Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο καθηγητής Αντώνης Μανιτάκης εννοεί την επιστημονική ενασχόληση με το συνταγματικό δίκαιο και το κράτος καταρχήν ως επίσκεψη στις έννοιες, ως μια αέναη προσπάθεια προσδιορισμού και ξεκαθαρίσματος του νοηματικού περιεχομένου των βασικών εννοιών που καθορίζουν το επιστημονικό σύμπαν του κρατικού φαινομένου, όπως αυτό εξελίχθηκε ιστορικά ώσπου να αποκτήσει τη σύγχρονη μορφή του.
Οι έννοιες που συγκροτούν το επιστημονικό αντικείμενο της πολιτειολογίας και του συνταγματικού δικαίου, όπως διαμορφώθηκαν απ’ τις απαρχές της νεωτερικότητας ώς τις μέρες μας, δηλαδή η κυριαρχία, η δημοκρατία και το κράτος δικαίου με τις ελευθερίες του, αποτελούν τα κανονιστικά πρότυπα με τα οποία οργανώνουμε τον κοινό μας βίο. Ενταγμένες στα Συντάγματα, οι βασικές αυτές έννοιες δεν περιγράφουν απλώς την πολιτειακή οργάνωση μιας χώρας, αλλά επιπλέον ορίζουν τη δεοντολογική της μορφή και τα ιδεώδη και τις αξίες τις οποίες οφείλουν να επιδιώκουν διαρκώς κρατικά όργανα και πολίτες. Ο Μανιτάκης επανέρχεται διαρκώς –σε πολλά σημεία του βιβλίου– στη διάκριση του φιλελεύθερου κράτους –που είναι η σύγχρονη μορφή οργάνωσης και άσκησης της κρατικής εξουσίας– με τη δημοκρατία ως μορφή πολιτεύματος, για να δείξει ότι μεταξύ τους δεν υπάρχει ταυτοτική σύνδεση (αφού η δημοκρατία είναι διακριτή από κάθε μορφή κράτους), αλλά σχέση ιστορικής συμπόρευσης (καθώς στην εξέλιξή τους οι ελευθερίες του φιλελεύθερου κράτους, ειδικά στον δυτικό κόσμο τον 20ό αιώνα, αποτέλεσαν αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη της δημοκρατίας).
Από τις αυτοκρατορίες του ύστερου μεσαίωνα, μέσω του απολυταρχικού κράτους της πρώιμης αναγέννησης, καταλήξαμε στο φιλελεύθερο εθνικό κράτος που ασκεί δημόσια εξουσία στη βάση του χωρισμού του κράτους από την κοινωνία και επιλέγει τη διάκριση των εξουσιών τόσο ως ορθολογική οργάνωση των κρατικών λειτουργιών και ως κριτήριο διάκρισης των κυβερνητικών συστημάτων, όσο και ως εγγύηση προστασίας των ελευθεριών μέσω του νόμου και της ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Έτσι, το φιλελεύθερο κράτος αποκτά τα χαρακτηριστικά του κράτους δικαίου και, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετασχηματίζεται σε κοινωνικό κράτος δικαίου.
Αντίστοιχα, στο σύγχρονο κράτος η κυριαρχία, όταν αποδεσμεύτηκε απ’ την ταύτισή της με τους μονάρχες κατά τα τέλη του 18ου αιώνα με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, στα περισσότερα ιστορικά παραδείγματα αρχικά ταυτίστηκε με την αφηρημένη έννοια του έθνους (εθνική κυριαρχία), πριν καταλήξει στην κατασκευή του λαού ως συλλογικού υποκειμένου με δική του βούληση στο σχήμα της λαϊκής κυριαρχίας. Αλλ’ εδώ και αρκετά χρόνια, αμφισβητείται αυτή η κρατική κυριαρχία που ασκείται εντός μιας επικράτειας με το μονοπώλιο της νόμιμης βίας επί προσώπων που συνδέονται μαζί της με τον νομικό δεσμό της ιθαγένειας. Τη μέριμνα επομένως του Μανιτάκη να αποδώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και σαφήνεια τις διαφορές μεταξύ των μορφών του κράτους και των πολιτευμάτων την αντιλαμβάνομαι ως προσπάθεια να αντιμετωπίσει στις πραγματικές του διαστάσεις αυτό που ονομάζουμε αμφισβήτηση της κρατικής κυριαρχίας.
