Σύνδεση συνδρομητών

Μια Ελληνοαμερικανίδα στην Ελλάδα όταν κηδευόταν ο Σεφέρης

Δευτέρα, 24 Νοεμβρίου 2025 23:13
Αθήνα, 22 Σεπτεμβρίου 1971. H πρωτοφανούς μαζικότητας τα χρόνια της δικτατορίας πομπή με το φέρετρο του Γιώργου Σεφέρη, από την πλατεία Συντάγματος μέχρι το Α΄ Νεκροταφείο, εξελήφθη ως διαδήλωση κατά του ανελεύθερου καθεστώτος των συνταγματαρχών.
ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ
Αθήνα, 22 Σεπτεμβρίου 1971. H πρωτοφανούς μαζικότητας τα χρόνια της δικτατορίας πομπή με το φέρετρο του Γιώργου Σεφέρη, από την πλατεία Συντάγματος μέχρι το Α΄ Νεκροταφείο, εξελήφθη ως διαδήλωση κατά του ανελεύθερου καθεστώτος των συνταγματαρχών.

Η Ελληνοαμερικανίδα Theodora Vasils επισκέφτηκε την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1971 και οι εντυπώσεις της με μορφή ταξιδιωτικής εμπειρίας αποτυπώθηκαν σε αμερικανική εφημερίδα τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.

Γεννημένη από Έλληνες γονείς στην Αμερική, η Θεοδώρα ήταν (πέθανε το 2017) επιφανής συγγραφέας και μεταφράστρια· μαζί με την αδελφή της Themis (Θέμις) υπήρξαν επίσης δραστήρια μέλη της ελληνικής παροικίας των ΗΠΑ και των συνδέσμων νεοελληνικών σπουδών με παρουσία βεβαιωμένη ήδη από τα πρώτα συμπόσια.[1] Μετέφρασε στην αγγλική γλώσσα νεοελληνική λογοτεχνία, κυρίως έργα του Νίκου Καζαντζάκη, ενώ έγραψε και έργο μυθοπλασίας για τη ζωή του. Παραδίνεται ότι η σύζυγος του Καζαντζάκη, Ελένη, την κατέτασσε ανάμεσα στους καλύτερους μεταφραστές του, ενώ για το έργο της αυτό τιμήθηκε με τον τίτλο του Επίτιμου Διδάκτορα από το Δομινικανικό Πανεπιστήμιο του Σικάγου.[2] Στο Σικάγο υπήρχε μια πολυπληθής ελληνική κοινότητα, πολλά μέλη της οποίας διατηρούσαν άσβεστο το ενδιαφέρον για τα νεοελληνικά γράμματα, ενώ τον καιρό της χούντας είχαν δραστηριοποιηθεί και στον αντιδικτατορικό αγώνα,[3] όπως μαρτυρούν και δημοσιεύσεις πολλών τοπικών εφημερίδων· στο Σικάγο ζούσε ο Ελληνοαμερικανός George Anastaplo που υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των Ελληνοαμερικανών εναντίον της χούντας. Να αναφέρουμε επίσης τον Κίμωνα Φράιερ, μεταφραστή της Οδύσσειας του Καζαντζάκη, που μετέφρασε πολλούς Έλληνες ποιητές, ανάμεσά τους και τον Σεφέρη ήδη από το 1951, ενώ εξέδιδε και περιοδικά για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Άλλος γνωστός Ελληνοαμερικανός με έδρα το Σικάγο ήταν ο Christopher Janus που στα 1970 είχε συναντήσει τον Σεφέρη, είχε γράψει γι’ αυτό σε εφημερίδα του Σικάγου και το κείμενό του είχε μεταφερθεί στην αμερικανική γερουσία· αυτή η ενέργεια αποτέλεσε άλλον έναν κρίκο στο κατηγορητήριο της χούντας εναντίον του Σεφέρη προκειμένου να του στερήσει το διπλωματικό του διαβατήριο.[4] Ο Janus είχε χρηματοδοτήσει μάλιστα τη μετάφραση στα αγγλικά της αντιστασιακής συλλογικής έκδοσης Δεκαοχτώ Κείμενα, όπου «Οι γάτες τ’ Άη Νικόλα» κατείχαν εμβληματική θέση· αξίζει να σημειωθεί ότι η Vasils συμμετείχε σε αυτή την έκδοση μεταφράζοντας το κείμενο «Ο γύψος» του Θανάση Βαλτινού.[5] Πρέπει να επισημάνουμε ότι το κείμενο στο οποίο θα αναφερθούμε δημοσιεύτηκε λίγο πριν την αγγλική αυτή έκδοση και χαρακτηρίζεται από το ίδιο πνεύμα αντίστασης απέναντι στη δικτατορία.

