Αυτός ο κόσμος δεν είναι αγγελικός,
είναι όμως ο κόσμος όπου ζούμε…
Ρέιμοντ Τσάντλερ, Η απλή τέχνη του φόνου
Η σερβιτόρα κουβαλούσε το δίσκο με τις παραγγελίες χωρίς να δίνει σημασία στις ματιές των πελατών. Το μπαρ βρισκόταν στην ταράτσα του κτιρίου κι είχε θέα στην Ακρόπολη, στο ισόγειο ήταν το κανονικό χειμερινό μαγαζί. Είχε απαλή μουσική, χαμηλό φωτισμό και άψογη εξυπηρέτηση. Ο Ζαχαρίας παρατηρούσε από τη θέση του τη νεαρή γυναίκα που καθόταν σ’ ένα σκαμπό λίγα μέτρα πιο πέρα. Είχε νόστιμο πρόσωπο, φορούσε πουκάμισο με τολμηρό ντεκολτέ κι έτσι τραβούσε τα βλέμματα των αρσενικών. Έπινε γουλιά γουλιά το ποτό της, κάπνιζε το τσιγάρο της και παρακολουθούσε τα δαχτυλίδια που ανέβαιναν ψηλά και χάνονταν στον αέρα. Του φάνηκε περίεργο που δεν την πρόσεξε την ώρα που έμπαινε. Ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων –έγραφε στο περιθώριο της κανονικής του δουλειάς–, έπρεπε να παρατηρεί τους πάντες και τα πάντα, να συλλέγει πληροφορίες και να βγάζει χρήσιμα συμπεράσματα.
Από το μυαλό του πέρασε σαν αστραπή μια φράση του Ρέιμοντ Τσάντλερ από το δοκίμιο Η απλή τέχνη του φόνου και παρηγορήθηκε για την απροσεξία του:
Όλοι οι συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών κάνουν λάθη και κανείς δεν θα μάθει ποτέ όλα εκείνα που θα όφειλε να γνωρίζει.
Η νεαρή γυναίκα είχε τα μισά του χρόνια κι ήταν ο τύπος του: μαύρα μακριά μαλλιά, λεπτή κορμοστασιά, μικρό στήθος, γυαλιά μυωπίας.
Οπλίστηκε με θάρρος και τη ρώτησε.
«Είστε τακτική πελάτισσα;»
«Α, μπα. Πρώτη φορά έρχομαι εδώ».
«Εγώ έρχομαι συχνά. Είναι πολύ ατμοσφαιρικό και μ’ αρέσει. Είσαι φοιτήτρια;»
«Σπουδάζω λογιστικά. Είμαι στο πτυχίο».
Η σερβιτόρα ασχολιόταν με τη δουλειά της χωρίς να προσέχει τι έλεγαν, συνηθισμένη στις λεκτικές ερωτοτροπίες των θαμώνων. Τέτοιες κουβεντούλες που αποτελούσαν προοίμιο ερωτικής προσέγγισης τις άκουγε καθημερινά, δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον. Εκείνος αναρωτήθηκε αν η νεαρή είχε πάει στο συγκεκριμένο μαγαζί για να σκοτώσει την ώρα της ή για να βρει ερωτικό σύντροφο. Μια κοπέλα στην ηλικία της μπορούσε να έχει όποιον άντρα της έκανε κέφι, δεν χρειαζόταν να νυχτοπερπατά.
«Προτιμάς το ουίσκι ή το τζιν;»
«Δεν έχω προτίμηση».
Μίλησαν αρκετή ώρα, έκαναν σκόρπιες κουβέντες, ρωτούσαν ο ένας τον άλλον τετριμμένα πράγματα, τα ποτά έρρεαν στον ουρανίσκο τους, μα έπρεπε κάποια στιγμή να φτάσουν στο ψητό. Είχε μπει για τα καλά το καλοκαίρι, αλλά εκείνη την ημέρα από το πρωί στον ουρανό ταξίδευαν σύννεφα και συννεφάκια σε έναν ατελεύτητο χορό που μπορούσε να δώσει έμπνευση σε αισθαντικούς ποιητές. Έτσι, εκείνος της μίλησε για τον καιρό.
«Λες να βρέξει;»
Η κοπέλα του χαμογέλασε κι αυτό ήταν καλό σημάδι.
«Α, μπα, δεν νομίζω».
