Γιώργος Ναθαναήλ
Το κασκόλ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 γνώρισα τον θρυλικό καθηγητή Πληροφορικής του ΜΙΤ Μιχάλη Δερτούζο. Του εκμυστηρεύτηκα την επιθυμία μου να αρθρογραφήσω σε εφημερίδες για τον πολύ νέο αυτό κλάδο της Πληροφορικής, τον οποίο είχα σπουδάσει. «Θα σε στείλω να μιλήσεις με τον Σταύρο», μου είπε χωρίς δισταγμό. «Είναι δαιμόνιος».
Στο έλεος της προπαγάνδας - και της τεχνητής νοημοσύνης
Εποχή κακή. Με εγγαστρίμυθους που κρύβονται πίσω από τις στάμπες μαύρων τισέρτ, βατσιμάνηδες της εξουσίας με χυδαίο προπαγανδιστικό λόγο, όχλο που άγεται και φέρεται σε παλίρροια και άμπωτη, ανάλογα με το ποιος φωτίζει ποια πλευρά μιας δικαστικής απόφασης. Εξοργίζεσαι. Και θέλεις να το εκφράσεις, πιο αιχμηρά απ΄ ό,τι συνήθως. Εγώ τουλάχιστον. Όταν άκουσα λοιπόν αυτά τα εμετικά που εκφώνησε ένας από εκείνους που αυτοαποκαλούνται «ακαδημαϊκοί» όταν θέλουν να νιώσουν πως ψηλώνουν, ο νους μου πήγε στον πρωθιερέα της προπαγάνδας, τον Γιόζεφ Γκαίμπελς, υπουργό Προπαγάνδας του Χίτλερ, πρόσωπο και φωνή του Γ’ Ράιχ. Ανάρτησα λοιπόν ένα πορτρέτο του στο Facebook, μπροστά από ένα εντυπωσιακό μικρόφωνο με μία κορόνα που έγραφε «Ώρα Ραδιοφώνου». Σκόπευα να βάλω και μία λεζάντα «Χωρίς Λόγια», αλλά δεν πρόλαβα: Ο αλγόριθμος αναγνώρισης προσώπων του fb, που εκπαιδεύεται στο υπόβαθρο χρόνια τώρα, με ενημέρωσε ότι παραβιάζω τους Όρους της Κοινότητας και ότι μόνον εγώ μπορούσα πλέον να δω την ανάρτηση.
Ψυχοπομποί
Εμείς οι κοινοί θνητοί εντυπωσιαζόμαστε, ιδιαίτερα κατά τις ιδιωτικές σεάνς, από τους επιστήμονες της ψυχής,: τους ψυχαναλυτές, τους ψυχιάτρους, τους ψυχολόγους. Η πραότητά τους, η κοινωνική τους ενσυναίσθηση σε γαληνεύει. Η απαλή τους παρακίνηση να γίνεις πιο αυθεντικός, να ενώσεις τις αξίες σου με την συμπεριφορά σου σε ωθεί να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Και αυτό το γνήσιο νοιάξιμό τους για έναν αγαθότερο, δικαιότερο, λιγότερο υποκριτικό κόσμο σε παρασύρει μαζί τους προς ένα λιγότερο δύστηνο μέλλον — γι’ αυτό δεν κατέφυγες εκεί; Νιώθεις πώς όταν κάποτε θα περάσεις κι εσύ την Αχερουσία, οι συγγενείς θα σου έχουν σφηνώσει στα χείλη έναν οβολό φτιαγμένο από καλοσύνη.
Εθισμός σαν νικοτίνη
Πρέπει να το κόψω το ρημάδι. Οι γιατροί της αρμόδιας ειδικότητας έχουν αποφανθεί: κάνει κακό στην υγεία, και μερικές φορές πολύ κακό. Πρωί που ξυπνάς κάνε κάτι άλλο -οτιδήποτε άλλο- αλλά μην το πιάσεις στο χέρι σου.
Ενα βιβλίο, χίλιοι πύραυλοι
Barbara W. Tuchman, The Guns of August, Presidio Press, τελευταία έκδοση 2004, 640 σελ.
Λίγοι έχουν ακούσει για την Μπάρμπαρα Τάκμαν (Barbara W. Tuchman). Ακόμη λιγότεροι την έχουν διαβάσει. Το ότι φθάσατε στο σήμερα, ωστόσο, και διαβάζετε αυτές τις γραμμές το οφείλετε σε ένα βαθμό και σε εκείνη. Γιατί με ένα από τα βιβλία της επηρέασε τις τύχες του κόσμου.
Την ψυχή μου για ένα σλόγκαν
«Δεν ξέρω εάν υπάρχουν λεφτόδεντρα αλλά υπάρχουν κλεφτόδεντρα». Όταν η φράση αυτή επαναλαμβάνεται, όχι σε στιγμές ιλαρότητας αλλά ως βαρυσήμαντο πολιτικό σλόγκαν, τι πρέπει να υποθέσει ο παροιμιώδης μέσος άνθρωπος; Ότι αυτός που το λέει έχει στοιχεία, αλλά για κάποιον σκοτεινό λόγο δεν τα καταθέτει στις αρμόδιες αρχές; Ότι έχει μία γενική αίσθηση ότι το φαινόμενο είναι διαδεδομένο στην κοινωνία μας και θα καταβάλει σοβαρές προσπάθειες να το ξεσκεπάσει; Ή ότι επινόησε ένα ακόμη ευφυολόγημα, που δεν έχει ρίζες σε πραγματικά στοιχεία, και ότι καμαρωτός και με εκείνο το κουτοπόνηρο γελάκι το επαναλαμβάνει αδιακρίτως, από τηλεοπτικές εκπομπές μέχρι επαρχιακά μπακάλικα και όποιον πείσει —και όποιον πάρει ο Χάρος που σε αυτή την περίπτωση θερίζει υπολήψεις;
Να μη γυρίσουμε πίσω
Το ότι η Νομική Σχολή του Yale είναι από τις κορυφαίες στις ΗΠΑ, από την οποία αποφοίτησαν Πρόεδροι, δικαστικοί όλων των βαθμίδων, πολιτικοί και επιτυχημένοι επιχειρηματίες δεν σημαίνει ότι όλοι οι απόφοιτοί της είναι οπαδοί της ανοιχτής κοινωνίας και της νεωτερικότητας. Απόφοιτος του Yale είναι και ο συντηρητικός Σάμιουελ Αλίτο, δικαστής που διορίστηκε το 2006 από τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, γνωστό με το αρκτικόλεξο SCOTUS. Επιπλέον, ένας Πρόεδρος που έχασε την λαϊκή ψήφο με διαφορά τριών εκατομμυρίων ψήφων, αλλά κέρδισε την Προεδρία χάρη στις ιδιαιτερότητες του εκλεκτορικού συστήματος, ο Ντόναλντ Τραμπ, μπόρεσε και διόρισε τρεις νέους συντηρητικούς δικαστές –σε σύνολο 9 του SCOTUS– ανατρέποντας δραστικά τις ισορροπίες και σπρώχνοντας το δικαστήριο προς τα σκοτάδια του πρωτόγονου συντηρητισμού.
Για την πατρίδα
Τα τελευταία 82 χρόνια στην Ελλάδα κυκλοφορεί αναμεσά μας ένας γέρικος ελέφαντας. Στα τεράστια καπούλια του είναι σταμπαρισμένοι ο πυρσός της μεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και ο φασιστικός διπλούς πέλεκυς της ΕΟΝ. Δεν είναι αόρατος: απλά κανείς δεν μιλάει γι’ αυτόν. Δεν μιλάει για τους αστούς οι οποίοι σιχαίνονταν τους φασίστες του Μεταξά που τους πότιζαν το ρετσινόλαδο του Μανιαδάκη —όταν όμως ήρθε το τελεσίγραφο των Ιταλών δεν αρνήθηκαν να μοιραστούν το χνότο τους με τους φασίστες συστρατιώτες τους· δίπλα τους πολέμησαν για την πατρίδα, που τους ένωνε εκείνη την σκοτεινή ώρα. Ακόμη και οι κομμουνιστές (όσοι δεν ήταν φυλακή και στα ξερονήσια οι οποίοι, σε μία ακόμη μελανή σελίδα της δικτατορίας Μεταξά, δεν απελευθερώθηκαν, αλλά παραδόθηκαν στους Ναζί) πολέμησαν. Πολέμησαν μαζί για να σώσουν την πατρίδα.
Οι Ερινύες δεν μένουν πια εδώ;
Νa 'ταν και αυτό που ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ εννοούσε όταν, στο Όπως σας Αρέσει, ο Ιάκωβος ο μελαγχολικός έλεγε στον Δούκα: «Όλος ο κόσμος μια σκηνή και οι ανθρώποι, οι άνδρες και ο γυναίκες απλώς ηθοποιοί»; Μπορεί και να ξεχώριζε ένα ιδιαίτερο ταλέντο: εκείνους που μακέλεψαν «αγαπημένα», αλλά όχι αγαπώμενα πρόσωπα, και μετά δήλωναν ότι αυτό που πιότερο ποθούν είναι «να λάμψει η αλήθεια» — αλλά μέχρι αυτό να συμβεί άστραφταν τα φλας των φωτογράφων και έλαμπαν οι προβολείς των τηλεοπτικών στούντιο, εκεί όπου έκαναν τις συντετριμμένες τους δηλώσεις και περιέφεραν τις λυπητερές τους ιστορίες. Ποιος να ξέρει.
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται
Έγραφα για το περιοδικό ΗΧΟΣ & hi-fi από το 1977 μέχρι το 1983, αλλά συνέχιζα να τον αγοράζω και μετά. Στα μουχλιασμένα και σαρακοφαγωμένα πλέον τεύχη του μπορεί να βρει κανείς πολύτιμα κομμάτια της μουσικής ιστορίας του τόπου. Φύσηξα λοιπόν τη σκόνη του αρχείου του ΗΧΟΥ (ένα τμήμα του υπάρχει ψηφιοποιημένο στο διαδίκτυο) και βρήκα μία συνέντευξη του Λεωνίδα Καβάκου, από τον Σεπτέμβριο του 1989.