Το άρθρο της Vasils με τον ενδεικτικό τίτλο «Δημοκρατία: η αγωνία της Ελλάδας» δημοσιεύεται στην ημερήσια ανεξάρτητη και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα του Σικάγου Chicago Sunday Sun-Times, στις 5 Δεκεμβρίου 1971. Καταλαμβάνει δύο σελίδες και συνοδεύεται από φωτογραφίες με ελληνικές αρχαιότητες. Περιέχει ανταπόκριση από την περιήγησή της σε μέρη όπως Αθήνα, Μονεμβασία, Δελφοί κ.ά., ενώ είναι ενδιαφέρον ότι κατά την περιήγησή της στην Πελοπόννησο έχει ως οδηγό αγγλική μετάφραση του βιβλίου Ταξίδι στον Μοριά του Καζαντζάκη, τον οποίον αποκαλεί Έλληνα Baedeker[6]. Μεγάλο μέρος του άρθρου καταλαμβάνει παράθεση γεγονότων ή σχολίων σχετικών με την κηδεία του Γιώργου Σεφέρη που συνέπεσε με την παραμονή της στην Ελλάδα· τον Σεφέρη τον γνώριζε προσωπικά καθώς τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του την προηγούμενη χρονιά και οι εντυπώσεις της από αυτόν υπήρξαν εξαίρετες. Η εικόνα του Σεφέρη που προβάλλει μέσα από την αφήγηση της Vasils, ως ενός ευγενούς και αρχοντικού ανθρώπου με τρόπους γαλατικής ευγένειας και ανεπιτήδευτης καλοσύνης, είναι σύμφωνη με τις περιγραφές και πολλών άλλων  για τον ποιητή:

Υπήρχε ένα μεγαλείο ψυχής στον άνδρα που έσκυψε απαλά και σε ανύψωσε, έστω και για μια σύντομη στιγμή, στο δικό του επίπεδο — χωρίς υπεροψία, χωρίς αμηχανία — με αληθινή καλοσύνη.

Γνωρίζουμε ότι αρκετοί Αμερικανοί τότε, και μάλιστα σε συνθήκες μυστικότητας, επισκέπτονταν τον Σεφέρη ο οποίος με τη δήλωσή του το 1969 αποτελούσε ένα ζωντανό σύμβολο εναντίον της ελληνικής χούντας. Η  Vasilis δεν ήταν στην Αθήνα την ημέρα της κηδείας, περιγράφει όμως με ζωντάνια και παραστατικότητα το κλίμα των ημερών, εντάσσοντας στο σχολιασμό της την πολιτική κατάσταση της εποχής και αποτυπώνοντας με αδρές γραμμές την «τραγική», όπως την αποκαλεί, θέση των σύγχρονων Ελλήνων. Το κείμενό της λοιπόν δεν αποτελεί άλλη μια ανάλαφρη περιγραφή της τουριστικής Ελλάδας, αλλά η συντάκτρια σκύβει με αγάπη και συμπόνοια μπροστά στα δεινά που η δικτατορία έφερε στους απλούς, καθημερινούς Έλληνες. Για την κηδεία του Σεφέρη που κατά γενική ομολογία μετατράπηκε σε διαδήλωση κατά της χούντας έχουν γραφτεί  πολλά και από πολλές πηγές, ελληνικές και ξένες. Πιστεύουμε ότι το κείμενο της Vasils αποτελεί μια ακόμη σημαντική μαρτυρία, καθώς περιγράφονται εκεί τα πράγματα μέσα από την καθαρή και διεισδυτική  ματιά ανθρώπου που ζει μεν στο εξωτερικό, έχει όμως και δεσμούς με τον τόπο. Πρόκειται για ένα κείμενο όπου η ρεαλιστική δημοσιογραφική περιγραφή εναλλάσσεται με λογοτεχνικά στοιχεία, προσδίδοντας στο ύφος γλαφυρότητα και καθιστώντας την ανάγνωση απολαυστική. Η χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης εξάλλου ενισχύει την πειστικότητα και την αληθοφάνεια, ανακαλώντας χαρακτηριστικές εικόνες της Ελλάδας της δεκαετίας του 1970.

