Έχουν συμπληρωθεί δώδεκα χρόνια από την ημέρα που ο καρδινάλιος Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης λαμβάνοντας το όνομα Φραγκίσκος. Ο πρώτος λατινοαμερικανός Πάπας στην ιστορία κλήθηκε ευθύς εξαρχής να διαχειριστεί μια δύσκολη κληρονομιά. H παγκόσμια διάσταση των σκανδάλων σεξουαλικής κακοποίησης από κληρικούς, τα οικονομικά προβλήματα στο Βατικανό σε συνδυασμό με τις διαρροές εγγράφων, τα περιβόητα Vatileaks, αμαύρωναν τη δημόσια εικόνα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και είχαν οδηγήσει τον προκάτοχό του, Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄, σε παραίτηση. Παρά τις αντιξοότητες, ο Πάπας Φραγκίσκος κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα και να παρουσιάσει στον κόσμο τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως θεσμό με περισσότερη διαφάνεια και αξιοπιστία. Μια σειρά από επιλογές, όπως το να μην εγκατασταθεί στα παπικά διαμερίσματα αλλά σ’ ένα απλό δωμάτιο του ξενώνα της Αγίας Μάρθας στο Βατικανό, να μη φορά χρυσό εγκόλπιο σταυρό αλλά έναν απλό ασημένιο που είχε και ως καρδινάλιος στην Αργεντινή ή να μετακινείται μαζί με τους υπόλοιπους καρδιναλίους σε μίνι-βαν και όχι με την παπική λιμουζίνα κέντρισαν από την πρώτη στιγμή το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι θα έχουν να κάνουν μ’ έναν αντισυμβατικό πάπα. Ωστόσο, το μεταρρυθμιστικό όραμα από το οποίο εμφορούνταν ο νεοεκλεγείς ποντίφικας δεν έμελλε να εξασφαλίσει την ομόφωνη υποστήριξη του κλήρου και των πιστών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο Πάπας Φραγκίσκος βρέθηκε γρήγορα στο στόχαστρο συντηρητικών κύκλων, κυρίως από τις ΗΠΑ, που επέκριναν πολλές από τις κινήσεις και τα ανοίγματά του και δεν δίσταζαν να του αποδώσουν τους χαρακτηρισμούς του «μοντερνιστή», «υπερ-προοδευτικού» ή ακόμα και «σοσιαλιστή». Καμία απ’ αυτές τις αντιδράσεις δεν φαίνεται να πτόησε τη μεταρρυθμιστική πνοή του Πάπα Φραγκίσκου, ο οποίος δεν περιορίστηκε απλά στη βελτίωση της δημόσιας εικόνας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά προχώρησε σε βαθύτερες θεσμικές αλλαγές. Κεντρικό στοιχείο του οράματός του υπήρξε η έμφαση στη συνοδικότητα, μια έννοια που επαναφέρει την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία σε μια περισσότερο συμμετοχική και διαλογική πορεία.
Η επανεκκίνηση της συνοδικότητας
Η συνοδικότητα υπήρξε ένας από τους θεμελιώδεις άξονες της ποιμαντορίας του Πάπα Φραγκίσκου, υποστασιάζοντας εννοιολογικά την επιθυμία του για μια ουσιαστική στροφή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς μια πιο συμμετοχική και διαλογική αντίληψη του εκκλησιαστικού γίγνεσθαι. Από την αρχή της θητείας του, ο Πάπας Φραγκίσκος τόνισε την ανάγκη να επανέλθει η αρχή της συνοδικότητας στο επίκεντρο της εκκλησιαστικής διοίκησης, όχι απλώς ως μια γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά περισσότερο ως τρόπος έκφρασης της ίδιας της ταυτότητας της Εκκλησίας. Για την υλοποίηση αυτού του οράματος, ο Πάπας Φραγκίσκος επιχείρησε να εφαρμόσει συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις με σκοπό να αλλάξει τις δομές της εκκλησιαστικής διοίκησης και να προωθήσει ένα περισσότερο αποκεντρωμένο μοντέλο διοίκησης, ευνοώντας τη λειτουργία νέων μηχανισμών διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων.
