Με το Εγωιστικό γονίδιο του δικαίου…, ο Σπύρος Βλαχόπουλος δεν προσεγγίζει, απλά, ένα ακόμη νομικό αντικείμενο. Αναζητεί μια νέα ολιστική ταυτότητα για το δίκαιο. Εξετάζει κατά πόσον αυτό και τα συνταγματικά του κύτταρα βρίσκονται εν μέσω γονιδιακής μετάλλαξης, όπως το αναδεικνύει και το εξώφυλλο του βιβλίου. Το ερώτημα τίθεται ρητά στις πρώτες σελίδες του κειμένου:
Υπάρχει κάποια θεμελιώδης μεταβολή του συνταγματικού δικαίου που συντελείται την περίοδο αυτή και δυσκολευόμαστε να την αντιληφθούμε οι νομικοί και πολίτες του σήμερα;
Οι μεταλλάξεις όμως έχουν ένα κακό: είναι ασαφείς, ρευστές, αβέβαιες. Προκύπτουν από μεταβλητές αντιφάσεων, στις οποίες συνυπάρχει το παλιό, το οποίο αντιστέκεται στην αλλαγή, με ένα παροδικό κακέκτυπο του νέου, εκείνου που δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί: ένα άχαρο κουκούλι για την προοπτική μιας πεταλούδας. Αλλά κι αυτή η πεταλούδα –το «νέο δίκαιο» που ευαγγελίζεται ο συγγραφέας–, αν τελικά γεννηθεί, θα είναι άραγε για καλό; Η μετάλλαξη θα αποδειχθεί θεραπευτική ή νεοπλασματική, θανατηφόρα;
Πολλά τα ερωτήματα και ακόμη περισσότερα εκείνα που αναφύονται όταν διαβάσει κανείς τη μελέτη για το «εγωιστικό γονίδιο του δικαίου». Ο ίδιος ο τίτλος υποκρύπτει ένα μείζον, στα όρια του τραγικού, δίλημμα. Ο εγωισμός των γονιδίων κατά Ντόκινς είναι στοιχείο δαρβινιστικής αυτοσυντήρησης, επικράτησης, αδιάλειπτης συνέχειας. Είναι καλό πράγμα από πολλές απόψεις, ακόμη και όταν μιλάμε για το δίκαιο. Όταν, για παράδειγμα, η ελληνική έννομη τάξη, αντί να αναζητεί στις δικές της πηγές τις απαντήσεις στις εκάστοτε προκλήσεις (ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, κατοχύρωση εγγυήσεων καλής νομοθέτησης, καινοφανείς εκφάνσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων), καταντά να τις εισάγει παθητικά από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου, στερείται του αναγκαίου εγωισμού που χρειάζεται ώστε να επιβιώσει σε έναν παγκοσμιοποιημένο νομικό κόσμο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η αυτο-αναφορικότητα συνεπάγεται και πολύ μεγάλη εντροπία, για να δανειστούμε τον όρο των θετικών επιστημών. Ενέχει τον κίνδυνο κατάρρευσης εκ των έσω, όπως οι μαύρες τρύπες των πεθαμένων αστεριών.
Νομική οικολογία
Αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο επέλεξε να μας αναδείξει ο συγγραφέας, αντικρίζοντας συνολικά το δίκαιο, ως φαινόμενο και ως αντανάκλαση μιας διαχρονικά κρατούσας έξης ανθρωποκεντρισμού στα πάντα: από τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, την οικονομία, τις κοινωνικές επιλογές μέχρι τους νομικούς κανόνες και τη διαλεκτική των δικαιωμάτων. Το δίκαιο είναι αυτονοήτως επικεντρωμένο στον άνθρωπο, στις αξίες, τις δραστηριότητες και τις συνήθειές του, στα καλά και στα κακά του. Εξάλλου, ο ανθρωποκεντρισμός του δικαίου υπήρξε ζητούμενο, υμνήθηκε δικαίως ως ιδανικό. Μας πήρε αιώνες να κατοχυρώσουμε τον άνθρωπο ως οικουμενική αξία, ως τιμή του τετιμημένου, η οποία περιλαμβάνει τους πάντες και δεν εξαιρεί τους μη ελεύθερους πολίτες, τις γυναίκες, τα άτομα άλλων φυλών, θρησκειών και κάθε είδους προσανατολισμών. Όσο η Ιστορία προχώραγε προς τον συγκεκριμένο στόχο –τέσσερις αιώνες από το Διαφωτισμό μέχρι να τον πετύχουμε– ήταν εύλογο να αισθανόμαστε αυτάρεσκα με την πεποίθηση πως όσο πιο ανθρωποκεντρικοί γινόμαστε (εμείς και οι κανόνες μας) τόσο το καλύτερο· γινόμαστε, έτσι, συνεχιστές του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Καντ.
