Ο θερμός Ιούλιος του 1982 χαρακτηρίστηκε και από υψηλή πολιτική θερμοκρασία, την οποία επαύξησε η διαγραφή από το ΠΑΣΟΚ τού έως τον Ιούνιο του 1982 υφυπουργού Εθνικής Άμυνας Γιώργου Πέτσου (1947-2014). Ο Σοφιανός Χρυσοστομίδης ως «Αντήνωρ» προσεγγίζει με ευθυκρισία από τις σελίδες του περιοδικού Αντί την «υπόθεση Πέτσου»,[1] σταχυολογεί και κρίνει τις σχετικές αντιδράσεις του ημερήσιου πολιτικού Τύπου και εισφέρει το βασικό περίγραμμα των γεγονότων: ο Γιώργος Πέτσος σε δηλώσεις του αναφέρθηκε σε «σκοτεινούς μηχανισμούς», σε «άτομα αμφίβολης ηθικής υπόστασης» και σε «πιεζομένους υπουργούς». Παρότι ο υφυπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης Δημήτρης Μαρούδας έως και τη Δευτέρα 20 Ιουλίου 1982 επέμενε ότι
ο κ. Πέτσος δεν αναφέρθηκε στο ΠΑΣΟΚ,
το ίδιο βράδυ, ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου, οριστικοποίησε τη διαγραφή του Γιώργου Πέτσου, δηλώνοντας, με την παροιμιώδη έκτοτε φράση από τον ρηματικό τύπο και εξής, ότι
ο κ. Πέτσος, με τις δηλώσεις του, έθεσε εαυτόν εκτός κινήματος.
Πέρα από την πολιτική διάσταση του θέματος, που εδώ δεν θα μας απασχολήσει διεξοδικά, ανασύρεται από το περιοδικό και μια ποιητική διάσταση του ζητήματος, αφορμώμενη από το ότι ο Γιώργος Πέτσος, κατά την όψιμη εφηβεία του, είχε εκδώσει την ποιητική συλλογή Ανήφορος,[2] τα ποιήματα της οποίας ο συγγραφέας τους χαρακτηρίζει «κοινωνικά», ενώ σεμνύνεται –σε υστερογενές βιογραφικό του σημείωμα, που εύκολα ανευρίσκεται και σήμερα στον ηλεκτρονικό ιστό[3]– για το ότι
η κυκλοφορία τους απαγορεύτηκε στη διάρκεια της δικτατορίας 1967.
Αρχείο The Books’ Journal
Το εξώφυλλο του περιοδικού Αντί, τχ. 210, 23 Ιουλίου 1982, με εξώφυλλο τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και πολλές αναφορές στην εφηβική ποίηση του Γιώργου Πέτσου. Στο ίδιο τεύχος, ο Ανδρέας Φραγκιάς και ο Μένης Κουμανταρέας γράφει για τον Δημήτρη Χατζή.
Περί τα τέλη του «καυτού» Ιουλίου του 1982, στο ίδιο τεύχος του περιοδικού Αντί, όπου ο «Αντήνωρ» προσέγγισε με σοβαρότητα την «υπόθεση Πέτσου», ανιχνεύεται το εξής κείμενο:
[Ανυπόγραφο], «Τα νεανικά ποιητικά χρόνια του Γιώργου Πέτσου. “Άνδρα δεν έχω άλλο φαγί, πάρε το χθεσινό / π’ απέμεινε τυρί”», Αντί, τχ. 210, ( Παρ. 23.07.) 1982, σ. 11:
«Βλέπω σε λάμψη φωτεινή
το μέλλον να γελάη,
περνά ένα σύννεφο γοργά,
τ’ αστέρι που κυττούσα πάει.
(ΑΓΡΥΠΝΟΣ)
Το ΑΝΤΙ έχει παράδοση στην ανακάλυψη της καλλιτεχνικής φλέβας των πολιτικών μας. Οι αναγνώστες μας ίσως να θυμούνται την παλιότερη παρουσίαση του έργου του ανεπανάληπτου κ. Μπάλκου που υμνούσε την αξέχαστη Βαρβάρα με το… καυτό κορμί (ή αλλιώς το καυτό κορμί της Barbara). Λέγεται μάλιστα ότι η αποκάλυψη εκείνη προκάλεσε την οργίλη αντίδραση του τότε αρχηγού του ο οποίος καυτηρίασε τα έργα με ύφος – και όχι μόνο– ανάλογο του περιεχομένου τους. Ίσως χρειάζεται λοιπόν οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων να ζητούν να παρατίθενται στα βιογραφικά σημειώματα μεταξύ των άλλων και οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες των στελεχών τους, για να βρουν δείγματα δημιουργίας, λαγνείας ή και ευαισθησίας.