Προφανώς η συνοδικότητα δεν αποτελεί μια καινοτομία που προσπάθησε ο Πάπας Φραγκίσκος να εισαγάγει στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ήδη η Β΄ Βατικανή Σύνοδος (1962-1965) είχε θέσει τα θεμέλια της συνοδικής αντίληψης μέσα από την αποκατάσταση του ρόλου της επισκοπικής συλλογικότητας[1] και την αναγνώριση της έννοιας της εκκλησιαστικής συνείδησης (sensus fidelium), της πεποίθησης δηλαδή ότι το σύνολο των πιστών διαθέτει ενστικτώδη γνώση της αλήθειας του Ευαγγελίου[2]. Παρά την έμφαση, ωστόσο, που έδωσε η Β΄ Βατικανή Σύνοδος στη συμμετοχική διαδικασία, η εκκλησιαστική διακυβέρνηση παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό συγκεντρωτική κατά τη διάρκεια της θητείας τόσο του Ιωάννου Παύλου Β΄ όσο και του Βενέδικτου ΙΣΤ΄. Ο Πάπας Φραγκίσκος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, ενθαρρύνοντας όχι μόνο την έκφραση της επισκοπικής συλλογικότητας αλλά προωθώντας την ιδέα της εκκλησιαστικής συνοδικότητας, με συμμετοχικές διαδικασίες που εκτείνονται σε τοπικό, υπερτοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Σε ομιλία που εκφώνησε τον Οκτώβριο του 2015, στο πλαίσιο της 50ής επετείου του θεσμού της Συνόδου των Επισκόπων[3], αναφέρθηκε στη συνοδικότητα ως «την πορεία που αναμένει ο Θεός από την Εκκλησία στην τρίτη χιλιετία[4]». Δεν χωρά αμφισβήτηση ότι για τον Πάπα Φραγκίσκο η συνοδικότητα συνιστά την καλύτερη δυνατή απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, συμπεριλαμβανομένης της θεσμικής αξιοπιστίας, του κληρικαλισμού και την παγκοσμιοποίησης.
Η νέα αυτή αντίληψη της συνοδικότητας από τον αργεντίνο Ποντίφικα εκφράστηκε μέσα από τη σύνταξη μιας σειράς επίσημων κειμένων και την εφαρμογή συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών τομών. Οι πρωτοβουλίες αυτές κατάφεραν σταδιακά να αναδιαμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εκκλησιαστική διοίκηση στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ήδη κατά το πρώτο έτος της θητείας του, με την Αποστολική Προτροπή Evangelii Gaudium (H χαρά του Ευαγγελίου, 2015), ο Πάπας Φραγκίσκος επέκρινε τον υπερβολικό συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία της εκκλησιαστικής διοίκησης και ενθάρρυνε τις κατά τόπους επισκοπικές συνελεύσεις να εργαστούν με περισσότερη αυτονομία, προκρίνοντας ένα συμμετοχικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο όλοι οι βαπτισμένοι οφείλουν να συμμετέχουν στη διοίκηση της Εκκλησίας[5]. H πρακτική εφαρμογή των παραπάνω ιδεών εκφράστηκε τρία χρόνια αργότερα με τη δημοσίευση του Αποστολικού Διατάγματος Episcopalis communio (Κοινωνία των επισκόπων, 2018). Με το κείμενο αυτό επαναπροσδιορίστηκε η λειτουργία του θεσμού της Συνόδου των Επισκόπων, τόσο με την απόδοση ιδιαίτερης βαρύτητας στις προσυνοδικές διαβουλεύσεις και στη συμμετοχή σε αυτές του συνόλου της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων των λαϊκών, όσο και με την αναβάθμιση της αυθεντίας των τελικών αποφάσεων των συνοδικών συνελεύσεων[6].
Κορύφωση της συνοδικής αντίληψης του Πάπα Φραγκίσκου υπήρξε, ωστόσο, η πρωτοβουλία για τη σύγκληση της Συνόδου των Επισκόπων για τη Συνοδικότητα, μια συμμετοχική και διαβουλευτική διαδικασία που έφερε τον τίτλο Για μια Συνοδική Εκκλησία: Κοινωνία, Συμμετοχή και Ιεραποστολή και διήρκεσε συνολικά, μαζί με την προπαρασκευαστική της φάση, τέσσερα χρόνια. Σε αντίθεση με προγενέστερες συνόδους που εστίαζαν σε συγκεκριμένα θεολογικά και ποιμαντικά θέματα (π.χ. οικογένεια, επανευαγγελισμός, νεότητα κ.ά.), η συγκεκριμένη Σύνοδος είχε θέμα την ίδια τη φύση της συνοδικότητας και την εφαρμογή της σε όλες τις πτυχές του εκκλησιαστικού βίου. Η προπαρασκευαστική φάση της συνόδου (2021-2023) ενεργοποίησε μέσω ευρύτατων διαβουλευτικών διαδικασιών κληρικούς, μέλη θρησκευτικών ταγμάτων και απλούς πιστούς απ’ όλο τον κόσμο. Ενδεικτικό του μεταρρυθμιστικού πνεύματος του Πάπα Φραγκίσκου συνιστά ο ορισμός της μοναχής Nathalie Becquart ως υπογραμματέα της Συνόδου των Επισκόπων. Πρόκειται για την πρώτη γυναίκα στην ιστορία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που λαμβάνει μια τέτοια θέση και μάλιστα με δικαίωμα ψήφου σε μια επισκοπική σύνοδο. Οι βασικοί άξονες της Συνόδου, η οποία στην τελική της σύνθεση έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2023 και του 2024 αντίστοιχα, περιελάμβαναν θέματα όπως η συνυπευθυνότητα, η αποκέντρωση της εκκλησιαστικής διοίκησης και η επικαιροποίηση της σημασίας της εκκλησιαστικής συνείδησης όλων των μελών της Εκκλησίας. Παρά τις αντιδράσεις από κάποιους συντηρητικούς κύκλους –πέντε καρδινάλιοι εξέφρασαν γραπτά τις επιφυλάξεις τους προς τον ρωμαίο Ποντίφικά για ορισμένες θεολογικές πτυχές του εγχειρήματος– η Σύνοδος για τη Συνοδικότητα συνιστά ένα ιστορικό βήμα για μια περισσότερο διαλογική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία που αποτυπώνει το όραμα του Πάπα Φραγκίσκου για μια Εκκλησία που «συνοδοιπορεί» με τα μέλη της και είναι σε θέση να ακούει τη φωνή τους και να αξιοποιεί τη συνεισφορά τους[7].
