Ένα από τα ζητούμενα (desiderata) της ελληνικής φιλολογίας είναι σίγουρα μια μελέτη για την προσωπικότητα του Πέτρου Ηπίτη.[i] Αφετηρία θα ήταν η αλληλογραφία και το αρχείο του, που απόκεινται στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Από την αρχή πρέπει να τονίσουμε ότι ανήκει στους πρωτεργάτες του Αγώνα (προσωπικός γιατρός του Αλέξανδρου Υψηλάντη) και είναι ένας από τους πρώτους στη Νεότερη Ελλάδα που ασχολήθηκαν με προβλήματα επιδημιολογίας (Λοιμολογία, Βιέννη 1816).
Ο Πέτρος Ηπίτης γεννήθηκε το 1795 στην Πάργα και σε νεαρή ηλικία πήγε στο Βουκουρέστι, που αποτελούσε τότε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων (Φιλολογική Εταιρεία του Ελληνικού Λυκείου). Ακολούθησε την παλιά παράδοση των ιατροφιλοσόφων και σπούδασε την Ιατρική στη Βιέννη. Εκεί εξέδωσε τη Λοιμολογία του, σε ηλικία 21 ετών. Είχε επαφές με σημαντικές προσωπικότητες της Ευρώπης και τον βρίσκουμε σε πόλεις, όπου δρα το ελληνικό στοιχείο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό. Εγκαταστάθηκε και άσκησε το επάγγελμά του στην Πετρούπολη. Οι παλιές του σχέσεις με την οικογένεια Υψηλάντη έγιναν πιο στενές. Ο Ηπίτης παρέμεινε τοποτηρητής του Αλεξάνδρου μετά τη διάβαση του Προύθου και την κἠρυξη της Επανάστασης. Μερίμνησε για τη στρατολόγηση και τον εξοπλισμό, και με προσωπικά έξοδα. Έχουμε πολλές μαρτυρίες για τη γεναιοδωρία του.[ii] Παράλληλα φρόντισε, χάρη στη γλωσσομάθειά του, για τη διάδοση των ιδεών του Αγώνα στην Ευρώπη. Αρνητική ήταν βέβαια η στάση της Αυστρίας και της Αγγλίας, θετική αντίθετα η στάση των γερμανικών κρατιδίων και της Γαλλίας. Στη Βαυαρία βασίλευε ο γνωστός για τα φιλελληνικά του αισθήματα Λουδοβίκος Α΄ και ο Ειρηναίος Θείρσιος δημοσίευε στην Augsburger Allgemeine. Στην πρωτεύουσα της Βυρτεμβέργης, Στουτγάρδη, δημιουργήθηκε Φιλελληνικός Σύλλογος και στη Λειψία της Σαξωνίας ο Wilhelm Krug έγραφε άρθρα για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Στη Γαλλία έγινε δεκτός από τον Αδαμάντιο Κοραή και τον πρωθυπουργό της χώρας (Armand Emmanuel Du Plessis, duc de Richelieu, 1766-1822). Τον Ρισελιέ (απόγονο του γνωστού καρδιναλίου) γνώριζε σίγουρα ο Ηπίτης από την Οδησσό, της οποίας κυβερνήτης υπήρξε ο πρώτος. Ο Ρισελιέ υπηρέτησε στον τσαρικό στρατό τον καιρό της επικράτησης του Ναπολέοντα. Επέστρεψε ως πρωθυπουργός, της Παλινόρθωσης βέβαια, αλλά στη χώρα έπνεε ο άνεμος της επανάστασης.
Το 1830, ο Ηπίτης εγκαταστάθηκε πλέον στην Αθήνα. Έγινε μέλος της Ιατρικής Εταιρείας και του Ιατροσυμβουλίου. Το 1837 τον έστειλαν στον Πόρο για να αναλάβει την καταπολέμηση της πανώλους, αποστολή την οποία περάτωσε με επιτυχία.
Ο αρχίατρος του βασιλιά Όθωνα και πρόεδρος του Ιατροσυνεδρίου Βίπμερ[iii] δημοσίευσε το ίδιο έτος διατριβή με τον τίτλο Ιστορική έκθεσις της εν Πόρω πανώλους κατά τους μήνας Απρίλιον, Μάιον και Ιούνιον του 1837 και των παρά της Κυβερνήσεως ληφθέντων μέτρων, εκδοθείσα κατά τα επίσημα της επί των Εσωτερικών Γραμματείας έγγραφα, και κατ’ έγκρισιν της Α.Μ. υπό του Καρόλου Βίπμερ, αρχιάτρου της Α.Μ., ανωτέρου ιατροσυμβούλου και προέδρου του Βασιλικού ιατροσυνεδρίου∙ εν Αθήναις εκ της Βασιλικής τυπογραφίας 1837.
Ο Ηπίτης αναίρεσε τις απόψεις του Βίπμερ σε μελέτη που εξέδωσε ψευδώνυμα με τον τίτλο: Η πανώλη εις Πόρον και ο Κάρολος Βίπμερ εις την Ελλάδα. Παράρτημα του ημερολογίου των εις Πόρον κατά το περασμένον καλοκαίριον διατρεξάντων∙ και ολίγα τινά περί της ταχείας καταστροφής του μιάσματος της πανώλους και περί της ολιγοστεύσεως των ημερών της εκκαθάρσεως παρά του Βασιλείου Ι. Κιατίπη. Εν Αθήναις εκ της τυπογραφίας Ν. Παππαδοπούλου, οδός Εύχαρις, αριθ. 15, 1837.
