Ο Ευγένιος Ιονέσκο (Σλάτινα Ρουμανίας, 1909 - Παρίσι, 1994) είναι παγκοσμίως γνωστός ως ο δημιουργός του «θεάτρου του παραλόγου» χάρη στα έργα του Η φαλακρή τραγουδίστρια (1950), Το μάθημα, Ζακ ή η υποταγή, Οι καρέκλες, Ο ρινόκερος (1959) και μερικά άλλα. Εργάστηκε ως ακόλουθος Τύπου στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στο Βισύ και λίγο μετά ξεκίνησε η επιτυχημένη θεατρική του πορεία. Το 1970 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και το 1973 εξέδωσε τον Μοναχικό, το μοναδικό του μυθιστόρημα, το οποίο έχει ως ήρωα-αφηγητή έναν ανώνυμο άντρα που μιλάει για τη ζωή, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Στα τριάντα πέντε είναι καιρός να αποσύρεται κανείς από την κούρσα. Αν υπάρχει, βέβαια, κούρσα. Με τη δουλειά μου είχα μπουχτίσει. Ήταν πλέον αργά, κόντευα τα σαράντα. Θα είχα πεθάνει από ανία και θλίψη, αν δεν μου είχε τύχει εκείνη η απρόσμενη κληρονομιά.
Η αρχή του μυθιστορήματος ανακαλεί στη μνήμη μας Το υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, όπου ο ήρωας-αφηγητής λέει: «το να ζεις πάνω από τα σαράντα είναι αναξιοπρεπές και μάλιστα ανήθικο». Εκεί ένας άντρας σαράντα ετών, δημόσιος υπάλληλος, παραιτείται από τη δουλειά του, όταν απρόσμενα παίρνει μια κληρονομιά. Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη της μεταφράστριας, της Σοφίας Αυγερινού, που τη διατυπώνει στο επίμετρό της, «η αναλογία αυτή υπερβαίνει το επίπεδο μιας απλής διακειμενικής αναφοράς. Ο Μοναχικός του Ιονέσκο δεν μπορεί να εκληφθεί ως απάντηση ούτε ως συνέχεια του Υπόγειου αλλά ως μια υπενθύμιση, μεταξύ άλλων ότι η αγωνία του για την ανθρώπινη ελευθερία δεν έχει χάσει την επικαιρότητά της».
Ο ήρωας αφήνει τη δουλειά του, αποχαιρετά τους συναδέλφους του. μαζί και τη Λυσιέν, την τρίτη και τελευταία γυναίκα με την οποία είχε δεσμό και τον εγκατέλειψε για χάρη ενός πιο ελκυστικού άντρα. Φεύγει από το δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου και αγοράζει διαμέρισμα σε προάστιο του Παρισιού. Ωστόσο, ενώ μπορεί να κάνει σημαντικά πράγματα στη ζωή του χάρη στην κληρονομιά, δεν καταφέρνει ν’ αλλάξει την καθημερινότητά του, ίσως εξαιτίας της φιλοσοφικής στάσης του γι’ αυτήν:
Αν φιλοσοφούσα λιγότερο, θα ήμουν πιο ευτυχισμένος στη ζωή μου. Δεν πρέπει να φιλοσοφεί όποιος δεν είναι μεγάλος φιλόσοφος. Αλλά ακόμα κι αυτοί, όταν είναι μεγάλοι, είναι απαισιόδοξοι ή καταλήγουν σε συμπεράσματα που μας είναι αδύνατον να καταλάβουμε.
Πώς περνούσε τον καιρό του πριν λάβει τη κληρονομιά και πώς συνεχίζει ύστερα από το αναπάντεχο δώρο που του έτυχε; Διάβαζε βιβλία κι ύστερα τα πετούσε επειδή δεν είχε βιβλιοθήκη ούτε ράφια: Ντοστογιέφσκι, Ουγκό, Δουμά, Κάφκα και αστυνομικά μυθιστορήματα με τον Αρσέν Λουπέν και τον Ρουλταμπίγ. Την Κυριακή πήγαινε σινεμά ολομόναχος επειδή ντρεπόταν να φλερτάρει γυναίκα στο δρόμο, όπως οι φίλοι του. Έβλεπε αστυνομικές ταινίες και μετά πήγαινε σε καμιά μπιραρία, όπου κατανάλωνε πολλά λίτρα μπίρα. Τώρα το έχει ρίξει στις σκέψεις και τους στοχασμούς.
Κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής του, αισθάνεται τύψεις που δεν κατάφερε τίποτα, πιστεύει πως είναι ένας μέτριος και ότι απογοήτευσε τη μητέρα του που έτρεφε όνειρα γι’ αυτόν προσδοκώντας να φτάσει ψηλά, επειδή το άξιζε και δεν ήταν βλάκας. Αυτός όμως δεν είχε διάθεση να ξεχωρίσει, του άρεσε η μετριότητά του, ενώ πότε ένιωθε ευτυχισμένος και πότε όχι.
Στην πραγματικότητα, γεννήθηκα μ’ ένα φοβερό φορτίο στους ώμους μου. Το σύμπαν μου φαινόταν σαν ένα μεγάλο κλουβί, ή μάλλον σαν μια μεγάλη φυλακή, ο ουρανός, ο ορίζοντας μου έμοιαζαν με τείχη, πέρα από τα οποία έπρεπε να υπάρχει κάτι άλλο, αλλά τι;
Υπαρξιακή αγωνία
Βλέπει οράματα και έχει παραισθήσεις, ίσως εξαιτίας του αλκοόλ που καταναλώνει ή λόγω των πολύπλοκων σκέψεων που τριγυρίζουν στο μυαλό του, μάλιστα κάποια του λέει πως είναι τρελός και πρέπει να επισκεφτεί γιατρό. Από όσα κάνουν οι άνθρωποι, τίποτα δεν τον ενθουσιάζει, θεωρεί την πλάση ως θεατρικό έργο. Κι έπειτα παρατηρεί όσα συμβαίνουν γύρω του, πρόκειται για περίεργα πράγματα: σε μια πλατεία κοντά στο σπίτι του γίνονται μάχες ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος και τους χωροφύλακες, η περιοχή γεμίζει γυαλιά και αίματα. Κάποιος λέει πως έχουν εμφύλιο πόλεμο, αλλά ένας γέρος τον πληροφορεί πως αυτό που νομίζει ότι συμβαίνει είχε γίνει περίπου δύο αιώνες πριν, γι’ αυτό κι η πλατεία λέγεται Πλατεία Επαναστάσεως. Το παρόν και το παρελθόν μπερδεύονται μέσα του και μάλιστα συμμετέχει κι ο ίδιος στα δρώμενα, δεν είναι μόνο απλός παρατηρητής. Αυτά που συμβαίνουν συνδέονται με εμφύλιους πολέμους, επαναστάσεις (στη Γαλλία ή στη Ρωσία), καταπιεσμένους λαούς και κακούς κυβερνώντες. Στην ουσία, μέσω του ήρωά του, ο αντικομμουνιστής Ιονέσκο εκφράζει τη δυσπιστία του απέναντι στους επαναστάτες και τις εξεγέρσεις:
Κι έπειτα όλες οι κοινωνίες είναι κακές, υπήρξε άραγε έστω και μία επιτυχημένη κοινωνία από την αρχή του χρόνου; Αλληλοσκοτωνόμαστε στους πολέμους και στις επαναστάσεις. Προκαλούμε τον θάνατό μας. Σκοτώνουμε τον εαυτό μας στο πρόσωπο του άλλου.
Το μυθιστόρημα δεν είναι πολιτικό, ούτε ο συγγραφέας επιχειρεί να πείσει για την ορθότητα των απόψεών του. Ο ήρωας απλώς παρατηρεί και ακούει γνωστές λέξεις και φράσεις χωρίς να τις σχολιάζει: «Πάλη των τάξεων», «πλούσιοι», «φτωχοί», «προλεταριάτο», «δικτατορία», «αυτοί οι βρομοαστοί», «κολεκτιβισμός», «καταναλωτική κοινωνία», «πίνουν το αίμα του λαού», «αδελφοσύνη». Αδιάφορος για όλα αυτά –κάποιος τον αποκαλεί άχρηστο–, ο ήρωας αναλογίζεται τα δικά του βάσανα και μόνο η λέξη έρωτας γεννάει μέσα του μιαν άφατη νοσταλγία, ταυτόχρονα όμως του φαίνεται άβολο το να αγαπήσει ανθρώπους.
Ο μοναχικός συμπυκνώνει την υπαρξιακή αγωνία του συγγραφέα, η οποία είναι εμφανής στα περισσότερα έργα του, δείχνει την ανημπόρια του ανθρώπου να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα της ζωής, καθώς και τη μοναξιά που τον δυναστεύει. Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε θαυμάσια από τη Σοφία Αυγερινού, η οποία απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο τους υπαρξιακούς προβληματισμούς του Ιονέσκο. Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί μια φωτογραφία του Γιώργου Θωμόπουλου που παραπέμπει στη θολή και ομιχλώδη σκέψη του ήρωα.