Αξίζει να προστεθεί στο σημείο αυτό ότι η εφαρμογή της αρχής της συνοδικότητας από τον Πάπα Φραγκίσκο έχει αναδιαμορφώσει τον ίδιο το ρόλο του παπικού θεσμού. Σε αντίθεση με τους προκατόχους του που συχνά μετέρχονταν συγκεντρωτικές πρακτικές στη λήψη αποφάσεων, ο Πάπας Φραγκίσκος επιχείρησε την ευρύτερη κατανομή εξουσιαστικών αρμοδιοτήτων. Η εκκλησιαστική του διοίκηση χαρακτηρίζεται από διαβούλευση, διάλογο και σαφή προτίμηση στην κατά περίπτωση και με διάκριση εξέταση των ζητημάτων έναντι των μονομερών διαταγμάτων. Η αναδιάρθρωση της Ρωμαϊκής Κουρίας, όπως εκφράστηκε με το Αποστολικό Διάταγμα Praedicate Evangelium (2022), ενσαρκώνει αυτή ακριβώς την αλλαγή, μειώνοντας την κυριαρχική αυθεντία της γραφειοκρατίας του Βατικανού, ενισχύοντας το ρόλο των τοπικών επισκοπικών συνελεύσεων και επαναπροσδιορίζοντας τη Ρώμη ως κέντρο διακονίας και όχι ελέγχου[8]. Οι ριζοσπαστικές αυτές πρωτοβουλίες σηματοδοτούν μια μάλλον αναπάντεχη ρήξη με προγενέστερα μοντέλα εκκλησιαστικής διοίκησης, όπου η Ρώμη λειτουργούσε ως ο πρωταρχικός αν όχι μοναδικός κριτής των εκκλησιαστικών υποθέσεων.
Η προτεραιοποίηση της συνοδικότητας από τον Πάπα Φραγκίσκο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από μια βαθύτερη οικουμενική ευαισθησία. Καθώς ο ίδιος αναγνωρίζει ότι «έχουμε πολλά να μάθουμε από τους Ορθόδοξους αδελφούς μας για το νόημα της επισκοπικής συλλογικότητας και την εμπειρία της συνοδικότητας[9]», η συνοδική πορεία που οραματίζεται έχει σαφώς επηρεαστεί από το εκκλησιολογικό ήθος της Ανατολής. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως «συνοδική κατ’ ουσίαν», όπως υπογραμμίζει ο επίσκοπος Δυτικής Αμερικής (Πατριαρχείο Σερβίας) Μάξιμος Vasiljević, θεωρώντας τη συνοδικότητα όχι απλώς θεσμική πρακτική, αλλά έκφραση της ίδιας της ταυτότητας της Εκκλησίας[10]. Την ίδια στιγμή, ο π. Αμφιλόχιος Μήλτος, γραμματέας της Μητρόπολης Δημητριάδος και μέλος της Μεικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επισημαίνει τις εκκλησιολογικές διαφοροποιήσεις που καθιστούν δύσκολη τη σύγκλιση της επισκοπικής συλλογικότητας όπως την εκφράζει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με την Ορθόδοξη εμπειρία της συνοδικότητας, ιδίως ως προ τη θεμελιώδη σχέση του επισκόπου με την τοπική Εκκλησία και την λειτουργική έκφραση της σχέσης αυτής στην ευχαριστιακή σύναξη[11]. Παρά τις διαφορές αυτές, σε σειρά από διεθνείς θεολογικές συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν με τη συνδιοργάνωση του Ιδρύματος Pro Oriente και του Ινστιτούτου Οικουμενικών Σπουδών του Ποντιφικού Πανεπιστημίου του Αγίου Θωμά του Ακινάτη (Angelicum) στη Ρώμη τον Νοέμβριο του 2022, με τίτλο Listening to the East, διαφάνηκε ένα πνεύμα αμοιβαίας θεολογικής μαθητείας και ειλικρινούς αναστοχασμού: η Ρώμη προσβλέπει με σεβασμό στη θεσμική και πνευματική εμπειρία της Ανατολής, ενώ Ορθόδοξοι θεολόγοι αναγνωρίζουν τις προκλήσεις και τα όρια της δικής τους συνοδικής πρακτικής, ιδίως σε πανορθόδοξο επίπεδο[12]. Η συνοδικότητα, έτσι, μετατρέπεται σε πεδίο θεολογικού διαλόγου και κοινής μαρτυρίας, πέρα από θεσμικές αντιπαραθέσεις, ανοίγοντας τον δρόμο για μια εκκλησιολογία πιο πιστή στην εμπειρία της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και σύναξης πιστών.