Αυτή η τελευταία πλευρά, αναδεικνύεται μέσα από την ποιητική συλλογή “Ανήφορος” του νεαρού τότε Γιώργου Πέτσου, που κυκλοφόρησε το 1965 από τον εκδοτικό οίκο “Γλαυξ”.
Αποφασίσαμε λοιπόν και μεις να… πετσοκόψουμε τον ποιητή Πέτσο, παρουσιάζοντας ορισμένα αποσπάσματα του “Ανήφορου” προς ενημέρωση και τέρψη των αναγνωστών μας.
Αν ο “Ανήφορος” είναι για την περίπτωση του κ. Πέτσου εν μέρει προφητικός, το πρώτο ποίημα της συλλογής είναι ακόμα περισσότερο. Επιγράφεται “Το ξέφωτο της αλλαγής”:
Μέσ’ τους κορμούς, στο φύλλωμα το πράσινο,
μυστηριακό μας θέλγει πιο κοντά,
θαρρείς μας παίρνει μόνο του,
μας χάνει, μας ταλαιπωρεί,
λουλούδι μες στο χέρι μας σφιχτό,
χωρίς ελπίδα, χωρίς δροσιά,
μόνο με το μαρτύριο, στο χάος το ανθρώπινο,
μεσ’ τη φωτιά.
Αλλά και το αμέσως επόμενο ποίημα τιτλοφορείται “Πόλεμος” - προδικάζοντας το μέλλον του νεαρού ποιητή.
Η κατηγορία του “δεξιού”, που απευθύνεται στον κύριο Πέτσο, δεν μπορεί να σταθεί, τουλάχιστον για εκείνη την εποχή και από την εικόνα που εμφανίζεται στα ποιήματά του. Στην “Σκαλωσιά”, στους “Ξενιτεμένους” και στις “Φωνές από το στενό” ο ποιητής πονά για τον εργάτη και τον μικρομεσαίο:
Γρυλίζουν πόρτες ξύλινες
αλάδωτες στου χρόνου τη σκουριά,
κ’ ελπίδες φτερουγίζουνε,
χασμουρητά βιοπαλαιστών, φωνές μικρών,
υστερικές κραυγές, μες την κακομοιριά.
Ήσυχος δρόμος της νυχτιάς,
σαν ξημερώσει να σβυστούν της καταχνιάς τα σύννεφα,
φωνές γονιών που ξεκινούν,
εργάτη που ξερά φωνάζει στου σπιτιού την κάμαρα,
“δος το σφυρί”
και η γυναίκα ανάκατη, άπλυτη, θρηνεί,
“άνδρα δεν έχω άλλο φαγί, πάρε το χθεσινό
π’ απέμεινε τυρί”.
Όμως οι ελπίδες του “Ξέφωτου της αλλαγής” θα τελειώσουν γρήγορα. Και θα αρχίσουν “να πέφτουν κορμιά”.
Δε θέλω όμως να βλέπω,
δε θέλω να θωρώ,
για δες κορμιά που πέφτουν, το ξέφωτο κυττούν,
την αλλαγή, στιγμή στυγνή,
την πρόοδο σκοτώνουν,
με το μαχαίρι, το βόλι του βασανισμού,
με βασιλιά το δάσος, τέρας του συντηρητισμού.
Ο ποιητής το ίδιο προφητικά απευθύνεται στο δεύτερο ποίημα τον “Πόλεμο” στα αδέλφια, στους συντρόφους και προειδοποιεί:
Αδέρφια,
που κυττούσανε τους δείχτες στο ρολόι,
πότε θε νά ’ρθει ο αδελφός,
πού νά ’ναι τώρα, τρώει;
Πικρό παράπονο θα πιουν,
όπως θα πίνη τώρα …
Ο γάμος του κ. Πέτσου του στοίχισε πολλά. Γράφει στο ποίημα “Επέτειος Γάμου”, σαν να απολογείται, για μια μελλοντική καταγγελία:
Δώρο, φιλί, της επετείου, εικόνα,
θά ’θελα πράγματι, νά ’τανε του κόσμου όλου,
κι όχι σκληρή φωνή που λέει,
«πόνα!».