Μιλούσαν, ενώ από κάποιο ηχείο ακουγόταν μουσική τζαζ από πνευστά. Ο Ζαχαρίας έπινε ουίσκι κι έπαιρνε δύναμη. Με το αλκοόλ να ρέει μέσα του, μιλούσε συνεχώς, αξιοποιούσε την ευφράδειά του. Εκείνη άφησε τη θέση της με το ποτήρι στο χέρι και πήγε να καθίσει δίπλα του, δίνοντάς του την ευκαιρία να την προσέξει καλύτερα.
«Είσαι όμορφη».
«Εγώ;»
«Ναι, είσαι πολύ όμορφη».
«Έλα τώρα. Τα παραλές».
Συνέχισαν στο ίδιο στυλ, με κοινοτοπίες και λόγια του αέρα. Εκείνος κατέστρωνε νοερά ένα πρόγραμμα δράσης που θα οδηγούσε στην κατάκτησή της. Βασικά, έπρεπε να τη φέρει στα νερά του, οπότε όφειλε να μην κάνει κανένα λάθος τακτικής. Της συστήθηκε λοιπόν ως συγγραφέας που έγραφε μυθιστορήματα μυστηρίου. Εκείνη δεν είχε ακούσει το όνομά του, δεν είχε δει καμιά φωτογραφία του στις εφημερίδες ούτε τον θυμόταν να μιλάει στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Του είπε πως δεν διάβαζε λογοτεχνία και του έδωσε τη δικαιολογία πως είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει.
«Δεν διαβάζεις ούτε ποίηση;»
«Τίποτα δεν διαβάζω».
Εκείνος ενοχλήθηκε από την ειλικρινή εξομολόγησή της, αλλά έδειξε κατανόηση. Η λογοτεχνία δεν ήταν στις προτεραιότητες της σύγχρονης νεολαίας, παραδέχτηκε. Τώρα με τα κινητά, τα twitter, τα instagram και τα facebοok ελάχιστοι άνθρωποι ασχολούνταν με το διάβασμα και τη λογοτεχνία.
«Οι τεχνολογίες κατέστρεψαν την τέχνη», αποφάνθηκε.
«Πράγματι».
«Δεν βγαίνουν πλέον νέοι ποιητές και πεζογράφοι», πρόσθεσε. «Η λογοτεχνία έχει τελματώσει».
Εκείνη συμφώνησε και πρόσθεσε πως δεν ξέρει πολλά γι’ αυτήν την τέχνη, δεν προλάβαινε να ασχοληθεί. Ζήτησε συγγνώμη για την άγνοιά της κι εκείνος έδειξε κατανόηση, δεν πικράθηκε που αγνοούσε την ύπαρξή του. Είχε καταλάβει πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να της μιλήσει για τα έργα του, για τις φιλοδοξίες του, για κάποιους ανθρώπους του σιναφιού του. Ήταν σίγουρος πως τα λόγια του θα πήγαιναν χαμένα.
Σ’ εκείνο το μπαρ, την Ιθάκη –ήταν σαφής η αναφορά στον Καβάφη–, όπου σύχναζαν μοναχικοί άντρες και κοπέλες με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, δεν αγαπούσαν όλοι τον γραπτό λόγο, λίγοι έμπαιναν στα βιβλιοπωλεία κι ελάχιστοι διάβαζαν εφημερίδες. Τόσα χρόνια που μπαινόβγαινε στο μαγαζί είχε βγάλει τα συμπεράσματά του, οπότε τίποτα δεν τον ξένιζε.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προείχε ήταν να τη σαγηνεύσει ώστε να προχωρήσουν στα περαιτέρω.
Πίνοντας και καπνίζοντας, η κοπέλα τον παρατηρούσε προσεκτικά.
«Είσαι ελεύθερος;» τον ρώτησε.
«Και βέβαια είμαι ελεύθερος! Μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;»
«Συγγνώμη, δεν σε καταλαβαίνω».
«Σολωμός. Μόλις σου είπα μια εμβληματική φράση του Σολωμού».
