Έως πριν από περίπου τρεις αιώνες, η επικρατούσα άποψη σχετικά με την φύση του σύμπαντος ήταν ότι πρόκειται για ένα σταθερό σύστημα σχέσεων φυσικών σωμάτων. Το κύριο πρόβλημα των επιστημόνων πριν από τον 18ο αιώνα ήταν η δομή αυτού του συστήματος, κυρίως η σχέση ανάμεσα στην Γη, τον Ήλιο και τους πλανήτες, ένα πρόβλημα που λύθηκε με την επικράτηση του ηλιοκεντρικού και «βαρυκεντρικού» συστήματος του Νεύτωνα.
Σε ό,τι αφορά τα τεκταινόμενα στην επιφάνεια της Γης, τα γεωλογικά, τα μετεωρολογικά και τα φαινόμενα της ζωής, πάλι ώς περίπου τον 18ο αιώνα επικρατούσε η άποψη ότι πρόκειται για μια αέναη εναλλαγή καταστάσεων, η οποία, όπως και η κίνηση των ουράνιων σωμάτων, ήταν σταθερή και αδιάφορη απέναντι στο πέρασμα του χρόνου. Προφανώς γνώριζαν οι άνθρωποι ότι η επιφάνεια της Γης υφίσταται μεταβολές λόγω της επίδρασης της βροχής, του ανέμου, σεισμών και άλλων μετεωρολογικών και γεωλογικών γεγονότων, οι αλλαγές αυτές όμως εθεωρούντο επιφανειακές –ή, καλύτερα, «κατά συμβεβηκός»– χωρίς να έχουν καμία επίδραση στην καθαυτή φύση της Γης και της ζωής που εκτυλίσσεται στην επιφάνειά της.
Η ιδέα της σταθερότητας του κόσμου είχε συνέπεια την ιδέα της αιωνιότητας και της μη αρχής του κόσμου, όπως αυτή διατυπώνεται στο φυσικό-φιλοσοφικό έργο του Αριστοτέλη. Είναι όμως συμβατή και με την ιδέα της δημιουργίας του, είτε ως ενιαίο και στιγμιαίο γεγονός είτε σε φάσεις, όπως αυτή διατυπώνεται στον πλατωνικό Τίμαιο ή στη βιβλική διήγηση της Γένεσης. Είναι ενδιαφέρον ότι και οι δύο διηγήσεις αναπτύσσουν ένα «οικολογικό» σενάριο, γιατί και στις δυο ο κόσμος δομείται ως ένα σύστημα ιεραρχικών αλληλεξαρτήσεων ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα της φύσης: πρώτα δημιουργούνται οι «υλικές υποδομές» όπου η σειρά δημιουργίας τους διαφέρει λίγο ανάμεσα στις δυο διηγήσεις. Στον Τίμαιο η σειρά είναι σύμπαν, φως, ουράνια σώματα, γη, φυτά (τα ζώα στον Τίμαιο είναι συνέπεια της πτώσης του ανθρώπου και γι’ αυτό εμφανίζονται μετά τον άνθρωπο), ενώ στη Γένεση είναι: σύμπαν (ουρανός και γη), φως, στεριά και νερό (θάλασσα), ουράνια σώματα, φυτά και ζώα. Στη δεύτερη φάση, η διαδικασία της δημιουργίας ολοκληρώνεται με τη δημιουργία του ανθρώπου, ο οποίος εμφανίζεται στη σκηνή αφού η φύση λειτουργεί πλέον ως ένα αυτοποιούμενο και αύταρκες σύστημα όντων. Και στις δυο διηγήσεις, ο Δημιουργός εναποθέτει στον άνθρωπο τη διαχείριση της φύσης μαζί με την εντολή να φροντίσει ώστε η οικολογική ισορροπία να μη διαταραχτεί από τις πράξεις του. Η μη εκπλήρωση αυτής της εντολής (για λόγους που είναι διαφορετικοί στην εκάστοτε διήγηση) οδηγεί στην πτώση από την ιδανικότητα και την τελειότητα του κόσμου και στην εμφάνιση του θανάτου.
Όμως ο κόσμος, και στις δυο διηγήσεις, εξακολουθεί να παραμένει σε μια κατάσταση κυκλικής σταθερότητας. Οι γενεές εναλλάσσονται, τα άτομα γεννιούνται και πεθαίνουν, συμβαίνουν φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές, αλλά το σύστημα των όντων παραμένει σταθερό. Το μόνο πεδίο της ύπαρξης όπου λαμβάνει χώρα μια εξελικτική αλλαγή, όπου δηλαδή ο χρόνος εκτυλίσσεται γραμμικά και μη αναστρέψιμα, είναι το πεδίο του πνεύματος και των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων των ανθρώπων. Αυτή η γραμμική εξελικτική μεταβολή αφορά όμως μόνο την πνευματική τελειοποίηση του ανθρώπου και την προσπάθειά του να πλησιάσει την προ της πτώσεως κατάσταση. Και η μόνη φυσική συνέπειά της είναι ότι επιτρέπει –τουλάχιστον επάνω στη βάση της βιβλικής διήγησης– να υπολογιστεί το χρονικό διάστημα από την αρχή αυτής της διαδικασίας μέχρι το εκάστοτε παρόν. Αυτή η ημερομηνία της «δημιουργίας του κόσμου» καθορίστηκε σύμφωνα με την παράδοση από τον Ραβίνο Ιωσήφ μπεν Χαλάφτα (2ος μ.Χ. αιώνας), συγγραφέα της Μεγάλης Χρονογραφίας του Κόσμου (Seder Olam Rabbah), ως η 7η Οκτωβρίου του έτους 3761 π.Χ.