Τα παραδείγματα αυτού του φαινομένου αφθονούν στον σύγχρονο κόσμο. Πόσα από τα περίπου 200 σύγχρονα κράτη μέλη του ΟΗΕ διαθέτουν κρατική κυριαρχία στην ολοκληρωμένη της μορφή ως εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία;
Το ότι ένα κράτος κυρίως προσδιορίζεται από τα εδαφικά του σύνορα αρκεί να χαρακτηριστεί κυρίαρχο όταν τα τελευταία είναι διαπερατά και αμφισβητούνται έμπρακτα από γειτονικά κράτη, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα κράτη της υποσαχάριας αφρικανικής ηπείρου και με αρκετά κράτη της εγγύς Ανατολής και της Ασίας;
Μετασχηματισμοί της κυριαρχίας
Με αφετηρία τις αναλύσεις του βιβλίου θα αφιερώσω ορισμένες σκέψεις στους σύγχρονους μετασχηματισμούς της κυριαρχίας και, κυρίως, στο πώς αυτή διαχέεται σε διεθνείς οργανισμούς, διακρατικές συμβατικές σχέσεις και παγκόσμιες αγορές.
Ένα μεμονωμένο κράτος, όσο ισχυρό και αν είναι, αδυνατεί να αντιμετωπίσει μόνο τις παγκόσμιες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της ενεργειακής κρίσης, των πανδημιών, των πολέμων και των θεμάτων που θέτει ο ψηφιακός κόσμος. Η κρατική κυριαρχία σχετικοποιείται και, αντίστοιχα, το Σύνταγμα, ως κείμενο που συνδέθηκε ιστορικά με αυτή, γνωρίζει μια έντονη υπαρξιακή κρίση, διότι αμφισβητείται η υπεροχή του, η προτεραιότητα εφαρμογής του και, εντέλει, ακόμα κι η αυστηρότητά του. Η πορεία ενός κράτους όπως η Ελλάδα και η τύχη του Συντάγματός του εξαρτάται από εξελίξεις που πλέον συντελούνται στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου, ειδικότερα στο επίπεδο περιφερειακών έννομων τάξεων στις οποίες ανήκει – στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ειδικότερα η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ με τη σημερινή μορφή της επιβάλλει να ξαναορίσουμε την έννοια της κρατικής κυριαρχίας, διότι ο ιδιόμορφος αυτός διεθνής οργανισμός παρουσιάζει νομικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες ώστε να μην επαρκούν για την προσέγγισή του οι κλασικές έννοιες της κρατικογενούς πολιτειολογίας, όπως «κυριαρχία», «δημοκρατία» και άλλες συναφείς έννοιες, μολονότι αυτές κυριαρχούν ακόμα στον επιστημονικό και τον εν γένει δημόσιο διάλογο. Αυτό το αντιλήφθηκε ο Μανιτάκης σε πρώιμα γραπτά του, γι’ αυτό χρησιμοποιούσε όρους όπως διαμοιρασμένη κυριαρχία η οποία ρευστοποιείται και διαχέεται σε ένα σύνολο διεθνών οργανισμών, στην ΕΕ, τον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, στο Συμβούλιο της Ευρώπης με την ΕΣΔΑ, στον ΠΟΕ. Πέραν αυτού, επισημαίνει το φαινόμενο της απεδαφοποίησης της κυριαρχίας όταν αυτή ασκείται από οικουμενικής εμβέλειας ψηφιακές πλατφόρμες σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπου οι αγορές και οι ιδιωτικοί φορείς αμφισβητούν την ικανότητα των κρατών να επιβάλλουν ρυθμίσεις και έλεγχο.
Στην περίπτωση της ΕΕ, που λειτουργεί ως υπόδειγμα για την εξέταση του σύγχρονου νοήματος της κυριαρχίας, διαπιστώνουμε ότι πλέον δεν ισχύει η πολιτειακή αυτάρκεια του κράτους, καθώς τα στεγανά μεταξύ εθνικού και διεθνούς επιπέδου έχουν διαρραγεί αμετάκλητα. Οι εκχωρημένες από τα κράτη μέλη αρμοδιότητες στην ενωσιακή εξουσία συνεπάγονται –σε μια πρώτη ανάγνωση– μείωση της κρατικής κυριαρχίας. Ωστόσο, εδώ αλλάζουν οι προϋποθέσεις άσκησης της κυριαρχίας, καθώς η δοτή αυτή εξουσία υπόκειται σε συνδιαχείριση από τα ενωσιακά όργανα, η σύνθεση και ο τρόπος άσκησης των αρμοδιοτήτων των οποίων ακόμα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση των κρατών μελών, καθώς η ΕΕ διατηρεί έναν χαρακτήρα κατά βάση διακυβερνητικό, ιδίως στα μείζονα ζητήματα. Το κράτος χάνει σε κυριαρχία σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να ενισχύσει την δύναμή του σε ευρωπαϊκό, διότι διαπιστώνει ότι μόνον εντός ενός ευρύτερου συνασπισμού κρατών θα μπορέσει να ενδυναμωθεί και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις.
