Ο Ευάγγελος Αρεταίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Είναι δημοσιογράφος με αξιοσημείωτη πορεία ειδικευμένος σε θέματα Τουρκίας, επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ και ερευνητής στην Διπλωματική Ακαδημία του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Ως δημοσιογράφος εργάζεται στην Ελλάδα στην εφημερίδα και στο ραδιόφωνο και στον Άστρα στην Κύπρο. Έχει σπουδάσει νομική στην Γαλλία και ισλαμικές σπουδές στο Βέλγιο. Είναι συγγραφέας δυο βιβλίων για τις κοινωνιολογικές μεταλλάξεις στην Τουρκία, δυο μυθιστορημάτων και δυο συλλογών διηγημάτων. Έζησε στην Τουρκία ανάμεσα στο 1999 και το 2007 και στην συνέχεια ταξίδευε συστηματικά στην χώρα ως ανταποκριτής, μέχρι τις 25 Αυγούστου 2022, οπότε απελάθηκε από τις τουρκικές αρχές για λόγους «δημόσιας τάξης».
Το βιβλίο του, Κλωστές στην Ημισέλινο, που κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες, ξεκινά με τους στίχους ενός παθιασμένου ερωτικού τραγουδιού του Μουσλούμ Γιουλμάζ: «Sensiz Olmaz. Δεν γίνεται χωρίς εσένα». Είναι αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, μιας γυναίκας από την Τουρκία, της Σεβντά (το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε μια Σεβντά, πραγματικό πρόσωπο), που βρίσκεται σε υπερορία, καθώς δραπέτευσε από τη χώρα της το 2022 για να μη συλληφθεί.
Ο μυθιστορηματικός χρόνος καταλαμβάνει μόνον μία μέρα, την πρόσφατη 5η Φεβρουαρίου 2023. Ο τόπος είναι το Κόμο της Ιταλίας. Η αφήγηση είναι οι μνήμες της Σεβντά κυρίως από το πρόσφατο παρελθόν της στην Τουρκία, με επανειλημμένα φλας μπακ. Συγκροτείται ένα μυθοπλαστικό σώμα μιας προσωπικής ιστορίας, ενός μεγάλου σαρκικού έρωτα της Σεβντά με μια άλλη γυναίκα, την Γκιουλιστάν.
Μέσα από αυτό το στόρι του έρωτα δίνεται η πολιτική αλλά και η πολιτισμική ιστορία της Τουρκίας από την εξέγερση του πάρκου Γκεζί, στις 31 Μαΐου 2013, ώς την 5η Φεβρουαρίου 2023. Η ιστορία, που αναπτύσσεται μέσα από μνήμες και στοχασμούς για την κατάσταση στη χώρα, είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που δίνουν τα ενημερωτικά κανάλια στην Ελλάδα, μια άλλη ματιά πολύ μεγάλου ενδιαφέροντος.
Ένας έρωτας
Το ερώτημα είναι γιατί ο Ευάγγελος Αρεταίος διάλεξε να πει αυτή την ιστορία μέσα από τον έρωτα δύο γυναικών; Η Σεβντά λέει:
Δεν είμαι λεσβία. Είμαι ετεροφυλόφιλη, με τραβάνε οι άντρες, όχι οι γυναίκες. Αγαπάω όμως την Γκιουλιστάν. Αν η Γκιουλιστάν ήταν άντρας θα μπορούσα να την αγαπήσω το ίδιο. Ίσως όχι με την ίδια μορφή αλλά σίγουρα με την ίδια ουσία.
Λοιπόν, το κάνει μάλλον για συμβολικούς λόγους, καθώς οτιδήποτε αρσενικό θα παρέπεμπε στην πολιτισμική εκδοχή του Ερντογάν και του κόμματός του.
