Οι εθνικές επέτειοι και όλες οι στιγμές ενός έθνους που γιορτάζονται με τον τρόπο που ανέδειξε σε ερευνητικό αντικείμενο, νοηματοδοτούμενο από τη Γαλλική Επανάσταση, η Mόνα Οζούφ, εμφανίζονται μπροστά μας σαν ένα παιχνίδι με το χρόνο.[1] Τουλάχιστον για τον εξής λόγο: επειδή μας προσφέρουν απλόχερα την ευκαιρία να αποσπούμε επιλεγμένα ένδοξα κομμάτια του παρελθόντος για να τα προσαρμόζουμε στο παρόν μας, επενδύοντάς τα με ό,τι ακριβώς επιβάλλουν οι ανάγκες μας – δηλαδή οι ανάγκες του εκάστοτε σήμερα, το οποίο έχει τη δύναμη να σκιάζει με τα δικά του χρώματα και να συμβολοποιεί κάθε φορά διαφορετικά τον εορτασμό, προκειμένου να αναπαραγάγει την κοινωνική ουτοπία και μέσω αυτής να τροφοδοτεί την εθνική και την κρατική συνέχεια στην πορεία προς το αύριο.
Η εθνική γιορτή στη διασπορά
Αποκαλυπτικό παράδειγμα από τη σκοπιά της ελληνικής ιστορίας συνιστούν οι εικόνες του πανηγυρισμού της Ελληνικής Επανάστασης στους δρόμους της Νέας Υόρκης το 1921, τις οποίες εύστοχα επιλέγει και προβάλλει η Μαρία Καλιαμπού στην εισαγωγή του βιβλίου: η εκατονταετηρίδα συνέπεσε με τη ριζική μεταβολή των σχέσεων μεταξύ του έθνους και του κράτους-πατρίδα, σωστότερα των δύο εξωελλαδικών ελληνικών κόσμων της φαντασιακής κοινότητας του έθνους με το κράτος (δηλαδή των αλύτρωτων και της διασποράς). Και η μεταβολή αυτή ήταν απόρροια της δραστικής συρρίκνωσης των μέχρι πρότινος αλύτρωτων και της μαζικής προσφυγικής τους εγκατάστασης στο κράτος. Επρόκειτο για το τέλος της Μεγάλης Ιδέας που μεταξύ άλλων σήμανε την έναρξη μιας περιόδου πολιτικής εσωστρέφειας του κράτους. [2]
Φυσικά, η τελευταία εξέλιξη ουδόλως επηρέασε τις επετειακές αναβιώσεις του 1821 στους κύκλους των πολλών ανά τον κόσμο ελληνικών διασπορών. Αντίθετα, και αυτές οι αναβιώσεις ήταν αναπόδραστο στοιχείο των σχέσεων που αναπτύσσονταν ανάμεσα στο κράτος κατοικίας και το κράτος-πατρίδα. Ως προέκταση της φιλελληνικής αποδοχής στις ΗΠΑ των διακηρυγμένων το 1821 ελληνικών στόχων, η ελληνική εθνική γιορτή έγινε δεκτή ως δομικό συστατικό της κοινωνικής οργάνωσης των Ελλήνων σχεδόν από τη δεκαετία του 1890 και τις πρώτες τότε απόπειρες συλλογικοποίησης της καθημερινότητας των πρόσφατα εγκατεστημένων εκεί μεταναστών. Οι έλληνες μετανάστες, δηλαδή, όχι μόνο διατηρούσαν με εφαλτήριο την επέτειο τη συναισθηματική ενότητά τους στον ξένο τόπο και παράλληλα τους δεσμούς με την πατρίδα και την προσήλωσή τους σ’ αυτή, αλλά με τις πανηγυρικές εκδηλώσεις τους συνεισέφεραν και στην αναβίωση του φιλελληνισμού του αμερικανικού λαού. Και αυτή ήταν μια ανάγκη που αρκετά συχνά τονιζόταν στο πλαίσιο της άτυπης πολιτισμικής διπλωματίας και του δημόσιου διαλόγου του 19ου αιώνα. Ωστόσο, από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας, τιμές προς τους αμερικανούς φιλέλληνες του 1821 αποδόθηκαν μόλις το 1930 από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Επρόκειτο δηλαδή για απόφαση που παρακινήθηκε με εφαλτήριο τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας στην Αθήνα, o οποίος μάλιστα τελέστηκε με τη συνδρομή ελληνοαμερικανών επισκεπτών (που ήδη αναγνωρίζονταν ως η σημαντικότερη και ισχυρότερη από τις διασπορές των Ελλήνων) και όσων είχαν αποτολμήσει μέχρι τότε να επιστρέψουν στην Ελλάδα (δηλαδή να παλιννοστήσουν).
