Το βιβλίο του Γιάννη Παπαγεωργίου αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή στη μελέτη και στην κατανόηση του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ μέσα από συνολική επισκόπηση των θεσμών και του τρόπου λειτουργίας τους. Μολονότι, στην ελληνική δημοσιογραφία και γενικότερα στη δημόσια συζήτηση γίνονται συνεχείς αναφορές στις ΗΠΑ και στο πολιτικό τους σύστημα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με αφορμή τη διακυβέρνηση Τραμπ και τα ποικίλα πολιτειακά θέματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του αλλά και μεταγενέστερα (αμφισβήτηση εκλογικού αποτελέσματος, κατάληψη Καπιτωλίου, κατηγορίες κατά Τραμπ από τον εισαγγελέα του Μανχάταν τον Απρίλιο του 2023 και νέες καταγγελίες πολύ πρόσφατα), ο μέσος έλληνας αναγνώστης αλλά και ειδικότερα κοινά εξακολουθούν να μην έχουν εξοικείωση με ένα σύστημα που διαφέρει ουσιωδώς ως προς τα χαρακτηριστικά του από την ελληνική προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Το γεγονός ότι το πολίτευμα των ΗΠΑ είναι ομοσπονδιακό και προεδρικό, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1787, το οποίο προβλέπει θεσμικές ισορροπίες μεταξύ του προέδρου και του Κογκρέσου (δηλαδή της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας), και το ότι τα όργανα αυτά αναδεικνύονται με χωριστές εκλογές και σε διαφορετικούς χρόνους έναρξης και λήξης της θητείας τους, αρκεί για να καταδείξει τις μεγάλες διαφορές με τα πολιτεύματα της ηπειρωτικής Ευρώπης και, ακόμα περισσότερο, με τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό.
Από αυτή και μόνο την άποψη το βιβλίο συνιστά απόκτημα για την ελληνική βιβλιογραφία, δεδομένου ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο στη γλώσσα μας ένα εγχειρίδιο με αυτή την πληρότητα που να καλύπτει το σύνολο των πολιτειακών θεσμών των ΗΠΑ, εμπλουτισμένο με παραδείγματα από τη σύγχρονη λειτουργία τους και με ιστορικές αναφορές για την καταγωγή τους. Ουσιαστικά, το βιβλίο του Γιάννη Παπαγεωργίου, To πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, αποτελεί πρωτότυπο συνδυασμό εγχειριδίων συνταγματικού δικαίου και πολιτικής επιστήμης, ενώ είναι ενισχυμένο με τις απαραίτητες πληροφορίες για την ιστορική καταγωγή και εξέλιξη του έθνους των ΗΠΑ. Ωστόσο, ο Παπαγεωργίου δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά που ήδη είναι πλούσια και σημαντικά, αλλά εμπλέκεται και σε όλες τις σύγχρονες συζητήσεις που διεξάγονται στις ΗΠΑ γύρω από θεσμικά ζητήματα του πολιτεύματος αλλά και της εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων (όπως, για παράδειγμα, την παρέμβαση Ομπάμα στο σύστημα υγείας και ασφάλισης, καθώς και τις συγκρούσεις για το δικαίωμα στην άμβλωση, με αφορμή την τελευταία απόφαση του Supreme Court, του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ).