***
Κάθε φορά που τσακωνόταν με τη Ζαχαρούλα, τη γυναίκα του, ο Ζαχαρίας κατέφευγε στην Ιθάκη, ή σε άλλο παρόμοιο μαγαζί, και το ’ριχνε στο ποτό. Απόψε είχε πάει να μεθύσει χωρίς να έχουν μαλώσει. Η Ζαχαρούλα έλειπε στο χωριό της στη μεσσηνιακή Μάνη, είχε πάρει άδεια από τη δουλειά της και πήγε με το αμάξι της να δει τη μάνα της, έτσι του είπε. Θα έκανε και κανένα μπάνιο στην Καρδαμύλη, πρόσθεσε. Εκείνος βρήκε την ευκαιρία να νυχτοπερπατήσει, ελπίζοντας να βρει καμιά ξέμπαρκη και να την πάει σε κάποιο ξενοδοχείο για λίγες στιγμές ευωχίας. Ακόμα κι όταν δεν έλειπε η συμβία του από το σπίτι, μόλις έβρισκε κάποια διαθέσιμη γυναίκα στις λογοτεχνικές συντροφιές ή στις εκδηλώσεις για βιβλία σε καφετέριες και βιβλιοπωλεία την οδηγούσε σε κανένα ξενοδοχείο.
Ποτέ τις άγνωστες γυναίκες της μιας βραδιάς δεν τις πήγαινε στο σπίτι. Ήταν προνοητικός γιατί κάποτε την είχε πατήσει. Μια φορά η Ζαχαρούλα επέστρεψε χωρίς να την περιμένει κι όταν τον βρήκε στο κρεβάτι με κάποια άγνωστη –είχαν προλάβει να ντυθούν– τον κυνήγησε με το σκουπόξυλο, λέγοντάς του πως δεν σέβεται την ιερότητα του σπιτιού τους.
Νιώθοντας ξένοιαστος, χαλαρός και κάπως ευτυχής που και πάλι είχε βρει ένα καινούργιο ταίρι, προσπαθούσε να την ψυχολογήσει, η κοπέλα δεν φαινόταν δύστροπη. Αφού συνέχισαν την κουβέντα τους, αποφάσισε να της κάνει την πρόταση. Φόρεσε το πιο γλυκό του χαμόγελο και τη ρώτησε:
«Τι θα κάνεις απόψε;»
«Έχεις καμιά καλή ιδέα;»
Η θετική αντίδρασή της τον εγκαρδίωσε:
«Τι θα ’λεγες για το σπίτι μου; Θα συνεχίσουμε το ποτό και θα σου δείξω τα βιβλία μου».
«Αχ, καλέ μου. Τα βαριέμαι τα βιβλία. Προτιμώ ένα ήσυχο ξενοδοχείο».
Η ανταπόκρισή της τον ενθουσίασε:
«Εντάξει. Θα πάμε με το αμάξι μου».
***
Το αμάξι ήταν γρήγορο κι έτσι έφτασαν σύντομα στον προορισμό τους. Το ξενοδοχείο λεγόταν Παράδεισος και βρισκόταν σ’ ένα ήσυχο δρομάκι, κοντά στην παραλιακή λεωφόρο. Δεν είχε κάμερες ασφαλείας ούτε στα δωμάτια ούτε στην πρόσοψη, κάτι που δεν θα βοηθούσε τους πιθανούς εκβιαστές αν έβαζαν στόχο τους έγγαμους πελάτες. Μπαίνοντας στο δωμάτιο με τα αρωματισμένα σεντόνια που το ήξερε καλά από τις προηγούμενες φορές, ο Ζαχαρίας αναρωτιόταν πόσο ξεβγαλμένη ήταν η νεαρή. Τον προβλημάτισε η ευκολία με την οποία δέχτηκε την πρότασή του. Προφανώς, ήταν ελκυστικός άντρας, έτσι αξιολογούσε τον εαυτό του και πίστευε πως δεν έπεφτε έξω σ’ αυτή την εκτίμηση. Την έλξη που ασκούσε την έβλεπε στα μάτια όσων θηλυκών συναντούσε στις παρέες ή στο δρόμο.
Γεμάτος αισθήματα αυτοπεποίθησης, πλησίασε το κρεβάτι κι άνοιξε το ραδιόφωνο για να φτιάξει ατμόσφαιρα. Επέλεξε το Τρίτο Πρόγραμμα που μετέδιδε τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν, διότι γνώριζε πως η κλασική μουσική εμπνέει ερωτικά κι αυτούς που τους αρέσει και τους άλλους που τη βαριούνται.