Η πράσινη ποιμαντική του Φραγκίσκου
Η συνοδικότητα, ωστόσο, δεν αποτελεί το μόνο πεδίο όπου ο Πάπας Φραγκίσκος επιχείρησε να αναδιαμορφώσει τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Εξίσου σημαντική υπήρξε η έμφαση που έδωσε στην οικολογική ευθύνη, αναδεικνύοντας την προστασία της δημιουργίας ως κεντρική διάσταση της χριστιανικής μαρτυρίας. Η οικολογική ευαισθησία του Πάπα Φραγκίσκου αποτυπώνεται με εναργή τρόπο στην Εγκύκλιο Laudato Si', η οποία εκδόθηκε τον Μάιο 2015 και αποτελεί το πρώτο επίσημο παπικό κείμενο που ασχολείται εξ ολοκλήρου και σε βάθος με οικολογικά και περιβαλλοντικά ζητήματα[13]. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η προσέγγιση του Πάπα Φραγκίσκου στην οικολογία δεν συνιστά απλά μια ηθική έκκληση για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά πολύ περισσότερο προσφέρει μια θεολογική και ανθρωπολογική πρόταση που συνδέει άμεσα τη φροντίδα της δημιουργίας με την πίστη και την πνευματικότητα.
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι ο Πάπας Φραγκίσκος εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από τη θεολογική σκέψη και την ποιμαντική δράση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, του επονομαζόμενου και «Πράσινου Πατριάρχη», καθώς και από τη θεολογία ενός εκ των σημαντικότερων θεολόγων της εποχής μας, του μακαριστού Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα). Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, με τις δεκαετίες ενεργού οικολογικής δραστηριότητας και τις διεθνείς πρωτοβουλίες του για το περιβάλλον, προώθησε τη θεολογία της δημιουργίας και ανέδειξε την έννοια της «οικολογικής αμαρτίας» ως μια διάσταση της ανθρώπινης πτώσης[14]. Η θεολογική του θέση ότι η καταστροφή της φύσης δεν είναι απλώς κοινωνικό ή πολιτικό πρόβλημα, αλλά κυρίως πνευματικό, βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση στην Laudato Si'. Ο Πάπας Φραγκίσκος υιοθετεί αυτή την οπτική, προτείνοντας την ανάγκη για μια «οικολογική μεταστροφή» η οποία μεταφράζεται σε αλλαγή του τρόπου ζωής και πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου.
Η θεολογία του μακαριστού Μητροπολίτη Περγάμου, με επίκεντρο την έννοια της «κοινωνίας» και της «ευχαριστιακής κοσμολογίας», επισημαίνει τη θεμελιώδη σχέση του ανθρώπου με τη δημιουργία ως μια πράξη ευγνωμοσύνης και ευθύνης απέναντι στον Θεό[15]. Αυτή η ευχαριστιακή προσέγγιση διαμορφώνει σημαντικά τη σκέψη του Πάπα Φραγκίσκου, ο οποίος τονίζει ότι η Γη είναι το «κοινό μας σπίτι» και η φροντίδα της είναι μια πράξη ευχαριστίας προς τον Δημιουργό. Η Laudato Si' εμβαθύνει αυτή τη θεολογική θέση, συνδέοντας την ευχαριστιακή προσέγγιση με την ανάγκη κοινωνικής δικαιοσύνης, ιδιαίτερα για τους φτωχούς και ευάλωτους πληθυσμούς, οι οποίοι πλήττονται δυσανάλογα από την περιβαλλοντική υποβάθμιση:
Στις μέρες μας δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι η αυθεντική οικολογική προσέγγιση ενέχει και μια σημαντική κοινωνική διάσταση· πρόκειται για μια προσέγγιση που οφείλει να περιλαμβάνει στις συζητήσεις για το περιβάλλον και το ζήτημα της δικαιοσύνης, μαζί με την κραυγή της γης να μπορεί να αφουγκραστεί και την κραυγή των φτωχών[16].