Μπορούμε να πούμε ότι τα δύο ερωτευμένα μεταξύ τους πρόσωπα, η Σεβντά και η Γκιουλιστάν –αλλά και, δευτερευόντως, η μητέρα της Σεβντά– αντιπροσωπεύουν πολιτισμικές δυνάμεις της γειτονικής χώρας που έχουν πάρει και τη μορφή πολιτικών μορφωμάτων: η ακτιβίστρια, δημοσιογράφος μικρών ανατρεπτικών εντύπων, Γκιουλιστάν, εκφράζει συγχρόνως τη νέα Αριστερά και την εκμοντερνισμένη κουρδική κοινωνία, εκείνη που απεχθάνεται τον πόλεμο του PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν) ίσως το ίδιο με την κρατική εξουσία. Η μεταμοντέρνα καθηγήτρια πανεπιστημίου, Σεβντά, εκπροσωπεί τα μορφωμένα στρώματα της αναπτυγμένης –από την κυβέρνηση Ερντογάν– Τουρκίας, που έσπασαν το δεσμό τους όταν προχώρησε σε αυταρχικές πολιτικές. Ή, για να το διατυπώσω όπως το λέει η Σεβντά, όταν απορροφήθηκε το κόμμα του, το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, Adalet ve Kalkınma Partisi), από το βαθύ τουρκικό κράτος:
Το κράτος δεν παραιτήθηκε, ανασυγκροτήθηκε, αντέδρασε, χτύπησε σκληρά και έπνιξε και το ΑΚΡ, που αλυσοδέθηκε στο κράτος, και την κοινωνία των πολιτών. Μας έπνιξε όλους, πολιτική, κοινωνία και ανθρώπινες υπάρξεις, μέσα σε μια μόνιμη εγρήγορση, μια επιτακτική αίσθηση ή ψευδαίσθηση απειλής, μια οργή για όποιον δεν είναι σαν εμάς, μια μεγαλομανία για μια μεγάλη και τρανή Τουρκία.
Υπάρχει κι η μητέρα της Σεβντά που αντιπροσωπεύει την παλιά κεμαλική, αντι-εντοργανική τάξη της Τουρκίας, την αφιερωμένη στον αέναο κεμαλικό εκσυγχρονισμό και στην τελική κατάκτηση μιας κοινωνίας κοσμικού χαρακτήρα.
Η Σεβντά και η Γκιουλιστάν ενώνονται μ’ έναν γυναικείο έρωτα – αντίσταση στην αυταρχικότητα του καθεστώτος. Τον χαρακτήρα αυτής της αυταρχικότητας δεν τον θεωρούν απότοκο του μουσουλμανισμού ή επιστροφή του καθεστώτος σ’ εκείνο των Οθωμανών αλλά, αντίθετα, σε ένα δυτικού τύπου βαθύ κράτος ελέγχου, ένα κράτος φυλακή, όπως αυτό που συγκροτήθηκε θεωρητικά από τον Μπένθαμ στο Πανοπτικό[i] του, πάντα όμως σε συνάρτηση με τον ανδροκρατικό χαρακτήρα της τουρκικής κοινωνίας.
Για την απελευθέρωση από αυτό το κράτος, διάφορες και απρόσμενες δυνάμεις συμμαχούν με κύριο χαρακτηριστικό την ενότητα όλων των Τούρκων, αλλά και την ενοποίηση των διαφορετικών γεωπολιτικών κομματιών και των εκδοχών της μουσουλμανικής θρησκείας στην Τουρκία.
Αυτό το ενωτικό πνεύμα εμφανίστηκε πρώτη φορά στην εξέγερση για το πάρκο Γκεζί, όπου διά στόματος Σεβντά, ο συγγραφέας τη χαιρετίζει ως ένα σημαντικό βήμα για χειραφέτηση – κι ας απέτυχε:
«Βλέπεις ότι κάτι διαφορετικό γίνεται στην Τουρκία. Η χώρα μπορεί να αλλάξει. Εδώ γίνεται μια ιστορική υπέρβαση ταυτοτήτων και διαχωριστικών γραμμών», μου είπε η Γκιουλιστάν υψώνοντας τη φωνή της, γιατί δίπλα μας είχαν αρχίσει να παίζουν παραδοσιακούς ρυθμούς από την Ανατολία. «Ίσως είναι μια ουτοπία ενάντια στην ουτοπία του νεο-οθωμανισμού και του homo-islamicus που προσπαθεί να μας επιβάλει ο Ερντογάν. Αλλά τουλάχιστον είναι η δική μας ουτοπία».
Και παρακάτω συνεχίζει:
Εγώ την ακολουθούσα θαμπωμένη με όλα αυτά που έβλεπα και άκουγα, μαγεμένη από την άνεση της Γκιουλιστάν ανάμεσα σε όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος, την περιέργειά της, την εντυπωσιακή της ενέργεια.