Στον “Θάνατο της πόρνης” αναφέρεται στους “φίλους”, στους περαστικούς, στους δούλους των πόθων τους, που θα φύγουν:
Φίλους πολλούς περαστικούς,
των πόθων τους οι δούλοι,
έρχονταν μ’ αναστεναγμούς
κι έφευγαν με τραγούδι,
φίλοι που μόλις γέρασε ξεχάσαν τη φωλιά τους,
φωλιά γι’ αυτούς τώρα πικρή, κι όχι της αρεσιάς τους.
Είναι η περίοδος της απογοήτευσης:
Πάει καιρός που πέρασε
που ’χα γλυκό χαμόγελο,
αγάπης ευτυχία,
μα τώρα μ’ απομείνανε του φεγγαριού αχτίδες,
νύχτας βαρειά ανάμνηση και ξέφτια που δεν είδες.
Θα κάνει έτσι την έκκληση στον “Άπονο πατέρα”, χωρίς θετική απάντηση, και θα γράψει:
Βρώμικης νύχτας ξέσπασμα,
κατάμαυρου ουρανού αστροφεγγιάς η χάρι
ιδρώτα οργή, μάχη σκληρή,
πατέρες άπονοι εσάς θα πάρη …
Και θα αναζητήσει βοήθεια από τη λήθη:
Της λήθης στοργικό παιδί,
πλησίασε κοντά μου.
Γίνε νερό τρεχούμενο, στης φλόγας την αντάρα,
σβύσε παντοτινά, εξαφάνισε αυτό που τόσο καίει,
και δώσε ήρεμη χαρά, σ’ αυτόν που τώρα κλαίει.
Δεν φταίνε όμως οι αδελφοί, ή ο άπονος πατέρας. Φταίει η κακούργα κοινωνία, και η ζωή η πονηρή:
Αν είχε χάδια η ζωή
μ’ ισότητα δωρίσει,
δεν θά ’τανε οι στεναγμοί,
ούτε κι αυτά τα μίση.
Αν ήτανε όμως όμορφος,
κι αγγελικά πλασμένος κόσμος,
κι είχε δροσιά στα άνθη του
κι όχι αγκαθιών λουλούδια,
ιδρώτας, θανάτου φωτιά, άγνωστη η φοβέρα,
και θά ’ταν ύψους σίφουνας
κόσμου γλυκού ανέβασμα
πολιτισμού αγέρας.
Αν, κύριε Πέτσο. Δυστυχώς όμως, δεν είναι. Γι’ αυτό αφήστε τα μίση …
ΥΓ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι το ΑΝΤΙ εκτός από Πολιτική Επιθεώρηση είναι περιοδικό που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την καλλιτεχνική δημιουργία.
Από αυτήν την άποψη συμπαθούμε και τις αθέατες, καλλιτεχνικές πλευρές των πολιτικών μας.
Η δημοσίευση ορισμένων από αυτές, δεν σκοπεύει λοιπόν να εμποδίσει τους πολιτικούς να «καλλιτεχνίζουν», πράγμα που θα έκανε την πολιτική ακόμα πιο απάνθρωπη. Αντίθετα θέλουμε να δείξουμε ότι και οι πολιτικοί είναι άνθρωποι με τα ξεχωριστά ενδιαφέροντα ή τις ιδιαίτερες αδυναμίες τους…».
Σημειωτέον ότι και το περικείμενο του συγκεκριμένου τεύχους του περιοδικού έβαλλε κατά του ποιητή Γιώργου Πέτσου, προαναγγέλλοντας, τρόπον τινά, το ανυπόγραφο κριτικό σημείωμα: στο τεύχος φιλοξενήθηκε και ενδιαφέρουσα «Συζήτηση με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη». Ο Γιώργος Ματορίκος είχε σκιτσάρει, στο εξώφυλλο του τεύχους 210 του περιοδικού Αντί (που κυκλοφόρησε στις 23 Ιουλίου 1982) τον συνθέτη ιππεύοντα το άλογό του (= «πάμε, Ντόλυ!», Λούκυ Λουκ και Λουκιανός Κηλαηδόνης συνέπιπταν στο «είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόυ») και λέγοντα τα ακόλουθα, με κεφαλαία γράμματα αποτυπωμένα:
Όλα τα συζητήσαμε… μόνο για την ποίηση του Πέτσου δεν μου είπατε τίποτα. Μπορεί και να την μελοποιούσα.