Συγκεκριμένα, η τελετή έλαβε χώρα ενώπιον πολλών ομογενών εκδρομέων –δηλαδή τουριστών–[3] στο πλαίσιο της επίσκεψης που οργάνωσαν τότε οι Λεγεωνάριοι μαζί με τους Αχέπανς.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και με εστίαση στον ρόλο των Αχέπανς ο Αλέξανδρος Κιτροέφ εξετάζει, στο βιβλίο που επιμελείται η Μαρία Καλιαμπού, το ρόλο της μνήμης του 1821 στις σχέσεις μεταξύ των δύο πατρίδων της ελληνικής διασποράς κατά τις διακυμάνσεις τους υπό την επίδραση πολιτικών εξελίξεων, διεθνών συγκυριών και πολέμων μέχρι την εμβληματική διακοσιοστή επέτειο πριν από τρία χρόνια, δίνοντας έμφαση σε ένα αρκετά άγνωστο «κεφάλαιο» της διαδρομής αυτών των σχέσεων: το κείμενο του γραμματέα των Αχέπανς George Leber, το 1972, στα 150 χρόνια δηλαδή από την Επανάσταση, που πραγματεύεται τα γεγονότα της και, συνδυαστικά, τον αμερικανικό φιλελληνισμό. Αξίζει να τονιστεί η τελευταία μελέτη, όχι μόνο εξαιτίας της έως τότε φτωχής σχετικής βιβλιογραφίας, αλλά κυρίως για το λόγο ότι, την ίδια περίοδο, πέρα από τις επιβλητικές κινηματογραφικές παραγωγές για το 1821 της δικτατορίας των συνταγματαρχών (όπως ο Παπαφλέσσας, το 1971, παραγωγή της Φίνος Φιλμ με συμπαραγωγή του Τζαίημς Πάρις, σε σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου, ή το ίδιο έτος η Μαντώ Μαυρογένους των Κώστα Καραγιάννη και Αντώνη Καρατζόπουλου, σε σκηνοθεσία του πρώτου) σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ εκπονήθηκαν μελέτες για την Ελληνική Επανάσταση, με συστηματική μεθοδολογία και επιστημονική θεωρητική επένδυση, οι οποίες εκτός των άλλων εγκαινίασαν –και μάλιστα από τους κόλπους της διασποράς– τη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Από τα 150 στα 200 χρόνια από το 1821
Βέβαια, η συμμετοχή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στους πανηγυρισμούς των 150 χρόνων ακολούθησε διαφορετικές ατραπούς. Αυτό είναι ευεξήγητο, αφού βρισκόταν υπό τις παρεμβατικές οδηγίες του ελληνικού υπουργείου Παιδείας που εστίαζε την προσοχή του στο Κρυφό Σχολειό και άλλους μύθους, όπως αναδεικνύει η Φεβρωνία Σουμάκη στη δική της συμβολή στο βιβλίο: και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η προσέγγισή της γιατί διανοίγει έναν νέο ερευνητικό άξονα με τεκμηριωτικό υλικό από τα αρχεία των σχολείων που, για ευνόητους λόγους, δεν είχαν αξιοποιηθεί. Μέχρι πρότινος δηλαδή ήταν γνωστές (όχι φυσικά με γνώμονα σχολικά αρχεία) οι προπαγανδιστικές παρεμβατικές στρατηγικές της δικτατορίας του Μεταξά που, λίγο πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, προσπάθησε μεν, αλλά δεν πρόλαβε, να επεκτείνει (μάλιστα με υπουργική αποστολή) την Εθνική Οργάνωσι Νεολαίας (ΕΟΝ) στη διασπορά της Βόρειας Αμερικής –ΗΠΑ και Καναδά– και να στρατολογήσει έτσι και τις μνήμες του 1821 και τα δυναμικά σύμβολα του Αγώνα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η δικτατορία των συνταγματαρχών δεν είχε καταφέρει παρά μόνο να απομονώσει το κράτος-πατρίδα από τις διασπορές του ακόμη και στο πεδίο του εορτασμού των 150 χρόνων. Σε αντίθεση προς τις εγχώριες κινηματογραφικές υπερπαραγωγές που καταδείκνυαν και την εξοικείωση της δικτατορίας με τις δυνάμεις χειραγώγησης της μικρής οθόνης (γιατί όχι και της μεγάλης), στον Καναδά, οι