Η κριτική ματιά της συντάκτριας αποτυπώνεται και στους ενδιάμεσους υπότιτλους με τα έντονα γράμματα που φανερώνουν και αυτοί την ευδιάκριτη απαρέσκειά της προς το καθεστώς και την αγωνία της για το μέλλον μιας χώρας με το λαμπρό παρελθόν της Ελλάδας, με την οποία τη συνδέουν συναισθηματικοί δεσμοί:

«Μια Ελληνοαμερικανίδα κάνει ένα γλυκόπικρο ταξίδι στη γη των προγόνων της».

«Η κλασική ομορφιά παραμένει, αλλά η σωκρατική παράδοση τείνει να εξαφανιστεί».

«Η Αθηνά κλαίει για ό,τι χάθηκε».

«Πες στους συμπατριώτες σου τι συμβαίνει εδώ…»

Είναι μέσα Σεπτεμβρίου 1971, όταν η Vasils έρχεται με την παρέα της στην Αθήνα· θέλησαν να αποφύγουν τα πλήθη του καλοκαιριού, όπως αποκαλύπτει, χωρίς όμως και να το καταφέρουν, αφού βρίσκει τη χώρα γεμάτη, κυρίως από γερμανούς τουρίστες.  Διέμειναν, όπως και στο παρελθόν, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, η διαχρονική αίγλη του οποίου της φαίνεται ότι ανταγωνίζεται την ίδια την Ακρόπολη. Ωστόσο, η δημοσιογράφος το χαρακτηρίζει με επικριτική διάθεση ως «την επιτομή του ξενόφιλου Έλληνα, εκείνου που πιστεύει ότι οτιδήποτε ξένο —ειδικά γαλλικό ή αγγλικό— υπερτερεί της δικής του κουλτούρας». Η παρέα της, αν και είχε επισκεφθεί πολλές φορές την Ελλάδα, συνέχιζε να νιώθει την ίδια συγκίνηση περιδιαβάζοντας την πρωτεύουσα. Η διαδρομή από την πλατεία Συντάγματος ώς τα στενά της Πλάκας, με προορισμό μια ήσυχη ταβέρνα στους πρόποδες της Ακρόπολης, μετατρέπεται σε σύντομη αφήγηση για την Ελλάδα της εποχής, εμπλουτισμένη με ζωντανές εικόνες της σύγχρονης Αθήνας. Οι Αθηναίοι περιγράφονται ως έξυπνοι, ζωηροί και δυναμικοί. Στα στενά της Πλάκας, ανάμεσα σε ντόπιους, τουρίστες και «αναζητητές της ηδονής», μέσα σε αρώματα από σουβλάκι και τους ήχους του μπουζουκιού, η ομάδα αναγνωρίζει την αυθεντική Αθήνα.

Σε μια απόμερη ταράτσα γεμάτη από νέους ανθρώπους η Vasils βιώνει κάτι που αποκαλεί «μοναδικό»: ένα αμερικανικό ροκ συγκρότημα παίζει μουσική κάτω από τα αστέρια και μπροστά στην Ακρόπολη. Τους διαδέχεται «ένας αρρενωπός Έλληνας τραγουδιστής του οποίου η ηλεκτρισμένη φωνή έδενε με τα κοφτερά σαν ξυράφι λόγια του» τραγουδώντας από  δημοτικά τραγούδια του 1821 για τη λευτεριά μέχρι σύγχρονα τραγούδια διαμαρτυρίας που «ανάβουν φωτιές» στην καρδιά του χαμηλόφωνου πλήθους. Στη συνέχεια, ανεβαίνει στη σκηνή μια νεαρή κοπέλα, συνοδευόμενη από έναν ντράμερ και δύο άνδρες που παίζουν όργανα που θυμίζουν αρχαία λύρα.[7] Η δημοσιογράφος διαισθάνεται την ψυχική αγωνία του σύγχρονου Έλληνα και βλέπει «την Αθηνά να κλαίει ξανά για ό,τι χάθηκε».[8] Γενικώς οι άνθρωποι της φαίνονται επιφυλακτικοί και σιωπηλοί και αποφεύγουν να εκφραστούν ανοιχτά για την πολιτική κατάσταση. Η εμπειρία της από παλαιότερες επισκέψεις —όπου κυριαρχούσε το πάθος και η αντιπαράθεση— την οδηγεί σε μελαγχολικές σκέψεις και εντείνει τη δηκτική της στάση απέναντι στη δικτατορία:  