Τη στιγμή που εκείνος κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι που έβλεπε στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου, εκείνη πήγε στο εντοιχισμένο μπαρ, έβγαλε ένα μπουκάλι ουίσκι και δύο ποτήρια κι έριξε κάτι στο ένα. Το δωμάτιο βρισκόταν στον πέμπτο όροφο, κάτω ήταν μια τσιμεντένια αυλή. Απέναντι ήταν μια πολυκατοικία με τα παράθυρα κλειστά. Δεν είδε κανένα φως, ούτε άκουσε κάποιον θόρυβο.
Ικανοποιημένος από τον εαυτό του, επέστρεψε κοντά της κι εκείνη του χαμογέλασε ενθαρρυντικά, καθώς του έδωσε ένα ποτήρι με ουίσκι. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κι έπειτα την αγκάλιασε, κολλώντας το σώμα του στο δικό της.
«Είσαι όλη φωτιά!» της είπε.
«Είμαι φτιαγμένη από σάρκα και οστά».
Θυμήθηκε μια φράση του Σαίξπηρ από την Τρικυμία και την ψιθύρισε γλυκά στο αφτί της:
«Είμαστε από την ύλη που φτιάχνονται τα όνειρα».
«Υπερβολές, μάι φρεντ! Ποια όνειρα;»
***
Με τη Ζαχαρούλα είχαν παντρευτεί εδώ και δυο δεκαετίες, όταν ένιωθαν έρωτα ο ένας για τον άλλον και σκέφτονταν πως μπορούσαν να μοιραστούν την υπόλοιπη ζωή τους μέχρι τα γεράματα. Ταίριαζαν σε πολλά πράγματα. Και οι δύο ήθελαν να έχουν έναν άνθρωπο κοντά τους, να συζητούν για τα βιβλία που είχαν διαβάσει, να πηγαίνουν σινεμά, να ταξιδεύουν στα νησιά. Και να κάνουν σεξ, βέβαια. Ίσως και να φροντίζουν ένα παιδί, αν προέκυπτε. Μπορεί και περισσότερα. Αυτό δεν προέκυψε, οπότε αφιερώθηκε ο καθένας στη δουλειά του. Εκείνος έβγαζε τον επιούσιο μεταφράζοντας λογοτεχνικά έργα από τα αγγλικά και τα γαλλικά, εκείνη δούλευε λογίστρια σε μια εταιρεία.
Τα τελευταία χρόνια έκαναν χωριστές διακοπές, αμφότεροι πήγαιναν όπου τους κάπνιζε χωρίς να δίνουν λογαριασμό ο ένας στον άλλο. Από καιρό τώρα η Ζαχαρούλα δεν τον ενέπνεε ερωτικά, είχε πάρει κιλά, τα στήθη της μεγάλωσαν και κρέμασαν, τα πόδια της ήταν γεμάτα κυτταρίτιδα. Ο έρωτάς τους είχε εξατμιστεί, τα ίχνη του στη μνήμη ήταν αμελητέα, οπότε ο Ζαχαρίας άρχισε να αντλεί ηδονή από άλλες γυναίκες. Δεν τον ένοιαζε αν η γυναίκα του είχε εραστή, προσωρινό ή μόνιμο, δεν του καιγόταν καρφάκι, οπότε δεν έκανε τον κόπο να ανησυχεί για την πιθανή κρυφή της ζωή.
Ζούσαν μια συμβατική ζωή χωρίς αισθήματα, όπως συμβαίνει σε πολλούς παντρεμένους, και κοιμόνταν σε χωριστά δωμάτια. Το ότι δεν χώριζαν οφειλόταν στο ότι το διαμέρισμά τους ήταν αυτό που λένε εξ αδιαιρέτου, το είχαν αγοράσει μισό μισό κι αν έπαιρναν διαζύγιο θα αντιμετώπιζαν κι οι δύο πρόβλημα στέγασης.