Ωστόσο, η δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν ασκεί μόνο επιρροή στο τρόπο με τον οποίο ασκείται η συντακτική εξουσία των κρατών μελών, καθώς υποχρεούνται συχνά να αναθεωρήσουν τα Συντάγματά τους προκειμένου να προσαρμοστούν στις αλλαγές των Συνθηκών. Ασκείται και μια υπόρρητη και διαρκής ερμηνευτική επιρροή με τη σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Αυτό το φαινόμενο που αποδίδεται ως πολυεπίπεδος συνταγματισμός, δηλαδή ως ένα Σύνταγμα με επαυξημένο περιεχόμενο που διαρκώς διεθνοποιείται, έχει και θετικές συνέπειες, καθώς αναγνωρίζεται από τις Συνθήκες και τη νομολογία του δικαστηρίου της Ένωσης ότι τόσο η ΕΕ όσο και η ΕΣΔΑ υπερασπίζονται τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των φιλελεύθερων δημοκρατιών και του κράτους δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος δικαίου συνιστά αξιακή προϋπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και βασικό στοιχείο του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Με βάση τα παραπάνω, η ΕΕ ως κοινότητα δικαίου και πολιτισμού οφείλει να προασπίζεται το κράτος δικαίου ως γνήσιο στοιχείο της ταυτότητάς της.
Ωστόσο, το παραπάνω πρότυπο έχει κλονιστεί. Ενώ η δημιουργία της ΕΕ σχετικοποιεί την κρατική κυριαρχία των κρατών-μελών, η ίδια η Ένωση ως φορέας διεθνούς κυριαρχίας αμφισβητείται στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Η δημοκρατία σε αμφισβήτηση
Πράγματι, η στενή σύνδεση, πάνω στην οποία διαμορφώθηκε το ευρωπαϊκό πρότυπο μεταξύ δημοκρατίας και οικονομικής ανάπτυξης τη χρυσή τριακονταετία (1945-1975), πλέον είναι υπό αμφισβήτηση. Αφενός δέχεται πιέσεις η ασφάλεια εξαιτίας του συνεχιζόμενου πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας και της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε. Αφετέρου εμφανίζονται φαινόμενα εν δυνάμει σύγκρουσης της δημοκρατίας με το κράτος δικαίου. Ο φιλελευθερισμός αμφισβητείται στο εσωτερικό της Ένωσης όχι μόνο σημειακά αλλά και συνολικά - εξαιτίας ενός αντίπαλου προτύπου (Κίνα), που έχει χαρακτηριστικά αυταρχικής διακυβέρνησης, το οποίο ενώ αναγνωρίζει περιορισμένη πολιτική συμμετοχή στους πολίτες του ταυτόχρονα τους αποδίδει εκτεταμένες οικονομικές ελευθερίες. Το πρότυπο αυτό στην αντίληψη αρκετών ηγεσιών αλλά και πολιτών θεωρείται ελκυστικό, επειδή συνοδεύεται από οικονομικές επιδόσεις και ευημερία. Άλλωστε, σε παγκόσμιο επίπεδο, με βάση δημοσκοπήσεις, το ποσοστό των ανθρώπων που θεωρούν σημαντικό να ζουν σε μια δημοκρατία έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Όταν, επομένως, γίνεται λόγος για αντιφιλελεύθερη δημοκρατία (π.χ. η διακυβέρνηση Όρμπαν στην Ουγγαρία), αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ζήτημα δεν είναι περιθωριακό, αλλά έχει παγκόσμιες διαστάσεις αν το συνδέσουμε και με τα χαρακτηριστικά που θέλησε να προσδώσει στο πολίτευμα των ΗΠΑ ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και με όσα εξαγγέλλει ότι θα πράξει εφόσον ξαναεκλεγεί.