Σκέφτηκα τη διστακτικότητα που είχαμε συναντήσει στους περισσότερους Έλληνες όταν επρόκειτο να συζητήσουν οτιδήποτε πολιτικής φύσεως. Ήταν κραυγαλέα ξένο προς τον χαρακτήρα των κάποτε παθιασμένων πολιτικά Ελλήνων να ζουν μέσα σε αυτό το πολιτικό κενό. Μια ανατριχιαστική σιωπή και φόβος είχαν επικρατήσει στη χώρα. Ίσως αυτή να ήταν η πιο εντυπωσιακή συνεισφορά των συνταγματαρχών στη χώρα των «Ελλήνων Χριστιανών».

Οι αρχαιολογικοί τόποι τής άφησαν μια γλυκόπικρη εμπειρία, στους Δελφούς αντίκρισε μια πόλη δίχως χαρά και κι ένιωσε πως το αρχαίο μεγαλείο συνοδεύεται πλέον από μια βαθιά μελαγχολία. Τα αρχαία μνημεία μοιάζουν να έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στη σύγχρονη θλίψη — για να θυμηθούμε το στίχο του Σεφέρη από το ποίημα «Ο βασιλιάς της Ασίνης».[9]

Η Vasils μνημονεύει άλλον στίχο του Σεφέρη, τον πιο αναγνωρίσιμο ίσως διαχρονικά:

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει[10]

προκειμένου να καταθέσει τον προβληματισμό της και τα όχι αισιόδοξα συναισθήματα για όσα είδε και βίωσε στην Ελλάδα της εποχής· ταυτόχρονα προβάλλει τον Γιώργο Σεφέρη ως φάρο γενναιότητας και αντίστασης απέναντι στον ευτελισμό της ζωής των Νεοελλήνων υπό το καθεστώς της δικτατορίας. Αναρωτιέται ποιος θα μπορούσε να σταθεί, μετά το θάνατο του Σεφέρη, ως πνευματικός ηγέτης δίπλα σε έναν λαό ψυχικά κατακερματισμένο από την αυταρχική εξουσία:

«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»... Ο Γιώργος Σεφέρης είχε καταστήσει αθάνατα αυτά τα λόγια σε ένα ποίημα. Τον σκεφτόμουν τώρα, τον Νομπελίστα ποιητή της Ελλάδας, να κείτεται σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας, πεθαίνοντας. Οι στίχοι του ήταν ένα από τα λίγα σύμβολα της ελευθερίας που είχαν απομείνει για τους νέους ανθρώπους της Ελλάδας. Ποιος θα ήταν η φωνή που θα μιλούσε για την Ελεύθερη Ελλάδα όταν αυτός θα έφευγε, αναρωτιόμουν.

Γυρίζοντας στην Αθήνα θα μάθει από τις εφημερίδες ότι πέθανε ο Σεφέρης και θα πληροφορηθεί παράλληλα όσα αξιοσημείωτα συνέβησαν στην κηδεία του:

Επιστρέψαμε στην Αθήνα. Ο Γιώργος Σεφέρης είχε πεθάνει, και οι εφημερίδες ήταν γεμάτες με φωτογραφίες και περιγραφές της κηδείας. Ήταν μια δραματική και συναισθηματική εμπειρία για τις χιλιάδες που είχαν παρευρεθεί.

Πλήθη από σπουδαστές που κουβαλούσαν τα βιβλία του μεγάλου ποιητή ακολουθούσαν την πομπή απαγγέλλοντας ποιήματά του και τραγουδώντας τα λόγια του ποιήματός του «Άρνηση» που είχε μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης. Γέμισαν τους δρόμους με κραυγές «Αθάνατος» σε ένα ξέσπασμα αγάπης γι’ αυτόν τον άνθρωπο που είχε τιμήσει την Ελλάδα και εξακολουθούσε να τιμά  τον αγώνα των ελεύθερων ανθρώπων.

