Ως γνωστόν, τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, όπως και η Μονή του Σινά, συνιστούν τους τελευταίους ζωντανούς φορείς του πάλαι ποτέ ακμάζοντος Μείζονος Ελληνισμού. Με ιστορία που ξεκινά από την Ύστερη Αρχαιότητα, αποτελούν ασφαλώς κορυφαία διοικητικά και πνευματικά κέντρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν και ως πολιτισμικές γέφυρες με παγκόσμια εμβέλεια και απήχηση. Το ερώτημα της στελέχωσής τους, συνεπώς, είναι καίριο: με ποια κριτήρια επιλέγεται το ανθρώπινό τους δυναμικό και πώς διασφαλίζεται η συνέχιση της αποστολής τους; Παρατηρείται αρκετές φορές το φαινόμενο να κυριαρχούν πρακτικές εσωστρέφειας, ατυχών επιλογών, θεολογικής πενίας και αδυναμίας ανταπόκρισης στον ποιμαντικό και πνευματικό ρόλο που έχουν κληθεί να διαδραματίσουν. Η απουσία μιας θεσμικής στρατηγικής εκ μέρους υπεύθυνων φορέων για την ποιοτική ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο το μέλλον των ίδιων των θεσμών αλλά και τη διατήρηση της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή.
Ένα άλλο σπουδαίο ζήτημα που αναδείχθηκε από την πρόσφατη «κρίση» είναι το όριο ηλικίας. Η ποιμαντική ευθύνη και η άσκηση εξουσίας δεν μπορεί να είναι ισόβια υπόθεση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει αναπτύξει θεσμούς ανανέωσης συγκρίσιμους με αυτούς της Ρωμαιοκαθολικής, όπου το όριο ηλικίας για καρδιναλίους και επισκόπους είναι θεσμοθετημένο. Στην ορθόδοξη πραγματικότητα, η παραμονή σε θέσεις ποιμαντικής ευθύνης μέχρι βιολογικής αδυναμίας μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε παράλυση, να τροφοδοτήσει εντάσεις και να υπονομεύσει την αξιοπιστία της μαρτυρίας. Χρειάζεται, επομένως, μια γενναία συζήτηση για τη θέσπιση ορίων ηλικίας που θα μπορούν να διασφαλίσουν τη συνέχεια, την αξιοπρέπεια και την ποιότητα στην άσκηση των ποιμαντικών καθηκόντων.
Ακούστηκαν επίσης κάποιες φωνές στον δημόσιο διάλογο που υποστήριξαν ότι η ελληνική πολιτεία δεν έχει κανένα λόγο να παρεμβαίνει σε τέτοια εκκλησιαστικά ζητήματα. Πρόκειται για φωνές επιπόλαιες και ατεκμηρίωτες. Τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και η Αρχιεπισκοπή του Σινά δεν είναι μόνο εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες αλλά και θεσμοί με ιστορική και πολιτισμική σημασία για τον οικουμενικό Ελληνισμό και συνδέονται άμεσα με τη διεθνή παρουσία της χώρας μας. Εξάλλου δεν είναι λίγες οι φορές που η στήριξη της ελληνικής πολιτείας, παράλληλα μ’ αυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπήρξε και παραμένει ουσιαστική, ειδικά σε περιόδους εσωτερικών ή εξωτερικών ανωμαλιών. Η φροντίδα για την εύρυθμη θεσμική τους λειτουργία και η διευκόλυνση σε περιόδους κρίσεων, πάντα με διακριτικότητα και σεβασμό στον αυτοδιοίκητο χαρακτήρα τους, δεν αποτελούν επεμβάσεις σε ξένη δικαιοδοσία αλλά έκφραση υπεύθυνης μέριμνας για την ιστορική συνέχεια της αποστολής τους.
Δεν έλειψαν, βεβαία, κι οι ανεύθυνες εκείνες φωνές που επιχείρησαν να πολιτικοποιήσουν ένα αμιγώς εκκλησιαστικό ζήτημα και να το εργαλειοποιήσουν για πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη. Τόσο η προβολή ενός εθνικιστικού αφηγήματος που βλέπει παντού «προδοσίες» όσο και η ρητορική περί «κρατικής επιβολής» συνιστούν ζημιογόνες προσεγγίσεις και δημιουργούν ένα τοξικό κλίμα που διαστρεβλώνει τη φύση του προβλήματος. Η εκκλησιαστική τάξη δεν μπορεί να γίνεται όχημα για πολιτική καπηλεία, ούτε η αναγκαία μέριμνα των υπεύθυνων φορέων να παρουσιάζεται ως «παρέμβαση» ή «σχέδιο». Η σοβαρότητα του θέματος απαιτεί ψυχραιμία και προσανατολισμό στο κοινό καλό, όχι στείρες αντιπαραθέσεις που ικανοποιούν πρόσκαιρα πολιτικά ακροατήρια.
Τέλος, θα ήταν σοβαρή παράλειψη να αγνοήσουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Η Μόσχα εδώ και χρόνια, για την ακρίβεια κοντά δυο αιώνες, προσπαθεί να αποκτήσει επιρροή στα Πατριαρχεία της Ανατολής, εργαλειοποιώντας κρίσεις και τρωτά σημεία. Το έχει καταφέρει στην Αντιόχεια και εν μέρει στα Ιεροσόλυμα. Με την ίδρυση της Ρωσικής Εξαρχίας στην Αφρική ενεργεί αντιεκκλησιαστικά και εκδικητικά εις βάρος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας μετά την εκ μέρους του αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Σε μια εποχή γενικότερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων η προσπάθεια εξάπλωσης επιρροής και ελέγχου στα πρεσβυγενή Πατριαρχεία εκ μέρους της Ρωσικής Εκκλησίας είναι κάτι περισσότερο από ορατός κίνδυνος· μια απτή πραγματικότητα. Η ελληνική κοινωνία και πολιτεία οφείλουν να αναγνωρίσουν αυτή την κατάσταση χωρίς ωραιοποιήσεις.
Η υπόθεση της Μονής του Σινά χτύπησε ένα καμπανάκι. Η συνέχεια της ιστορικής παρουσίας του Ελληνισμού στην Εγγύς Ανατολή δεν είναι αυτονόητη. Χρειάζεται στελεχιακή ανανέωση, υπεύθυνη εκκλησιαστική και πολιτική μέριμνα, απελευθέρωση από μικροπολιτικές ιδεοληψίες και εγρήγορση απέναντι σε ξένες παρεμβάσεις. Ας μη βλέπουμε τα εκκλησιαστικά αυτά καθιδρύματα ως απομεινάρια ενός ένδοξου παρελθόντος αλλά ως ζωντανά κύτταρα της Ορθοδοξίας και του οικουμενικού Ελληνισμού με παγκόσμια σημασία. Το μέλλον τους εξαρτάται από τη σοβαρότητα με την οποία θα τα αντιμετωπίσουμε σήμερα.