επετειακές εκδηλώσεις, προσθέτει ο Σάκης Γκέκας, είχαν αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Μάλιστα για τους Ελληνοκαναδούς η υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι αρκετά σιωπηλή: εξετάζονται, για παράδειγμα, οι ανθελληνικές επιθέσεις του 1918 στο Τορόντο ή ο σύλλογος Ίων Δραγούμης της ίδιας πόλης, αλλά γενικότερα η έως τώρα έρευνα είναι φειδωλή. Κι όμως, οι Ελληνοκαναδοί προσφέρουν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράδειγμα για την εξέταση των τρόπων με τους οποίους είναι δυνατό να εδράζεται η διεθνική ταυτότητα μιας διασπορικής ομάδας στους εορτασμούς της επετείου, το οποίο επίσης αναδεικνύει δεδομένους μηχανισμούς ενεργοποίησης της μνήμης του 1821 με τα εργαλεία (τα τεχνολογικά, τα πολιτισμικά, τα επικοινωνιακά) της εκάστοτε εποχής. Είναι νωπές οι μνήμες από τον παγκοσμίων διαστάσεων διαδικτυακό πανηγυρισμό των διακοσίων χρόνων από το 1821 λόγω της πανδημίας.
Μπορεί και οι εφημερίδες και τα περιοδικά και τα social media σήμερα να μας παραπέμπουν στη θεωρία της ετεροτοπίας του Μισέλ Φουκώ, με βάση την οποία θα ήταν αρκετά εύκολο να αποκωδικοποιούμε τη λειτουργικότητά τους και κυρίως τις επενέργειες τους κατά τη διάρκεια των εορτασμών στην εθνοτική ετερότητα και τη συλλογικότητα της διασποράς.[4] Αλλά είναι αδύνατο να μη μνημονεύουμε πρώτα από όλα το χώρο της πόλης όπου οι άνθρωποι ζουν, περπατούν, εργάζονται, γιορτάζουν, κτίζουν τα σπίτια και τις εκκλησίες τους. Αξίζει να αναγνώσουμε τα σύμβολα των αρχιτεκτονικών ρυθμών, παρατηρώντας τους ορθόδοξους ναούς με τα στοιχεία των αρχαιοελληνικών ναών στις πόλεις της ελληνικής διασποράς και αποκωδικοποιώντας (και) την υποχώρησή τους, καθώς αναζητούμε, με εφαλτήριο την εμβριθή ανάλυση του Κωστή Κουρέλη, τους αντικατοπτρισμούς των πολιτισμικών ιδεωδών και των πολιτικών αξιών στην ιστορικότητά τους πάνω στα κτίρια, τις πέτρες και τους δρόμους.
Αναμφίβολα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αυτή η φαντασιακή ανάγνωση του αστικού τοπίου, όπως ακριβώς και εκείνη της έντυπης παραγωγής των Ελληνοαμερικανών: η Ατλαντίς που εκδίδει τη γνωστή εφημερίδα, όπως μας θυμίζει στο δικό της κεφάλαιο η Μαρία Καλιαμπού, δημοσιεύει βιβλία, ποιήματα, θεατρικά έργα, με σημείο εστίασης και το 1821. Η ανάγνωση του βιβλίου οδηγεί στη εξατομικευμένη πρόσληψη της τέχνης και επιτρέπει την ανάδυση εσωτερικευμένων εικόνων για τα εθνικά σημεία αναφοράς του συλλογικού εγώ. Τα παιδιά των Ελλήνων της διασποράς διαβάζουν τα δικά τους βιβλία, τα οποία αναπόφευκτα έχουν διαφορές σε σύγκριση με τα βιβλία των σχολείων της Ελλάδας, αλλά παρουσιάζουν και αρκετές ομοιότητες ως προς τα ποιοτικά γνωρίσματα του αναπαραγόμενου εθνικού αφηγήματος. Ωστόσο, πέρα από τη λειτουργία αυτών των βιβλίων ως εγχειριδίων, το πλούσιο εικονογραφικό υλικό τους τοποθετείται στα φαντασιακά επιτελεστικά πεδία του παιδιού, όπως ακριβώς συμβαίνει κατά τις αναγνώσεις των ενηλίκων. Πρόκειται για αναγνώσεις που τοποθετούν με τη σειρά τους αναπαραστάσεις αυτού του 1821 στο δεδομένο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και ευρύτερα πολιτισμικό περιβάλλον της διασποράς αναδεικνύοντάς τες σε παράλληλο σενάριο ως προς το κυρίαρχο που πρωταγωνιστεί στον ελλαδικό χώρο.
