Η σημερινή συζήτηση περί ενός πιθανού τέλους στην οκτάχρονη επιθετικότητα της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας ακόμη τροφοδοτείται από την ανεπιτυχή εφαρμογή των αποκαλούμενων Συμφωνιών του Μινσκ του 2014-15 μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Εντούτοις, οι Συμφωνίες του Μινσκ δεν προσφέρουν ένα δρόμο για την ειρήνη. Σε αντίθεση με μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, δεν αποτελούσαν δυνητικό εργαλείο επίλυσης του προβλήματος, αλλά ουσιώδες τμήμα των ζητημάτων που οδήγησαν στην κλιμάκωση του 2022.
Η ιστορία των Συμφωνιών του Μινσκ
Έπειτα από πολλά χρόνια παράνομων παρεμβάσεων, η καλυμμένη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία άρχισε με τη στρατιωτική κατοχή της Κριμαίας στα τέλη του Φεβρουαρίου 2014. Παράλληλα με την επιτυχή επιχείρηση προσάρτησης της νοτιο-ουκρανικής χερσονήσου, η Ρωσία υποκίνησε ταραχές στη λεκάνη του ποταμού Ντον στην Ανατολική Ουκρανία, στο Ντονμπάς, και επιχείρησε να κάνει το ίδιο και σε άλλες περιοχές της χώρας. Τον Μάιο του 2014 οι υποκινούμενοι από τη Μόσχα κατάφεραν να εγκαθιδρύσουν δύο μη αναγνωρισμένα τεχνητά κρατίδια, τη «Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ» (ΛΔΝ-Donetsk People’s Republic, DNR) και τη «Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ» (ΛΔΛ-Lugansk People’s Republic, LNR). Κάνοντας αυτό, η Μόσχα χρησιμοποίησε ορισμένα από τα εργαλεία που και προηγουμένως είχε χρησιμοποιήσει ώστε να στηρίξει τις μη ελεγχόμενες από τις κεντρικές κυβερνήσεις επικράτειες στη Μολδαβία και τη Γεωργία κατά τη δεκαετία του 1990. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησε παλαιότερες συνταγές, από τις επεμβάσεις της στη Μολδαβία και τη Γεωργία, προκειμένου να διαμορφώσει πρότυπα διαπραγματεύσεων και θεμελιώδη κείμενα, ώστε να παγιδεύσει τα θύματα της ρωσικής επιθετικότητας αλλά και να εμπλέξει τα κράτη της Δύσης στη λογική της «παγωμένης σύγκρουσης».[1]
Έπειτα από ορισμένα εδαφικά κέρδη των καθοδηγούμενων από τη Μόσχα παραστρατιωτικών δυνάμεων, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις εξαπέλυσαν μια αρχικά επιτυχή αντεπίθεση το καλοκαίρι του 2014. Το Κίεβο ανακατέλαβε σημαντικό ποσοστό του χαμένου εδάφους, περιλαμβανομένης της στρατηγικά κρίσιμης πόλης της Μαριούπολης και του λιμένα της. Πριν απ’ αυτό, με εξαίρεση επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων αλλά και παραστρατιωτικών μαχητών σταλμένων από τη Μόσχα, μόνο μικρά τμήματα των ρωσικών τακτικών δυνάμεων είχαν εισέλθει στην ανατολική Ουκρανία. Στα τέλη Αυγούστου του 2014, όμως, η Ρωσία επενέβη για πρώτη φορά σε αυτό το τμήμα της χώρας, αποστέλλοντας ένα μεγάλο απόσπασμα πεζικού, χωρίς διακριτικά, από τις τακτικές της δυνάμεις, προκειμένου να πολεμήσει με το μέρος των υποστηριζόμενων από αυτή πολιτοφυλακών του Ντονμπάς. Ως επακόλουθο της συντριπτικής ήττας του Ουκρανικού Στρατού στο Ιλοβάισκ και φοβούμενο σημαντικές περαιτέρω απώλειες, το Κίεβο συμφώνησε στη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τη Μόσχα στο Μινσκ, την πρωτεύουσα της Λευκορωσίας.
Το Πρωτόκολλο του Μινσκ, το οποίο έγινε γνωστό ως «Μινσκ Ι», υπογράφτηκε τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου του 2014 από τους αντιπροσώπους του προεδρεύοντος του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), της Ρωσίας και της Ουκρανίας, ως συμμετεχόντων στην αποκαλούμενη Τριμερή Ομάδα Επαφών (ΤΟΕ). Δύο αντιπρόσωποι των αποκαλούμενων Λαϊκών Δημοκρατιών, ο Ολεκζάντρ Ζακαρένκο (1976-2018) και ο Ιχόρ Πλοτνίτσκιι (γεννηθείς το 1964), επίσης υπέγραψαν το Πρωτόκολλο, χωρίς να αναφέρονται οι από εκείνους δηλωμένες ιδιότητες. Φαινομενικά, αυτό το σχήμα ήταν ένας συμβιβασμός από τη στιγμή που η Ρωσία, αλλά όχι και η Ουκρανία, θεωρούσαν τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» μέρος της σύγκρουσης. Αργότερα, τον ίδιο μήνα, το «Μινσκ Ι» συμπληρώθηκε με ένα Μνημόνιο το οποίο περιλάμβανε κάποιες διευκρινίσεις αλλά και περαιτέρω δεσμεύσεις.
