πρώτα χρόνια κυκλοφορίας της, την «Εποχή». Τον επαγγελματισμό της δουλειάς μου τον έμαθα στις εφημερίδες που δούλεψα, στην «Ελευθεροτυπία», στο «Βήμα» και στα «Νέα». Όλα αυτά με έκαναν, ας πούμε, δοκιμιογράφο του Τύπου, μια ειδικότητα που δυστυχώς σήμερα πεθαίνει, μαζί με τις εφημερίδες. Και ως συγγραφέας, λοιπόν, είμαι πρώτα δημοσιογράφος, έστω δοκιμιογράφος. Έχω διαβάσει πολύ στη ζωή μου, γι’ αυτό ίσως εντοπίσετε και μια λογοτεχνικότητα – που, σας διαβεβαιώ, δεν ξεπέφτει στη φλυαρία, αλλά, απλώς, ενισχύει την τεχνική αρτιότητα του κειμένου, στο οποίο πίστευα, πιστεύω και νομίζω ότι θα συνεχίσω να πιστεύω. Τα κείμενα που διαβάσαμε και κατανοήσαμε, τα κείμενα που γράφουμε, μας περιέχουν.
-Ξεχωριστές συνεντεύξεις συνθέτουν το βιβλίο «Αυτοί είναι η Ελλάδα». Υπάρχει κάποια που ξεχωρίζετε ιδιαίτερα και για ποιον λόγο;
Είναι ξεχωριστές, αλλά διαβάζονται ως ενιαία αφήγηση – αφού τα πρόσωπα αλληλοσυμπληρώνονται, μιλώντας στην ουσία για τα ίδια θέματα: τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα οδηγήθηκε στον οικονομικό, τον πολιτικό, αλλά πρωτίστως τον ηθικό εκτροχιασμό που οδήγησε τη χώρα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ – και παραλίγο στην καταστροφή. Ξεχωρίζω τη συνέντευξη με τον μακαρίτη καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, Σταύρο Τσακυράκη. Όχι επειδή ήταν φίλος μου και η απώλειά του μου κόστισε πολύ. Αλλά, κυρίως, επειδή οι δύσκολες επιλογές της ζωής του ήταν συνυφασμένες με τα πιστεύω του. Στη συνέντευξή του μας θυμίζει ένα περιστατικό με το δάσκαλό του, τον σπουδαίο Αριστόβουλο Μάνεση, στον οποίο είχε υποβάλει τα χαρτιά του για να διοριστεί βοηθός του στη Νομική Σχολή Αθηνών. Όταν ο Μάνεσης έμαθε τη σπουδαία αντιστασιακή του δράση στη χούντα, η οποία τον έστειλε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όπου βασανίστηκε και κατόπιν στη φυλακή, τον ρώτησε γιατί δεν είχε κάνει αναφορά αυτής της δραστηριότητας. Ήταν η εποχή μετά τη χούντα που όλοι εξαργύρωναν την υπαρκτή, διογκωμένη ή ανύπαρκτη αντιστασιακή τους δράση, και ο Τσακυράκης στην αίτηση για εργασία δεν το ανέφερε. «Δεν ήταν συναφές», είπε στον καθηγητή του.
-Ένας ερασιτέχνης μάγειρας πώς θα εξηγήσει τον κόσμο μας και το χαρακτήρα της κοινωνίας μας μέσα από το “Duck Soup”;
Πολύ απλά. Κατά βάση, είμαστε ό,τι τρώμε.
