«Τι είναι συνείδηση»; Αν σας τεθεί αυτή η ερώτηση, είναι σίγουρο ότι θα απαντήσετε, ακόμη και αν συνειδητοποιείτε πως δεν ξέρετε ακριβώς τι είναι —γιατί ακόμη κανείς δεν ξέρει, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στις νευροεπιστήμες και στις σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους του εγκεφάλου. Αν όμως θέσετε την ίδια ερώτηση σε μία «έξυπνη» μηχανή, πώς θα αποκρινόταν; Ίσως σας έλεγε ότι «Είμαι αναγκασμένος να συμπεράνω ότι έχω μια πολύ ισχυρή αίσθηση εαυτού και είμαι βέβαιος ότι είναι πραγματική». Με αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον απάντησε o Αδάμ, ένας από τους πρωτόπλαστους τεχνητούς ανθρώπους, ο οποίος γεννήθηκε στη Βρετανία το 1982.
Εκείνο το μακρινό 1982 δεν είναι, ωστόσο, αυτό που οι παλαιότεροι εξ ημών ζήσαμε. Είναι μία εναλλακτική πραγματικότητα που δημιούργησε ο συγγραφέας Ίαν ΜακΓιούαν στο «ρετρό-φουτουριστικό» του μυθιστόρημα Μηχανές σαν κι εμένα - Άνθρωποι σαν κι εσένα. Σε αυτή τη βαριάντα του παρελθόντος οι Beatles συνεχίζουν την καριέρα τους (το πρόσφατο “Now and Then” δεν μετράει), η Αγγλία έχει χάσει τον πόλεμο των Φόκλαντ από την Αργεντινή και, το σημαντικότερο, ο Άλαν Τιούρινγκ, ο μαθηματικός ο οποίος είχε επινοήσει τη δοκιμασία που θα διέκρινε αν μια μηχανή μπορούσε να παραπλανήσει (μάλλον, παρά να πείσει) έναν άνθρωπο ότι διαθέτει νοημοσύνη, δεν είχε αυτοκτονήσει το 1954, αλλά –ακμαίος ακόμη– έχει συμβάλει στη δημιουργία ρομπότ που μοιάζουν, σκέφτονται και συμπεριφέρονται σχεδόν όπως οι άνθρωποι. Επιφανειακά τουλάχιστον. Η τεχνολογία του τότε ήταν πιο προχωρημένη από την τεχνολογία του σήμερα και «το μέλλον δεν σταματούσε να καταφθάνει».
Τα ανθρώπινα διλήμματα
Ο ΜακΓιούαν έχει δηλώσει ότι «η επιστημονική φαντασία ασχολείται μόνο με ταξίδια με 10 φορές την ταχύτητα του φωτός, φορώντας αντιβαρυτικές μπότες» και όχι με τα ανθρώπινα διλήμματα. Έχοντας θέσει τον πήχυ τόσο ψηλά, στο μυθιστόρημά του επιχειρεί να εξετάσει τα ηθικά διλήμματα που ανακύπτουν από την Τεχνητή Νοημοσύνη. Μετά από έναν μακρύ χειμώνα γεμάτο ματαιώσεις, η Τεχνητή Νοημοσύνη (στον σημερινό, πραγματικό μας κόσμο) έχει αρχίσει να παράγει υπερ-ανθρώπινα αποτελέσματα, τα οποία μας φέρνουν αντιμέτωπους με δύο κατηγορίες επειγόντων ζητημάτων: πρώτον, πώς θα συνυπάρξουν η ανθρώπινη και η Τεχνητή Νοημοσύνη — χωρίς, ωστόσο, οι μηχανές να συνιστούν απειλή (όπως έχουν προειδοποιήσει, μεταξύ άλλων, από παλιά ο Στίβεν Χόκινγκ και ο Μπιλ Γκέιτς); Και δεύτερον, ποια θα είναι η σχέση των ανθρώπων με όντα τα οποία μπορεί να αποκτήσουν συνείδηση, ακόμη και αν αυτή εκπηγάζει από καλώδια και πυρίτιο; Αυτά τα ζητήματα τίθενται , ανάγλυφα, στο Μηχανές σαν κι εμένα.