Όμως, παρά τη γραμμικότητα του «πνευματικού χρόνου», η «προκαθορισμένη αρμονία» (όρος που εισήγαγε ο Λάιμπνιτς) των φυσικών όντων παραμένει άθικτη και άτρωτη στις συνέπειες των ανθρώπινων πράξεων και εμπεδώνεται στη φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου με τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, ο οποίος απορρίπτει την ιδέα της διαδικαστικής δημιουργίας του φυσικού κόσμου και την αντικαθιστά από μια «παροντική» θεώρηση, σύμφωνα με την οποία ο υπαρκτός κόσμος είναι ένα «μείγμα» αιωνιότητας και χρονικότητας, με την τελευταία να απορρέει από την πρώτη.
Η θεωρήσεις αυτές οδηγούν στο εύλογο ερώτημα της ένταξης των ευρημάτων απολιθωμένων υπολειμμάτων ζώων στη στατική κοσμοθεώρηση που επικρατούσε έως περίπου τον 18ο αιώνα. Τέτοια ευρήματα ήταν ήδη γνωστά στην αρχαιότητα, και με την πρόοδο μεταλλωρυχικών τεχνολογιών ο αριθμός τους αυξήθηκε έτσι ώστε, το αργότερο κατά την Αναγέννηση, να κινήσουν το ερευνητικό ενδιαφέρον των φυσιοδιφών, μολονότι αναφέρονται και σε ανάλογα έργα της αρχαιότητας.
Για την ύπαρξη των απολιθωμάτων δόθηκαν διάφορες εξηγήσεις που αντικατοπτρίζουν τις διάφορες αντιλήψεις περί ζωής. Στο πλαίσιο της αριστοτελικής φιλοσοφίας, τα απολιθώματα θεωρήθηκαν μη πλήρως υλοποιημένες υπάρξεις εξαιτίας της ανικανότητας της «δημιουργού δυνάμεως» (vis plastica) να ολοκληρώσει τη διαδικασία της ζωογονίας στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτή η άποψη απαντάται στον Αριστοτέλη, στον συνεργάτη και μαθητή του Θεόφραστο, στον Πλίνιο τον πρεσβύτερο και πρεσβεύεται ακόμα εν μέρει από τους αριστοτελικούς φυσιοδίφες του 18ου αιώνα. Σε συνάρτηση με τη βιβλική διήγηση κατά τον Μεσαίωνα αναπτύσσεται και η θεωρία ότι πρόκειται για υπολείμματα των πλασμάτων που έπεσαν θύματα του βιβλικού κατακλυσμού, ο οποίος ως γνωστόν εξάλειψε κάθε είδος ανθρώπινης και ζωικής παρουσίας από την επιφάνεια της Γης με εξαίρεση τα είδη και τους ανθρώπους που διασώθηκαν στην Κιβωτό του Νώε. Τέλος, μερικοί φυσιοδίφες θεώρησαν τα απολιθώματα τυχαία διαμορφωμένους λίθους, όπως θεωρούν οι ερευνητές σήμερα ότι αυτό συμβαίνει με γεωλογικούς σχηματισμούς στον πλανήτη Άρη που μοιάζουν να έχουν λαξευμένα στην επιφάνειά τους πρόσωπα ανθρώπων.
Αυτές οι αντιλήψεις περί αιωνιότητας και σταθερότητας του κόσμου και κυκλικότητας όλων των μεταβολών και κινήσεων που συμβαίνουν σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων των φαινομένων της ζωής και του συστήματος των όντων, όπως και η ιδέα ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε ως υλοποίηση του σκοπού να δεχτεί τον άνθρωπο ως επιστέγασμα ενός αυτοποιούμενου και αιώνια αυτοανακυκλώμενου οικοσυστήματος, δέχτηκαν το πρώτο χτύπημα με τη δημοσίευση, το 1749, των πρώτων τόμων του έργου Φυσική Ιστορία του γάλλου φυσιοδίφη Ζωρζ-Λουί Λεκλέρ ντε Μπυφόν (1707-1788).
Ταυτόχρονα, ο Μπυφόν εισάγει την ιδέα της εξέλιξης των ειδών και μια νέα ερμηνεία των απολιθωμάτων, σηματοδοτώντας με το έργο του την αρχή της επιστήμης που αργότερα ονομάστηκε Εξελικτική Βιολογία. Τις θεωρίες του Μπυφόν και των φυσιοδιφών που τον ακολούθησαν και απαρτίζουν μαζί του την «πρώτη γενιά» των εξελικτικών βιολόγων θα τις παρουσιάσουμε και θα τις σχολιάσουμε στο επόμενο τεύχος.