H στάση του βενιζελισμού κατά τη διετία 1920-1922 προκαλεί όλο και περισσότερο την προσοχή των ελλήνων ιστορικών και η ιστορική έρευνα φέρνει συνεχώς στο φως νέα πολύτιμα στοιχεία ώστε να μπορούμε να ανασυνθέσουμε μια πολύ σημαντική ιστορική ψηφίδα της περιόδου κατά την οποία κορυφώνεται η Μικρασιατική Εκστρατεία και η επακόλουθη Καταστροφή. Είχαμε πρόσφατα την έκδοση της μονογραφίας του Νίκου Βαφέα Από τον Λιποτάκτη στον Αντάρτη, Η «στάσις των ανυποτάκτων» στη δυτική Κρήτη (1921-1922) (εκδ. Αλεξάνδρεια), που εξετάζει την ανυπότακτη στάση των κατοίκων και το κύμα λιποταξιών στην Κρήτη κατά τη διετία της μετανοεμβριανής διακυβέρνησης.
Όπως είναι ήδη γνωστό, κατά την περίοδο των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων, ο βενιζελισμός δεν υπέμεινε παθητικά την παλινόρθωση του Κωνσταντίνου, την ολική επαναφορά του αντιβενιζελικού κράτους και τη συγκαλυμμένη ψυχολογική τρομοκρατία που του ασκούσαν οι κρατικοί μηχανισμοί, ειδικά μετά την αποτυχία των εαρινών πολεμικών επιχειρήσεων. Αντέδρασε δυναμικά με τρεις κυρίως μαχητικές εστίες, την Κρήτη, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, έχοντας ως ενδιάμεσους κρίκους συνεννόησης τον αυτοεξόριστο Βενιζέλο και την ηγεσία των βενιζελικών στην Αθήνα.
Ο βενιζελισμός στην Πόλη
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η νέα μονογραφία της Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου, καθώς εξετάζει την Εθνική Άμυνα Κωνσταντινούπολης, αξιοποιώντας αδημοσίευτο αρχειακό υλικό από το Αρχείο Στρέιτ αλλά και κατεξοχήν από τα χειρόγραφα πρακτικά των συνεδριάσεων της Εθνικής Άμυνας Κωνσταντινούπολης που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Όλα αυτά τα νέα στοιχεία που αντλεί, η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου τα διασταυρώνει με υλικό και πληροφορίες από άλλες πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, καταφέρνοντας να ανασυνθέσει όλη τη δραστηριότητα που ανέπτυξε η Εθνική Άμυνα Κωνσταντινούπολης, αλλά και άλλες ίσως πιο ενδιαφέρουσες πτυχές αυτής όπως οι σχέσεις της επιτροπής με τον Βενιζέλο.
Προφανώς η Εθνική Άμυνα Κωνσταντινούπολης είχε σαφή πολιτικό και βενιζελικό χαρακτήρα και αυτό τεκμαίρεται από τις ενέργειες, τις αποφάσεις και τις διακηρύξεις της. Άλλωστε η ίδια η υιοθεσία της ονομασίας που επιλέχθηκε ομόφωνα παρέπεμπε στην Άμυνα Θεσσαλονίκης του 1916. Σύμφωνα με στοιχεία της συγγραφέα, όλα τα μέλη της επιτροπής είχαν δεσμευτεί να μην υλοποιήσουν κανένα σχέδιο που δεν θα είχε την έγκριση του Βενιζέλου, ενώ μέλη της όπως ο Λεωνίδας Ιασωνίδης διετέλεσαν υψηλόβαθμα στελέχη των βενιζελικών κατά τον Μεσοπόλεμο. Η βασική δραστηριότητα της επιτροπής, μετά το φθινόπωρο του 1921, ήταν η δημιουργία προϋποθέσεων για την αυτονόμηση του ελληνισμού της Ιωνίας από την κωνσταντινική Ελλάδα. Και αυτό γιατί οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στα μέλη και στους υποστηρικτές της επιτροπής είτε ότι θα τα κατάφερναν να διατηρηθούν στη Μικρά Ασία, είτε ότι επεδίωκαν όντως κάτι τέτοιο.
Το σχέδιο της Επιτροπής ήταν η χρηματοδότηση και οργάνωση ενός στρατού από Κωνσταντινουπολίτες και Μικρασιάτες που θα αντιστεκόταν στον Κεμάλ, πιθανόν υπό την διοίκηση των αξιωματικών που είχαν αυτομολήσει στην Κωνσταντινούπολη και άλλων που θα παρέμεναν εθελοντικά μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία. Το νέο βενιζελικό αυτό κράτος θα περιλάμβανε την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα (σελ. 258). Προφανώς, για την επιτυχία του φιλόδοξου αυτού σχεδίου στου οποίου την σύλληψη είχε συνεισφορά και ο ίδιος ο Βενιζέλος (αν δεν ήταν ο βασικός εμπνευστής του), χρειαζόταν διεθνής (αγγλική) υποστήριξη σε διπλωματικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο.