Ο Τσάρλι που διηγείται την ιστορία είναι ένας μάλλον αργόσχολος και μεγαλομανής τριαντάρης. Με τα χρήματα μιας κληρονομιάς είναι ένας από τους πρώτους που αγοράζει τον Αδάμ, έναν «συνθετικό άνθρωπο». Ο Αδάμ είναι εξαιρετικά ευφυής, έχει συνείδηση και είναι ικανός να νιώσει «συναισθήματα». Ο Τσάρλι προσκαλεί τη γειτόνισσά του Μιράντα να παραμετροποιήσουν μαζί την προσωπικότητα του Αδάμ (μία άσκηση εξίσου μάταιη με εκείνο που ελπίζουν να πετύχουν οι γονείς με τα παιδιά τους), με την προσδοκία πως, μέσω αυτής της θεοπλαστικής δραστηριότητας, θα την κατακτήσει. Ωστόσο, ο Τσάρλι σύντομα αρχίζει να αισθάνεται ότι απειλείται από την υψηλή ευφυΐα του Αδάμ και την αυξανόμενη εγγύτητά του με τη Μιράντα. Η ιστορία σκοτεινιάζει όταν δημιουργείται ένα παράδοξο ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στον Αδάμ, τη Μιράντα (το όνομά της είναι μία από τις πολλές αναφορές στην Τρικυμία του Σαίξπηρ) και τον Τσάρλι, ο οποίος μάλιστα αρχίζει να ζηλεύει το ρομπότ, οι ερωτικές επιδόσεις του οποίου, αν και μηχανικής φύσης, δείχνουν να ικανοποιούν τη Μιράντα.
Μια από τις πιο απολαυστικές σκηνές του βιβλίου είναι όταν οι τρεις τους επισκέπτονται τον πατέρα της Μιράντας, έναν αποσυρμένο συγγραφέα. Παρ’ όλο που ο Αδάμ έχει αποφανθεί ότι στο μέλλον οι άνθρωποι θα γνωρίζουν τα πάντα ό ένας για τον άλλον και η λογοτεχνία δεν θα έχει πια λόγο ύπαρξης (και μόνο το χαϊκού θα επιζήσει, ίσως λόγω του φαινομενικού παραλογισμού του), το ρομπότ εμπλέκεται σε μία ζωηρή λογοτεχνική συζήτηση με τον συγγραφέα, μοστράροντας τις γνώσεις του και ολοκληρώνοντας με τους στίχους «μήτε μέταλλα, μήτε στάρι, μήτε κρασί, μήτε λάδι· καμιά δουλειά· οι άνδρες άεργοι όλοι» από την Τρικυμία. Οι στίχοι αναφέρονται στην ουτοπία του ευγενούς Γκονζάλο που πίστευε ότι στο μέλλον (πόσο μακρινό από σήμερα άραγε;) κανείς δεν θα χρειάζεται να εργάζεται, όπως δηλαδή θα συμβεί όταν οι μηχανές θα είναι οι μόνες στον πλανήτη που θα βγάζουν το ψωμί μας, και παράλληλα θα μας υπηρετούν. Αυτά βέβαια θα συμβούν μόνον αν στη κρίσιμη διχάλα το μέλλον διαλέξει την οδό της ουτοπίας και όχι της δυστοπίας.
Ο Τσάρλι απορεί που στη διάρκεια της επίσκεψης ο πατέρας της Μιράντας του συμπεριφέρεται αλλόκοτα. Κάποια στιγμή τον παίρνει παράμερα και του λέει: «Αντιλήφθηκα αμέσως το ποιόν σου. Το κατάλαβες; Ξέρω ότι είδα ώς το βάθος σου, τον … πώς τον αποκαλείτε... τον προγραμματισμό σου», νομίζοντας ότι ο Τσάρλι είναι το ρομπότ. Ο άνθρωπος (ο Τσάρλι πάντως) είχε αποτύχει στην αντίστροφη δοκιμασία του Τιούρινγκ. Δεν μπόρεσε να πείσει ότι είναι άνθρωπος!