Δικαιοσύνη και πολιτική
Ο συγγραφέας δείχνει στον αναγνώστη με ενάργεια και ακρίβεια τις σύγχρονες και βαθύτατες πολιτικές και αξιακές διαιρέσεις μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών ομάδων, ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων αντιθέσεων που αποκτούν στη παρούσα συγκυρία ιδιαίτερη όξυνση. Η ιστορική ανασκόπηση που επιχειρεί αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες της σημερινής πολιτικής κατάστασης και, ιδίως, την αδυναμία προσαρμογής των συνταγματικών θεσμών των ΗΠΑ στις σύγχρονες απαιτήσεις. Αυτό είναι ένα σημείο για το οποίο γίνεται τεράστια συζήτηση στις ΗΠΑ, καθώς η υπερηφάνεια για το μακροβιότερο δημοκρατικό σύνταγμα και η πίστη στην ποιότητα των θεσμών κλονίζονται όταν οι πολίτες αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εκλογική διαδικασία που δεν παρατηρούνται ακόμα και σε νεόκοπες δημοκρατίες με μικρή παράδοση και θεσμική μνήμη. Για παράδειγμα, η περιπλοκότητα της πολιτειακής νομοθεσίας για τον τρόπο άσκησης του εκλογικού δικαιώματος, όπου υπάρχουν τόσα εκλογικά συστήματα όσες και οι πολιτείες, και η αδυναμία καθιέρωσης ενός ενιαίου ομοσπονδιακού συστήματος, είναι υπεύθυνη κατά ένα μέρος τόσο για τα πολύ χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές όσο και για τις διακρίσεις εις βάρος συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων τον οποίων δυσχεραίνεται η συμμετοχή. Αποτέλεσμα αυτού είναι να αναπτύσσονται σφοδρές κομματικές αντιπαραθέσεις που υπονομεύουν τη νομιμοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος και την καθολική αποδοχή του.
Πέραν αυτών, ο Παπαγεωργίου αναπτύσσει και αναλύει την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η δικαιοσύνη στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, οι αποφάσεις της οποίας –ιδίως του Ανώτατου Δικαστηρίου– επηρεάζουν ουσιωδώς τη χάραξη της πολιτικής από τον πρόεδρο. Στο σύστημα εξισορροπήσεων και ελέγχων που βρίσκεται στη βάση των πολιτειακών θεσμών, η εκτεταμένη και δημόσια ανάλυση των δικαστικών αποφάσεων συχνά εξηγεί πολιτικές συμπεριφορές πολιτικών οργάνων. Ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το πεδίο, καθώς μέσα από παραδείγματα βοηθά τον αναγνώστη του να αντιληφθεί τη διαλεκτική σχέση μεταξύ πολιτικών αποφάσεων που επιδιώκουν να είναι συνταγματικά θεμελιωμένες και των μεταγενέστερων δικαστικών αποφάσεων που τυχόν ανατρέπουν τις πρώτες. Σε αυτή την κατανόηση συμβάλλουν οι αναλύσεις του για τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων και τη σχέση μεταξύ πολιτειακών και ομόσπονδων δικαστηρίων και στις τρεις πολιτειακές λειτουργίες, εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική, οι οποίες αναλύονται σε ξεχωριστά κεφάλαια.
Ειδικότερα, για την ερμηνεία του Συντάγματος και για τα διάφορα ρεύματα ερμηνείας που διαμορφώνονται αφιερώνονται ειδικότερες και εύστοχες σκέψεις, καθώς τα ρεύματα αυτά επηρεάζουν αποφασιστικά τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου. Είναι γεγονός ότι το Σύνταγμα της Φιλαδέλφειας με τις μόλις 27 τροποποιήσεις του έχει υπεραναλυθεί από την κοινότητα των συνταγματολόγων και των πολιτικών επιστημόνων στην Αμερική, αλλά και παγκοσμίως. Η βιβλιογραφία είναι αχανής και η εποπτεία του υλικού αποτελεί παράτολμο έργο, πρόκληση που στο βιβλίο αντιμετωπίζεται με συνθετικές απόπειρες και αναγκαστικές θεματικές επιλογές που μας δίνουν, όμως, την αίσθηση της μεγάλης εικόνας.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι μεγάλο μέρος της νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου αφιερώνεται στην οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των πολιτειακών και των ομόσπονδων οργάνων. Τα ζητήματα αυτά και η κρισιμότητά τους δεν γίνονται εύκολα κατανοητά από τους πολίτες ενός συγκεντρωτικού κράτους όπως το δικό μας, ενώ οι σχετικές συγκρούσεις ανάγονται στις ιστορικές καταβολές του αμερικανικού έθνους, στον αγώνα για την ανεξαρτησία και στη συναφή –ζωντανή και σήμερα– δυσπιστία έναντι των ομόσπονδων οργάνων.