Ο Βλαχόπουλος δεν απορρίπτει, φυσικά, τις κατακτήσεις του ανθρωποκεντρισμού. Προβληματίζεται, όμως, με τις συνέπειες της μονομέρειάς του σε ένα σύγχρονο κόσμο όπου η επικράτηση του ανθρώπου καθίσταται η «εντροπία» που θέτει σε κίνδυνο όλα τα υπόλοιπα γύρω του, άρα και τον ίδιο. Στο σημείο αυτό, η μελέτη πρωτοτυπεί με τον εξής τρόπο: συμπλέκει δύο εκ πρώτης όψεως ετερόκλητα ζητήματα, ως τους κατεξοχήν παράγοντες αμφισβήτησης του νομικού ανθρωποκεντρισμού. Από τη μία, την προστασία της φύσης και των ζώων, δηλαδή τη μέριμνα για το οικοσύστημα και τα έμβια όντα εκτός του ανθρώπου. Η συγκεκριμένη προβληματική καθίσταται όλο και πιο επίκαιρη, ιδίως με την κλιματική κρίση. Από την άλλη, τα προβλήματα που αναφύονται από την ραγδαία και απρόβλεπτη εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης, μέσα από την ψηφιακή τεχνολογία, το ChatGPT ή τους έξυπνους αλγόριθμους.
Ο αναγνώστης ίσως χαθεί στη διαδρομή του βιβλίου εάν προσπαθήσει να βρει τη στενή σχέση των δύο αυτών όψεων, της «οικολογικής» και της «ψηφιακής». Μέχρι να αντιληφθεί ότι ο συγγραφέας δεν υποστηρίζει πως μία τέτοια σχέση είναι υπαρκτή, στενή και συγκεκριμένη και ότι την έχει ο ίδιος ανακαλύψει. Αυτή είναι μια από τις ομορφιές της μελέτης: το ρίσκο να τίθενται ερωτήματα και να συναρτώνται διαφορετικά πράγματα, χωρίς τη φιλοδοξία μιας πλήρως συνεκτικής τελικής απάντησης. Αρκεί, σαν μίτος της Αριάδνης, η διαπίστωση ότι τα νομικά δεν μπορεί παρά να αλλάξουν, αντιμέτωπα στις δύο ετερόκλητες προκλήσεις των καιρών.
Τα θεμέλια του συγγραφικού συλλογισμού είναι ορθά και μάλλον αδιαμφισβήτητα: ο ανθρωποκεντρισμός του δικαίου δοκιμάζεται σήμερα με δύο ξεχωριστούς τρόπους. Αφενός, λόγω της ανάγκης οι θεσμοί του να καταστούν περισσότερο ή, επιτέλους, οικο-κεντρικοί. Από την άλλη, ενόψει της απαίτησης ο ανθρώπινος νόμος να τιθασεύσει την τεχνητή νοημοσύνη. Το νέο δίκαιο οφείλει να είναι συμπεριληπτικό, διασυνδέοντας ιδανικά τον άνθρωπο με την οικολογία και τον ψηφιακό κόσμο. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα επιτελέσει τον απώτατο σκοπό του, να προστατεύσει τον άνθρωπο ιδίως απέναντι στον εαυτό του∙ να καταστεί «ανθρωποφιλικό» με τον σωστό τρόπο. Εξάλλου, τόσο το πρόβλημα όσο και η λύση στις δύο σύγχρονες προκλήσεις, την οικολογική και την ψηφιακή, εντοπίζονται στον ίδιο τον άνθρωπο και στα τεχνολογικά επιτεύγματά του. Αυτά συνιστούν την πηγή του κακού, τα ίδια αποτελούν και συνθήκη για την ανόρθωσή του· συνθήκη αναγκαία, αλλά μη ικανή χωρίς την ευεργετική συνεισφορά του δικαίου.