Αυτές οι δυνάμεις επιδιώκουν κάτι που θεωρούν θαύμα. Η ετερόκλητη ενωμένη αντιπολίτευση να νικήσει στις επικείμενες εκλογές και να καταφέρει, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, να ενοποιήσει το έθνος, κάτι που δεν κατάφερε ούτε ο Κεμάλ ούτε ο Ερντογάν. Η Σεβντά λέει συγκεκριμένα στην Γκιουλιστάν:
Δεν είναι πλέον δυνατόν να διαβάζουμε την τουρκική κοινωνία μέσα από τα πρίσματα των παραδοσιακών αντιθέσεων Ανατολή-Δύση, ισλαμιστές-κεμαλιστές και Κούρδοι-Τούρκοι. Οι νέες γενιές που είναι στη βάση των διαδηλώσεων βρίσκονται πια εκτός αυτών των διαχωριστικών γραμμών. Ότι οι διαδηλώσεις και η κατάληψη του πάρκου Γκεζί μεταλλάσσουν αυτές τις διαχωριστικές γραμμές, τα διαφορετικά σύμβολα και τα διαφορετικά στυλ ζωής αναμειγνύονται. Αυτή η γενιά λέει, «φτάνει πια με τις διαχωριστικές γραμμές. Θέλουμε μια δημοκρατία που να ενσωματώνει τις διαφορές».
Μπορεί να ενωθεί η Τουρκία;
Ο Ευάγγελος Αρεταίος τελειώνει το βιβλίο του με το ίδιο τραγούδι με το οποίο το είχε αρχίσει. «Δεν γίνεται χωρίς εσένα». Η Σεβντά η εκπρόσωπος της δημοκρατικής εκσυγχρονιστικής ελίτ που θέλει να ενώσει την Τουρκία αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν γίνεται χωρίς την Γκιουλιστάν, δηλαδή χωρίς όσους ζουν στην κρυφή μεριά του φεγγαριού, στην καταπιεσμένη και περιθωριοποιημένη Τουρκία των μορφωμένων νέων, των Αριστερών, των Κούρδων. Λέει:
Το ξέρω πια ότι η Γκιουλιστάν δεν ήταν μονάχα η Γκιουλιστάν για μένα. Ήταν εγώ η ίδια με τη διαφορετική μου ύπαρξη, ήταν μια άλλη εγώ, αυτή που ήθελα πάντα να είμαι και που ποτέ δεν είχα μπορέσει πριν τη γνωρίσω. Και ήταν κι η ίδια η Τουρκία, μια άλλη, τρυφερή και παράξενη Τουρκία, με τα κατακόκκινά της μαλλιά να μοιάζουν με την κατακόκκινη σημαία μας, με τη ζεστή αγκαλιά της Γκιουλιστάν να είναι η αγκαλιά που ονειρευόμουν να μπορούσε να δώσει η πατρίδα μου σε όλους τους ανθρώπους της.
[i] Το Πανοπτικό είναι τύπος κτιρίου-φυλακής που σχεδιάστηκε από τον άγγλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Τζέρεμι Μπένθαμ το 1785. Η ιδέα του σχεδιασμού επιτρέπει την συνεχή επίβλεψη (-opticon) όλων ( pan-) των κρατουμένων. Με τα λόγια του Μπένθαμ, το Πανοπτικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί «χωρίς εξαίρεση, σε όλες τις εγκαταστάσεις στις οποίες ένας αριθμός ανθρώπων θα τεθεί υπό επιτήρηση σε έναν χώρο όχι πολύ μεγάλο για να καλυφθεί από κτήρια. Όσο διαφορετικός ή αντίθετος και να είναι ο σκοπός: είτε για να τιμωρηθούν οι αδιόρθωτοι, να φυλαχθούν οι άφρονες, να αναμορφωθούν οι φαύλοι, να επιβεβαιωθούν οι ύποπτοι, να εργαστούν οι άεργοι, να διατηρηθούν οι αβοήθητοι, να τύχουν περίθαλψης οι άρρωστοι, είτε για να διδαχθούν οι πρόθυμοι σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας, ή να εκπαιδευτεί η ανερχομένη γενιά στο δρόμο της εκπαίδευσης: με μια λέξη, είτε να εφαρμοστεί στους αιώνιους φυλακισμένους στο δωμάτιο του θανάτου είτε στους προφυλακισμένους που περιμένουν τη δίκη είτε σε αναμορφωτήρια είτε σε κάτεργα είτε σε βιοτεχνίες είτε σε τρελοκομεία, είτε σε νοσοκομεία είτε σε σχολεία».