Η επέτειος της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή συνδέεται και με την εκατονταετία από τον ερχομό στην Ελλάδα του πεζογράφου και ζωγράφου Φώτη Κόντογλου που, γεννημένος το 1895 στο Αϊβαλί, φεύγει το 1922 από την πατρίδα του με ένα καΐκι, έχοντας μόλις πάρει μέρος στην αποτυχημένη Μικρασιατική Εκστρατεία. Τη λογοτεχνική επέτειο του Κόντογλου τιμούν αυτή τη χρονιά οι εκδόσεις Μεταίχμιο επανεκδίδοντας αναστατικά (φωτομηχανικά) το πεζογραφικό του έργο, με φιλολογική πρωτοβουλία και επιμέλεια του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Ο Ζουμπουλάκης έχει επισημάνει από καιρό την τεράστια εκδοτική ακαταστασία των έργων του Κόντογλου, τον οποίο έχουμε τώρα την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά και συστηματικά ως πεζογράφο.
Ζωγράφος, αγιογράφος, «εξιστορητής» ναών, μεταφραστής του Ντάνιελ Ντεφόε, του Ροβινσώνα Κρούσου και του Μπλεζ Πασκάλ (μεταξύ άλλων) και ιδιόρρυθμος πεζογράφος, πολύ διαφορετικός από τους κατά τι νεότερούς του συγγραφείς της γενιάς του 1930, ο Κόντογλου, που πέθανε το 1965, υπήρξε ένας άνθρωπος βαθιάς δυτικής παιδείας: σπούδασε ζωγραφική κοντά στους γάλλους ιμπρεσιονιστές στο Παρίσι, αγάπησε την αγγλική λογοτεχνία και επηρεάστηκε ακόμα και στη βυζαντινής τεχνοτροπίας ζωγραφική του από τον πριμιτιβισμό των ιμπρεσιονιστών, καταργώντας την προοπτική στις ζωγραφιές του και παίζοντας εμπνευσμένα με τα χρώματά τους. Όσο κι αν αργότερα ο Κόντογλου έβαλε, όπως θα δούμε, στο στόχαστρό του τη Δύση, η αγωγή και η καλλιτεχνική του συνείδηση δεν απέβαλαν ποτέ τις δυτικές τους ρίζες. Αυτό θα το εννοήσουμε καλύτερα, διαβάζοντας τον Πέδρο Καζάς (1920), όπου ο συγγραφέας αναβιώνει την ιστορία του Ροβινσώνα με ένα ταξίδι στον Ινδικό Ωκεανό. Εκεί ο πρωταγωνιστής του Κόντογλου, ο Πορτογάλος Βάκα Γκάβρο (υποτίθεται πως ο Κόντογλου ανακαλύπτει ένα ξεχασμένο χειρόγραφό του), συναντά κατά τον 19ο αιώνα, σαν μέσα σε όνειρο ή σαν μέσα σε παραίσθηση, τον ισπανό κουρσάρο του 15ου και του 16ου αιώνα Πέδρο Καζάς. Η Πορτογαλία, η Ισπανία, οι πειρατές και τα ερημονήσια κυριαρχούν στον διεσταλμένο ιστορικό χρόνο της νουβέλας, υποδεικνύοντας και τον πρόδρομα νεωτερικό της χαρακτήρα (ας θυμίσουμε και το τέχνασμα της ανεύρεσης του λησμονημένου χειρογράφου), σε μιαν αφήγηση η οποία είναι πιθανόν να αντλεί την έμπνευσή της και από τα αποθέματα της γοτθικής παράδοσης τρόμου, μυστηρίου και μεταφυσικών παρουσιών. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα πεζά της Βασάντα (1924), που συστεγάζουν μεταφραστικό έργο και πρωτότυπα κείμενα στον ίδιο τόμο (ένα ακόμα νεωτερικό στοιχείο), με έναν πρωταγωνιστή ο οποίος ζει σε έναν κάπως αξεκαθάριστο περίγυρο, υπομένοντας ανοίκειες καταστάσεις, συναντώντας παράξενα πρόσωπα και επισκεπτόμενος ελαφρώς σκοτεινούς ή και εξωτικούς τόπους. Βλέπουμε εδώ μια ολοζώντανη, χυμώδη και κάθε άλλο παρά μηχανική χρήση της δημοτικής γλώσσας (όπως και στον Πέδρο Καζάς), παρακολουθούμε εκ του σύνεγγυς την προσήλωση των ηρώων στην ομορφιά της φύσης, στη μοναξιά και στο ησυχαστήριο του Αγίου Όρους, κοιτάζουμε τις μεταφραστικές διασταυρώσεις του Ροβινσώνα Κρούσου (πάλι ο Ντεφόε), του Ιώβ, του Σαίξπηρ και των Ψαλμών του Δαυίδ, πρωτίστως όμως απολαμβάνουμε την πρωτοτυπία, το απρόσμενο και το απροσδόκητο της ομιχλώδους πλοκής, καθώς και το υποβλητικό ύφος του Κόντογλου, τόσο ως προς τη γλωσσική όσο και ως προς την εικονογραφική του έκφραση (έχει εικονογραφήσει ο ίδιος τη Βασάντα, αλλά και τον Πέδρο Καζάς).