Παρότι το Πρωτόκολλο του Μινσκ και το Μνημόνιο απέτιαν φόρο τιμής στα ρωσικά συμφέροντα και παρότι εγκαθιδρύθηκε μια εύθραυστη κατάπαυση του πυρός, τα δύο αυτά έγγραφα δεν επέλυσαν τη σύγκρουση. Απεναντίας, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2015, το πρότυπο του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2014-2015 επαναλήφθηκε. Η Ουκρανία υπέστη άλλη μία συντριπτική ήττα από τα τακτικά ρωσικά στρατεύματα που εισέβαλαν εκ νέου στο Ντεπάλτσεβε. Ενόψει των διαφαινόμενων ρωσικών εισβολών ακόμη βαθύτερα στο ουκρανικό έδαφος, το Κίεβο υπέγραψε το αποκαλούμενο Πακέτο Μέτρων για την Εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ. Αυτό το «πακέτο», το οποίο έγινε γνωστό ως «Μινσκ ΙΙ», περιέχει ακόμη λεπτομερέστερες προβλέψεις από ό,τι το «Μινσκ Ι». Λίγο αργότερα, το πακέτο «Μινσκ ΙΙ» επικυρώθηκε με το Ψήφισμα 2022 (το 2015) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο νομιμοποίησε μια συμφωνία που περιλάμβανε πρόδηλες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
Οι Συμφωνίες «Μινσκ Ι» και «Μινσκ ΙΙ» περιλαμβάνουν διατάξεις που αφορούν μέτρα ασφάλειας, όπως κατάπαυση του πυρός, απόσυρση βαρέων όπλων από τη γραμμή επαφής και αφοπλισμό όλων των παραστρατιωτικών ομάδων. αλλά, και πολιτικά μέτρα, όπως τοπικές εκλογές στις περιοχές που βρίσκονται υπό ουκρανικό δίκαιο μεν, αλλά δεν ελέγχονται από την κεντρική ουκρανική κυβέρνηση, και έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας για τις εν λόγω περιοχές. Προβλέπουν, επίσης, την αποκατάσταση του ουκρανικού ελέγχου στα σύνορα με τη Ρωσία. Η εφαρμογή των Συμφωνιών προβλεπόταν να συζητηθεί περαιτέρω στην ΤΟΕ με «πολιτική καθοδήγηση» από το αποκαλούμενο «Σχήμα της Νορμανδίας» (Normandy Format), αποτελούμενο από τη Ρωσία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ουκρανία. Τα θετικά αποτελέσματα των δύο Συμφωνιών, τα οποία συνήθως αναφέρονται στον Τύπο και σε σχετικές ανταποκρίσεις, ήταν μια εύθραυστη εκεχειρία, μια μερική απόσυρση από τη γραμμή επαφής, μια κάποια μετρίαση του ανθρώπινου πόνου και η θεωρητική προσδοκία μελλοντικής επίλυσης της κρίσης.
Αυτή την ιστορία έχουν κατά νου πολλοί παρατηρητές όταν μιλούν σχετικά με τις Συμφωνίες του Μινσκ, τις διαπραγματεύσεις τους και την επιχειρούμενη εφαρμογή τους. Ωστόσο, υπήρχαν τουλάχιστον τρία θεμελιώδη προβλήματα με την ανάδυση, το περιεχόμενο και τις συνέπειες των Συμφωνιών του Μινσκ ως βάσης μελλοντικής επίλυσης της σύγκρουσης. Είναι αυτές οι προβληματικές όψεις που χρειάζεται να αποφευχθούν σε μελλοντικές συμφωνίες στην Ουκρανία, αλλά και σε άλλες περιοχές της μετασοβιετικής επικράτειας.
Πρώτο πρόβλημα: νομιμοποιώντας τον νομικό μηδενισμό στις διεθνείς σχέσεις
Το πρωταρχικό ελάττωμα των Συμφωνιών του Μινσκ είναι η ολοφάνερη αδιαφορία τους για την κυριαρχία της Ουκρανίας, κάτι που απορρέει από τις ρωσικές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Οι Συμφωνίες (αν είναι δυνατό να χρησιμοποιούμε τον όρο) συνήφθησαν από την πλευρά της Ουκρανίας υπό καθεστώς τεράστιου εξαναγκασμού. Η Μόσχα αύξησε σκόπιμα τη στρατιωτική πίεση στο Κίεβο πριν από τη σύναψή τους, επιτρέποντας στο Κρεμλίνο να οριοθετήσει τον ορισμό της σύγκρουσης και την εικαζόμενη επίλυσή της στα έγγραφα των Συμφωνιών. Ακόμη χειρότερα, η εφαρμογή τους χαρακτηρίστηκε από μια κραυγαλέα έλλειψη συνοδευτικής άσκησης πίεσης στη Ρωσία από τη Δύση, ή υποστήριξης για την Ουκρανία (περισσότερα σχετικά με αυτή την προβληματική ηθική της τήρησης ίσως αποστάσεων παρακάτω).