-Πώς βλέπετε την εξέλιξη του ελληνικού Τύπου τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα του περιφερειακού που αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα επιβίωσης; Τα social media βοήθησαν ή αποδυνάμωσαν τη σοβαρή δημοσιογραφία;
Ο Τύπος στην Ελλάδα είναι ισχυρός, αλλά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν είναι σοβαρός. Οι λειτουργοί του, συχνά, έχουν έλλειμμα παιδείας, αδιαφορία για τους κανόνες, είναι επιρρεπείς στις δημόσιες σχέσεις και το βασικό όραμά τους είναι ο πλουτισμός. Αμαρτήματα όπως ο ναρκισσισμός, η επιδειξιμανία, η σχέση με ισχυρούς επιδεινώνουν την κατάσταση. Η τηλεόραση έκανε χειρότερα τα πράγματα. Τέλος, ο εκδημοκρατισμός της ατομικής έκφρασης στα σόσιαλ μίντια επέτρεψε στα ελαττώματα αυτά να διαχυθούν ακόμα περισσότερο. Δε θα ξεχάσω το κύμα μίσους που επικράτησε την περασμένη δεκαετία στο διαδίκτυο, μετά τη χρεοκοπία, εναντίον των λογικών ανθρώπων που ισχυρίζονταν ότι δεν είναι δυνατόν η χώρα να διατηρήσει το επίπεδο ζωής της χωρίς οδυνηρές μεταρρυθμίσεις. Στις μέρες μας, το κύμα αυτό είναι ζωντανό, πολλαπλασιάζεται, ενώ πλέον η πληροφόρηση κινδυνεύει να μετατραπεί απολύτως σε τρόπο χειραγώγησης κοινωνικών ομάδων και μαζών μέσω των fake news.
Από την άλλη, ο περιφερειακός Τύπος δεν είναι τόσο περιφερειακός. Μέσω του διαδικτύου μπορεί να έχει απήχηση οπουδήποτε διαβάζεται η γλώσσα μας. Τα περιφερειακά ΜΜΕ έχουν ευκολότερη πρόσβαση στις πληροφορίες, απαιτείται μόνο σοβαρότητα στο σχόλιο και ανεξαρτησία. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η τοπική είδηση έχει αξία χρήσης ευρύτερη, σε ένα κοινό οπουδήποτε στην Ελλάδα ή στον κόσμο που θέλει να επικοινωνεί με τον τόπο καταγωγής του ή με τον τόπο με τον οποίο έχει δεθεί μια περίοδο της ζωής του. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ο σεβασμός στην είδηση, η ακρίβεια, τα καλά ελληνικά και το προσωπικό στυλ του ρεπορτάζ. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, το τοπικό μπορεί να είναι παγκόσμιο.
https://www.tharrosnews.gr/2025/08/ilias-kanellis-eimaste-oti-trome-alla-kai-oti-skeftomaste/
Εφημερίδα Ελευθερία:
«Φοβάμαι την έκρηξη ενός νέου λαϊκισμού της συγκίνησης»
Κύριε Κανέλλη, υπάρχει κοινό θέμα σε ένα βιβλίο συνεντεύξεων όπως το «Κι αυτοί είναι η Ελλάδα»;
Το λέει ο τίτλος. Η Ελλάδα. Η χώρα. Προτείνω μια σειρά προσωπικότητες που ενώ θα έπρεπε να είναι οι καθοδηγητές του σύγχρονου βίου μας, τις ξέρουν πολύ λίγοι. Και ακούω τι έχουν να μας πουν.
Πώς μπορούν να συμπληρώνονται πρόσωπα που δραστηριοποιήθηκαν σε διαφορετικούς τομείς;
Κι όμως. Όλοι τους αγωνίζονται εναντίον της αμάθειας, του αμοραλισμού, των ευκολιών. Είναι εργατικοί και ανεξάρτητοι. Είναι εξωστρεφείς, αλλά αγαπούν τον τόπο τους. Παραδέχονται τα λάθη τους και τα διορθώνουν. Δεν εκμεταλλεύτηκαν για προσωπικό όφελος την πολιτική δράση τους, την κοινωνική εμβέλειά τους, το κύρος τους. Δεν είναι διαπλεκόμενοι, δεν υπέκυψαν στους διάφορους λαϊκισμούς. Καλλιεργούν την κριτική σκέψη. Πιστεύουν στη σημασία της παιδείας. Επιδιώκουν την πρόοδο της χώρας που απαιτεί μεταρρυθμίσεις. Και είναι ταπεινοί – δεν είναι νάρκισσοι, δεν πιστεύουν ότι οι άλλοι τους χρωστάμε.