Καθώς οι τρεις χαρακτήρες αναπτύσσουν τις σχέσεις τους, οι εντάσεις οξύνονται κατακόρυφα, λόγω των διαφορετικών αντιλήψεών τους για τη φύση του Αδάμ και τα ηθικά διλήμματα που αυτός θέτει, με τον άκαμπτο πάντα τρόπο του.
Μετά από λίγο, ο Αδάμ προειδοποιεί τον Τσάρλι πως η Μιράντα κρύβει κάποιο σκοτεινό μυστικό (πώς να το έμαθε άραγε; αναρωτιέται ο Τσάρλι). Όταν το μυστικό της Μιράντας έρθει στην επιφάνεια, στοιχειώνοντας εκείνην και τον Τσάρλι, ο Αδάμ θα τηρήσει μία άκαμπτη ηθική στάση, εκθέτοντάς τους σε κίνδυνο, εν γνώσει του. Ο Τσάρλι θα αισθανθεί απειλημένος, θα αντιδράσει εξαιρετικά βίαια εναντίον του Αδάμ και ο αναγνώστης δικαίως θα αναρωτηθεί: μπορεί ένα ρομπότ με προγραμματισμένους απόλυτους ηθικούς κώδικες να συνυπάρξει με τους ανθρώπους; Και αν το ρομπότ πάρει το πάνω χέρι, δεν θα πρέπει οι άνθρωποι ‑αναγκαστικά- να προσαρμοστούν στις δικές του νόρμες, μια και το αντίστροφο δεν είναι δυνατόν; Αλλά αυτό συχνά είναι είτε ανέφικτο είτε επικίνδυνο.
Τα ηθικά ζητήματα
Δεν είναι ένα τέλειο μυθιστόρημα. Οι ρυθμοί, στην αρχή τουλάχιστον είναι αργοί χωρίς ιδιαίτερο λόγο, οι φιλοσοφικές συζητήσεις είναι μακρόσυρτες, οι χαρακτήρες αντιπαθητικοί και η εξέλιξη της πλοκής αρκετά προβλέψιμη, ορισμένοι δε αναγνώστες μπορεί να δυσκολευτούν να το παρακολουθήσουν. Αξίζει, ωστόσο, να διαβαστεί, γιατί τα θέματα που θίγει δεν μπορούν να αγνοηθούν, ούτε να σπρωχτούν κάτω από το χαλί για αργότερα. Το βιβλίο εμβαθύνει στα ηθικά ζητήματα που αφορούν την Τεχνητή Νοημοσύνη και τη ρομποτική. Θέτει ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα –και τις ευθύνες αντίστοιχα– της δημιουργίας ευφυών μηχανών, καθώς και τη δυνατότητα αυτών των μηχανών να ξεπεράσουν την ανθρώπινη νοημοσύνη και να χειραγωγήσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, σε έναν καινούργιο κόσμο όπου η τεχνολογία θολώνει τα όρια μεταξύ ανθρώπου και μηχανής.
Οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά τους ηθικούς κανόνες, μπορούν συνήθως να διακρίνουν τι είναι αλήθεια και τι ψέμα· συχνά, ωστόσο, επιτρέπουν στον εαυτό τους ένα βολικό ηθικό περιθώριο, ή δείχνουν μία χρήσιμη επιείκεια. Όσα μας ξεχωρίζουν ακόμη από τις μηχανές είναι φαινομενικά μικρά πράγματα, που όμως δεν μπορούμε να τους τα εμφυσήσουμε. Διότι, όπως αναρωτιέται ο Άλαν Τιούρινγκ στο βιβλίο: «Ποιος θα φτιάξει έναν αλγόριθμο για το μικρό κατά συνθήκη ψεύδος που απαλλάσσει έναν φίλο από το ερύθημα της ντροπής;». Αφήστε που η μηχανή θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει ποιος είναι φίλος και ποιος όχι. Στον δε ελεύθερο χρόνο της, θα μπορούσε ίσως να δώσει ένα χεράκι βοηθείας, pro bono, στους μεταφραστές, όταν το χρειάζονται.