Η εγκύκλιος δεν περιορίζεται στη θεωρία, αλλά περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις και πρακτικές λύσεις, όπως η μείωση των αποβλήτων, η αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η διασφάλιση πρόσβασης σε καθαρό νερό ως «βασικό και παγκόσμιο ανθρώπινο δικαίωμα». Ο Πάπας Φραγκίσκος, ακολουθώντας την παράδοση του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, προτείνει έναν τρόπο ζωής που βασίζεται στην ταπεινότητα, την απλότητα και την αγάπη για κάθε πλάσμα του Θεού. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει στη σύνδεση της οικολογίας με την ηθική και πνευματική διάσταση της ζωής. Για τον Πάπα Φραγκίσκο, η αδιαφορία για το περιβάλλον είναι σύμπτωμα μιας ευρύτερης πνευματικής κρίσης που σχετίζεται με τον εγωκεντρισμό και την απληστία του σύγχρονου πολιτισμού. Αντίθετα, η φροντίδα της δημιουργίας απαιτεί μια πνευματική αναγέννηση που προάγει την αγάπη προς τον πλησίον και την ευθύνη απέναντι στις μελλοντικές γενιές.
Συνολικά κρινόμενη, η οικολογική ευαισθησία του Πάπα Φραγκίσκου συνιστά ένα πρότυπο αναφορικά με το πώς η χριστιανική πίστη δύναται να προσφέρει λύσεις σε παγκόσμια προβλήματα, συνδέοντας την οικολογία με τη θεολογία και προβάλλοντας ένα όραμα αειφορίας και δικαιοσύνης. Μέσα από τη διαλογική σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία και κάτω από την επίδραση εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων όπως ο Βαρθολομαίος και θεολόγων του βεληνεκούς του μακαριστού Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, η Laudato Si' καθίσταται όχι μόνο ένα καθολικό, αλλά και ένα οικουμενικό κείμενο, προσφέροντας μια κοινή χριστιανική μαρτυρία σε έναν κόσμο που αναζητά νόημα και ελπίδα.
Το όραμα για έναν δικαιότερο κόσμο
Η φροντίδα της δημιουργίας και η οικολογική ευαισθησία που προβάλλει η Laudato Si’ δεν είναι αποκομμένες από το ευρύτερο όραμα του Πάπα Φραγκίσκου για μια Εκκλησία που στέκεται στο πλευρό των πιο ευάλωτων. Όπως η κλιματική κρίση πλήττει δυσανάλογα τους φτωχούς, έτσι και η κοινωνική δικαιοσύνη βρίσκεται στον πυρήνα της ποιμαντικής του μέριμνας, αποτυπώνοντας την πεποίθησή του ότι η αλληλεγγύη και η φροντίδα του «κοινού μας σπιτιού» είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η κοινωνική διδασκαλία του Πάπα Φραγκίσκου έχει τις ρίζες τις στη θεολογική του συγκρότηση κατά την νεανική του ηλικία και στη συνέχεια την ποιμαντική του εμπειρία στην Αργεντινή, όπου υπάρχει έντονο το αποτύπωμα της λεγόμενης «θεολογίας της λαού» (teología del pueblo), μια παραλλαγή της «θεολογίας της απελευθέρωσης» (teología de la liberación) που αποφεύγει τη μαρξιστική ανάλυση και επικεντρώνεται στην πίστη, την πολιτιστική ταυτότητα και την ιστορική εμπειρία των λαών[17]. Η προσέγγιση του αργεντίνου Πάπα συνδυάζει την έντονη κριτική στο μοντέλο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού με όραμα για μια οικονομική δημοκρατία, το οποίο εκφράζεται μέσα από κοινωνική συμπερίληψη, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη[18]. Αυτή η θεώρηση διατυπώνεται στο προγραμματικό του κείμενο Εvangelii Gaudium και φαίνεται να υπερβαίνει την έως τώρα καθιερωμένη Ρωμαιοκαθολική κοινωνική διδασκαλία, καθώς προτείνει δομικές αλλαγές στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Στόχος του είναι να δώσει εκ νέου έμφαση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη συμμετοχικότητα όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως καταγωγής ή κοινωνικής θέσης.
Ο Πάπας Φραγκίσκος έχει ασκήσει σφοδρή κριτική στη σύγχρονη οικονομική τάξη, υποστηρίζοντας ότι η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός έχουν δημιουργήσει ένα «σύστημα που σκοτώνει[19]». Η φράση αυτή από την Evangelii Gaudium έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, καθώς συχνά ερμηνεύεται ως απόρριψη του καπιταλισμού στο σύνολό του. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση δείχνει ότι ο Φραγκίσκος δεν απορρίπτει την ελεύθερη αγορά ως τέτοια αλλά επικρίνει τις δομικές αδικίες και τις ανισότητες που αυτή παράγει[20]. Στην ίδια αποστολική προτροπή επισημαίνεται επίσης ότι η οικονομική ανάπτυξη από μόνη της δεν αρκεί αν δεν συνοδεύεται από κοινωνική δικαιοσύνη και ανθρώπινη αξιοπρέπεια[21]. Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να παρασυρθεί κάποιος στη βεβιασμένη διαπίστωση ότι ο ποντίφικας λαμβάνει ιδεολογικές θέσεις. Το ενδιαφέρον του Πάπα παραμένει ποιμαντικό και εδραιώνεται στη διαπίστωση ότι το σύγχρονο οικονομικό σύστημα ευνοεί το κέρδος εις βάρος των ανθρώπων.