ΤΟ ΝΗΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Δημοσιευμένο το 1962, Το Αϊβαλί η πατρίδα μου (η επανέκδοση, τρίτη στη σειρά του Μεταίχμιου, δεν είναι τώρα αναστατική, ενώ η εικονογράφηση ανήκει και πάλι στον Κόντογλου) γράφεται μακριά από μυστήρια, μεταφυσικές παρουσίες και σκιερά τοπία, σε κλίμα αναπόλησης των παιδικών χρόνων και του πολιτισμού που εξανδραποδίστηκε από τον γενέθλιο τόπο, με ακούραστες παραπομπές στην ορθόδοξη παράδοση και στη διαχρονική αυταξία του ελληνικού στοιχείου: από τον Γιώργη που γίνεται άγιος, στις αρχές του 19ου αιώνα, επειδή αρνείται να αλλαξοπιστήσει για δεύτερη φορά, τη γεωγραφία και την ελληνική ιστορία του Αϊβαλιού (τις αρχαίες ρίζες της και τα ζωντανά της ονόματα) μέχρι τον ειδυλλιακό κτηνοτροφικό βίο σε εποχή προηγμένης τεχνολογίας και τερατώδους πολεοδομίας και την εξύμνηση της ορθόδοξης πίστης. Αντί για δράση, ο Κόντογλου προτιμά να γεμίσει τα διηγήματά του με στοιχειώδη, συμβολικής σημασίας πρόσωπα και λυρικές περιγραφές, λατρεύοντας τη φύση (όπως και στα νεανικά του πεζά) και την αδιάρρηκτη συνοχή της κοινότητας. Επίσης, αντί για τα ήθη της καθημερινής ζωής, θα στραφεί στις εσωτερικές εκδηλώσεις της χριστιανικής φλόγας αλλά και στη χαρά (εσωτερική και εξωτερική) της ύπαρξης. Με ένα λόγο, τη δράση υποκαθιστούν οι ηθικές ιδιότητες των λαϊκών και των αμόρφωτων ανθρώπων, των φτωχούληδων του Θεού, που ζουν με το κρασί, το κρέας, τον καπνό και την αγάπη του Χριστού. Θα συναντήσουμε ακόμα εν προκειμένω περιπέτειες με θαλασσοταραχές υπό το βλέμμα του Θεού, αγιοβασίληδες τους οποίους περιθάλπουν οι ταπεινοί, σωρεία αγίων και ιερωμένων, την αθάνατη ελληνική φύτρα και την ευλογημένη Ανατολή, ληστές που ψάχνουν τη θεϊκή εύνοια, λεβέντες βοσκούς και ψυχωμένους καπεταναίους, ευσταλείς εμπόρους και μαγαζάτορες, Αϊβαλιώτες υπό τη σκέπη του Αγίου Όρους, καθώς και καταλόγους ψαριών, ζώων, ναυτικών εργαλείων και καραβιών. Όλοι και όλα τους δεν είναι παρά γερά σωματικά, ηθικά και υλικά σκαριά, στηρίγματα ενός κόσμου που έσβησε οριστικά.
Περιδιαβάζοντας, πάντως, τους άδολους τόπους του (κόντρα σε κάθε χαλασμένη σύγχρονη πολιτεία), ακόμα κι αν έχει αγκαλιάσει εξ ολοκλήρου την ιδεολογία του ελληνισμού, της Ανατολής και της λαϊκής ορθοδοξίας, ο Κόντογλου δεν θα παραγράψει τις νεανικές δυτικές του αφετηρίες, με αναρίθμητους Ροβινσώνες της Μικράς Ασίας, με Σεβάχ ή με Μπαρμπαρόσες, που αποτελούν αγαπημένους ανατολικούς μύθους της Δύσης, όπως και με θρυλικούς κουρσάρους, όπως τους θυμόμαστε από τον Πέδρο Καζάς. Κι αν η δημοτική του Κόντογλου μοιάζει υπερκανονιστική, δεν χάνει εν κατακλείδι το παραμικρό από την αμεσότητα και τον φυσικό της τόνο.