Η επιτροπή έκανε προσωρινή ανακωχή με την Ελλάδα και το επίσημο κράτος κατά την διάρκεια των εαρινών πολεμικών επιχειρήσεων του 1921, όχι όμως χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις, καθώς κάποια από τα πιο ακραία στελέχη της διαφώνησαν και παραιτήθηκαν. Η τελική αποτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων δικαίωσε τους παραιτηθέντες που εμφανίστηκαν στις επόμενες συνεδριάσεις της οργάνωσης με τον γνωστό ελληνικό αέρα του «σας τα λέγαμε».
Η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου φέρνει νέα στοιχεία για τις επαφές της επιτροπής με τον ίδιο τον Βενιζέλο και την αμέριστη συμπαράσταση του τελευταίου στους σκοπούς της οργάνωσης. Ο Βενιζέλος έφερε σε επαφή τους απεσταλμένους της με άγγλους ιθύνοντες ήδη από το 1921, οι οποίοι πάντως δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το σχέδιο, καθώς το θεώρησαν ανέφικτο. Γενικά, η πρόθεση του Βενιζέλου ήταν να ενεργοποιήσει το σχέδιο της αυτονόμησης ως εναλλακτική λύση αποφυγής της ολικής καταστροφής του Μικρασιατικού Ελληνισμού, αν (όταν) η ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε την οριστική αποχώρηση από τη Μικρά Ασία. Όπως προκύπτει από τα αρχεία του Foreign Office, αυτό φάνηκε από την τελική επίσημη κρούση του Βενιζέλου στους Άγγλους τον Μάιο του 1922, στην οποία ζήτησε χρηματοδότηση και ηθική υποστήριξη για το εγχείρημα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Επίσης μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα νέα στοιχεία της μελέτης για τις σχέσεις της οργάνωσης με τους βενιζελικούς αξιωματικούς οι οποίοι, μετά το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, εγκατέλειψαν τις μονάδες τους στο μέτωπο και αυτομόλησαν στην Κωνσταντινούπολη. Νομίζω ότι η μελέτη φέρνει ως βασικό νέο στοιχείο το γεγονός ότι ο βασικός βενιζελικός παράγοντας στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν οι αξιωματικοί που κατέφυγαν εκεί, αλλά η ίδια η επιτροπή της Εθνικής Άμυνας που είχε ιδρυθεί αμέσως μετά την βενιζελική ήττα στις εκλογές του 1920 και, πάντως, πριν φτάσουν οι αξιωματικοί στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο οικείο της κεφάλαιο, η Ηλιάδου-Τάχου μάς δίνει πολλές νέες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το ζήτημα, αλλά και για την ακανθώδη οικονομική συντήρηση των αξιωματικών από την ελληνική κοινότητα (σελ. 149-174). Επίσης παρέχονται πρόσθετα στοιχεία και για τη σχέση του Κονδύλη με την επιτροπή. Ο Κονδύλης φέρεται ότι απόκτησε κύρος έναντι της επιτροπής λόγω των επαφών του με τον Βενιζέλο στις αρχές του 1921, καθώς εμφανίστηκε ενώπιόν της ως ερμηνευτής των θελήσεών του.
Η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου μάς παρέχει νέα ενδιαφέροντα στοιχεία για τις παρασκηνιακές ενέργειες της επιτροπής που θα εξέλεγε τον βενιζελικό ιεράρχη Μελέτιο Μεταξάκη στο θρόνο του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Οι ενέργειες εκείνες ήρθαν ευθέως σε σύγκρουση με τις αντίστοιχες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία πάσχιζε να ματαιώσει το ενδεχόμενο αυτό. Η Άμυνα Κωνσταντινούπολης πέτυχε τελικά το σκοπό της εκλέγοντας τον Μελέτιο Μεταξάκη, στο μεγαλύτερο απτό επίτευγμά της σε όλη τη διάρκεια της δραστηριότητάς της (σελ. 116-148). Η ελληνική κυβέρνηση, που ηττήθηκε κατά κράτος στο ζήτημα αυτό, δεν αναγνώρισε τον νέο Πατριάρχη που από την πρώτη κιόλας μέρα της ανόδου του στον πατριαρχικό θρόνο συμμετείχε με ενθουσιασμό στις ζυμώσεις και τις διεργασίες του βενιζελισμού στην Ανατολία. Το Πατριαρχείο στήριξε με το κύρος του τις προσπάθειες της επιτροπής όλο το 1922 μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή για τη δημιουργία ενός αυτόνομου μικρασιατικού κράτους.
