Πρώιμο ταλέντο, ο Νίκος Καββαδίας άρχισε να δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας σε περιοδικά πριν καν συμπληρώσει τα 20 χρόνια (Ελληνικά Γράμματα, Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας, Διανοούμενος κ.ά.). Τα πρώτα του ποιήματα προοιωνίζονταν τη μελλοντική του πορεία και έτυχαν άμεσης αναγνώρισης. Στην πρώτη της έκδοση, η αυστηρών επιλογών Ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη (1933) επέλεξε το ποίημά του «Ήθελα…»: εφηβική μελαγχολία, προσδοκίες για ταξίδια μακρινά και η ιδέα του θανάτου, όλα σε στέρεη στιχουργική τεχνική. Σ’ αυτό το κλίμα κινούνται και τα άλλα, τα προ Μαραμπού, τα οποία εγκρίθηκαν, σχολιάστηκαν ευμενώς στις στήλες αλληλογραφίας των περιοδικών και αναδημοσιεύτηκαν σε άλλα έντυπα.
Τα Μαραμπού της πρώτης έκδοσης (υπήρξε και δεύτερη το 1947 που πέρασε απαρατήρητη) είχαν υποδοχή και αναγνώριση απρόβλεπτες για πρωτοεμφανιζόμενο. Δεκάδες κριτικές δημοσιεύτηκαν όχι μόνο σε λογοτεχνικά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας. Οι περισσότερες εντόπιζαν ως χαρακτηριστικά της ποίησής του τον εξωτισμό, τη φυγή, έναν κυνικό ρεαλισμό και τόνιζαν τις οφειλές στον Κώστα Ουράνη. Ο πιο παρεμβατικός, και με ευρύτερη ματιά στα πνευματικά πράγματα, κριτικός της εποχής, Φώτος Πολίτης, σε επιφυλλίδα του στην έγκυρη εφημερίδα του Μεσοπολέμου Πρωία (15/12/1933) δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του: «Τα ποιήματά του δεν έχουν καθόλου τα γνωρίσματα των ποιητικών συλλογών των τελευταίων χρόνων. Ούτε φόρμα επιμελημένη, ούτε υποκειμενικά αισθήματα, ούτε πλούτο γλώσσας. Μια στυγνή παρατήρηση είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό τους. Και κάτω από τη διαυγή εικόνα των πραγμάτων, μια βαθύτερη ανθρωπιά, ένας καθάριος ανθρώπινος παλμός, μια γαλήνια έφεση για δικαίωση του ξένου ατόμου, είτε άνθρωπος είναι αυτό, είτε ζώο». Ο Φώτος Πολίτης επιπλέον προέβλεψε τη σημασία και τη μελλοντική επιδραστικότητα των Μαραμπού: «Ο νέος αυτός ποιητής ξέρει να μεταδίδει και σε μας τις συγκινήσεις του. Σημασία έχει η παρατήρησή του, η λαχτάρα του για γνώση και για ευρύτερη ζωή. Τέτοιοι νέοι είναι τα πρώτα θεμέλια ενός πολιτισμού μελλοντικού, που θα ανανεώσει τις ηθικές ανθρώπινες αξίες».
Ως προς την απήχηση, τα 235 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης αγοράστηκαν σχεδόν πριν καλά καλά κυκλοφορήσουν. Οι χειρόγραφες αντιγραφές της συλλογής έδιναν κι έπαιρναν.
Τα τρία ενδιάμεσα ποιήματα του 1936 («Καφάρ», «Coaliers», «Μαύρη Λίστα»), αν και παραδόξως πέρασαν στη δεύτερη έκδοση του Μαραμπού (1947), αποτέλεσαν τη γέφυρα μεταξύ των δύο πρώτων συλλογών. Η αφηγηματική σειρά αλλάζει. Tην ευθύγραμμη παραθετική διαδέχεται η μπρος-πίσω που καθιερώνεται στο Πούσι. Αυτή την τεχνική εξέλιξη ανέλυσε ο Αλέξ. Αργυρίου: «ο μύθος σχεδιάζεται σύμφωνα με την ανάπλαση της μνήμης, δηλαδή με άλματα και αλληλοκαλύψεις παρόντος-παρελθόντος, με επινοήσεις της φαντασίας που ενώνει πραγματικά περιστατικά με υποθέσεις».
Μετά την αποθεωτική υποδοχή της πρώτης, η δεύτερη συλλογή δεινοπάθησε. Ο εξέχων κριτικός Αιμίλιος Χουρμούζιος και φίλος του ποιητή θεώρησε την έκδοση «προκλητικά πλούσια με τα επτά χαρακτικά» προσθέτοντας το βαρύτερο: «έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια αγωνίας και θανάτου, η ποίησή του δεν έχει ήθος» (Νέα Εστία, 473/1947). Ένας άλλος κριτικός, ο Ανδρέας Καραντώνης, διαφωνεί και διερωτάται: «Μα από πότε η ποιητική ανημποριά είναι ανηθικότητα; Είναι πολύ πιο τίμιο και ηθικό να δημοσιεύεις τα ποιήματα που μόνον αυτά μπορείς κι αισθάνεσαι την ανάγκη να γράφεις, παρά να δείχνεις με κακούς στίχους, με συνθηματική πρόζα ή με εύκολες κριτικές πως δεν τρως και δεν κοιμάσαι από τον πόνο σου για το μαρτύριο και το δράμα του σημερινού κόσμου».