Η εγγενής αποσχιστική προκείμενη των Συμφωνιών του Μινσκ προωθήθηκε με φανατισμό από τη Ρωσία, όπως αποδεικνύεται από την παρουσία των αυτονομιστών στις ομάδες εργασίας της ΤΟΕ, και έγινε ευρέως αποδεκτή από πολλούς διπλωμάτες, παρατηρητές και πολιτικούς. Ενώ οι περισσότεροι εξωτερικοί δρώντες αναγνώριζαν το ρόλο της Μόσχας στον πόλεμο, πολλοί εξακολούθησαν να τον πραγματεύονται ως εγχώρια μάλλον παρά διεθνική σύγκρουση, παρότι αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο ερχόταν σε προφανή αντίφαση με τη γένεση, τους καθοριστικούς συντελεστές και την πορεία του Πολέμου στο Ντονμπάς. Επιπλέον, στο βαθμό που η Ρωσία θεωρούνταν ένα από τα μέρη της σύγκρουσης, υπήρχε η υποκείμενη παραδοχή ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει τις Συμφωνίες με καλή πίστη.
Ακόμη περισσότερο από ό,τι οι εν μέρει παρόμοιες καταστάσεις στην Υπερδνειστερία, στην Αμπχαζία και στη Νότια Οσετία, το σχίσμα στο Ντονμπάς προετοιμάστηκε, πυροδοτήθηκε και κατευθύνθηκε από το Κρεμλίνο. Όπως ενδελεχώς και λεπτομερώς αποδείχθηκε από την εμπειρική έρευνα, μεταξύ άλλων, του Νικολάι Μιτρόχιν (Πανεπιστήμιο της Βρέμης), του Σανσίρο Χοσάκα (Πανεπιστήμιο του Ταρτού Εσθονίας) και του Τζέικομπ Χότερ (University College London), ο πόλεμος άρχισε και διεξήχθη υπό την καθοδήγηση του ρωσικού κράτους (βλέπε Hauter 2021a, 2021b; Mitrokhin 2014a, 2014b, 2015, 2017). Από τον Απρίλιο του 2014, αν όχι νωρίτερα, περιλάμβανε τόσο τακτικές όσο και παραστρατιωτικές μονάδες που βρίσκονταν υπό την αχνά συγκαλυμμένη εντολή της Μόσχας.
Η «απόσχιση» της Κριμαίας, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2014, αποτέλεσε ακόμη πιο φανερά πρωτοβουλία της Μόσχας. Ακόμα κι έτσι, υποστηρίχθηκε, τουλάχιστον, από κάποια επιφανή πρόσωπα στη χερσόνησο, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου της Κριμαίας, Βολοντίμιρ Κωνσταντίνοφ. Η έναρξη της «εξέγερσης» στο Ντονμπάς, αντιθέτως, ποτέ δεν προσείλκυσε ευρέως θεωρούμενες αξιόλογες προσωπικότητες στο Ντονέτσκ, προερχόμενες είτε από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της περιοχής είτε από τις πολιτιστικές και επιστημονικές ή την κοινωνία των πολιτών. Ούτε καν οι ειλικρινά ρωσόφιλοι πολιτικοί στο Ντονμπάς έπαιξαν τον παραμικρό αξιοσημείωτο ρόλο στον δήθεν λαϊκό ρωσόφιλο ξεσηκωμό των ιδιαίτερων πατρίδων τους. Ο μόνος γνωστός σε εθνικό επίπεδο συναρχηγός της δήθεν εξέγερσης του Ντονμπάς είναι ο Όλεχ Τσαριόβ (γεννηθείς το 1970), πρώην αναπληρωτής επικεφαλής του Κόμματος της Περιφέρειας στο Ουκρανικό Κοινοβούλιο. Ο Τσαριόβ, ωστόσο, κατάγεται από την πόλη του Ντνίπρο και όχι από το Ντονμπάς.
Τους πρώτους μήνες της «εξέγερσης» στην ανατολική Ουκρανία, ορισμένοι από τους διοικητές σε κρίσιμες θέσεις και τους πολιτικούς ηγέτες ήταν ξεκάθαρα ρώσοι πολίτες, συχνά χωρίς καθόλου αξιοσημείωτους βιογραφικούς ή οικογενειακούς δεσμούς με την περιοχή του Ντονέτσκ. Είχαν περάσει τα σύνορα της Ουκρανίας ως ρώσοι κρατικοί πράκτορες, ως μισθοφόροι πληρωμένοι από τη Μόσχα ή ως μαχητές παραστρατιωτικών ομάδων. Μόνο μερικούς μήνες αργότερα οι περισσότερες από τις ηγετικές θέσεις των ψευδοκρατών πληρώθηκαν από περιθωριακά και ευρέως άγνωστα άτομα από την περιοχή.
Αυτές και άλλες όψεις «της εξέγερσης του Ντονμπάς» αποτελούσαν ολοφάνερες παραβιάσεις της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και των συνόρων της Ουκρανίας, και επομένως, επίσης, της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας ειδικά, αλλά και του διεθνούς δικαίου γενικότερα. Αυτές οι παραβιάσεις τιμωρήθηκαν στη Δύση με σχετικά ήσσονες τομεακές και επιλεγμένες ατομικές ή εταιρικές κυρώσεις. Το περιορισμένο τους εύρος, όπως και οι συνέπειές τους, δεν ήταν σε καμία περίπτωση ισοδύναμες με την εξέχουσα γεωπολιτικά σημασία της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία και τον ψευδο-εμφύλιο πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία.