Πολύ ενδιαφέρον και το κομμάτι με τις προσπάθειες της Άμυνας Κωνσταντινούπολης να ευνοήσει απεργίες στην Ελλάδα μέσω πρακτόρων της, ενώ προσπαθούσε να ευνοήσει και κάθε άλλη πρωτοβουλία που είχε αντικυβερνητική χροιά (σελ. 192-193). Επίσης η Άμυνα ανέπτυξε συντεταγμένη δραστηριότητα για την καταπολέμηση της κρατικής ελληνικής προπαγάνδας στην Κωνσταντινούπολη προσπαθώντας να αποτρέψει τη διακίνηση και την πώληση των αθηναϊκών αντιβενιζελικών εφημερίδων (σελ. 195-197). Επίσης οργανώθηκαν διαλέξεις με αντικωσταντινικό χαρακτήρα, ενώ στο ίδιο αντιβασιλικό πλαίσιο εντάσσονται και οι πρωτοφανείς πανηγυρικοί εορτασμοί για την ονομαστική γιορτή του Ελευθερίου Βενιζέλου (σελ. 197-200).
Πριν την Καταστροφή
Η μελέτη κορυφώνεται με την περιγραφή των συμβάντων του Απριλίου 1922. Καθώς τα σύννεφα της Καταστροφής πλήθαιναν στον ουρανό της ελληνικής Ανατολίας, η Άμυνα Κωνσταντινούπολης εμφανίστηκε πιο τολμηρή στις ενέργειές της, ενισχυμένη και από οικονομικές εισφορές των εύπορων αστών και μεγαλοαστών μελών της, που τη στήριζαν. Εκείνη την περίοδο η οργάνωση ήρθε σε επαφή με τη Μικρασιατική Άμυνα, με τον Αριστείδη Στεργιάδη και τον Αναστάσιο Παπούλα, εντείνοντας τις ενέργειές της για να υλοποιηθεί το αυτονομιστικό κίνημα των Ελλήνων της Ανατολής. Καθώς όμως οι επαφές αυτές ήταν μυστικές και είχαν ανατρεπτικό χαρακτήρα δεν σκιαγραφούνται στις συνεδριάσεις της επιτροπής και αυτό είναι πλήγμα. Στο κομμάτι αυτό, που είναι ήδη γνωστό και από άλλες δημοσιευμένες μελέτες, η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου συνεισφέρει κυρίως τις μεταγενέστερες εκμυστηρεύσεις του βασικού προσώπου στις σχετικές διαπραγματεύσεις, Ιωάννη Σιώτη, στην εφημερίδα Δημοκρατία το 1924, που νομίζω ότι παρουσιάζονται πρώτη φορά και είναι μια ενδιαφέρουσα ψηφίδα στο θέμα (σελ. 222-248).
Τελική αποτίμηση: Νομίζω ότι από την αδρή περιγραφή του περιεχομένου της μελέτης που παρουσίασα, φτάνει κανείς στο συμπέρασμα ότι είναι σημαντικό βιβλίο. Θα έλεγα ότι είναι αναγκαστική πηγή για όσους ιστορικούς, ιστοριοδίφες ή και φίλους της ιστορίας ασχολούνται με αξιώσεις με τα ιστορικά ζητήματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Η έρευνα της Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου λειτουργεί απομυθοποιητικά τόσο προς την κατεύθυνση των βενιζελικών υπερβολών για τις δήθεν μεγάλες δυνατότητες των οργανώσεων αυτών, όσο και των αντιβενιζελικών υπερβολών για τη βαρύτητα και τη ζημιά που δήθεν προκάλεσαν στον εθνικό σκοπό.
Εκτός όλων των άλλων, η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου αναιρεί και την ηχολαλία πολλών από εμάς που επαναλαμβάναμε μονότονα, αλλά χωρίς περιεχόμενο, τα περί της καταφυγής των αξιωματικών στην Κωνσταντινούπολη και τα περί της δραστηριότητάς τους εκεί. Η προσεκτική ανάγνωση των στοιχείων της μελέτης σε πείθει ότι η Άμυνα Κωνσταντινούπολης σχηματίστηκε με γνήσιες πατριωτικές βενιζελικές προθέσεις των ανθρώπων της Πόλης που αγωνιούσαν για την τύχη του ελληνισμού της Ανατολίας. Επί της ουσίας, όμως, η Άμυνα Κωνσταντινούπολης δεν είχε την παραμικρή δυναμική να επηρεάσει τις τεκτονικές αλλαγές στην περιοχή, λόγω της σύγκρουσης των διεθνών οικονομικών συμφερόντων και της ανάδυσης του εθνικιστικού κινήματος των Τούρκων υπό τον Κεμάλ.
Wikipedia
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος Δ΄ (1871-1935). Βενιζελικός ιεράρχης, εξελέγη με την υποστήριξη της Εθνικής Άμυνας Κωνσταντινουπόλεως, γι’ αυτό δεν τον αναγνώριζε η ελληνική κυβέρνηση. Το Πατριαρχείο στήριξε με το κύρος του τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι βενιζελικές δυνάμεις, όλο το 1922 μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή, για τη δημιουργία ενός αυτόνομου μικρασιατικού κράτους.