Η εικόνα από την κηδεία αντανακλά πλήρως τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, και η Vasils αντιλαμβάνεται πως η αγάπη που εκδηλώθηκε προς τον ποιητή δεν αφορά μόνο το έργο του, αλλά και τη γενναία στάση του απέναντι στη δικτατορία. Η σύνδεσή του με τον Μίκη Θεοδωράκη, άλλωστε, είναι ενδεικτική αυτής της στάσης. Η γεμάτη δραματικότητα προσωπική της μαρτυρία που θα ακολουθήσει απεικονίζει μια σκηνή οικεία της δεκαετίας του 1960 στην Αθήνα και στις άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις: άνθρωποι στέκονται μπροστά στα περίπτερα διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που είναι καρφιτσωμένα εκεί. Είναι οι τόποι που λειτουργούν ως σύγχρονες εκδοχές της αρχαίας αγοράς, χώροι όπου η πληροφορία, η κοινωνική συνείδηση και η κοινή εμπειρία συναντιούνται. Αντανακλούν, σαν καθρέφτες, την κοινωνία της εποχής και αναδεικνύονται σε χώρους συλλογικής επικοινωνίας, όπου η δημόσια ανάγνωση γίνεται πράξη ελευθερίας καθώς αφυπνίζει συναισθήματα, δημιουργεί δεσμούς και εντάσσει τους ανθρώπους σε μια ζωντανή κοινότητα — ακόμη κι όταν εκείνοι φορούν τα απαραίτητα προσωπεία, όπως συμβαίνει σε αυτό το στιγμιότυπο:

Στεκόμουν μπροστά από ένα περίπτερο, διαβάζοντας τα νέα στις εφημερίδες. Ο θάνατος του Σεφέρη με είχε συγκινήσει βαθύτατα όπως και τους περισσότερους Έλληνες. Τον είχα συναντήσει στο σπίτι του τον προηγούμενο χρόνο μέσω ενός κοινού φίλου, και η γνωριμία είχε χαραχθεί στη μνήμη μου. […] Μια μικρή ομάδα από ανθρώπους είχε συγκεντρωθεί γύρω από το περίπτερο και ήταν όλοι απορροφημένοι καθώς διάβαζαν τις λεπτομέρειες της συναισθηματικά φορτισμένης κηδείας. Παρακινημένος από την περίσταση και ίσως βολιδοσκοπώντας τα δικά μου πραγματικά αισθήματα, ο άνδρας δίπλα μου ρώτησε αν είχα ακολουθήσει την πομπή της κηδείας. Του είπα ότι δεν ήμουν στην Αθήνα την ημέρα αυτή και μόλις είχα πληροφορηθεί για τον θάνατό του, από τις εφημερίδες. Ένα ζευγάρι μεσηλίκων, ακούγοντάς μας, μπήκε στη συζήτηση. Ο κοινός δεσμός ενός μοιρασμένου θανάτου έμοιαζε να διαρρηγνύει τα σύνορα της επιφύλαξης. Η συζήτηση βγήκε αβίαστα, όπως και στο πλοίο στη θάλασσα. Κατάλαβα πόσο βαθιά είχε συγκινήσει τον κόσμο η κηδεία αυτού του ανθρώπου. Κάποιος άρχισε να διαβάζει δυνατά από την εφημερίδα τα ονόματα όσων είχαν στείλει στεφάνια στην κηδεία και με έκπληξη άκουγα το όνομα του Μίκη Θεοδωράκη και άλλων δηλωμένων αντιπάλων της χούντας. Σχολίασα την πρόδηλη ελευθερία του Τύπου να δημοσιεύει αυτά τα ονόματα και την εξίσου απροσδόκητη ελευθερία των σπουδαστών που μπορούσαν ανοιχτά να διαδηλώνουν την αγάπη και την εκτίμηση γι’ αυτόν τον άνδρα που είχε αντιπαραταχθεί στη στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών. Θυμάμαι τα ειρωνικά χαμόγελα που προκάλεσαν τα σχόλιά μου και τα πικρά αισθήματα που απελευθέρωσαν.

Η εικόνα αυτή από την αθηναϊκή ζωή, που ίσως να είναι και σκηνοθετημένη, επιτρέπει στη συγγραφέα να δώσει πληροφορίες αλλά και να ανιχνεύσει αισθήματα και ανομολόγητες αλήθειες, όπως και τη στάση των καθημερινών ανθρώπων  απέναντι στον μεγάλο ποιητή που τώρα γίνεται ένα με αυτούς.