Ένας άνθρωπος που ζούσε στην Αθήνα της δεκαετίας του 1980, ο οποίος δημοσιογραφούσε, σχολιάζοντας την πολιτική επικαιρότητα, και ενδεχομένως παρακολουθούσε και τις λογοτεχνικές εξελίξεις της εποχής (μάλλον διέθετε αυτά τα στοιχεία ο κριτής της ποίησης του Γιώργου Πέτσου), έκρινε και κατέκρινε τις ποιητικές απόπειρες ενός εφήβου της δεκαετίας του 1960. Δεν είναι παράξενο το ότι ο «χαριτολόγος» κρίνων θεώρησε τους στίχους αντιαισθητικούς και βλακώδεις. Εάν, όμως, αυτοί δεν προέρχονταν από έναν άνθρωπο, που πολλά χρόνια μετά τη δημοσιοποίηση των στίχων του απασχολούσε την τότε πολιτική επικαιρότητα και διετέλεσε υφυπουργός της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, θα καταδεχόταν ο συντάκτης του κειμένου να ασχοληθεί με την ποίηση του Πέτσου; Ρητορικό το ερώτημα, του οποίου η εύκολα συναγόμενη απάντηση ενισχύεται και από τη «χωροταξία» του τεύχους του περιοδικού: το ανυπόγραφο σημείωμα δεν εντάχτηκε στη μόνιμη ρουμπρίκα «Βιβλία» των τευχών του Αντί (στην οποία, άλλωστε, φιλοξενούνταν βιβλιοκρισίες συνδεδεμένες με την εκδοτική επικαιρότητα), αλλά στις αρχικές σελίδες του τεύχους, όπου ερμηνευόταν και σχολιαζόταν η πολιτική επικαιρότητα.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ως «Ω» έδωσε την απάντησή του δέκα μέρες μετά την κυκλοφορία του τεύχους του Αντί, από τις στήλες της κυριακάτικης Αυγής.
Ω. [= Μανόλης Αναγνωστάκης], «Τι μας φοβίζει …», εφ. Η Αυγή, Κυρ. 01.08.1982, σ. 4 [στη ρουμπρίκα: «Στάσεις»]:
Το άρθρο στο τελευταίο ΑΝΤΙ για την ποιητική δραστηριότητα του κ. Πέτσου, ήταν τουλάχιστον ένα «ατόπημα» και σαν τέτοιο, ας μας επιτρέψει το καλό περιοδικό να το επισημάνουμε.
Δεν γελοιοποιείται μ’ αυτόν τον τρόπο ένας δημόσιος άντρας επειδή έτυχε σε πολύ μικρή ηλικία (τότε ο κ. Πέτσος θα πρέπει να ήταν 16-17 χρονών) να γράψει και να τυπώσει ανώριμους ή και ανόητους ακόμη στίχους. (Και ας μην πει κανείς ότι η πρόθεση του άρθρου δεν ήταν σαφώς χλευαστική).
Αν ψάξει κανείς θα βρει εύκολα, σχεδόν σ’ όλους, όσοι ανέπτυξαν κατά κάποιο τρόπο μια δημόσια δραστηριότητα μεταγενέστερα είτε σαν πολιτικοί, Πανεπιστημιακοί ή επιστήμονες, τέτοια παρεμφερή νεανικά αμαρτήματα.
Αποδεικνύει τίποτε αυτό; Ή θυμίζει –ως μη ώφειλεν– μεθόδους «φακελώματος», έστω και αν εδώ δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική συνέπεια αλλά όλα γίνονται για να γελάσουμε. Η υπόθεση Πέτσου έχει αφεαυτής μια σοβαρότητα που σωστά επισημαίνεται από άλλες σελίδες του περιοδικού. Το να το πάμε προς το «επιθεωρησιακό», νομίζουμε ότι τίποτε δεν εξυπηρετεί – αντιθέτως.