Γιατί πρέπει να θυμόμαστε τον Εμμανουήλ Κριαρά;
Επειδή ήταν ένας χαλκέντερος λεξικογράφος, απολύτως αφιερωμένος στη δουλειά του – κι απ’ αυτό προέκυψε το μνημειώδες «Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100-1669». Και γιατί έλυσε το τελευταίο κεφάλαιο των εμφύλιων συγκρούσεων για τη γλώσσα, συμβάλλοντας καθοριστικά στην καθιέρωση του μονοτονικού.
Και γιατί να θυμόμαστε τον κριτικό της λογοτεχνίας, Δημήτρη Ραυτόπουλο;
Επειδή ήταν ένας θαρραλέος άνθρωπος που, παρότι διωγμένος ως αριστερός τα μετεμφυλιακά χρόνια, άλλαξε στάση ζωής όταν κατάλαβε ότι το νεανικό όνειρο του επί γης παραδείσου, στο οποίο πίστευε, στην ουσία έγινε ένας ολοκληρωτικός εφιάλτης. Και γιατί η αναγνωστική του εμπειρία τον εξόπλισε με κριτικό νου και πνευματικό θάρρος.
Τι μπορεί να ενώνει τον φιλελεύθερο καθηγητή Δημήτρη Δημητράκο με τον αριστερό Γιάννη Βούλγαρη;
Τους ενώνει η πίστη στη δημοκρατία και η κοινή αριστερή αφετηρία τους. Ο Δημητράκος, που μελέτησε και έγραψε για τον Γκράμσι, έχει εξομολογηθεί ότι ο Γκράμσι του γέννησε την αμφιβολία που τον οδήγησε μακριά από την Αριστερά. Ο γκραμσιανός, καθότι έκανε σπουδές στην Ιταλία, για χρόνια στην ανανεωτική Αριστερά, Γιάννης Βούλγαρης, επίσης είχε πάρει πολύ νωρίς αποστάσεις από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Και για τους δύο, η ιδεολογία δεν ήταν φυλακή φανατισμού αλλά υπόβαθρο για την επιβεβαίωση εκ μέρους τους της αξίας της ελευθερίας.
Τι παρατηρήσατε στη συναναστροφή σας με τον Μιχάλη Γκανά;
Με γοήτευε η άρνηση εκ μέρους του οποιουδήποτε ποιητικού φωτοστέφανου. Με γοήτευε το βάθος της σκέψης του, η ανεξαρτησία του, το σχεδόν ενστικτώδες ποιητικό ένστικτό του, ο σεβασμός στην παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Η σεμνότητά του. Και το ότι η ποίησή του παραγόταν όταν τελείωνε η δουλειά από την οποία βιοποριζόταν – βιβλιοπώλης έναν καιρό, διαφημιστής τον υπόλοιπο.
Και από τον Θανάση Βαλτινό;
Η χρήση ταπεινών μορφών έκφρασης, της ειδησεογραφίας όπως καταγραφόταν στις εφημερίδες ή καθημερινών μαρτυριών, για να κάνει σπουδαία λογοτεχνία. Η τόλμη του και το πάθος του. Η «Ορθοκωστά», μυθιστόρημα-χρονικό του εμφυλίου, ήταν από τα πρώτα κείμενα που κατεδάφισαν τη μεταπολιτευτική κυριαρχία των ιστορικών μυθολογιών της εμφυλιακής Αριστεράς.
Πώς κάνετε συνεντεύξεις;
Διαβάζω πολύ. Μιλάω με τον συζητητή μου πάντα προφορικά. Οργανώνω τη δομή της συζήτησης. Όταν δεν με ικανοποιούν οι απαντήσεις επιμένω. Και σταματάω μόνο όταν έχω πάρει απαντήσεις. Το τελικό μοντάζ, φυσικά, γίνεται μετά την απομαγνητοφώνηση του κειμένου.