Οι άνθρωποι, σαν ένας χορός από αρχαία τραγωδία, μοιράζονται μια κοινή εμπειρία που τους είχε συγκινήσει βαθιά, χωρίς να ομολογούν ελεύθερα τη γνώμη τους, κάποιοι μάλιστα προσπαθούν να εκμαιεύσουν τα δικά της αισθήματα.

Όπως και στο αττικό δράμα, ο χορός  αντιπροσωπεύει τη φωνή του λαού και εκφράζει τη γνώμη των πολλών, ενώ μπορεί να σχολιάσει, να ερμηνεύσει, να εκφράσει, έστω με συγκαλυμμένο τρόπο, ανείπωτα αισθήματα. Όταν στη συνέχεια μια γυναίκα, εν είδει κορυφαίας του χορού, αποσπάται από την ομήγυρη και πλησιάζει τη συγγραφέα, το δράμα αρχίζει να ξεδιπλώνεται, ίσως υποδεικνύοντας και κάποια λύση. Εκεί επανέρχεται η αφήγηση της Vasils, συνεχίζοντας με ένταση και συναισθηματική φόρτιση:

Αλλά περισσότερο από όλα θυμάμαι το φοβισμένο, πονεμένο πρόσωπο της γυναίκας με τα άσπρα μαλλιά που άπλωσε τα χέρια της και αγκάλιασε τα δικά μου σε μια χειρονομία επίκλησης.

Ήμουν μια «ξένη», είπε, χρησιμοποιώντας τη λέξη «ξένη» που είναι τόσο πλούσια νοηματικά στα ελληνικά (σημαίνει τον ξένο, τον φιλοξενούμενο, τον περαστικό και τον ταξιδιώτη, όλα σε ένα), για να δηλώσει την αλλοδαπή.

Είναι αλήθεια ότι ο «ξένος» στην αρχαία τραγωδία  πολλές φορές μπορεί να φέρει τη σωτηρία ή και τη λύση σε δεινά που δοκιμάζουν άτομα ή και τοπικές κοινωνίες κι εδώ η επίκληση φανερώνει την ελπίδα για την αποστολή με την οποία επιφορτίζεται η ελληνοαμερικανίδα συγγραφέας:

Δεν ήξερα ό,τι ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι… και που ήξερε όλη η Αθήνα –ότι την επόμενη ημέρα της κηδείας φοιτητές είχαν συλληφθεί, φυλακιστεί και ξυλοκοπηθεί–  «για να πάρουν ένα μάθημα».

Είχαν με προθυμία ρισκάρει γνωρίζοντας ότι δύσκολα θα μπορούσαν να τους σταματήσουν να διαδηλώνουν τη μέρα της κηδείας παρουσία τόσων ξένων επισκεπτών που είχαν έρθει να αποτίσουν τον σεβασμό τους. Σε μια στιγμή συναισθηματικής φόρτισης, αυτή η τρομαγμένη ασπρομάλλα γυναίκα ξεπέρασε τον φόβο της και είπε σε μια «ξένη» ό,τι οι εφημερίδες δεν μπορούσαν να δημοσιεύσουν.

Με απελπισία αλλά και με αξιοπρέπεια, με ικέτευσε…

«Πήγαινε, ξένη μου» να πεις στους συμπατριώτες σου τι γίνεται εδώ».

Το ίδιο βράδυ την ιστορία για τους σπουδαστές που είχαν συλληφθεί μου επανέλαβαν οι συγκάτοικοί μου που την είχαν ακούσει από άλλες πηγές.

Την ακούσαμε πάλι πριν φύγουμε από την Αθήνα, και υποσχεθήκαμε ότι θα την παίρναμε πίσω στην Αμερική μαζί μας.

Για τους Έλληνες, που καταπίνουν το φάρμακο της χούντας με μια σιωπηλή οργή, το πιο πικρό χάπι είναι η αμερικανική ψευδαίσθηση πως όλα βαίνουν καλώς στη χώρα τους.