(Κατά βάθος –και γι’ αυτό το σημείωμα τούτο έχει τη θέση του σ’ αυτήν εδώ τη σελίδα– μας φοβίζει η διαιωνιζόμενη, κι από τις στήλες ενός προοδευτικού περιοδικού τώρα, αντίληψη ότι ο πολιτικός που έχει βλέψεις και προς την ποίηση ή την τέχνη γενικότερα χάνει από τη… σοβαρότητά του και ότι εν πάση περιπτώσει πάσα περί τα τοιαύτα ενασχόλησή του, έστω και σε ανύποπτο χρόνο, προσγράφεται στα μείον και εκεί του πατάμε τον κάλο. Αυτό μας φοβίζει).
Δεδομένης της διαχρονικά σύνθετης και περίπλοκης δόμησης του πολιτικού πεδίου, δεν θα υποκύψουμε στον πειρασμό να τεκμηριώσουμε αναλυτικά τον ισχυρισμό ότι ο Αναγνωστάκης με αυτό το ελάχιστης έκτασης κείμενο δίδαξε πολιτικό ήθος. Κριτικό, όμως, ήθος δίδαξε με 237 μόνο λέξεις, επισημαίνοντας ότι ο πολιτικός επιβάλλεται να κρίνεται ως πολιτικός, έστω και εάν κατά την εφηβεία του (ή και κατά την ηλικιακή του ωριμότητα, αδιάφορο!) κατέθεσε δείγματα των καλλιτεχνικών του τάσεων και ανησυχιών. Θεμιτό θα ήταν ο Γιώργος Πέτσος να κριθεί ως ποιητής σε βιβλιοκριτικό ή και φιλολογικό πλαίσιο, ενώ ανοίκειο, άκομψο, προθετικά χλευαστικό και «εις άλλον είδος» μεταφερμένο, ήταν το να κρίνεται ως πολιτικός με παρεμπίπτουσα και σαφώς απότοκη της πολιτικής συγκυρίας στηλίτευση της νεανικής ποιητικής του παρουσίας. Η δημοσιοποίηση των κακότεχνων στίχων του Γιώργου Πέτσου, το 1965, προφανώς οφειλόταν σε καλλιτεχνική απειρία και σε νεανική αφέλεια, αλλά το ανυπόγραφο σημείωμα του Αντί, το 1982, μήπως οφειλόταν σε δημοσιογραφική αλαζονεία, σε δήθεν κριτική διάθεση και στην αυθάδεια του πολιτισμικά και πολιτικά «επαΐοντος», που διατυμπανίζει την υπεροχή του; Και πάλι, ρητορικό το ερώτημα! Ο έμπειρος και νηφάλιος Σοφιανός Χρυσοστομίδης, στο ίδιο τεύχος του περιοδικού και στη ρουμπρίκα «Πολιτικό Δεκαπενθήμερο», παρουσίασε και έκρινε, αρνητικά μεν αλλά χωρίς εμπάθεια, τις πολιτικές πτυχές της «υπόθεσης Πέτσου». Ο ανώνυμος κριτής της ποίησης του τελευταίου –ειρωνικά, χλευαστικά και υπενθυμίζοντας εμφατικά, τόσο στην αρχή όσο και στο κλείσιμο του κειμένου, την πολιτική ιδιότητα του συντάκτη των στίχων– πρόσφερε χάχανα στην παρέα, κάνοντας επίδειξη εξυπνακισμού, ξερολισμού και σνομπισμού. Θα πρέπει να αποδεχτούμε πλέον πως οι τρεις τελευταίοι –ισμοί συνόδευαν ένα μεγάλο μέρος της μεταπολιτευτικής «προοδευτικής» διανόησης (αρθρογραφούσας και λογοτεχνίζουσας), περιλαμβανομένης, βέβαια, και εκείνης (ας συμπιέσουμε σε παρένθεση το «ιδίως εκείνης») που αυτοτοποθετούνταν πολιτικά στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που παρέμενε και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το πολιτισμικό - λογοτεχνικό τοτέμ της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και του ΚΚΕ Εσωτερικού, όταν απάντησε στο ανυπόγραφο σημείωμα του Αντί διήγε την έκτη δεκαετία του βίου του. Πάντα φιλέταιρος, αλλά χωρίς να χαϊδεύει αυτιά, περιέστειλε την κριτική αυθάδεια και δίδαξε κριτικό ήθος. Το εάν το μάθημα, που προσέφερε με ελάχιστες λέξεις, εισακούστηκε, παραμένει αμφίβολο, αλλά η ακεραιότητα και η ευθυκρισία του Μανόλη Αναγνωστάκη μπορούν και σήμερα να αξιοποιηθούν παραδειγματικά ως επιζητούμενα γνωρίσματα του διανοουμένου με δημόσιο λόγο.