Από τις αναλύσεις του συγγραφέα δεν απουσιάζουν και αναφορές της συμβολής των σημαντικών προσωπικοτήτων που στελέχωσαν τους θεσμούς, ιδίως των προέδρων των ΗΠΑ και των σημαντικών δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου, οι οποίοι άφησαν ισχυρό στίγμα στη νομολογία του δικαστηρίου και στις κρίσιμες αποφάσεις που αποτέλεσαν τομές στη συνταγματική και την πολιτική ιστορία των ΗΠΑ (κυρίως τις αποφάσεις για το New Deal, για τις ρατσιστικές διακρίσεις, για τις αμβλώσεις, αλλά όχι μόνο).
Τα κόμματα και οι θεσμοί
Ιδιαίτερα κεφάλαια αφιερώνει ο συγγραφέας και στην παρουσίαση των αμερικανικών πολιτικών κομμάτων μέσα από ένα ιστορικό και σύγχρονο πρίσμα. Ο Παπαγεωργίου επισημαίνει ότι η ιστορική καθιέρωση ενός σχεδόν απόλυτου δικομματισμού ενδεχομένως να δίνει στον επιπόλαιο αναγνώστη μια πλασματική εικόνα δύο ενιαίων και ακλόνητων πολιτικών φορέων χωρίς εσωτερικές διαιρέσεις και συγκρούσεις. Η πραγματική εικόνα διαφέρει ουσιωδώς, όπως αναπτύσσεται στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, που αφιερώνονται στην σχέση της συνταγματικής ιστορίας με τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις. Η ακραία ιδεολογική και κομματική αντιπαράθεση και η μη επιδίωξη συμβιβαστικών λύσεων χαρακτηρίζει την πολιτική ζωή των ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς οδηγεί στην απονομιμοποίησή τους και η ακραία πόλωση διαβρώνει σταδιακά το δημοκρατικό φρόνημα.
Οι μεγάλες αξιακές διαφοροποιήσεις στην κοινωνία που αποτυπώνονται στην πολιτική των κομμάτων, η έμφαση στις επιμέρους ταυτότητες που υπονομεύουν την ιδιότητα του πολίτη ως ενοποιητικού παράγοντα, η έξαρση του λαϊκισμού που απέδωσε στις πολιτικές συγκρούσεις ακόμα και φυλετικές διαστάσεις ευνόησαν την άνοδο στον προεδρικό θώκο προσώπων όπως ο Ντόναλντ Τραμπ. Η εκλογή Τραμπ αποτέλεσε το σημείο συνάντησης όλων αυτών των αντιδράσεων και αναζωπύρωσε θεωρίες συνωμοσίας και συστήματα παραπληροφόρησης, ενώ κατέστησε την άσκηση βίας αποδεκτό τρόπο επίλυσης των πολιτικών διαφορών.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι, παρά τις θεσμικές ανεπάρκειες που επισημαίνονται και αφορούν ενδεικτικά τις απαρχαιωμένες εκλογικές διαδικασίες, τον ανασχετικό ρόλο της Γερουσίας σε κάθε πολιτική επιλογή της πλειοψηφίας (σ. 433-434) και την αδυναμία εύκολης τροποποίησης του Συντάγματος, το αμερικανικό κράτος αποτελεί ένα πρωτόγνωρο θεσμικό επίτευγμα το οποίο, την περίοδο που διανύουμε, γνωρίζει μια μεγάλη πολιτική κρίση, μια κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, μια κρίση που αδυνατεί να διατηρήσει ζωντανό το αμερικανικό όνειρο. Αυτό αποτυπώνεται στα χαμηλά ποσοστά αποδοχής της ορθής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και στην εκτεταμένη αποχή από τις εκλογές.
Η αποκατάσταση αυτής της εμπιστοσύνης αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για τους Αμερικανούς, αλλά και για πολλούς άλλους Δυτικούς.