Αλλά εμάς τι μας νοιάζει; Το θέμα δεν μας αφορά, αυτά τα πράγματα θα συμβαίνουν γύρω μας. Τι μπορούμε να κάνουμε δηλαδή; Άλλη πάστα εκείνοι, άλλη εμείς. Εμείς είμαστε πολύ μακριά απ’ όλα αυτά. Το πολύ πολύ να πάρουμε χωρίς τύψεις από τον υδραυλικό ένα μαύρο τιμολόγιο — μήπως, άλλωστε, το παιδί μας θα πάει σε καλύτερο σχολείο αν πληρώσουμε τον ΦΠΑ;
Ευλογοφανή επιχειρήματα, αλλά δεν είναι έτσι. Καθόλου έτσι. Η πιθανότητα να πάθουμε κάτι, να βρεθούμε μέσα σε ένα τέτοιο «ξεκαθάρισμα» είναι μηδαμινή, ωστόσο αυτές οι δολοφονίες, διαρκείς, αποτρόπαιες, παράλογες, παρανοϊκές (και συχνά ανεξιχνίαστες) δεν μας δημιουργούν μία πλημμυρίδα αρνητικών συναισθημάτων; Δεν μας ενοχλεί αφόρητα -έστω και για λίγο- αυτό που συμβαίνει στην ίδια κοινωνία που ζούμε, μερικές φορές λίγα τετράγωνα από το σπίτι μας; Και, ακόμη χειρότερα, δεν ανησυχούμε ότι σιγά σιγά το συνηθίζουμε, όπως δηλαδή φοβόμαστε ότι θα συνηθίσουν τα παιδιά μας τη βία, από τις μεγάλες δόσεις που τους σερβίρουν η τηλεόραση και τα βιντεοπαίχνιδα, θα εθιστούν και δεν θα τους κάνει πλέον καμία εντύπωση, σαν όλη η ζωή να παίζεται στο metaverse; Νομίζω πως ναι, μας ενοχλούν πολύ, ακόμη και αν δεν το δείχνουμε.
Μοιραία αναλογιζόμαστε και το ρόλο του κράτους σε αυτή τη φριχτή χορογραφία των νονών, εγχώριων και αλλοδαπών, που δίνουν λίγα χιλιάρικα -από τη μαύρη μπάζα που έχουν κάνει- για επικυριαρχία ή εκδίκηση, και για να αποδείξουν μπροστά στα μάτια μας ότι η ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει δεκάρα. Μπορεί άραγε το κράτος να σταματήσει αυτό τον μακάβριο χορό; Μάλλον ναι, αν κρίνουμε από σημαντικές επιτυχίες που δεν οφειλόταν στην τύχη και στις συμπτώσεις. Θέλει όμως; Πολύ λιγότερο, αν πάλι κρίνουμε από τον ιστό της αράχνης που απλώνεται παντού, από τις πολλές υπόγειες διασυνδέσεις που κάποια στιγμή βγήκαν στο φως.
Στο μεταξύ, όσο αυτοί οι εγκληματίες, τα σιχάματα, τα αποβράσματα σφάζονται μεταξύ τους, εμείς βυθιζόμαστε στο βούρκο της απάθειας. Το δηλητήριο, αργά αλλά ασταμάτητα, κάνει καλά τη δουλειά του.