Ήταν ο Ρόμπερτ Φράνσις Πρέβοστ, Αυγουστινιανός μοναχός από το Σικάγο, πρώην ιεραπόστολος στο Περού, με σπουδές στη Ρώμη και επίγνωση της θεσμικής γλώσσας του Ρωμαιοκαθολικισμού. Η στιγμή της εκλογής του στο παρεκκλήσιο της Καπέλα Σιξτίνα δεν συνοδεύτηκε από χειροκροτήματα· δεν υπήρξαν αυθόρμητες επευφημίες, ούτε βλέμματα κατάπληξης. Ήταν σαν το κονκλάβιο να γνώριζε πως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν χρειαζόταν έναν Πάπα εντυπωσιασμού, αλλά έναν Πάπα σωφροσύνης. Η σιωπή που ακολούθησε την αναγγελία δεν ήταν αμηχανία, αλλά ένας ιδιαίτερος τρόπος να δηλώσουν οι καρδινάλιοι ότι, αυτή τη φορά, δεν επελέγη ένας άνθρωπος για να εκπλήξει, επελέγη για να σταθεί. Και στην Εκκλησία, το να σταθείς είναι ενίοτε δυσκολότερο απ’ το να μιλήσεις.
Κατά κάποιον τρόπο, ήταν μια επιστροφή, όχι τόσο θριαμβευτική αλλά μάλλον σιωπηλή, στην έννοια της ρωμαϊκής dignitas. Επιστροφή σε μια μορφή ακινησίας που δεν υποδηλώνει αδράνεια, αλλά συνειδητή αποφυγή της δραματοποίησης. Μέσα σ’ αυτή τη διακριτική διάταξη γεγονότων, όπου η εκλογή δεν παρουσιάστηκε ως συμβάν, αλλά εντάχθηκε ήρεμα στην παράδοση, άρχισε να διαφαίνεται και το εκκλησιολογικό ήθος του νέου Ποντίφικα. Όχι με όρους προσωπικότητας, αλλά με όρου στάσης. Η επιλογή του να εμφανιστεί με την κόκκινη mozzetta, την οποία ο Πάπας Φραγκίσκος είχε παρακάμψει, ερμηνεύτηκε ως αλλαγή ή παλινδρόμηση. Ενδεχομένως όμως να σηματοδοτεί απλά κάτι βαθύτερο· ότι η ενδυματολογική σημειολογία δεν ανήκει στο πεδίο των ρήξεων ή της αισθητικής, αλλά στην ιστορική μνήμη των ρόλων.
Η επιλογή του ονόματος «Λέων» φέρει αναμφίβολα ένα ιστορικό βάρος. Ο Λέων Α΄, ο αποκαλούμενος και Μέγας, υπήρξε μεταξύ άλλων ο υπερασπιστής της Ρώμης απέναντι στον Αττίλα· ο Λέων ΙΓ΄ ήταν ο πατέρας της εγκυκλίου Rerum Novarum (1891) και θεμελιωτής της Ρωμαιοκαθολικής κοινωνικής διδασκαλίας· κα τέλος ο frate Leone, ο σιωπηλός συνοδοιπόρος του Φραγκίσκου της Ασίζης. Όμως ο Λέων ΙΔ΄ δεν άφησε τις ερμηνείες να αιωρούνται. Ήδη από την πρώτη του συνάντηση με τους καρδιναλίους, δήλωσε ότι η επιλογή του ονόματος παραπέμπει ευθέως στον Λέοντα ΙΓ΄ και στην ανάγκη επανερμηνείας της κοινωνικής διδασκαλίας της Εκκλησίας υπό τις νέες συνθήκες της τεχνολογικής επανάστασης. Η αναφορά στη Rerum Novarum δεν υπήρξε συμβολικό νεύμα. Ο Πάπας τόνισε ότι, όπως ο προκάτοχός του στο τέλος του 19ου αιώνα διατύπωσε μια θεολογία της εργασίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης ως απάντηση στη βιομηχανική απορρύθμιση, έτσι και σήμερα η Εκκλησία οφείλει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης, των νέων μορφών φτώχειας και της μετανάστευσης. Η επιλογή του ονόματος δεν είναι λοιπόν υπαινιγμός· είναι πρόγραμμα, αλλά πρόγραμμα χωρίς βοή. Ο Λέων ΙΔ΄ δεν έρχεται να επιβάλει μια νέα ερμηνεία της Ρωμαιοκαθολικής κοινωνικής σκέψης, αλλά να ανανεώσει τη γλώσσα της χωρίς να απορρίψει τις μορφές της. Δεν διεκδικεί ρόλο προφήτη, αλλά διαχειριστή της μνήμης· ενός Πάπα που ξέρει να μην ξεχνά.