(Επιλογική παρένθεση: είναι πολλά τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων, που κατά καιρούς δημοσιοποίησαν τους καρπούς των λογοτεχνικών τους αναζητήσεων. Ορισμένα πράγματι εμπλούτισαν με τη λογοτεχνική τους έκφραση το corpus της νεοελληνικής γραμματείας. Ωστόσο –και για να εισφέρουμε ελάχιστα παραδείγματα από επίδοξες λογοτεχνικές καταθέσεις μόνο τεθνεώτων– οι συγκινησιακά φορτισμένοι, αλλά αφελείς, σοβαροφανείς και μεγαλορρήμονες στίχοι του Μανώλη Γλέζου[4] ή του Παναγιώτη Κρητικού[5] είναι βέβαιο ότι δεν αρκούν, ώστε να τοποθετηθούν οι συγγραφείς τους στον κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά τούτο, σαφώς και δίκαια, δεν πρέπει να συνδέεται με την αποτίμηση της πολιτικής τους παρουσίας. Το ίδιο ισχύει, για να μη μείνει παραπονεμένη και η συντηρητική παράταξη, για τις μυθιστορηματικές επιδόσεις του Αναστασίου Μπάλκου,[6] ο οποίος ως «πιπεράτος συγγραφέας»[7] τις διάνθιζε με «το καυτό κορμί της Barbara». Άλλωστε, και στο κείμενο του Αντί για τα ποιήματα του Γιώργου Πέτσου γίνεται λόγος για τη μυθιστορηματική ηρωίδα του Αναστασίου Μπάλκου, ενώ υπονοούνται τα θρυλούμενα «καντήλια» που του κατέβασε ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας για τη συγγραφική του ελευθεριότητα Η στοιχειώδης έρευνα των εφημερίδων και των πολιτικών περιοδικών, που εκδίδονταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, δείχνει ότι ο Αναστάσιος Μπάλκος περισσότερο δεχόταν ευχάριστα κριτικά πειράγματα για τις ερωτικές σκηνές της πεζογραφίας του, και λιγότερο επικρινόταν για τις συντηρητικότατες και σχεδόν φασιστικές απόψεις του περί Δημοσίας Τάξεως,[8] το υπουργικό χαρτοφυλάκιο της οποίας υπηρέτησε από τον Νοέμβριο του 1977 έως τον Μάιο του 1980).
[1]Αντήνωρ [= Σοφιανός Χρυσοστομίδης], «Ποιος θα πληροφορήσει το λαό για την “υπόθεση Πέτσου”;», Αντί, τχ. 210, (Παρασκευή 23/7/)1982, σ. 4-5.
[2]Γιώργος Ε. Πέτσος, Ανήφορος, Αθήνα, Γλαυξ, 1965.
[3]Βλ. http://www.petsos.gr/cv/.
[4]Βλ. ενδεικτικά: Μανώλης Γλέζος, Στα Κυκλαδονήσια η Αίσθηση στο Φως Στιχουργεί, Αθήνα, Gutenberg, 2015.
[5]Βλ. ενδεικτικά: Παναγιώτης Κρητικός, Πριν όλα χαθούν. Ποιητικές κραυγές, Αθήνα, Προσκήνιο, 2002.
[6]Βλ. Αναστάσιος Μπάλκος, Αποστολή στα Βαλκάνια (Δίχτυα στην Τασκένδη), Αθήνα, Ατλαντίς, 1979.
[7]Βλ. Μιχάλης Δημητρίου, «Αναστασίου Μπάλκου το ανάγνωσμα: “Είμαι ένας πιπεράτος συγγραφέας …”» [= συνέντευξη του Αναστασίου Μπάλκου στον Μιχάλη Δημητρίου], εφ. Το Βήμα, Κυρ. 15/7/1979.
[8]Βλ. Μιχάλης Δημητρίου, ό.π.