Δεύτερο πρόβλημα: παραβλέποντας βασικές δημοκρατικές αρχές και προδιαγραφές
Ένα αίνιγμα στενά συνδεδεμένο με την ερμηνεία της σύγκρουσης και την επανένταξη των ελεγχόμενων από τη Ρωσία επικρατειών στο ουκρανικό κράτος ήταν το ερώτημα αναφορικά με το ποιος θα ήταν ο εταίρος του Κιέβου στις διαπραγματεύσεις. Αρχικά, υπήρχε ετοιμότητα εκ μέρους της Ουκρανίας να εκπληρώσει γρήγορα τις υπαγορευμένες από τη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 2014 δεσμεύσεις του «Μινσκ Ι», παρά τις εξευτελιστικές τους διατάξεις. Το δημοκρατικά εκλεγμένο ουκρανικό Κοινοβούλιο αποφάσισε να παίξει τον δικό του ρόλο στην εφαρμογή των Συμφωνιών.
Το Κοινοβούλιο (η Rada) ψήφισε έναν ειδικό νόμο για τα κατεχόμενα εδάφη του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ. Το Κίεβο προγραμμάτισε τοπικές εκλογές στα κατεχόμενα εδάφη σύμφωνα με το ουκρανικό δίκαιο για τον Δεκέμβριο του 2014. Τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών, αν διεξάγονταν σε συμφωνία με το ουκρανικό δίκαιο και τις διεθνείς αρχές, θα είχαν δώσει τη δυνατότητα να αντικατασταθεί η Ρωσία από διαπραγματευτικός εταίρος με λιγότερο ή περισσότερο νόμιμους αντιπροσώπους από την περιοχή. Αυτή η διαδικασία σίγουρα θα αποτελούσε, επίσης, διάρρηξη της ουκρανικής εσωτερικής πολιτικής «κανονικότητας» από μία εξωτερική δύναμη. Παρά ταύτα, έγινε αποδεκτή τόσο από την ουκρανική κυβέρνηση όσο και από το ουκρανικό Κοινοβούλιο.
Ένα μήνα πριν από τις προγραμματισμένες εκλογές, ωστόσο, τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου του 2014, τα δύο de facto ελεγχόμενα από τη Μόσχα καθεστώτα διεξήγαγαν παράνομα τις δικές τους ψηφοφορίες, οι οποίες κηρύχθηκαν ως εκλογές για τα νομοθετικά σώματα και τους ηγέτες των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ. Αυτές οι δύσκολο να τις χαρακτηρίσει κανείς εκλογές δεν αποτελούσαν αντικείμενο συμφωνίας με το Κίεβο και το πιθανότερο ήταν ότι ενορχηστρώθηκαν από τη Μόσχα η οποία και έκανε «σεβαστή» την ετυμηγορία τους. Επίσης, έλαβαν χώρα χωρίς τη συμμετοχή οποιουδήποτε εθνικού ουκρανικού κόμματος – ούτε καν των φιλορωσικών.
Επιπρόσθετα, παραστρατιωτικές ομάδες ήταν πανταχού παρούσες καθ’ όλη τη διάρκεια των εκλογών, το τοπίο των μέσων ενημέρωσης κυριαρχούνταν από ρωσικά ελεγχόμενα πρακτορεία και δεν υπήρχε σωστή διεθνής επιθεώρηση. Ακόμη κι έτσι, η εν λόγω ενέργεια προσέδωσε στους ηγέτες των ρωσικών κρατιδίων-μαριονετών στην Ουκρανία μια κάποια ψευδή νομιμότητα. Η Μόσχα θα μπορούσε από εδώ και στο εξής να αναφέρεται ολοένα και περισσότερο σε αυτές και άλλες χειραγωγημένες εκλογές, όταν παρουσίαζε τους ηγέτες της ΛΔΝ και της ΛΔΛ ως αντιπροσώπους του πληθυσμού του Ντονμπάς και των κομμάτων που βρίσκονταν σε σύγκρουση με το Κίεβο.
Αυτή η πρώιμη παραβίαση του Πρωτοκόλλου του Μινσκ και του Μνημονίου από τη Μόσχα διάβρωσε όλες τις επόμενες διαπραγματεύσεις. Οι μη αναγνωρισμένες εκλογές είχαν ήδη από τον Νοέμβριο του 2014 αποκλείσει οποιαδήποτε αληθινή πολιτική διαδικασία που θα μπορούσε να συμφωνηθεί με το Κίεβο. Γνήσιες και ανόθευτες εκλογές σύμφωνες με το ουκρανικό δίκαιο και με τη συμμετοχή όλων των ουκρανικών (συμπεριλαμβανομένων των φιλορωσικών) κομμάτων θα αποτελούσε κρίσιμο βήμα στη διαδικασία της επανένταξης. Αντιθέτως, οι ψευδοεκλογές του Νοεμβρίου 2014 δημιούργησαν από νωρίς εμφανώς παράνομες και χωρίς νομιμοποίηση τοπικές αρχές, η υποτιθέμενη γνησιότητα των οποίων θα επέτρεπε στη Ρωσία να ισχυρίζεται ότι μιλούσε εξ ονόματος του «λαού του Ντονμπάς».
Η πολιτική σταθεροποίηση των Λαϊκών Δημοκρατιών και η ισχυρή υποστήριξή τους με, μεταξύ άλλων, παράνομες ρωσικές «ανθρωπιστικές φάλαγγες» που υπονόμευαν την ουκρανική κυριαρχία, κατέστησαν το κύριο εμπόδιο στο να γίνει η επανένταξη εφικτή. Εντούτοις, ποτέ δεν προκάλεσαν την ισοδύναμη αντίδραση της Δύσης. Αντί να υπάρξουν κυρώσεις γι’ αυτές και άλλες παραβιάσεις των Συμφωνιών του Μινσκ, οι τομεακές κυρώσεις που είχαν υιοθετηθεί πριν από την υπογραφή των Συμφωνιών παρέμειναν, και μόνο μερικές ήσσονος σημασίας κυρώσεις προστέθηκαν πριν από τον Φεβρουάριο του 2022.