***
Η νεαρή γυναίκα πήγε στο μπάνιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Επιστρέφοντας, έβγαλε τα γυαλιά της κι άρχισε να γδύνεται, ενώ ο Ζαχαρίας ανυπομονούσε. Ήταν ελκυστική και τον ενέπνεε, ωστόσο αναρωτιόταν πώς θα συμπεριφερόταν την ώρα του σεξ. Ήταν παιγνιδιάρα; Θα έπαιρνε άραγε πρωτοβουλίες; Θα επινοούσε ερωτικά τεχνάσματα; Θα ανταποκρινόταν με ζέση στα χάδια του; Ήξερε τι ερεθίζει τους άντρες ώστε να επιχειρήσει να τον απογειώσει τις στιγμές της συνεύρεσης; Θυμήθηκε μερικές από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει στη διάρκεια της έγγαμης ζωή του: ελεύθερες, παντρεμένες, διαζευγμένες, χήρες, φοιτήτριες, πόρνες. Δεν ήταν όλες οι συνευρέσεις του επιτυχημένες, μερικές ήταν άθλιες, άλλες φριχτές. Μια φορά, στη Βιέννη, βρέθηκε στο δωμάτιο μiας ώριμης κυρίας η οποία έμενε στο κέντρο της πόλης, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου – την είχε γνωρίσει σ’ ένα θέατρο. Του είχε συστηθεί ως καθηγήτρια μουσικής. Μιλήσανε για τον Μπαχ, τον Σοστακόβιτς, τον Μότσαρτ, τον Βέρντι και κατέληξαν στο κρεβάτι της. Εκείνη, προτού γδυθεί, ξεβίδωσε το ξύλινο πόδι της και το ακούμπησε προσεκτικά σε μια καρέκλα. Την είδε κι έφριξε. Φυσικά, δεν κατάφερε να κάνει τίποτα μαζί της, το ξύλινο πόδι έπαιξε ανασταλτικό ρόλο.
Ήπιε μια γουλιά ουίσκι ακόμα και παρατηρούσε το θεσπέσιο γυμνό σώμα της κοπέλας, ενώ η ανυπομονησία του μεγάλωνε. Φαινόταν ευάλωτη και κάπως άτολμη, ωστόσο οι θηλές στα ορθωμένα στήθη της ήταν στητές, βρίσκονταν σε αναμονή, κι αυτή η διαπίστωση έκανε τον πόθο του να θεριεύει. Ξαφνικά, αναδύθηκε στη μνήμη του ένα δωμάτιο πολυκατοικίας στην ταινία Ο Ένοικος του Ρομάν Πολάνσκι. Ο ήρωας βρέθηκε σ’ ένα περιβάλλον με παράξενους γείτονες οι οποίοι συνωμοτούσαν συνεχώς εναντίον του και κατάφεραν να τον ωθήσουν σε πτώση από το παράθυρο του φωταγωγού. Σίγουρα, επρόκειτο για φόνο και όχι για αυτοκτονία, ο άνθρωπος δεν είχε καμιά διάθεση να πεθάνει.
Ύστερα, το βλέμμα του περιπλανήθηκε στους τοίχους του δωματίου. Η σκέψη του έτρεξε στη γυναίκα του και τον πεθαμένο έρωτά τους. Άραγε άξιζε τον κόπο να συνεχίσουν να συζούν ή ήταν προτιμότερο να πάρει ο καθένας το δρόμο του; Η Ζαχαρούλα του είχε γίνει βαρετή συνήθεια και ήταν φρόνιμο να την αντικαταστήσει, σύντομα ει δυνατόν. Τότε θυμήθηκε την πιο διάσημη φράση του Σαίξπηρ από τον Άμλετ, ατένισε την κοπέλα και την εκστόμισε σαν σφαίρα:
«Να ζει κανείς ή να μη ζει; Αυτό είναι το ερώτημα».
Εκείνη δυσαρεστήθηκε και του το έδειξε.
«Μ’ έφερες εδώ για φιλολογική κουβέντα;»
«Η λογοτεχνία θεραπεύει».
«Θεραπεύει εσένα, όχι εμένα».
Ήθελε να της πει κάτι για να υπερασπίσει την άποψή του, αλλά η φωνή δεν έβγαινε από μέσα του. Και μετά άρχισε να νυστάζει και να χάνει την ερωτική επιθυμία του, κάτι εντελώς αδικαιολόγητο με δεδομένη την παρουσία της ελκυστικής κοπέλας δίπλα του. Μα τι του συνέβαινε; Δεν καταλάβαινε, δεν μπορούσε να δώσει καμιάν εξήγηση.