Το μεγαλύτερο τμήμα της μελέτης αφιερώνεται στη μετάβαση σε ένα δίκαιο περιβαλλοντικά φιλικό, με υψηλή οικολογική ενσυναίσθηση. Το δίκαιο του περιβάλλοντος πέρυσι έκλεισε μισό αιώνα ζωής, από τη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στη Στοκχόλμη το 1972. Αρέσκομαι να υπενθυμίζω, όταν διδάσκω το συγκεκριμένο μάθημα, πως αρκετοί από εκείνους που ζούμε σήμερα στον πλανήτη Γη –ο Σπύρος Βλαχόπουλος κι εγώ ανάμεσά τους– βρεθήκαμε σε αυτό τον κόσμο πριν από την επίσημη ημερομηνία έναρξης του νομικού κλάδου για την προστασία του περιβάλλοντος. Η τελευταία αποτελεί, ωστόσο, την κατεξοχήν πρόκληση όλων των γενεών που συνυπάρχουν σήμερα (συμπεριλαμβανόμαστε), στο όνομα και των επόμενων. Αλλά και πριν από εμάς, υπήρξαν κάποιοι που προφητικά ανέδειξαν την οικοκτόνο ανθρωποκεντρική μας μονομέρεια, όπως ο Alexander von Humbolt, τον οποίο κατ’ επανάληψη μνημονεύει η μελέτη. Δεν είναι χωρίς σημασία η ιστορική αυτή διάσταση –ο Βλαχόπουλος είναι λάτρης της– ώστε να γίνει αντιληπτό πως η αυτοκαταστροφική κλιματική τρέλα του σήμερα έχει αρχίσει πολύ πιο πριν.
Στις σελίδες 31 έως 82 του βιβλίου, οι οποίες αποτελούν και το κύριο μέρος του, ο αναγνώστης συναντά όλα τα συστατικά τα οποία συνθέτουν σήμερα το μετέωρο βήμα προς μία νομική οικολογία: τη συνταγματική κατοχύρωση της περιβαλλοντικής προστασίας, μια πρωτιά του συντακτικού νομοθέτη του 1975∙ τη διακρατική διάσταση της προστασίας αυτής μέσα από το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο, καθότι οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι δεν γνωρίζουν σύνορα ούτε περιορίζονται σε αυτά∙ τη συλλογική και διαγενεακή της διάσταση. Ας μην ξεχνάμε πως η βιωσιμότητα είναι «κοινό» αγαθό, το οποίο δεν μπορεί να κατατμηθεί και να διαμοιραστεί σε μεμονωμένους δικαιούχους. Το αντίθετο μάλιστα, κινδυνεύει από την τραγωδία των κοινών (tragedy of the commons) λόγω του ατομικού οπορτουνισμού. Προϋποθέτει συλλογική δράση, με αντίστοιχη εναρμόνιση καθώς και οριοθέτηση των ατομικών συμπεριφορών. Η δράση αυτή δεν μπορεί παρά να εκτείνεται σε βάθος χρόνου, ώστε να διαφυλάσσει για τις επόμενες γενιές μια ποιότητα ζωής και ένα κεφάλαιο φυσικών πόρων αντίστοιχο με εκείνο το οποίο διαθέτουμε σήμερα.
Κενά στις νέες συνθήκες
Όλα τα παραπάνω δοκιμάζουν τις παραδοσιακές διαμερισματώσεις και τα στεγανά του δικαίου, όπως προσφυώς το σημειώνει ο συγγραφέας. Αφενός, αναδιανέμει τους ρόλους μεταξύ νομοθέτη, διοίκησης και δικαστή, αφαιρώντας από τον πρώτο το φωτοστέφανο της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Όσο κρίσιμη και εάν είναι, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν εξασφαλίζει το αλάθητο των πολιτικά λαμβανόμενων αποφάσεων. Αφετέρου, καθιστά επιτακτικό το άνοιγμα του δικαίου στη διεπιστημονικότητα, ούτως ώστε η τεχνοκρατική διάσταση να εμπλουτίσει και να βελτιώσει τις νομικές επιλογές. Το σύγχρονο δίκαιο του περιβάλλοντος είναι τρισυπόστατο: εκτός από την αμιγώς νομική προσέγγιση, χρειάζεται και η τεχνοκρατική και η οικονομική.
Σε αυτή την πράσινη οδύσσεια του δικαίου, πολλά ζητήματα είναι ιδιαιτέρως αμφισβητούμενα. Συγκρατώ δύο, τα οποία αγγίζει το βιβλίο. Πρώτον, τις δικονομικές προεκτάσεις της παγκόσμιας κλιματικής κρίσης: όταν κλιματικοί πρόσφυγες από την Ασία εγκαλούν τη Γερμανία για όσα δεν κάνει ώστε να μειωθούν τα αέρια του θερμοκηπίου, η παραδοσιακή λογική της περιβαλλοντικής δίκης ως προς τα όρια της ενεργητικής νομιμοποίησης δοκιμάζεται σοβαρά. Δεύτερον, ο γόρδιος δεσμός των δικαιωμάτων των ζώων, μία φιλοσοφική σπαζοκεφαλιά με (ακόμη;) άλυτες νομικές προεκτάσεις. Ο Βλαχόπουλος θίγει το θέμα, χωρίς να παίρνει τελική θέση, μάλλον γιατί αυτή είναι ακόμη μακριά από το να βρεθεί. Αντιλαμβάνεται, εντούτοις, πως, στο παρόν στάδιο, πιο σημαντικό είναι να τίθενται τα ερωτήματα παρά να προσφέρονται απαντήσεις.
Την ίδια επιλογή υιοθετεί ο συγγραφέας και όταν καταπιάνεται, στο τέλος της μελέτης, με τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» της τεχνητής νοημοσύνης. Σκοπός του είναι να αναδείξει τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται εν πολλοίς το δίκαιο σήμερα, την αμηχανία του απέναντι σε μια πραγματικότητα η οποία μάλλον το υπερβαίνει. Μήπως το βλέμμα μας παραείναι «ανθρώπινο» όταν ως νομικοί ατενίζουμε μια τεχνολογία ικανή να υπάρξει, αυτοεξελισσόμενη, πέρα από τους δημιουργούς της; Ο Βλαχόπουλος φαίνεται να θεωρεί πως η ψηφιακή διάσταση είναι ακόμη πιο terra incognita για το δίκαιο, συγκριτικά με την οικολογία. Την ίδια στιγμή, εγείρει τα ζητήματα που κάθε συνταγματολόγος ή ενεργός πολίτης οφείλει να γνωρίζει ως προς το ρόλο του δικαίου απέναντι στις έξυπνες μηχανές.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο είναι και διδακτικό και απολαυστικό. Διδακτικό γιατί περιέχει με ευσύνοπτο τρόπο τα κρίσιμα ψήγματα μέσα από τα οποία επιχειρείται η διαμόρφωση ενός ius commune για την κλιματική κρίση και την τεχνητή νοημοσύνη, δύο επείγουσες και άμεσες προκλήσεις για την κοινωνία και το δίκαιο. Απολαυστικό γιατί δεν εγκλωβίζεται σε νομικισμούς. Δεν διστάζει να απλουστεύσει, χρησιμοποιώντας ιστορικές αναφορές και παραδείγματα, περισσότερο ή λιγότερο αναμενόμενα∙ όπως για τα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Μπενφίκα και της Νέας Φιλαδέλφειας. Όλα, προς επιμόρφωση και τέρψη του αναγνώστη.