Μια παρόμοια ιστορία έλαβε χώρα με τη βαθμιαία «διαβατηριοποίηση» (passportization) από τη Μόσχα του πληθυσμού των κατεχόμενων περιοχών, σε μια πολιτική σχεδιασμένη να μετατρέψει τους κατοίκους του Ντονμπάς από Ουκρανούς σε Ρώσους πολίτες. Παρά το γεγονός ότι η «διαβατηριοποίηση» αποτελούσε μια ανήκουστη πρόσθετη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, δεν οδήγησε τη διεθνή κοινότητα να επιβάλει οποιεσδήποτε επιπλέον κυρώσεις στη Ρωσία. Περαιτέρω ανάλογες καταχρήσεις μπορούσαν να προστεθούν.
Οι «εκλογές» του 2014, όπως και οι επόμενες, στις κατεχόμενες περιοχές, δεν περιέπλεξαν απλώς το ζήτημα του καθορισμού ποιος ήταν ο νόμιμος διαπραγματευτικός εταίρος του Κιέβου. Έθεταν επίσης το ζήτημα του πώς θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν οι ψευδο-αρχές των λαϊκών δημοκρατιών στην περίπτωση όπου τοπικοί αντιπρόσωποι εκλεγμένοι με ελεύθερες εκλογές μπορούσαν να αναλάβουν την εξουσία. Η αποδοχή, οργάνωση και ημι-επίσημη αναγνώριση των ψευδοεκλογών από τη Μόσχα είχαν υπονομεύσει τη διαπραγματευτική διαδικασία του Μινσκ ήδη πριν υπογραφεί το «Μινσκ ΙΙ». Η «διαβατηριοποίηση», επιπλέον, αποτελούσε βαθμιαία και άτυπη ρωσική προσάρτηση των κατειλημμένων επικρατειών.
Τρίτο πρόβλημα: δρέποντας τους καρπούς της επιθετικότητας
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τα «Μινσκ Ι» και «Μινσκ ΙΙ» διαπραγματεύθηκαν –αν μπορεί ο όρος να έχει εφαρμογή εδώ– στο φόντο δύο ευμεγεθών εισβολών ρωσικών τακτικών δυνάμεων πεζικού στην ανατολική Ουκρανία τον Αύγουστο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2015. Οι Συμφωνίες συνήφθησαν έπειτα από συντριπτικές ουκρανικές ήττες οι οποίες άφησαν εκατοντάδες νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους στα Ιλοβάισκ και Ντεμπάτσελβε. Το Κίεβο υπέγραψε τις Συμφωνίες του Μινσκ ενόψει της απειλής εισβολών της Ρωσίας ακόμη βαθύτερα στο ουκρανικό έδαφος.
Τόσο ο επικεφαλής διαπραγματευτής του Κιέβου, δεύτερος πρόεδρος της χώρας, Λεονίντ Κούτζμα (γεννηθείς το 1938), όσο και ο ουκρανός πρόεδρος της περιόδου 2014-2019, Πέτρο Ποροσένκο (γεννηθείς το 1965), δεν έβλεπαν άλλη διέξοδο από το να υπογράψουν τα εξευτελιστικά κείμενα που υποβλήθηκαν από τον Πούτιν. Το έκαναν αυτό παρότι οι Συμφωνίες του 2014 και του 2015 περιλάμβαναν διατάξεις και προβλέψεις που ολοφάνερα είχαν σχεδιαστεί ώστε να υπονομεύσουν την κυριαρχία, την ακεραιότητα, αλλά και την ίδια της πολιτεία της Ουκρανίας.
Αυτό ήταν αρκετά κακό από μόνο του. Ακόμα χειρότερο ήταν ότι η Μόσχα θα επιτρεπόταν, από εδώ και στο εξής, να χρησιμοποιεί τις διατάξεις και τις προβλέψεις του Μινσκ ώστε να ασκεί πίεση στο Κίεβο, κάτι το οποίο συχνά έκανε με αναφορά στο Ψήφισμα 2022 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ της 17ης Φεβρουαρίου 2015. Η ρητή αναφορά της Συμφωνίας «Μινσκ ΙΙ» σε αυτό το επίσημο έγγραφο ενδυνάμωνε το νομικό βάρος αυτής της αμφιλεγόμενης Συμφωνίας που είχε υπογραφεί πέντε μέρες πριν.
Αντί του να αντιταχθούν σε αυτές και σε άλλες παρεμφερείς ρωσικές τακτικές, οι Δυτικοί αντιπρόσωποι κατ’ επανάληψη επιχείρησαν να προτρέψουν το Κίεβο σε παραχωρήσεις οι οποίες υπονόμευαν την ουκρανική κυριαρχία. Πρότειναν στην Ουκρανία να παράσχει στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές ένα συνταγματικά καθορισμένο ειδικό καθεστώς και να διεξαγάγει τοπικές εκλογές προτού αποσυρθούν ή αφοπλιστούν οι παραστρατιωτικές ομάδες των αντιπροσώπων της Ρωσίας. Οι Δυτικοί πολιτικοί και διπλωμάτες απέτυχαν επίσης να αντιταχθούν επαρκώς στην άρνηση της Ρωσίας να επιτρέψει μόνιμη επιτήρηση της ρωσο-ουκρανικής μεθορίου από την Ειδική Αποστολή Παρακολούθησης (Special Monitoring Mission) του ΟΑΣΕ.