Η ποίηση του Νίκου Καββαδία έφτασε στο απόγειό της το 1961 με την ενιαία έκδοση των δύο συλλογών από τον Γαλαξία. Σε οκτώ χρόνια έγιναν πέντε εκδόσεις χιλιάδων αντιτύπων. Τα ποιήματα των συλλογών δεν διαβάζονταν μόνο, αποστηθίζονταν και απαγγέλλονταν απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα. Αντιμετωπίστηκαν σαν μελωδικά κομμάτια, τα θυμάσαι και τα σιγοψιθυρίζεις σαν αγαπημένα μουσικά μοτίβα.
Ο Νίκος Καββαδίας έλυσε την εικοσιοκτάχρονη (2Χ14), μετά την πρώτη έκδοση της συλλογής Πούσι, σιωπή του. Το Τραβέρσο, με νέα ποιήματα, σχεδιασμένο στις λεπτομέρειές του από τον ίδιο, κυκλοφόρησε λίγες μέρες μετά τον ξαφνικό θάνατό του (10 Φεβρουαρίου 1975). Άνισα, ως προς την αισθητική και την πνοή τους, όλα όμως διαθέτουν ρίμα πρόσφορη για απομνημόνευση. Ποιήματα που δείχνουν να απέχουν χρονολογικά μεταξύ τους, άλλα γράφονταν για χρόνια και άλλα μονομιάς τον τελευταίο καιρό. Περιέχουν περισσότερες από τα προηγούμενα αυτοβιογραφικές αναφορές, με λόγο πιο απογυμνωμένο και τολμηρό, δίκην απολογισμού, με υπαινιγμούς τέλους. Λίγες οι κριτικές αλλά χιλιάδες οι αναφορές και όλα μέσα σε μια ατμόσφαιρα θαυμασμού και μυθοποίησης. Μελοποιήσεις, ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές, τιμητικές εκδηλώσεις, αφιερώματα εντύπων. Συνέβαλαν σ’ αυτό και οι συμπληρωματικές εκδόσεις με άγνωστα μικρά έργα του καθώς και οι δύο πολύ ενδιαφέρουσες «αλληλογραφίες» του (η μία με τον Μ. Καραγάτση και η άλλη με την αδελφή του Τζένια και την ανιψιά του Έλγκα).
Ενώ η καθιερωμένη κριτική ήταν απρόθυμη, ειδικά για το Τραβέρσο, τα χρόνια που ακολούθησαν δημοσιεύτηκαν σημαντικά δοκίμια για το σύνολο του έργου του από νεότερους ομοτέχνους του με προτάσεις για μια άλλη οπτική πρόσληψής του. Τόνιζαν ότι πρέπει να αξιοποιηθούν και άλλα συστατικά: η αναγνωστική εμπειρία και η μυθοπλαστική ικανότητα του ποιητή, το υπαρξιακό βάθος και η δραματική ουσία της ποίησής του, που στο παρελθόν είχαν υποβαθμιστεί.
Ο συνάδελφός του στα καράβια και στην ποίηση Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, χωρίς να μειώνει στο ελάχιστο τη γνησιότητα της ποίησης του Καββαδία, έδωσε πρώτος το έναυσμα για να αρχίσει η επανεκτίμηση του έργου του. Θεωρεί την πηγή του «βασικά φιλολογική.» Και ότι ο ποιητής «αμφιταλαντεύεται πάντα ανάμεσα στον κόσμο της πραγματικής καταγωγής του και την πραγματικότητα του ονειρικού-φιλολογικού κόσμου... Πριν ραντιστεί από τη θάλασσα ήταν εμποτισμένος στην ποίηση και ήδη διχασμένος». «Τα ασύρματα ποιήματά του», γράφει ο Δημήτρης Καλοκύρης, «έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή γιατί αξιοποιούσαν τη φαντασμαγορία του ρομαντισμού συνδέοντάς την με τον ηλεκτρισμό της νεωτερικής ποίησης».
Από την πλευρά μου θα πρόσθετα πως ακόμα και ο εμβληματικός τίτλος Μαραμπού έχει πολύ πιθανόν λόγια προέλευση, από δοκίμιο (1928) της Μαρίας Βοναπάρτη.
Κλείνοντας φέρνω στη μνήμη μου ένα στίχο από τη «Στεριανή ζάλη» με το φόβο του θανάτου, που ο ίδιος επαναλάμβανε διαρκώς στις τελευταίες μας συναντήσεις: «το σκυλόψαρο προσμένει και βαριέται».
Σύνοψη κειμένου διάλεξης για τον Νίκο Καββαδία, στην εκδήλωση της ΛΕΑ στο Μουσείο Μπενάκη (17/6/2022)
Σε ΠΛΑΙΣΙΟ, στο κέντρο, ψηλά (αντί για εικόνα)
Βασικά χρονικά σημεία της διαδρομής του Νίκου Καββαδία
–Πριν από το Μαραμπού
– Μαραμπού (1933)
–Τρία ενδιάμεσα ποιήματα ανάμεσα σε Μαραμπού και Πούσι
–Πούσι (1947)
–Πεζογραφική παρένθεση: Βάρδια (1954)
–Ενιαία έκδοση Μαραμπού και Πούσι (1961)
–Μεταθανάτια συλλογή: Τραβέρσο (1975)
1933, 1947, 1961, 1975 κάθε δεκατέσσερα χρόνια, η “μαγγανεία των άστρων”.