Σχεδόν πάντα η διεργασία της γραπτής αφηγηματικότητας εμπνέει και τροφοδοτεί τη φαντασία των δημιουργών της, σίγουρα όμως δεν δεσμεύει την οπτικοακουστική απόδοση των προβαλλόμενων γεγονότων. Άλλωστε, στην τελευταία, κύριο συστατικό είναι η προφορικότητα της καθημερινότητας και είναι πολύ πιθανό σε αυτή να δίνεται βαρύτητα στις κοινωνικές σχέσεις και τα δρώντα πρόσωπα, που φυσικά δεν είναι μόνον άνδρες. Αυτές οι λογικές συντεταγμένες αρκούν για να παρακολουθήσουμε την Μπουμπουλίνα από τη σκοπιά της διασποράς του 21ου αιώνα, όπως εξηγεί η Έιπριλ Καλογεροπούλου-Χαουζχόλντερ, φυσικά και τη μικρή Άννα Χριστίνα, την οποία ερωτεύεται ο Ταρίκ, στην ταινία The Cliffs of Freedom, η οποία ανατρέπει παραδοσιακές, στερεοτυπικές απόψεις επικαιροποιώντας το παρελθόν με τη ματιά του παρόντος και, επιπλέον, ενεργοποιώντας τα αντανακλαστικά της σύγχρονης «cancel culture»,[5] αφού η ηρωίδα είναι μικρό κορίτσι όταν την ερωτεύεται ο αρκετά μεγαλύτερός της Ταρίκ. Αλλά προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον το ότι ανάμεσα στις ερωτήσεις που δέχεται η Καλογεροπούλου-Χαουζχόλντερ από τους θεατές της Μπουμπουλίνας της, ξεχωρίζουν αυτές που αφορούν την προσωπική ζωή της ηρωίδας, τους άνδρες της ζωής της και το ενδεχόμενο μήπως εκείνοι ήταν ισχυροί και την ευνόησαν, ώστε να εξηγείται έτσι και η δική της δύναμη, και κατ’ επέκταση η επικράτησή της σε έναν κόσμο ανδρών!
Πέρασαν λοιπόν τα διακόσια χρόνια από το 1821, μας θυμίζει ο Γιώργος Αναγνώστου, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (παρά το γεγονός ότι η εκδοτική παραγωγή για την Επανάσταση συνεχίζεται και είναι αρκετά πιθανό να οδηγηθεί σε νέα κορύφωση κατά τη συμπλήρωση των διακοσίων χρόνων από τη σύσταση του ελληνικού κράτους). Εμείς, ωστόσο, παρατηρούμε σήμερα ότι παρήλθε μια μακρά διαδρομή δύο αιώνων με αφετηρία μια ελληνική διασπορά χωρίς κράτος-πατρίδα, η οποία εξελίχθηκε σε έναν φαντασιακά ενιαίο κόσμο ισοδύναμο της Μεγάλης Ελλάδας ή του ελληνισμού,[6] ξεπερνώντας τους περιορισμούς της γεωγραφίας και ενσωματώνοντας Έλληνες το έθνος, ανεξάρτητα από τη θέση του τόπου της καταγωγής τους στον πολιτικό χάρτη. Σήμερα η ελληνική διασπορά αναπτύσσεται γύρω από το κράτος-εθνική κοιτίδα και, στην πραγματικότητα, απαρτίζεται από πολλές ελληνικές διασπορές, τα μέλη των οποίων μπορεί να διαθέτουν διπλή ιθαγένεια και πολλές φορές διπλή ταυτότητα. Στο τελευταίο κεφάλαιο του τόμου, ο Αναγνώστου προσθέτει στη συζήτηση τους Ελληνοαυστραλούς, δίπλα στους Ελληνοαμερικανούς και τους Ελληνοκαναδούς που παρουσιάστηκαν κατά τους εθνικούς εορτασμούς τους στα προηγούμενα κεφάλαια, θέτοντας καίριους προβληματισμούς. Πώς αναδιαμορφώνεται το αφήγημα της ταυτότητας του έλληνα πολίτη ή και των συναντήσεων και των σχέσεων με τους άλλους στην ιστορικότητα της διασποράς;