Ενώ ο εφοδιασμός της Ουκρανίας ακόμα και με αμυντικά όπλα από τις χώρες της Δύσης αποκλείστηκε, η πιθανότητα επιβολής πρόσθετων κυρώσεων στη Ρωσία ούτε καν αναφερόταν. Περιέργως, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνέδεσε επίσης την άρση των κυρώσεων με την εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ που υπογράφηκαν μετά την επιβολή των μειζόνων κυρώσεων. Αντί απλώς να συνδέσει την κατάργηση των κυρώσεων με το τέλος των παραβιάσεων από την πλευρά της Ρωσίας, συμπεριέλαβε στις προϋποθέσεις της για επιβολή κυρώσεων μέτρα ανακούφισης που έπρεπε να ληφθούν από το θύμα της επιθετικότητας. Στο μεταξύ, η Γερμανία αύξησε την εξάρτησή της από τη Ρωσία και υπονόμευσε περαιτέρω την οικονομική θέση του Κιέβου έναντι της Μόσχας επιτρέποντας την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού Nord Stream 2 της Gazprom, που παρουσιάστηκε ως «καθαρά εμπορικό πρότζεκτ» και δεν συνιστούσε την παραμικρή απειλή για την Ουκρανία.
Ως αποτέλεσμα, τα ποικίλα γεωγραφικά, πολιτικά και νομικά κέρδη που επέτυχε η Ρωσία στην πρώτη υψηλής έντασης συγκαλυμμένη επιθετικότητά της εναντίον της Ουκρανίας το 2014-2015 κατέστησαν οι νέες βασικές γραμμές, και όχι μόνο για το Κρεμλίνο. Έγιναν ευρέως αποδεκτά από Δυτικούς πολιτικούς και διπλωμάτες ως νέες αφετηρίες ή «τετελεσμένα επί του πεδίου» για διαπραγματεύσεις, καθώς και αποδεκτό πλαίσιο για προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών. Αντί να υπενθυμίζεται σταθερά ότι αυτές οι προϋποθέσεις ήταν καταρχήν απαράδεκτες, ο ρώσος επιδρομέας στην πραγματικότητα συχνά υποστηριζόταν από τους διεθνείς μεσολαβητές. Επιτρεπόταν έτσι στη Μόσχα να συνεχίζει να δρέπει τους καρπούς της στρατιωτικής επιθετικότητάς της στις διεθνείς διαπραγματεύσεις και στις πολιτικές της αντιπαραθέσεις με το ουκρανικό της θύμα.
Ένα παράδειγμα των ποικίλων αμφίβολων και επιβεβλημένων ρωσικών απαιτήσεων στη Συμφωνία «Μινσκ ΙΙ» του Φεβρουαρίου 2015 είναι το άρθρο 9, το οποίο προβλέπει: «Επαναφορά του πλήρους ελέγχου των κρατικών συνόρων από την κυβέρνηση της Ουκρανίας σε όλη την περιοχή των συγκρούσεων, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα μετά τις τοπικές εκλογές…». Σε αυτή την περίεργη αλληλουχία, η αποκατάσταση του ουκρανικού ελέγχου στις κατεχόμενες περιοχές της ρωσο-ουκρανικής μεθορίου αναμενόταν να πραγματοποιηθεί όχι πριν, αλλά μετά από μία πολιτική λύση. Αυτό θα σήμαινε τη διεξαγωγή εκλογών από την ουκρανική κυβέρνηση σε επικράτεια που παρέμενε υπό άτυπο ρωσικό έλεγχο. Ολοφάνερα, η Μόσχα επιθυμούσε, μέσω των πρακτόρων και των αντιπροσώπων της στις κατεχόμενες περιοχές, να χειραγωγήσει την πολιτική διαδικασία που υποτίθεται ότι θα επέλυε τη σύγκρουση.
Το πρωταρχικό πρόβλημα με αυτή την ιδέα, όπως και άλλες προβληματικές διατάξεις και προβλέψεις των «Μινσκ Ι» και «Μινσκ ΙΙ», δεν ήταν τόσο ότι η Ρωσία κατάφερνε να τις εισαγάγει λάθρα ασκώντας ανελέητη πίεση στην Ουκρανία. Ακόμη χειρότερο από την προβλέψιμη συμπεριφορά της Μόσχας και την εξαναγκασμένη συναίνεση του Κιέβου, ήταν η αποδοχή –ή ακόμη και η υποστήριξη– των δυτικών κυβερνήσεων και οργανισμών σε ποικίλα σημεία των δύο Συμφωνιών του Μινσκ. Το 2015, ο γάλλος διπλωμάτης Πιερ Μορέλ και ο τότε υπουργός Εξωτερικών (και τώρα ομοσπονδιακός πρόεδρος) Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγιερ υπέβαλαν ο καθένας χωριστά σχέδια επίλυσης της σύγκρουσης που υπόρρητα αναγνώριζαν, και ρητά βασίζονταν στα, στρατιωτικά επιτεύγματα του Κρεμλίνου την ίδια χρονιά. Υπό το αποκαλούμενο Σχέδιο Μορέλ και τη Φόρμουλα Σταϊνμάγιερ του 2015, προτεινόταν όχι μόνο από τη Μόσχα, αλλά τώρα επίσης και από το Παρίσι και το Βερολίνο, το Κίεβο να διεξαγάγει δημοκρατικές εκλογές σε επικράτεια de facto ελεγχόμενη από αρπακτικό γειτονικό κράτος, έστω κι αν η Ρωσία είχε επίσημα προσαρτήσει μέρος της Ουκρανίας μόλις έναν χρόνο πριν.