***
Έπειτα από λίγο το κεφάλι του βάρυνε, τα μέλη του αδρανοποιήθηκαν, έπεσε στο κρεβάτι ανήμπορος να κάνει ή να πει κάτι. Το σώμα του είχε ναρκωθεί λες και τον πότισαν με υπνωτικό, το μυαλό του όμως ήταν διαυγές, κατάλαβε πως εκείνη κάτι είχε ρίξει στο ποτήρι του. Τότε κάποιος χτύπησε την πόρτα του δωματίου, η κοπέλα πήγε ν’ ανοίξει και εμφανίστηκε η Ζαχαρούλα, μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο. Μόλις την είδε αιφνιδιάστηκε. Από ένστικτο προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του, απλώνοντας το χέρι να σκεπαστεί με το σεντόνι. Δεν τα κατάφερε. Η γυναίκα του γδύθηκε, αγκάλιασε τρυφερά την κοπέλα, τα στόματά τους κόλλησαν το ένα με το άλλο, το φιλί τους ήταν παθιάρικο.
Δεν χρειαζόταν ευφυΐα για να καταλάβει πως οι δυο τους είχαν ερωτική σχέση.
Ποιανής όμως ήταν η ιδέα να τον φέρουν στο ξενοδοχείο με τέτοιον έξυπνα παραπλανητικό τρόπο; Προφανώς, ήθελαν να τον εξευτελίσουν, τι άλλο;
Σίγουρα, είχαν συνεννοηθεί μέσω του κινητού τους, όλα ήταν προγραμματισμένα, από κοινού είχαν αποφασίσει να του παίξουν αυτή την κωμωδία προτού η κοπέλα μπει στο μπαρ. Κάποια στιγμή που αυτός δεν άκουγε, όταν βρισκόταν στο πίσω μπαλκόνι και κοίταζε τις απέναντι πολυκατοικίες, η γυναίκα του είχε πάρει σήμα να περιμένει στο διάδρομο.
Οι άτιμες, σκέφτηκε.
Αφού τον άφησαν να δει τα ενωμένα τους σώματα, τα κολλημένα τους χείλη, τις ορθωμένες ρώγες τους που τριβόταν η μια πάνω στην άλλη, και ν’ ακούσει τους αναστεναγμούς και τα βογγητά τους, του χαμογέλασαν σατανικά. Εκείνος δεν είπε τίποτα, δεν έκανε καμιά κίνηση με τα χέρια ή με τα πόδια: είχε πάθει σοκ. Έπειτα, ξεκόλλησαν, έσκυψαν, τον έπιασαν από τα χέρια και τα πόδια, τον έσυραν μέχρι το μπαλκόνι, τον σήκωσαν ψηλά και τον πέταξαν έξω από τα κάγκελα.
Πέφτοντας με το κεφάλι, κι ενώ σκεφτόταν πως όταν το πρωί θα τον έβρισκε η αστυνομία οι δύο γυναίκες θα είχαν εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη (η κοπέλα δεν άφησε όνομα στη ρεσεψιόν, η γυναίκα του δεν έπιασε κανένα αντικείμενο στο δωμάτιο και δεν υπήρχαν κάμερες ασφαλείας), ο Ζαχαρίας θυμήθηκε μια φράση του Τόμας ντε Κουίνσι από το βιβλίο του Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών. Απευθυνόταν στον Σαίξπηρ και τους φόνους που διαπράττονται στον Μάκβεθ:
«Ω, μέγα ποιητή! Τα έργα σου δεν είναι σαν των άλλων ανθρώπων, απλώς και μόνο έργα τέχνης, αλλά είναι σαν τα φαινόμενα της φύσης, σαν τον ήλιο και τη θάλασσα, τ’ άστρα και τα λουλούδια…»
Τη στιγμή που το κεφάλι του έσκαζε στην τσιμεντένια αυλή του ξενοδοχείου Παράδεισος, θυμήθηκε ένα στίχο του Καβάφη από το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»:
«Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που φεύγει».
Η τελευταία του σκέψη όμως ήταν διαφορετική και προερχόταν κι αυτή από το δοκίμιο του Τσάντλερ:
«Ο φόνος είναι μια ήττα του ατόμου, επομένως και του ανθρώπινου συνόλου, και ίσως να έχει, και πράγματι έχει, αρκετή κοινωνική συνενοχή».
Δεν μπόρεσε να θυμηθεί άλλους στίχους και άλλες φράσεις από ποιήματα και δοκίμια γιατί το μυαλό του έγινε σμπαράλια, αποσυντέθηκε οριστικά και αμετάκλητα. Επομένως, δεν αναδύθηκε στην επιφάνειά του ο στίχος του Μανόλη Αναγνωστάκη «όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα», αυτό ήταν εντελώς αδύνατο.