Η αποκατάσταση ορισμένων εξωτερικών στοιχείων της παπικής ενδυμασίας, αντί να σηματοδοτεί μια στροφή προς τη μεγαλοπρέπεια, φανέρωσε κάτι διαφορετικό, ότι δηλαδή ακόμη και φόρμες που είχαν εγκαταλειφθεί μπορούν να επανενταχθούν όχι για να επιβληθούν, αλλά για να στεγαστούν ξανά κάτι από ένα ήθος που τις ξεπερνά. Με άλλα λόγια, το ένδυμα δεν προηγήθηκε του προσώπου. Αντίθετα, υποχώρησε μπροστά του. Κι αυτή η υποχώρηση του σχήματος, η αποδοχή του χωρίς διάθεση επιβολής, ίσως είναι η πιο ριζική μορφή μεταρρύθμισης. Όχι δηλαδή η κατάργηση, αλλά η αποφόρτιση της παράδοσης, ώστε να μπορεί να ξανασημάνει, χωρίς να κραυγάζει. Αυτή η συγκράτηση δεν φανερώνει παθητικότητα, αλλά δηλώνει εκκλησιολογική επιλογή. Ο νέος Πάπας γνωρίζει —και φαίνεται να το ενσαρκώνει— ότι ο χρόνος στην Εκκλησία δεν είναι γραμμικός αλλά θεσμικός και ότι η ηγετικός ρόλος δεν κατοχυρώνεται με τις πρώτες δηλώσεις, αλλά με τη στάση απέναντι στη μακρά διάρκεια.
Η πρώτη του φράση περί ειρήνης δεν ήταν τυπική. Στο παγκόσμιο τοπίο των χριστιανικών Εκκλησιών, όπου η κοινή μαρτυρία συχνά σκιάζεται από τοπικές συγκρούσεις, γεωπολιτικά συμφέροντα και δογματικούς ανταγωνισμούς, η αναφορά στην ειρήνη αποκτά χαρακτήρα όχι μόνο ποιμαντικό, αλλά και οικουμενικό. Η ειρήνη δεν προτείνεται ως αόριστο ιδανικό, αλλά ως εκκλησιολογική ευθύνη. Ως τρόπος δηλαδή για να διατηρηθεί ο διάλογος ανοιχτός, να προστατευθεί η αξιοπρέπεια κάθε παράδοσης και να αναγνωριστεί το κοινό βάθος της χριστιανικής ελπίδας. Ο Λέων ΙΔ΄ δεν οραματίζεται τον Ρωμαιοκαθολικισμό ως μέρος του διαλόγου των πολιτισμών αλλά ως υποκείμενο συμφιλίωσης. Η θητεία του Λέοντα ΙΔ΄ φαίνεται να ξεκινά μ’ ένα συνδυασμό εσωτερικής σταθερότητας και θεσμικής επίγνωσης του ρόλου. Δεν επιδιώκει να ταράξει τα νερά ούτε να κατευνάσει· επιδιώκει να διατηρήσει. Κι αυτή η διατήρηση, σε μια εποχή όπου η ταχύτητα της πληροφορίας έχει μετατραπεί σε κριτήριο ηγεσίας, ίσως να είναι η πιο αντισυμβατική πράξη.
Από την έως τώρα σύντομη δημόσια παρουσία του, διαφαίνεται ένας τύπος παπικής ποιμαντικής που αποφεύγει τη γλώσσα της δήλωσης χωρίς να καταφεύγει στη σιωπή ως στρατηγική. Ο Λέων ΙΔ΄ δεν φαίνεται να επιδιώκει να ρυθμίσει την ισορροπία· την αφήνει να αναδυθεί. Δεν καταργεί το νέο, αλλά το υποδέχεται με την προϋπόθεση της μνήμης. Και η Εκκλησία που προβάλλεται μέσα από τη στάση του δεν διεκδικεί την ακινησία ως αξία, αλλά ως προϋπόθεση της σταθερότητας. Μιας σταθερότητας που δεν προέρχεται από τον έλεγχο, αλλά από την ετοιμότητα να περιμένεις.
Από Ορθόδοξης πλευράς, αυτό που αναμένουμε από τον νέο Ποντίφικα δεν είναι τόσο οι θεολογικές καινοτομίες, όσο μια θεσμική συνέπεια στην οικουμενική προοπτική των τελευταίων δεκαετιών. Μια Ρώμη που να συνομιλεί χωρίς ηγεμονισμούς και να επιμένει στην ειρήνη όχι ως αφηρημένο ιδανικό, αλλά ως πράξη γεωεκκλησιαστικής ευθύνης απέναντι στον διχασμό που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, στις διώξεις που υφίστανται οι χριστιανικές κοινότητες της Μέσης Ανατολής αλλά και στις ισορροπίες που δοκιμάζονται ξανά στα Βαλκάνια.