Στην ΕΕ παρατηρείται ένα αντίστροφο φαινόμενο: η ενίσχυση του κράτους δικαίου, η κατοχύρωση των δικαιωμάτων, ο δικαστικός έλεγχος και γενικότερα οι εγγυήσεις συνυπάρχουν με μια κρίση της δημοκρατίας. Η δημοκρατία στην ΕΕ είναι μια δημοκρατία «διακυβερνητική», ως συνύπαρξη της ένωσης των εθνικών κρατών και των λαών τους. Αυτό συμβαίνει διότι το κατεξοχήν νομιμοποιημένο δημοκρατικά όργανο δεν είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι σύνοδοι των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, όπου οι συμβιβασμοί επιτυγχάνονται στη βάση της εξισορρόπησης των εθνικών συμφερόντων. Αυτό που ονομάζουμε δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο είναι σύμφυτο με τα ιδιόμορφα πολιτειολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ, οδηγεί σε ένα γενικότερο έλλειμμα νομιμοποίησης των αποφάσεων και σε ένα αίσθημα αποξένωσης των πολιτών από τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών. Η συνακόλουθη δυσαρέσκεια των πολιτών εκφράζεται, ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, όπου λογοδοτούν οι κυβερνήσεις. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, η δυσαρέσκεια αυτή αποτυπώνεται και στην άνοδο κομμάτων με λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδήγησαν ορισμένους θεωρητικούς να θεωρήσουν τα φαινόμενα αυτά και τις αλλαγές της έννοιας της κυριαρχίας ως έκφανση ενός νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, επειδή αφενός το εθνικό Σύνταγμα δεν επιτελεί την οργανωτική και εγγυητική του αποστολή αδυνατώντας να θέσει όρια στις απορρυθμισμένες αγορές, αφετέρου η ΕΕ όσο και η ΕΣΔΑ με τα όργανα και τους μηχανισμούς τους, σύμφωνα με την άποψη αυτή, αναπαράγουν την αποσυνταγματοποίηση του εθνικού δικαίου καθώς δεν μπορούν να αντιτάξουν στα πανίσχυρα ιδιωτικά κέντρα παγκόσμιας εξουσίας (π.χ. στις μεγάλες εταιρείες του ψηφιακού κόσμου) ισχυρές αντιστάσεις.
Κατά την οπτική αυτή, η κρίση της κρατικής κυριαρχίας και η σχετικοποίηση του Συντάγματος που σταδιακά χάνει την κανονιστική του προτεραιότητα δεν αναπληρώνεται από την ατελή συνταγματοποίηση του ευρωπαϊκού δικαίου, καθώς τα κράτη διατηρούν την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας και λογίζονται ως κύριοι των Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Επιπλέον διαπιστώνεται ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας και η ραγδαία εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας συνυφαίνονται με φαινόμενα ιδιωτικοποίησης στην παραγωγή κανόνων δικαίου και στην απονομή της δικαιοσύνης, ενώ η μιντιακή κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης οδηγεί σε αμφιβολίες όχι μόνο για το ποιος ασκεί την παγκόσμια κυριαρχία αλλά και για το τι είναι πράγματι η αλήθεια και το ψέμα.
Επιπρόσθετα, τα κράτη αντιμετωπίζουν δυσκολίες και στη φορολόγηση ιδίως των πολυεθνικών επιχειρήσεων, λόγω της υιοθέτησης από αυτές ιδιαίτερα εκλεπτυσμένων και περίπλοκων τεχνικών φοροαποφυγής, ενώ από την άλλη οι αξιολογήσεις των οίκων πιστοληπτικής ικανότητας υπονομεύει την ικανότητα των κρατών να ασκούν ανεξάρτητη δημοσιονομική –κατ’ επέκταση και κοινωνική– πολιτική λόγω ενδεχόμενης αφερεγγυότητας. Στην βάση των παραπάνω σκέψεων, η κυριαρχία των εθνικών κρατών, που παραμένουν ωστόσο ενεργά στη διεθνή σκηνή, διατηρεί τη μειωμένη ισχύ της η οποία όμως είναι ανεπαρκής να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις, ιδίως αυτές που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και απειλούν την ίδια τη βιωσιμότητα του πλανήτη.
Ο Μανιτάκης, αν διαβάζω σωστά το έργο του, βρίσκεται στο μεταίχμιο των διαφορετικών αυτών οπτικών σχετικά με τις νέες μορφές της μεταλλαγμένης κυριαρχίας, καθώς ενώ αναγνωρίζει τις προκλήσεις και τους κινδύνους, παράλληλα αναζητά και τα ιστορικά ερείσματα πάνω στα οποία θα στηριχθεί έναν ανανεωμένος διεθνοποιημένος και σύγχρονος συνταγματισμός που δεν θα αντιμετωπίζει το μέλλον φοβικά και αμυντικά, αλλά εμπνευσμένα και δημιουργικά.
Το κείμενο αποτελεί γραπτή απόδοση της προφορικής μου εισήγησης για το βιβλίο στο πλαίσιο εκδήλωσης στο Δημαρχιακό Μέγαρο του Δήμου Θεσσαλονίκης (20/4/2024), στην οποία προήδρευε ο Ευάγγελος Βενιζέλος ενώ εισηγήσεις έκαναν, πλην του Παναγιώτη Μαντζούφα, η Ιφιγένεια Καμτσίδου και ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος.