Σύνδεση συνδρομητών

Μπάζιλ Ζαχάροφ, ποιος είσαι;

Σάββατο, 06 Ιανουαρίου 2024 23:55
O Μπάζιλ Ζαχάροφ με το όπλο Μαξίμ.
Ιδιωτική συλλογή  
O Μπάζιλ Ζαχάροφ με το όπλο Μαξίμ.

Jennifer Richard, Ο Διάβολος μιλάει όλες τις γλώσσες, μετάφραση από τα γαλλικά: Λίζυ Τσιριμώκου, Ποταμός, Αθήνα 2023, 366 σελ.

Ιδού ο Βασίλι/Μπάζιλ Ζαχάροφ (Μούγκλα, Τουρκία, 1849 - Μόντε Κάρλο, 1936), λίγο πριν την τελευτή του: «Δεν είχε ποτέ εμπιστοσύνη σε κανέναν, αλλά είχε διατηρήσει επί μακρόν τα αναγκαία μέσα προκειμένου να αντιμετωπίσει κάθε πιθανή επίθεση. Δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη στον εαυτό του – αυτό ήταν το δράμα με το οποίο ερχόταν αντιμέτωπος. Δίχως προστατευτικό κέλυφος, αιχμάλωτος ενός αδύναμου σώματος, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει κανέναν εχθρό. Καθώς ο κίνδυνος βρισκόταν τώρα μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, οι σωματοφύλακες δεν του πρόσφεραν καμία βοήθεια. […] Δεν αναγνώριζε πια τον εαυτό του». 

Ονομαζόταν Μπάζιλ ή Βασίλι ή Βασίλειος Ζαχάροφ ή Βασίλειος Ζαχαρίου. Ήταν πολυμήχανος Έλληνας. Τιμημένος με πολλά παράσημα (διεθνώς, και στην Ελλάδα στον ανώτατο βαθμό, με τα παράσημα του Τάγματος του Σωτήρος, του Τάγματος του Φοίνικος και του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄). Κι ήταν σκιώδης μεγιστάνας,  επιχειρηματίας με χαλυβουργία, εξορυκτικές επιχειρήσεις, τράπεζες, καζίνο, εταιρείες μεταφορών. Ανέπτυξε πολυσχιδή δράση: καταρχάς φιλανθρωπική, υπήρξε γενναιόδωρος μαικήνας των επιστημών και των τεχνών σε όλη της Ευρώπη, αρωγός της χήρας και του ορφανού σε όλη τη Γαλλία, τη θετή του πατρίδα, είχε όμως και δράση φιλαθλητική, ως χορηγός της Ολυμπιακής Επιτροπής για τους Ολυμπιακούς του 1920 και του 1924, ως επίτιμος πρόεδρος της Αερολέσχης της Γαλλίας, ως συμμέτοχος στη διαχείριση του αυτοκινητικού γκραν-πριν του Μονακό και του ράλι του Μόντε Κάρλο – υπήρξε άλλωστε ένας από τους εγγυητές της τάξης και των αρχών πάνω στις οποίες είχε παγιωθεί το Πριγκιπάτο του Βράχου). Ήταν βεβαίως και έμπορος όπλων.

Τι ήταν όμως πραγματικά; Ας δούμε πώς περιγράφει τον Ζαχαρία Βασίλειο Ζαχάροφ (ή Μπάζιλ, ή Βασίλι) η αμερικανίδα συγγραφέας  Τζένιφερ Ρισάρ,  που σήμερα ζει στο Βερολίνο, γεννημένη το 1980, από μητέρα με καταγωγή από τη Γουαδελούπη και πατέρα από τη Νορμανδία, την οποία μεταφράζει από τα γαλλικά σε γλώσσα κρουστή η Λίζυ Τσιριμώκου:  

Δεν ήταν παρά ένας ανόητος φουκαράς που η τεράστια περιουσία του τον έκανε να πιστέψει σε μια υπόσχεση αιωνιότητας. Μια ψευδαίσθηση, αυτό είναι όλο κι όλο αυτό που μπορεί να προσφέρει το χρήμα – το καταλάβαινε εδώ και κάποια χρόνια. Η ψευδαίσθηση ότι είσαι προφυλαγμένος από κάθε κίνδυνο και ότι θα ζήσεις αρκετό καιρό ώστε να μπορέσεις να ξοδέψεις μέχρι και την τελευταία δεκάρα. Μια αναστολή, τίποτα παραπάνω. Αναστολή όχι του ίδιου του χρόνου, αλλά της ιδέας του χρόνου που περνά. Είχε κερδίσει το δικαίωμα να μη σκέφτεται τον θάνατο παρά αργά. Είχε δικαίωμα να περνιέται μια ζωή για θεός και τα πάντα γύρω του είχαν συμβάλει ώστε να διατηρήσει αυτή τη φαντασίωση.

 

Πρόσωπο μέσα στην ιστορία

Η Ρισάρ παρακολουθεί την ιλιγγιώδη πορεία του Μπάζιλ Ζαχάροφ –ο οποίος ενέπνευσε τον Όρσον Ουέλς στον Πολίτη Καίην, αλλά και τον Ερζέ στην περιπέτεια του Τεντέν, Το σπασμένο αυτί (1935-1937)– στην ιστορία του 19ου και ιδίως του 20ού αιώνα, του «αιώνα των άκρων», δίνοντας το λόγο στον ίδιο τον ήρωά της. Το όνομά του συνδέεται με τις πολεμικές εμπλοκές των ΗΠΑ με την Ισπανία, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, με τον Πόλεμο των Μπόερς, με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη μικρασιατική εμπλοκή, με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (προηγουμένως είχε φροντίσει να γνωρίσει τον Χίτλερ αυτοπροσώπως, οιστρηλατούμενος εμφανώς από τη διττή αυτοκρατορική ορμή της βυζαντινής και της οθωμανικής καταγωγής του). Το αφηγηματικό τέχνασμα δίνει το λόγο στον ίδιο τον Ζαχάροφ, ο οποίος εμφανίζεται να γράφει την αυτοβιογραφία του, πρωταγωνιστής, σκηνοθέτης και αφηγητής ο ίδιος της ζωής του σε αφήγηση τριτοπρόσωπη. Ορίστε πώς η λογοτεχνία γίνεται ιστορία.

Ο Ζαχάροφ δεν είναι μόνος. Στην αφήγηση της Ρισάρ, τον συνοδεύουν η όμορφη Σπανιόλα του, η Πιλάρ («περίμενα τριάντα έξι χρόνια μέχρι να μπορέσω να την παντρευτώ. Ενάμιση χρόνο αργότερα κηδεύτηκε) και τα δύο υιοθετημένα παιδιά του, η Ανζέλ και η Κριστίνα, καρποί του πρώτου γάμου της Πιλάρ.

Η συγγραφέας δίνει το λόγο στον Ζαχάροφ, τον τοποθετεί να μιλά εκ βαθέων και, οιονεί, να εξομολογείται αποτιμώντας τον βίο και τα έργα του (κάτι που δεν επιχείρησε να κάνει, λόγου χάριν, ο Δημήτρης Στεφανάκης στη μυθιστορηματική τρόπον τινά βιογραφία τού εδώ πρωταγωνιστή μας, στο βιβλίο του  Φιλμ Νουάρ, Ψυχογιός, 2012). Εκχωρεί τη θέση της στον ήρωά της. Τι τον βάζει να λέει;

Τον βάζει να μιλήσει για την περιπετειώδη ζωή του, και πρώτα για τον πόλεμο. Ο πόλεμος, φέρεται να λέει ο Ζαχάροφ, ήταν γι’ αυτόν «μια ακολουθία αριθμών», όλο και περισσότερο εκτεταμένη στα τετράδια παραγγελιών του. Συγχρόνως,  τίποτα δεν διαπερνούσε τις υποθέσεις του, το περίφημο «σύστημά» του των πολυμερών πωλήσεων, επειδή έλεγχε αποτελεσματικά και τον Τύπο. Αν και η πώληση του ίδιου όπλου σε δύο ή περισσότερα έθνη ήταν συνήθης πρακτική, οι αδελφοί Βίκερς, πελάτισσα των οποίων χάρη στην Πιλάρ είχε γίνει η Ισπανία,  το γνώριζαν καλά, όπως και η Κρουπ:

Το μόνο που αξίζει είναι να κάνεις δουλειές. Να  επενδύεις. Να αγοράζεις, να πουλάς, να αγοράζεις, να πουλάς. Να εξαγοράζεις, να διπλασιάζεις τη μίζα. Δουλειές, κι άλλες δουλειές, και μόνο δουλειές. Να πείθεις τον συνομιλητή σου πως είσαι ο καλύτερος προμηθευτής. Ακόμα καλύτερα: ο μοναδικός. Να κερδίζεις την εμπιστοσύνη του, να μη δίνεις ποτέ τη δική σου. Να παρατηρείς χωρίς να αποκαλύπτεσαι. Να πουλάς και να αγοράζεις με φειδώ. Να ενσαρκώνεις την αγορά και, τέλος, να την κατακτάς.

 

Το όπλο Μαξίμ

Το 1898 ξέσπασε πόλεμος στην Κούβα. Τα ισπανικά στρατεύματα ηττήθηκαν από τις υπέρτερες αμερικανικές δυνάμεις. Οι Αμερικανοί διέθεταν το δικής τους κατασκευής πολυβόλο Γκάτλινγκ, που ήταν λιγότερο αποτελεσματικό από το Μαξίμ, το όπλο χάρη στην πώληση του οποίου η φήμη του Ζαχάροφ απογειώθηκε. Εν τω μεταξύ, ο Ζαχάροφ προωθούσε τα προïόντα του σουηδού κατασκευαστή όπλων Θόρστεν Νόρντφελντ, με τον οποίο τον είχε φέρει σε επαφή ο έλληνας τραπεζίτης και πολιτικός (είχε διατελέσει και πρωθυπουργός) Στέφανος Σκουλούδης. Ο Ζαχάροφ προμήθευε το Νόρντφελντ με χάλυβα για να κατασκευάζει τα πολύκαννα πολυβόλα του και τα υποβρύχιά του. Οι επιτυχίες των όπλων του Νόρντφελντ σε όλη την Κοινοπολιτεία, στην Ιταλία, στην Ουρουγουάη, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Βραζιλία, ακόμα και στη Ρουμανία, συνηγορούσαν υπέρ του Ζαχάροφ. Έτσι, πριν από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που επέφερε ατιμωτική ήττα στη χώρα, πούλησε στην ελληνική κυβέρνηση δύο υποβρύχια (ο Σκουλούδης βοήθησε και γι’ αυτό), τα οποία την επομένη της άφιξής τους βυθίστηκαν στο λιμάνι του Πειραιά! Αλλά αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία, αφού για την ελληνική κυβέρνηση προείχε να μπει η χώρα στον στενό κύκλο των εμπολέμων που λαμβάνονται υπόψη, σε μια εκρηκτική περίοδο στα Βαλκάνια.  Με τον ίδιο τρόπο, με το «σύστημα Ζαχάροφ», ο έμπορος όπλων συνεννοήθηκε και με τον οθωμανό υπουργό Ναυτιλίας. Και τα υποβρύχια που αγόρασαν οι Οθωμανοί εξερράγησαν έπειτα από κάποιες δοκιμές στον Βόσπορο.

Κι ύστερα ήρθε η ώρα του Μαξίμ, ενός πυροβόλου όπλου που έριχνε 600 βολές ανά λεπτό διαθέτοντας ένα πολύ αποτελεσματικό σύστημα ψύξης. Είχε δοκιμαστεί με άριστα αποτελέσματα στα δάση του Κονγκό, όταν ο εφευρέτης του όπλου, ο Χιράμ Μαξίμ, είχε πείσει τον διάσημο εξερευνητή της Αφρικής Σερ Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ να πάρει μαζί του ένα. Εκείνος δεν παρέλειψε να εξαπολύσει μια χαλύβδινη κόλαση. Απεδείχθη ότι το Μαξίμ ήταν όπλο εκτός συναγωνισμού. Η Ρωσία παρήγγειλε πενήντα και η συνεργασία με τον Μαξίμ  γνώρισε αναταράξεις μόνο με την Επανάσταση του 1917.

Το 1904 η αντιπαράθεση Ρωσίας-Ιαπωνίας ενέτεινε την κούρσα των εξοπλισμών και ο Ζαχάροφ πούλησε συγχρόνως πολυβόλα και κανόνια Βίκερς, τα τελευταία, και στους δύο εμπολέμους. Ύστερα ήρθε η σειρά των «Νέγρων» και οι πωλήσεις απογειώθηκαν. Στην Ινδία, τα βρετανικά στρατεύματα συνέτριψαν την εξέγερση των Τσιτράλ και ο αγγλικός Τύπος θριαμβολόγησε για τις δυνατότητες του Μαξίμ, ενώ και ο νεαρός Ουίνστον Τσώρτσιλ, που εκεί πήρε το βάπτισμα του πυρός, δεν παρέλειψε να επισημάνει την αποτελεσματικότητα του  όπλου, το οποίο μεγαλούργησε στη μεγάλη προσπάθεια της βικτωριανής αποικιοκρατικής Αγγλίας που, σε συμμαχία με την Αίγυπτο, ανέκτησε το Σουδάν: το όπλο ήταν το στρατηγικό πλεονέκτημα των Άγγλων όταν το 1898 κατήγαγαν τη νίκη του Ομντουρμάν, με το αίμα του αντιπάλου να αναβλύζει εν αφθονία. Επιτέλους, οι δερβίσηδες του σουδανικού στρατού είχαν στριμωχτεί, ο στρατηγός Γκόρντον είχε λάβει εκδίκηση και ο Λόρδος Κίτσενερ αποκατέστησε την Τάξη. Όσο για το Μαξίμ, πωλούνταν πια σε όλες τις γωνίες του πλανήτη, ενώ με τον δεύτερο πόλεμο των Μπόερς το 1899[1] ο Ζαχάροφ γνώρισε νέες δόξες.  Εξάλλου, «ο πατριωτισμός, επειδή δεν γνωρίζει άλλο όριο παρά τη θυσία του θανάτου, είναι η πιο απλόχωρη από όλες τις αγορές», ειδικά μετά το 1912, οπότε οι βιομήχανοι είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τον πόλεμο. ΅

Πράγματι, όπως αποτυπώνεται σε ένα συγκλονιστικό γράμμα που μια χαροκαμένη ιρλανδή μητέρα εμφανίζεται στο μυθιστόρημα να στέλνει στον Ζαχάροφ, με αφορμή το θάνατο του γιου της στην Καλλίπολη, οι σφαίρες των οθωμανικών όπλων είχαν τη σφραγίδα της Κρουπ. Αλλά και των βρετανικών έφεραν, επίσης, το σήμα κατατεθέν της Κρουπ, αν και ήταν κατασκευασμένες από τη Βίκερς, ενώ τα πολυβόλα Μαξίμ έριχναν και από τις δύο πλευρές.

Λίγο αργότερα, φέρεται να γράφει ο Ζαχάροφ, «η δράση μου για να εισαγάγω την Ελλάδα στη σύρραξη, το 1916, ενώ, μάλιστα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος  […] ήταν αντίθετος προς αυτό, δεν αποτελεί πλέον μυστικό. Ούτε οι αποτυχημένες διαπραγματεύσεις μου με τους Νεότουρκους για την απόσυρση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη σύρραξη». Ήταν μια ιστορική φάση που ο Ζαχάροφ δεν συνμιλούσε μόνο με τον Βενιζέλο, μέσω του κοινού τους φίλου Στέφανου Σκουλούδη, αλλά και με τον γάλλο πρωθυπουργό  το διάστημα 1917-20) Ζωρζ Κλεμανσώ και με τον φιλελεύθερο άγγλο πρωθυπουργό το 1916–1922, Λόιντ Τζορτζ. Στο τέλος εκείνης της περιόδου, ο Ζαχάροφ φέρεται πάντως να θρηνεί διότι, παρά τις υψηλές γνωριμίες του, δεν απέτρεψε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, που ήταν η πιο μεγαλειώδης αποτυχία της ζωής του.

Δεν παρέλειψε, βέβαια, στη συνέχεια να παίξει ενεργό ρόλο στον επανεξοπλισμό της Γερμανίας με το «αγαπημένο του κανόνι», το Λάγκερ Μαξ, κατασκευασμένο από τον Κρουπ σε συνεργασία με τη Σκόντα, «κανόνι εξωγήινης κομψότητας, με ρεκόρ εμβέλειας τα εκατόν είκοσι χιλιόμετρα, ικανό να εκτινάσσει οβίδα στα σαράντα χιλιόμετρα πάνω από το έδαφος – το μήκος του: τριάντα οκτώ μέτρα». Εν τω μεταξύ, ο Λόιντ Τζορτζ, άρτι επιστρέψας από ένα ταξίδι στο Μπερχετσγκάντεν, στη Βαυαρία, είχε χαρακτηρίσει τον Χίτλερ ως τον πιο επικίνδυνο εν ζωή Γερμανό. Οι αυταπάτες της φιλειρηνικής πάση θυσία Ευρώπης επρόκειτο σε λίγο τελεσίδικα να ενταφιαστούν στα μέτωπα των μαχών. Αλλά ο Μπάζιλ Ζαχάροφ είχε ήδη ταξιδέψει στο Επέκεινα για να αναμετρηθεί με τις συνέπειες και της δικής του δράσης. Η θετή του κόρη Ανζέλ τον βρήκε νεκρό μέσα στην μπανιέρα του.

 

«Ελευθερία ή θάνατος»

Ποιος λοιπόν ήταν ο Μπάζιλ Ζαχάροφ. Ας ακούσουμε τα τελευταία λόγια του διά χειρός Τζένιφερ Ρισάρ, που τα απευθύνει στην Ανζέλ, ενώ στα χέρια του κρατά τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή  του Ντοστογιέφσκι:

Το μόνο που έκανα εγώ ήταν να διαιωνίσω μια μακρά περίοδο ατασθαλίας, έμφυτης στον άνθρωπο από τα πρώτα του βήματα, και φρόντισα, μέσα από αντινομικές επενδύσεις, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα και στην Τουρκία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, στην ξηρά και στον αέρα, με τα ασφυξιογόνα αέρια και την ιατρική, τα τουφέκια και τα ορφανοτροφεία, τα ορυχεία και τα δάση, ώστε οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων στους οποίους οι μάζες εναπόθεσαν την εμπιστοσύνη τους να μην ορρωδούν μπροστά σε τίποτα προκειμένου να συντηρούν την πορεία προς τον πλουτισμό. Η εκθετική κλιμάκωση των επιθετικών και αμυντικών μέσων διαιωνίζεται με το δέλεαρ του κέρδους. […] Σε προτρέπω, Ανζέλ, εσένα που πάντα έλεγες όχι στην εξουσία, στην ευκολία, στην ειμαρμένη και σε κάθε εντολή, να με ακολουθήσεις στη μόνη επιταγή, που, παρ’ όλα αυτά,  επιχείρησα να οικειοποιηθώ, και που είναι το σύνθημα της Ελλάδας: Ελευθερία ή θάνατος. 

 

[1] Ένοπλη σύρραξη μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των ιδρυτών των ανεξάρτητων δημοκρατιών του Ελεύθερου Κράτους της Οράγγης και της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής, στη βορειοανατολική Νότια Αφρική.

Ηλίας Καφάογλου

Δημοσιογράφος, επιμελητής, συγγραφέας, κριτικός. Πρόσφατα βιβλία του: Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940 (2013), Ελύτης εποχούμενος (2014), Πεζός. Ένας μικρός επαναστάτης (2016), Η δημοκρατία στην παραλία (2018), Η Γυφτοπούλα. Μια γυναίκα ερωτευμένη και η εποχή της (2019).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.