Ένας επιπλέον άξονας της κοινωνικής διδασκαλίας του Πάπα Φραγκίσκου είναι η προτεραιότητα των φτωχών, την οποία αντιλαμβάνεται όχι τόσο ως ηθική επιταγή αλλά περισσότερο ως θεολογική κατηγορία. Σύμφωνα με την Αποστολική Προτροπή Evangelii Gaudium:
Η επιλογή υπέρ των φτωχών συνιστά πρωτίστως μια θεολογική κατηγορία πάνω από οποιαδήποτε πολιτισμική, κοινωνιολογική, πολιτική ή φιλοσοφική διάσταση. [...] Για το λόγο αυτό επιθυμώ μια Εκκλησία φτωχή για τους φτωχούς. Έχουν πολλά να μας διδάξουν. Εκτός από τη συμμετοχή τους στην εκκλησιαστική συνείδηση (sensus fidei), μέσω των παθημάτων τους γνωρίζουν τον πάσχοντα Χριστό. Είναι απαραίτητο όλοι μας να ευαγγελιστούμε απ’ αυτούς. Ο επανευαγγελισμός είναι ένα κάλεσμα να αναγνωρίσουμε την λυτρωτική δύναμη της ύπαρξής τους και να τους θέσουμε στο κέντρο της πορείας της Εκκλησίας[22].
O Πάπας Φραγκίσκος επιμένει ότι οι φτωχοί δεν είναι απλά αντικείμενα ελεημοσύνης αλλά υποκείμενα πίστης, φορείς θεολογικής γνώσης και αυθεντικής χριστιανικής ζωής. Με αυτή την έννοια η Εκκλησία καλείται όχι μόνο να υποστηρίξει τους φτωχούς αλλά επιπλέον, το πιο σημαντικό, να ευαγγελιστεί μέσω αυτών, αντικρίζοντας στα πρόσωπα του καθένα απ’ αυτούς τους πρωταγωνιστές της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ζωής και όχι τους αποδέκτες βοήθειας.
Η κοινωνική διδασκαλία του Πάπα Φραγκίσκου σηματοδοτεί μια τεκτονική μετατόπιση στη Ρωμαιοκαθολική θεολογική παράδοση, καθώς προτείνει δομικές αλλαγές που αφορούν τόσο την οικονομία όσο και τη σχέση της Εκκλησίας με τον κόσμο. Αντλώντας από τη στιβαρή παράδοση της «θεολογίας του λαού» αναδεικνύει την πίστη των φτωχών, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και την ανάγκη για συμπερίληψη των περιθωριοποιημένων. Μέσα από τα επίσημα παπικά έγγραφα, ο Φραγκίσκος δεν περιορίζεται σε μια ηθική καταδίκη του καπιταλισμού, αλλά προσφέρει μια θετική πρόταση για ένα νέο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο. Η κουλτούρα της συνάντησης, η κοινωνική συμμετοχή και η οικονομική δημοκρατία συνιστούν κεντρικά στοιχεία της κοινωνικής του διδασκαλίας και προωθούν την ιδέα μιας Εκκλησίας ανοιχτής στον κόσμο με προτεραιότητα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αλληλεγγύη.
Επίλογος
Ο Πάπας Φραγκίσκος μέσα από την πρωτοβουλία και τη σταθερή εφαρμογή της αρχής της συνοδικότητας στην εκκλησιαστική διοίκηση, την οικολογική του διδασκαλία καθώς και την κοινωνική του προσέγγιση ανέδειξε έναν νέο προσανατολισμό για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στον 21ο αιώνα. Η επιμονή του στη σημασία της εκκλησιαστικής διαβούλευσης, η έμφασή του στην προστασία της δημιουργίας ως πνευματικής ευθύνης και η θεολογική προσέγγιση του ζητήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης αποδεικνύουν ότι η ποιμαντορία του δεν καταγράφεται απλώς ως μια διαχειριστική αλλαγή αλλά συντελεί σε μια βαθιά μεταρρυθμιστική τομή. Παρά τις αντιδράσεις που αντιμετώπισε, το έργο του διαμορφώνει μια Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία που επιδιώκει να αφουγκράζεται, να συνοδοιπορεί και να δίνει ουσιαστικές απαντήσεις στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Το μέλλον θα δείξει το βαθμό στον οποίο οι μεταρρυθμίσεις του θα εδραιωθούν και θα επηρεάσουν τις επόμενες γενιές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της ευρύτερης χριστιανικής κοινότητας.