Η Vasils κλείνει το άρθρο με ένα σύντομο αλλά περιεκτικό μεταφορικό σχόλιο που συνοψίζει επιγραμματικά τις εντυπώσεις της από το ταξίδι στην Ελλάδα. Επικρατεί κυρίως το συναίσθημα και η υπαινικτική αναφορά, όμως η σκέψη της πιστεύουμε ότι αγγίζει περισσότερο και από μια βαθιά πολιτική ανάλυση τον αναγνώστη στον οποίο απευθύνεται. Και η αναφορά στις συλλήψεις των φοιτητών δεν είναι τυχαία. Κατά την κηδεία του Σεφέρη, έγιναν συλλήψεις και βασανισμοί φοιτητών, παρά τη διάψευση της αστυνομίας, όπως η Vasils μαθαίνει από πολλές ανεξάρτητες πηγές. Είναι γνωστό μάλιστα ότι η χήρα του ποιητή, Μαρώ, παρενέβη στην αστυνομία ζητώντας την απελευθέρωσή τους.[11]

Από την άλλη, η επίκληση της «ασπρομάλλας γυναίκας» ίσως ηχεί κάπως παράξενα, δεδομένης της πίστης της πλειονότητας των Ελλήνων στο ρόλο που διαδραμάτισε η Αμερική στη στήριξη της χούντας.[12]

Πάντως, αυτές τις πληροφορίες θα μεταδώσει η συντάκτρια του άρθρου στην Αμερική μαζί με τις εντυπώσεις της σχετικά με τα όσα είδε και άκουσε κατά την επίσκεψή της στη γη των προγόνων της. Ίσως έτσι καταφέρει να μεταφέρει την αληθινή εικόνα των γεγονότων που εκτυλίσσονται εκεί, πέραν από τις πολιτικές και διακρατικές σκοπιμότητες που συχνά αλλοιώνουν την αλήθεια.

 

[1] Τον Μάιο 1972 η πρώτη συνάντηση της επιτροπής MGSA (Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών Αμερικής) Σικάγου έγινε στο σπίτι της Vasils.

[2] Την ίδια εποχή η Vasils μεταφράζει από τα ελληνικά ποιήματα της Κοραλίας Θεοτοκά, πρώτης συζύγου του συγγραφέα και φίλου του Σεφέρη Γιώργου Θεοτοκά.

[3] Βλ. Ασπασία Γκιόκα, «Ο Σεφέρης στην Αμερική», Νίκας, Αθήνα 2023, σ. 155-178.

[4] Γιώργος Γεωργής, «Ο αντιστασιακός Σεφέρης», Για τον Σεφέρη, επιμ. Ελένη Αντωνιάδου, Γιώργος Γεωργής, Κώστας Λυμπουρής, Αίπεια, Σπίτι της Κύπρου και εκδόσεις Παρουσία, Αθήνα 2009, σ.68-9.

[5]Thanassis Valtinos, «The plaster cast», μτφρ. Theodora Vasils, Eighteen Texts. Writings by Contemporary Greek Authors, επιμ. Willis Barnstone, Cambridge - Massachusetts 1972, σ. 153-159.

[6] Ο Baedeker υπήρξε εκδότης παγκοσμίως γνωστών ταξιδιωτικών οδηγών.

[7] Την ίδια εποχή στις μπουάτ της Πλάκας ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Νίκος Ξυλούρης παρουσίαζαν αντιστασιακά τραγούδια· από εκεί ξεκίνησαν επίσης η Δόμνα Σαμίου και η Μαρίζα Κωχ που έβαλε ηλεκτρικό ήχο στην παραδοσιακή μουσική.

[8] Η Vasils εδώ υπαινίσσεται το ανάγλυφο της «Σκεπτόμενης Αθηνάς», διάσημο έκθεμα του μουσείου της Ακρόπολης, όπου η θεά Αθηνά «…φαίνεται εν μελαγχολία και λύπη!», βλ. Ισμήνη Τριάντη, Το Μουσείο Ακροπόλεως, Όμιλος Λάτση, Αθήνα 1998, σ. 229.

[9] κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου

με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», Ημερολόγιο καταστρώματος, Α΄.

[10] «Με τον τρόπο του Γ. Σ.», Τετράδιο Γυμνασμάτων.

[11] Βλ. Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Θ΄ (1 Φεβρουαρίου 1964-11 Μάη 1971), επιμ. Κατερίνα Κρίκου-Davis, Ίκαρος, Αθήνα 2019, σ. 237, υποσ. 303.

[12] Βλ. και Αλέξης Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2021, σ. 122-3.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.