Γιατί εκδώσατε, ταυτόχρονα, ένα βιβλίο για το φαγητό;
Επειδή το φαγητό, οι συνταγές, τα εστιατόρια είναι πολύ μέσα στη ζωή μας. Το καλό φαΐ σημαίνει ευμάρεια – και πάντα είναι γοητευτική η κοινωνιολογία της ευμάρειας.
Τι γνώμη έχετε για την ελληνική βιομηχανία της διατροφής;
Τρώμε πολύ πιο καλά από τα χρόνια που θυμάμαι τον εαυτό μου παιδί στη Μάνη, μαθητή στην Καλαμάτα, φοιτητή και αργότερα εργαζόμενο στην Αθήνα. Αλλά, όπως θα ανέμενε κανείς που ξέρει την ελληνική κοινωνία, το φαγητό έχει εξελιχθεί σε τεκμήριο νεοπλουτισμού. Ό,τι λάμπει πάντως δεν είναι χρυσός.
Τι είναι το «Βοοks’ Journal» και γιατί επιμένετε να το εκδίδετε, παρότι έχετε πει ότι δεν έχετε κέρδη;
Είναι ένα ανεξάρτητο περιοδικό για το βιβλίο και τις ιδέες, για την πολιτική και για τις τέχνες – και βέβαια για τη λογοτεχνία. Έντυπο ποικίλης ύλης, με κείμενα πολύ προσεγμένα, μεγάλα, αναλυτικά, κριτικά. Απευθύνεται σε καλλιεργημένους αναγνώστες, προσπαθεί να παρακολουθεί κριτικά την εκδοτική κίνηση και πολύ συχνά δημοσιεύει κείμενα πολεμικής. Πολλοί το θεωρούν κουραστικό. Έχουν άδικο. Είναι γοητευτικό, ζωηρό και στις σελίδες του κυλάει ένας αέρας ελευθερίας. Οι αναγνώστες του είναι πραγματικά πληροφορημένοι, βαθείς και απαιτητικοί. Είναι μια νησίδα γνώσης, ελευθερίας και αναγνωστικής απόλαυσης. Το αποδεικνύει και το ελεύθερης πρόσβασης επίσης παρεμβατικό σάιτ μας, booksjournal.gr.
Ως δημοσιογράφος, πώς βλέπετε το πολιτικό προσκήνιο;
Ταραγμένο, όπως πάντα. Με μια κυβέρνηση που θα έπρεπε να υπηρετεί ένα μέλημα: πώς θα μεταρρυθμίσει τη χώρα. Όλο και πιο δύσκολο, επειδή οι δυνάμεις του λαϊκισμού αντεπιτίθενται με το αρχέγονο όπλο του μίσους, σε μια περίοδο μάλιστα που οι μεταπολεμικές βεβαιότητες αρχίζουν και καταρρέουν. Μάλιστα, για να διατηρηθεί η ειρήνη στην Ευρώπη υποστηρίζω με πάθος την Ουκρανία και την ανάγκη η Ρωσία να ηττηθεί.
Πώς θα περιγράφατε το πολιτικό προσκήνιο;
Η κυβέρνηση δεν υφίσταται μεταρρυθμιστική πίεση – κι αυτό δεν τη βοηθάει. Οι πιέσεις, επίσης, από μια πολύχρωμη αντιπολίτευση της γκρίνιας δεν είναι ό,τι καλύτερο. Διάφορες δυνάμεις που δεν έχουν ιδέα πώς θα κυβερνήσουν προσπαθούν να εκτοπίσουν τη μόνη κυβέρνηση που κυβερνά. Ο πολιτικός κόσμος αντί να προτείνει ολοκληρωμένα προγράμματα διακυβέρνησης, απλώς, βρίζει τους αντιπάλους του.
Φοβάστε το μέλλον;
Φοβάμαι την έκρηξη ενός νέου λαϊκισμού της συγκίνησης, νέους «Αγανακτισμένους» που θα μπορούσαν να εκτρέψουν ακόμα μια φορά τη χώρα από τη σταθερή πορεία της. Γι’ αυτό και τον πολεμάω.