Κριτικό επίμετρο
Παρά τη μεταρρυθμιστική του τόλμη, το όραμα του Πάπα Φραγκίσκου για μια Εκκλησία που «συνοδοιπορεί» δεν υπήρξε απαλλαγμένο από εσωτερικές αντιφάσεις. Ορισμένες πρωτοβουλίες του, όσο ριζοσπαστικές και αν υπήρξαν ως προς το περιεχόμενο, προωθήθηκαν με τρόπο που δεν διασφάλιζε πάντοτε τη συνοδική συναίνεση. Η αντίφαση ανάμεσα στη ρητορική περί διαβούλευσης και στη συχνά καθετοποιημένη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων δημιουργεί την εντύπωση μιας «παπικά καθοδηγούμενης συνοδικότητας», στην οποία η αυθεντία παραμένει μονοκεντρική. Επιπλέον, η στάση του Πάπα Φραγκίσκου απέναντι σε διεθνείς κρίσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, προκάλεσε εύλογες επιφυλάξεις. Η απροθυμία του να καταδικάσει ρητά την επιθετικότητα της Ρωσίας, ιδίως στα πρώτα στάδια της σύρραξης, ερμηνεύτηκε από πολλούς ως αποτυχία της Εκκλησίας να ασκήσει τον προφητικό της ρόλο σε συνθήκες ιστορικής δοκιμασίας.
Οι ενστάσεις αυτές δεν μειώνουν τη σημασία των μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε, αναδεικνύουν όμως τη δυσκολία εναρμόνισης του θεσμικού μετασχηματισμού με μια συνολικά συνεπή εκκλησιολογική πράξη. Η συνοδικότητα δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια θεσμική στρατηγική ή σε άρτια δουλεμένο επικοινωνιακό αφήγημα· οφείλει να διαπερνά τον τρόπο άσκησης της ποιμαντικής, να αποδέχεται την κριτική και να ενσαρκώνει το ευαγγελικό ήθος της διάκρισης. Μόνο έτσι το όραμα του Πάπα Φραγκίσκου θα μπορέσει να αποκτήσει διαρκή εκκλησιαστικό βάθος και οικουμενική πειστικότητα.
[1] Για την έννοια της επισκοπικής συνοδικότητας όπως αναπτύχθηκε από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο και εξής, βλ. σχετικά H. Legrand, «Collégialité des évêques et communion des Églises dans la réception de Vatican II », Revue des sciences philosphiques et théologiques 75 (1991), σ. 545-568.
[2] Για την εκκλησιαστική συνείδηση στη Ρωμαιοκαθολική δογματική διδασκαλία και γενικότητα για το ρόλο των λαϊκών, βλ. J. – M. Tillard, «Magistère, théologie et sensus fidelium» στο Initiation à la pratique de la théologie, Paris 1982, σ. 163-182.
[3] Η Σύνοδος των Επισκόπων αποτελεί ένα διαρκές, συμβουλευτικού χαρακτήρα, θεσμικό όργανο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που θεσπίστηκε το 1965 από τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ με την ολοκλήρωση των εργασιών της Β΄ Βατικανής Συνόδου και συνιστά έκφραση της συλλογικής ποιμαντικής ευθύνης του επισκοπικού σώματος.
[4] Για το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Πάπα Φραγκίσκου στις 17 Οκτωβρίου 2015, βλ. https://www.vatican.va/content/francesco/it/speeches/2015/october/documents/papa-francesco_20151017_50-anniversario-sinodo.html.
[5] Για την ιδέα της συνοδικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην Αποστολική Προτροπή Evangelii Gaudium, βλ. L. Forestier, «Le pape François et la synodalité. Evangelii Gaudium: nouvelle étape dans la réception de Vatican II», Nouvelle revue théologique 137 (2015), σ. 597-614.
[6] Για το Αποστολικό Διάταγμα Episcopalis communio σε σχέση με την αρχή της συνοδικότητας, βλ. G. Ghirlanda, «La cost. ap. Episcopalis Communio: Sinodo dei vescovi e sinodalità», Periodica de re canonica 108 (2019), σ. 621-669.
[7] Για την ανάγκη της συνεισφοράς των απλών πιστών στην εκκλησιαστική διοίκηση, βλ. E. Duffy, «The sensus fidelium on ecclesial leadership: the synodal listening processes and the need for change», Studia Canonica, 58 (2024), σ. 27-52.
[8] Για τη μεταρρύθμιση της Ρωμαϊκής Κουρίας μέσω του Αποστολικού Διατάγματος Praedicate Evangelium, βλ. M. Ganarin, «La riforma della Curia Romana nella costituzione apostolica Praedicate Evangelium di Papa Francesco: Osservazioni a una prima lettura», Il diritto ecclesiastico 133 (2022), σ. 271-310.
[9] Evangelii Gaudium, §246.
[10] Σύμφωνα με τον επιφανή σέρβο ιεράρχη και θεολόγο, η συνοδικότητα δεν είναι διαχειριστική αρχή εκκλησιαστικής οργάνωσης αλλά συνιστά τρόπο ύπαρξης της Εκκλησίας που έχει τις ρίζες του στην Τριαδική και ευχαριστιακή της ταυτότητα, βλ. Bishop Maxim (Vasiljevic), «The Orthodox Church is a Synodal Church: Towards a Synodical Ontology of the Church» στο Listening to the East: Synodality in Eastern and Oriental Orthodox Church Traditions, Libreria Editrice Vaticana, Città del Vaticano 2023, σ. 36-52.