Τα επόμενα χρόνια, γερμανοί πολιτικοί και διπλωμάτες, μεταξύ άλλων, συνέχιζαν να προτείνουν στην ουκρανική κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει τη Φόρμουλα Σταϊνμάγιερ, την οποία το Κρεμλίνο ευλόγως ενέκρινε. Η Φόρμουλα εστίαζε σε παραχωρήσεις από την Ουκρανία όσον αφορά τις τοπικές εκλογές κι ένα «ειδικό καθεστώς» για τις κατεχόμενες περιοχές, αντί του αντιμετωπίσει τις ρωσικές θεμελιώδεις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας. Το Βερολίνο συνέχιζε να ασκεί πίεση στο Κίεβο να εφαρμόσει το αμφίβολο σχέδιο παρά τις ολοένα και σαφέστερες ενδείξεις ότι η Μόσχα δεν ενδιαφερόταν για μια ειλικρινή συμφωνία. Το να λογοδοτήσει η Ρωσία για τις παραβιάσεις της θεωρήθηκε επιζήμιο για τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας «ευνοϊκής για διάλογο».
Το Κρεμλίνο, ωστόσο, επιδίωξε να μετατρέψει τη σύγκρουση από διεθνή εδαφική σε ενδοεθνική πολιτική διαμάχη. Επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει τις δύο ψευδο-δημοκρατίες ως εργαλεία υπονόμευσης της εσωτερικής σταθερότητας, των διεθών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής της Ουκρανίας – μια προσέγγιση που το Κρεμλίνο είχε ήδη πριν από το 2014 εφαρμόσει για περισσότερο από δύο δεκαετίες στη Μολδαβία και τη Γεωργία. Το τίμημα της Μόσχας, προκειμένου να εγκαταλείψει μερικώς τους καρπούς της υβριδικής της επιθετικότητας στην ανατολική Ουκρανία, ήταν να ξαναμπεί με το ένα πόδι στο σύνολο της ουκρανικής πολιτικής. Από τη στιγμή που το Κρεμλίνο, κάποια στιγμή στα τέλη του 2020 ή στις αρχές του 2021, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό ήταν ακατόρθωτο, άρχισε να προετοιμάζει ένα Plan B για να καθυποτάξει την Ουκρανία, συγκεντρώνοντας στρατεύματα για μια στρατιωτική εισβολή παραδοσιακού τύπου.
Ως πρόσχημα χρησιμοποίησε ότι η Ουκρανία καθοδηγείται από μια «ναζιστική» κυβέρνηση η οποία δήθεν διαπράττει «γενοκτονία» –ιδίως, αλλά όχι μόνο, πολιτισμική– εναντίον των ρωσόφωνων πολιτών της στην περιοχή του Ντονμπάς. Τα ρωσικά κρατικά και όχι μόνο μέσα ενημέρωσης, ρώσοι πολιτικοί και υπουργεία έχουν δημοσιεύσει όλα αυτά τα χρόνια μια χιονοστιβάδα αστήρικτων κατηγοριών εις βάρος του Κιέβου για την υποτιθέμενη καταστολή των ρωσόφωνων πολιτών σε όλη την επικράτεια της Ουκρανίας και ιδιαίτερα εκείνων που ζουν στην, σε μεγάλο βαθμό ρωσόφωνη, περιφέρεια του Ντονμπάς. Ωστόσο, οι εν λόγω ρωσικές κατηγορίες και ερμηνείες δεν αντικατοπτρίζονται στις αναφορές ανεξάρτητων διεθνών οργανισμών για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στις σχετικές αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων, αλλά και στις αναφορές της Ειδικής Επιτροπής Παρακολούθησης του ΟΑΣΕ και του Γραφείου του Επιτρόπου του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Ουκρανία. Παρότι στον Πόλεμο του Ντονμπάς έχουν διαπραχθεί εγκλήματα πολέμου όχι μόνο από τους κατευθυνόμενους από τη Μόσχα αυτονομιστές, αλλά και από ορισμένους εκπροσώπους των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και πρώην παραστρατιωτικών μονάδων, η συνολική κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι σημαντικά καλύτερη στις περιοχές που ελέγχονται από την ουκρανική κυβέρνηση παρά στην ελεγχόμενη από τη Ρωσία χερσόνησο της Κριμαίας και στις κατεχόμενες επικράτειες της ουκρανικής ενδοχώρας.
Συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής
Η «καθ’ υπαγόρευση μη-ειρήνη» των Συμφωνιών του Μινσκ δεν έπρεπε ποτέ να γίνει αποδεκτή από τη Δύση ή να υποστηριχθεί από πρωτοβουλίες όπως το Σχήμα της Νορμανδίας ή η Φόρμουλα Σταϊνμάγιερ. Όπως γνωρίζουμε τώρα, οι Συμφωνίες του Μινσκ δεν καταπράυναν, αλλά αναζωπύρωσαν τη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση και δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την οξεία κλιμάκωσή της τον Φεβρουάριο του 2022. Η εμπλοκή της Γαλλίας και ιδιαίτερα της Γερμανίας στις πολλές διαπραγματεύσεις ήταν έντονη και παρακινημένη από ανθρωπιστικές ανησυχίες. Εκ των υστέρων, ωστόσο, φαίνεται απλώς να προσέφερε ένα φύλλο συκής για να καλύψει την κραυγαλέα απουσία μιας περισσότερο ουσιαστικής υποστήριξης στην Ουκρανία, καθώς και μιας περισσότερο αποφασιστικής τιμωρίας της Ρωσίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η επιμονή στο σεβασμό και την τήρηση ατελών συμφωνιών, όπως αυτές του Μινσκ, δεν είναι μόνο κανονιστικά και ηθικά αμφισβητήσιμη. Όπως έχει αποδείξει το καταστροφικό φινάλε των διαπραγματεύσεων των Συμφωνιών, είναι επίσης στρατηγικά άφρων. Έννοιες που ηχούν ωραία και χρησιμοποιούνται στις προσπάθειες εφαρμογής τέτοιων συμφωνιών, όπως «ειρηνική διευθέτηση», «οικοδόμηση εμπιστοσύνης» ή «προώθηση του διαλόγου», μπορεί να υποστηρίζονται ειλικρινά και καλόπιστα από πολλούς Δυτικούς πολιτικούς και διαπραγματευτές. Ωστόσο, λειτουργούν αντικειμενικά ως προπέτασμα καπνού πίσω από το οποίο το θύμα της επιθετικότητας αφήνεται παντελώς μόνο ενώπιον του επιδρομέα, που νιώθει να ενθαρρύνεται για ακόμη περισσότερες διεκδικήσεις και εκλαμβάνει τις δυτικές προσπάθειες για προσέγγιση ως σημάδια αδυναμίας.
Διφορούμενα έγγραφα, όπως οι Συμφωνίες του Μινσκ, εξυπηρετούν τόσο τους μεσολαβητές όσο και τον επιδρομέα ως κάλυμμα για ουσιαστική αδράνεια, αν όχι χειρότερα. Απλώς αναβάλλουν ή ακόμη συντηρούν και οξύνουν συγκρούσεις, ενώ επίσης δεν συντελούν στην επίλυσή τους. Οι Συμφωνίες και η διαπραγμάτευσή τους επέτρεψαν στη Ρωσία να εξαγάγει το συμπέρασμα ότι μπορούσε να δρέψει τους καρπούς της επιθετικότητάς της. και έστειλαν τα λάθος σημάδια σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Το διάστημα 2014-2022 δημιούργησαν την εντύπωση στο Κρεμλίνο ότι, με το να διαμορφώνει νέα τετελεσμένα επί του πεδίου, θα μπορούσε να μετακινήσει έτι περαιτέρω τη βασική γραμμή του καθενός για διαπραγματεύσεις στην επιθυμητή για τη Μόσχα κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε ότι θα αντληθούν τα απαραίτητα διδάγματα από την ακαταλληλότητα της δυτικής προσέγγισης που επέτρεψε μια τέτοια ανώμαλη κατάσταση.
μετάφραση: Βασίλης Μπογιατζής
Προτεινόμενη βιβλιογραφία για τη γένεση των δύο «Λαϊκών Δημοκρατιών»
Hauter, Jakob (ed.). 2021a. Civil War? Interstate War? Hybrid War? Dimensions and Interpretations of the Donbas Conflict in 2014-2020. Stuttgart: ibidem-Verlag.
Hauter, Jakob. 2021b. “Forensic Conflict Studies: Making Sense of War in the Social Media Age.” Media, War & Conflict, August 4. <https://doi.org/10.1177/17506352211037325> (accessed January 16, 2022).
Mitrokhin, Nikolay. 2014a. “Transnationale Provokation: Russische Nationalisten und Geheimdienstler in der Ukraine [Transnational Provocation: Russian Nationalists and Security Service Operatives in Ukraine].” Osteuropa 64 (5-6): 157–174.
Mitrokhin, Nikolay. 2014b. “Infiltration, Instruktion, Invasion: Russlands Krieg in der Ukraine [Infiltration, Instruction, Invasion: Russia’s War in Ukraine].” Osteuropa 64 (8): 3–16.
Mitrokhin, Nikolay. 2015. “Bandenkrieg und Staatsbildung: Zur Zukunft des Donbass [Gang War and State Formation: On the Future of the Donbas].” Osteuropa 65 (1-2): 5–22.
Mitrokhin, Nikolay. 2017. “Diktaturtransfer im Donbass: Gewalt und ‘Staatsbildung’ in Russlands ‘Volksrepubliken’ [Transfer of Dictatorship in the Donbas: Violence and ‘State Formation’ in Russia’s ‘People’s Republics’].” Osteuropa 67 (3-4): 41–55.
[1] Στις διεθνείς σχέσεις, ως «παγωμένη σύγκρουση» ορίζεται μια κατάσταση στην οποία η ένοπλη σύγκρουση έχει μεν τερματιστεί, ωστόσο δεν υπάρχει ούτε μια συνθήκη ειρήνης ούτε κάποια άλλης μορφής συμφωνία που να επιλύει τη σύγκρουση προς ικανοποίηση των αντιμαχομένων μερών [Σ.τ.Μ.].