Στο βιβλίο του, ο Θεόδωρος Μπενάκης προτίμησε αυτές τις δύο αφηγήσεις να τις πιάσει και να τις πλέξει σαν δύο ξεχωριστά νήματα προσδιορισμένα απολύτως χρονολογικά στην εξέλιξή τους, τοποθετώντας το χρόνο πραγματοποίησης τους στην αρχή των κεφαλαίων. Το πρώτο νήμα ξεκινά «Ιανουάριος 1943, ένα κρύο βράδυ», και τελειώνει «Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 1944», ενώ το δεύτερο, εκείνο της έρευνας του φόνου, αρχίζει με το κεφάλαιο δύο: «Αθήνα, Τετάρτη, 21 Σεπτεμβρίου 1966», ενώ τελειώνει έξι μέρες αργότερα: «Αθήνα, Τρίτη, 27 Σεπτεμβρίου 1966».
Για πολλές σελίδες, τα δύο νήματα της αφήγησης δεν έχουν καμία άμεση επαφή το ένα με το άλλο. Ο αναγνώστης όμως αποκτά μια βέβαιη πεποίθηση ότι η λύση του γρίφου στο δεύτερο μέρος βρίσκεται στο πρώτο. Συγχρόνως, παρατηρεί τις έρευνες της αστυνομίας και συγκεκριμένα του αστυνόμου Λεγάκου και των βοηθών του για την ανακάλυψη του δολοφόνου. Και ενώ ο αναγνώστης γνωρίζει ορισμένα πράγματα από την πρώτη διήγηση, δίχως όμως να μπορεί να εντοπίσει το δολοφόνο, ο αστυνόμος Λεγάκος πρέπει να τα ανακαλύψει όλα από την αρχή. Ουσιαστικά πρέπει να διαβάσει σημαντικά επεισόδια της Κατοχής.
Οι χρόνοι των συμβάντων στις δύο αφηγήσεις είναι ιδιαίτεροι, καθώς αποτελούν προεόρτια σημαντικών ιστορικών εξελίξεων του τόπου. Η πρώτη αφήγηση εξελίσσεται στην Κατοχή έως λίγο πριν την Απελευθέρωση, ενώ η δεύτερη τον καιρό της λεγόμενης Αποστασίας, πριν εκδηλωθεί το κίνημα της χούντας των συνταγματαρχών.
Μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας ότι, κοινωνικά, η δεύτερη εποχή ήταν υστερόγραφο της πρώτης. Οι όποιες αντιθέσεις συμβαίνουν εντός των εξουσιαστικών ομάδων. Οι μη έχοντες είναι διάσπαρτοι, ασχολούμενοι με την επιβίωσή τους. Ενώ ο πιο λαϊκός τύπος, ο αστυνόμος Λεγάκος, για να μπορέσει να μαζέψει τα κομμάτια της σύγκρουσης καλείται να κατανοήσει αυτόν τον ενδοοικογενειακό σκοτωμό ενός κόσμου που ξεπήδησε και ενηλικιώθηκε στην Κατοχή, συνεργαζόμενος με τους κατακτητές, διέλαθε κοινωνικά ώς το 1966 και βρήκε ευκαιρία να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του.
Το δράμα, ο γρίφος και η έρευνα εξελίσσονται με τη σιδερένια λογική της αφήγησης του αμερικανικού μυθιστορήματος, του λεγόμενου hard boiled, με πολιτικοκοινωνικές αναφορές παρόμοιες μ’ εκείνες του σκανδιναβικού, ενώ ο ανθρωπότυπος του πρωταγωνιστή αστυνόμου, παρόμοιος μ’ εκείνον του Μπέκα του Γιάννη Μαρή, λίγο πιο βίαιος και λίγο περισσότερο φιλικός στους παραπεταμένους αυτού του κόσμου. Κέντρο της Αθήνας, Καβούρι, Εξάρχεια, Πολύγωνο, οι τόποι όπου εξελίσσεται η αφήγηση.
Είναι ένα θαυμάσιο αστυνομικό. Το ρούφηξα και το απόλαυσα. Απορίας άξιο που δεν έτυχε μεγαλύτερης υποδοχής από το κοινό που διαβάζει αυτό το είδος.
Η παρουσίαση ενός αστυνομικού θα πρέπει να σέβεται τον σχετικό γρίφο και να μην αποκαλύπτει την λύση του. Αντί της συνηθισμένης για τη ρουμπρίκα αφαίρεση από το όλον ενός τμήματος που μπορεί να διαβαστεί ως διήγημα, στη σημερινή περίπτωση ας αρκεστούμε στην έναρξη των δύο νημάτων της αφήγησης.
Η έναρξη του πρώτου αφηγηματικού νήματος:
Ιανουάριος 1943, ένα κρύο βράδυ
Το τραπέζι στο κοσμικό κέντρο Πικαντίλυ της οδού Πανεπιστημίου ήταν πλούσια στρωμένο. Εδέσματα ξεχασμένα από καιρό σερβίρονταν κάθε λίγο από τους κομψά ντυμένους σερβιτόρους. Αναψυκτικά, μπίρες, κρασί και κονιάκ υπήρχαν σε αφθονία. Οι άνθρωποι που κάθονταν γύρω του αποτελούσαν μια περίεργη παρέα. Κοινό σημείο όλων ήταν το χρήμα. Φαινόταν ότι διέθεταν λίρες και αδιαφορούσαν για την πείνα και τη δυστυχία με την οποία ζούσαν οι περισσότεροι συμπατριώτες τους. Άνθρωποι ενός άλλου κόσμου έκαναν τις δουλειές τους με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, μάζευαν χρυσάφι, έτρωγαν και έπιναν χωρίς περιττές ενοχές, ζώντας σε μια διαφορετική διάσταση. Κάποιοι όπως ο Δημοσθένης Σαράντος, ο πολιτικός μηχανικός Παρασκευάς Φρόνιμος και ο νεαρός Μανώλης Καρατάσος δεν έκρυβαν την αστική τους καταγωγή.
Η έναρξη του δευτέρου:
Αθήνα, Τετάρτη, 21 Σεπτεμβρίου 1966
Ο αστυνόμος Παναγιώτης Λεγάκος στεκόταν όρθιος επάνω από το άψυχο σώμα ενός άνδρα. Ήταν 11.30 το πρωί. Η διεύθυνση Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας, της Αστυνομίας Πόλεων, είχε ειδοποιηθεί πριν από μία ώρα από το Αστυνομικό τμήμα Εξαρχείων για την ανεύρεση ενός νεκρού. Το έγκλημα, γιατί ως έγκλημα είχε αναφερθεί, είχε διαπραχθεί στο ρετιρέ πολυκατοικίας της οδού Νοταρά, στα Εξάρχεια.
Ο αστυνόμος στεκόταν ακίνητος και σιωπηλός. Είχε ρίξει μια γρήγορη ματιά στο πτώμα και μετά είχε στρέψει το βλέμμα του στο σαλόνι του διαμερίσματος εκεί όπου τον είχαν βρει. Περιεργαζόταν με προσοχή το κάθε τι. Ο χώρος ήταν λιτά επιπλωμένος, αλλά με μοντέρνα έπιπλα που έδειχναν να είναι ακριβά. Η μεγάλη μπαλκονόπορτα έβγαζε σε μια βεράντα πνιγμένη στο πράσινο. Μέσα, στο κέντρο του δωματίου, ένας άνετος καναπές με ένα μικρό κομψό τραπεζάκι μπροστά του και δύο πολυθρόνες απέναντι, συνιστούσαν την κυρίως επίπλωση. Την συμπλήρωνε ένα ακόμη έπιπλο, τοποθετημένο στον ένα τοίχο. Μέσα από τα ανοιχτά ντουλάπια του διακρίνονταν ένα πικ-άπ και το μίνι μπαρ. Λίγοι πίνακες με θέμα τη νεκρή φύση κρέμονταν εδώ κι εκεί.
Ύστερα ο Λεγάκος έστρεψε το βλέμμα του και πάλι στον σκοτωμένο. Ο άνδρας ήταν πεσμένος μπρούμυτα. Φορούσε μια βυσσινί μεταξωτή ρόμπα που κάτω απ’ αυτή φαίνονταν το λινό άσπρο παντελόνι του και το θαλασσί πουκάμισο. Ο αστυνόμος υπολόγισε πως ήταν μετρίου αναστήματος και με αρκετά παραπανίσια κιλά. Στο επάνω μέρος του κεφαλιού του μια μεγάλη κηλίδα από ξεραμένο αίμα θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση ότι ήταν αυτή που ευθυνόταν για τον θάνατό του. όμως γύρω από τον λαιμό του, βρισκόταν λασκαρισμένο ένα κορδόνι, ίδιου χρώματος με την ρόμπα, βυσσινί. Και δίπλα στον νεκρό, ένα βαρύ κρυστάλλινο τασάκι, με ίχνη αίματος.