[11] Ο π. Αμφιλόχιος Μήλτος υποστηρίζει ότι η έννοια της επισκοπικής συλλογικότητας προϋποθέτει μια καθολική εκ των άνω εκκλησιολογική αντίληψη (universalistic ecclesiology) που δεν συνάδει με την ευχαριστιοκεντρική και κοινοτική δομή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου ο θεσμός της συνοδικότητας πηγάζει από τη σχέση του επισκόπου με την τοπική εκκλησία. Με αυτή την έννοια, αναδεικνύεται η δυσκολία να μεταφερθεί το μοντέλο της Ορθόδοξης συνοδικότητας σε ένα εκκλησιολογικό πλαίσιο όπως αυτό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπου ο επίσκοπος ορίζεται πρωτίστως ως μέλος ενός συλλογικού σώματος με κεφαλή τον Πάπα, ανεξάρτητα από τη λειτουργική του σχέση με μια συγκεκριμένη ευχαριστιακή κοινότητα. Επομένως, η συνοδική «μεταστροφή» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, σύμφωνα τουλάχιστον με τα Ορθόδοξα κριτήρια, προϋποθέτει μια εκκλησιολογική αναθεώρηση, η οποία δεν θα περιορίζεται σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις αλλά θα αγγίζει το ίδιο το εκκλησιολογικό υπόβαθρο. Βλ. Σχετικά A. Miltos, «Collegiality or Episcopal Synodality? Challenging Universalistic Ecclesiology», Louvain Studies 46 (2023) 168–190. Πιο διεξοδικά το θέμα αυτό αναλύεται στη διδακτορική διατριβή του π. Αμφιλοχίου Μήλτου, Collégialité et Synodalité: vers une compréhension commune entre catholiques et orthodoxes, Cerf, Paris 2019.
[12] Οι συναντήσεις αυτές έλαβαν χώρα διαδοχικά μεταξύ 2-5 και 23-26 Νοεμβρίου 2022 και συγκέντρωσαν περισσότερους από 100 θεολόγους και ιεράρχες από όλες σχεδόν τις Ορθόδοξες και τις Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες, οι οποίοι παρουσίασαν την εμπειρία των Εκκλησιών τους σχετικά με το θεσμό της συνοδικότητας. Τα πρακτικά των συναντήσεων αυτών συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο με τίτλο Listening to the East: Synodality in Eastern and Oriental Orthodox Church Traditions, Libreria Editrice Vaticana, Città del Vaticano 2023.
[13] Είχαν προηγηθεί και άλλα σημαντικά παπικά κείμενα που αναφέρονταν μεταξύ άλλων και σε θέματα οικολογίας και προστασίας του περιβάλλοντος, όπως η εγκύκλιος Populorum Progressio (1967) του Πάπα Παύλου ΣΤ΄, η εγκύκλιος Centesimus Annus (1991) του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ και πιο πρόσφατα η εγκύκλιος Caritas in Veritate (2009) του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄. Κανένα όμως δεν είχε ως αποκλειστικό θέμα την πραγμάτευση της οικολογικής κρίσης. Βλ. σχετικά M. Losito, «L’ecologia umana nel magistero pontificio», Studia Bioethica 8.2 (2015), σ. 68-75.
[14] Για την οικολογική δράση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και τη θεολογική της θεμελίωση, βλ. John Chryssavgis (επιμ.), On earth as in heaven: Ecological vision and initiatives of Ecumenical Patriarch Bartholomew, Fordham University Press, Νέα Υόρκη 2012.
[15] J. Chryssavgis – N. Asproulis (επιμ.), Priests of Creation: John Zizioulas on Discerning an Ecological Ethos, Bloomsbury Publishing, 2021.
[16] Laudato si, §49. Για ολόκληρο το κείμενο της εγκυκλίου, βλ. https://www.vatican.va/content/francesco/it/encyclicals/documents/papa-francesco_20150524_enciclica-laudato-si.html
[17] Για τη «θεολογία του λαού» και την επίδρασή της στη σκέψη του Πάπα Φραγκίσκου, βλ. J. C. Scannone, La teologia del popolo. Radici teologiche di papa Francesco, Queriniana, 2019.
[18] Για την έννοια της οικονομικής δημοκρατίας στην κοινωνική διδασκαλία του Πάπα Φραγκίσκου, βλ. S. Braun, «Pope Francis and Economic Decocracy: Understanding Pope Francis’s Radical (yet) Practical Approach to Political Economy», Theological Studies 81 (2020), σ. 203-224.
[19] Evangelii Gaudium, §53.
[20] Για την εν λόγω φράση αλλά και τη γενικότερη στάση του Πάπα Φραγκίσκου απέναντι στο οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού, βλ. Α. Tornielli – G. Galeazzi, Papa Francesco: Questa economia uccide, Piemme Milano 2015.
[21] Evangelii Gaudium, §202.
[22] Εvangelii Gaudium, §198.