Οι απαντήσεις είναι πιθανό να παρουσιάζουν ποικιλία, όπως ακριβώς ποικίλλουν και οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος στο εκάστοτε παρόν, αλλά και όπως επιβάλλουν τα καθεστώτα ιστορικότητας κάθε παρόντος – και εδώ αξίζει να τονίσω ότι ο εισηγητής της τελευταίας θεωρίας, ο Francois Hartog, προσέδιδε στην ιστορικότητα τα γνωρίσματα της δημόσιας εικόνας της. Αναμφίβολα ανάμεσα στις επιτυχίες του εορτασμού των διακοσίων χρόνων θα πρέπει να τονιστεί η δημοσίευση ορισμένων σημαντικών μονογραφιών και συλλογικών τόμων, όπως το βιβλίο που επιμελείται η Μαρία Καλιαμπού: το οποίο εκδόθηκε αρχικά στην αγγλική γλώσσα και μεταφράστηκε χωρίς χρονοτριβή με την προσθήκη ενός κεφαλαίου (αυτού της Καλογεροπούλου-Χαουζχόλντερ).
[1] Αναφέρομαι στη γνωστή μελέτη της Mona Ozouf, Festivals and the French Revolution (Harvard University Press, 1988): αυτή δηλαδή είναι η αγγλική μετάφραση του Alan Sheridan της πρώτης γαλλικής έκδοσης (Editions Gallimard, 1976).
[2] Τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής στην πολιτική της Ελλάδας απέναντι στις διασπορές της εξέτασε, στο πρώτο συνέδριο για την ελληνική διασπορά που διοργανώθηκε στο Μόντρεαλ και την Αθήνα τον Απρίλιο του 1988, ο Αλέξανδρος Κιτροέφ. Βλ. το άρθρο του “The Transformation of Homeland-Diaspora Relations: The Greek Case in the 19th-20th centuries”, στο John M. Fosey (επιμ.), Proceedings of the First International Congress of the Hellenic Diaspora from Antiquity to Modern Times, Άμστερνταμ, Gieben, 1991, σ. 233-250.
[3] Είναι γεγονός ότι οι εκδρομές εύπορων Ελλήνων της διασποράς στην Ελλάδα προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα ως πολλά υποσχόμενες πρωτοβουλίες οργάνωσης του ελληνικού τουρισμού. Φυσικά την κορύφωση αποτέλεσε η διοργάνωση του «Έτους απόδημου ελληνισμού». Βλ. σχετικά το άρθρο μου με τίτλο «Το “Έτος Αποδήμου Ελληνισμού” (1951): Η ελληνική ομογενειακή πολιτική στις αρχές του Ψυχρού πολέμου», στο Λίνα Βεντούρα και Λάμπρος Μπαλτσιώτης (επιμ.), Το έθνος πέραν των συνόρων: “Ομογενειακές” πολιτικές του ελληνικού κράτους, Αθήνα: Βιβλιόραμα / Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων - Σειρά Μελετών, Περίοδος Β´ 5, 2013, σ. 345-372. Σε αυτόν τον συλλογικό τόμο φιλοξενούνται εξαιρετικές μελέτες που εξετάζουν σε βάθος όψεις της ελληνικής ομογενειακής πολιτικής.
[4] Σημειώνω εδώ την ελληνική μετάφραση της θεωρίας του Μισέλ Φουκώ στο βιβλίο Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, Αθήνα, Πλέθρον, 2012.
[5] Αξιομνημόνευτη στο σημείο αυτό είναι η διάλεξη της Laure Murat στην ελληνική της μετάφραση Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture, Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2022.
[6] Για τη σημασία του όρου αξίζει να σημειωθεί η μελέτη του Νίκου Σιγάλα «“Ελληνισμός” και εξελληνισμός: ο σχηματισμός της νεοελληνικής έννοιας ελληνισμός», Ιστορικά, 34 (2001), 3-70.