«Ο σκοπός ταύτης της διατριβής», έγραφε ο Ηπίτης, «είναι να αποδείξη ο Κ. Βίπμερ [που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είχε πάει ποτέ στον Πόρο] ότι, ή δεν συνέβησαν παντάπασι τα ενώπιον περίπου εξ χιλιάδων ανθρώπων επί της πανώλους διατρέξαντα ή ότι δεν εσυνέβησαν ούτως ως τα επερίγραψεν ο αυτόπτης και αυτήκοος Ηπίτης εις το ημερολόγιόν του. Εις ταύτην την ιστορικήν του έκθεσιν ο Κ. Βίπμερ υβρίζει τον Ηπίτην ως εξ αμάξης, τον συκοφαντεί και μαίνεται κατ’ αυτού μανίαν ασυγχώρητον εις επαγγελλόμενον τον αρχιατρόν της Α.Μ. και τον πρόεδρον του ιατροσυμβουλίου της Ελλάδος∙ διότι νομίζομεν ότι άνθρωποι κατέχοντες τοιαύτας θέσεις εις την κοινωνίαν έπρεπε να είναι όχι μόνον ακριβείς φύλακες της ευσχημοσύνης, αμμή και διδάσκαλοι αυτής».
Την απονομή του παρασήμου του αργυρού σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος την αποποιήθηκε,[iv] γιατί μείωνε τη συμβολή του, ενώ παρουσίαζε ως έργο των Βαυαρών την καταστολή της πανώλους.[v]
Έχουμε λοιπόν σε ιατρικό επίπεδο τη σοβούσα διαμάχη αυτοχθόνων και Βαυαρών που κατέληξε στο Σύνταγμα του 1843 και σε αποχώρηση των Βαυαρών από τη χώρα.[vi] To μίσος κατά των Βαυαρών είναι μεγάλο, καθώς το μαρτυρεί η Μπετίνα Σχινά,[vii] κόρη του διασήμου νομομαθούς Friedrich Carl von Savigny, που ζει στην Αθήνα αυτόν τον καιρό παντρεμένη με τον Κωνσταντίνο Σχινά. Οι Βαυαροί ταυτίζονται με τους Εβραίους!
Εντύπωση κάνει η γλώσσα του Ηπίτη. ΄Ηδη ο Κ. Π. Κωστής, γράφοντας για τη Λοιμολογία, το πρωτόλειο του Ηπίτη, επαινεί τη διεισδυτικότητά της.[viii]
Ενισχυτικό στοιχείο είναι ακόμη το γεγονός ότι θεωρείται από μερικούς ιστορικούς συγγραφέας της προκήρυξης της μεσσηνιακής γερουσίας προς τις ευρωπαϊκές αυλές (25 Μαρτίου 1821). Το κείμενο, που έχει δημιουργήσει προβλήματα στους ιστορικούς, είναι κατά τον Κουγέα «μνημείον λόγου υπέροχον».[ix]
Το έργο του Ηπίτη που συνενώνει τις πεζογραφικές του αρετές είναι Η πανώλη εις Πόρον, που δεν πρέπει να συγχέεται με το ψευδώνυμο πρώτο: Η πανώλη εις Πόρον ή Ημερολόγιον των εις ταύτην την νήσον κατά τον Απρίλιον, Μάιον και Ιούνιον του έτους 1837 διατρεξάντων παρά του Π. Κ. Ηπίτου, ιατρού, εκδοθέν με τοπογραφικόν χάρτην του Πόρου. Εν Αθήναις εκ της τυπογραφίας Πέτρου Μαντζαράκη, οδός Ντέκα αριθ. 45, 1837. Το αντίτυπο της Βιβλιοθήκης του Μονάχου (επίσημα: Path. 372ah) προέρχεται από τη βιβλιοθήκη του Όθωνα και φέρει ιδιόχειρη αφιέρωση του συγγραφέα: «Προς την Μεγαλειότητά Του, ο Συγγραφεύς».
Η καθαρεύουσα της διήγησης διακρίνεται από μια ζωντάνια που θυμίζει παπαδιαμάντεια πρόζα:
Κατά την 19 Μαρτίου 1837, ελλιμενίσθη εις Πόρον το πλοίον του Γεωργίου Φάρσα, ερχόμενον από Καραγάτζιον και Μεγαλολύμνην, κείμενα όχι πολλά μακράν τού Αγίου Όρους. Μετά τον ερχομόν του ανήγγειλεν εις τον Υπολιμενάρχην και εκτελούντα χρέη Υγειονόμου κύριον Ζάκαν ότι εις τον διάπλουν του επνίγη ένας ναύτης, ριφθείς εις την θάλασσαν από το πανίον του πλοίου του (σκόταν ονομαζόμενον) εν καιρώ νυκτός πνέοντος σφοδροτάτου ανέμου (σ. 1).
Στο έργο αυτό o Ηπίτης έρχεται αντιμέτωπος με την ελληνική πραγματικότητα και την αυθαιρεσία της βασιλικής αυλής.
Ο Βεναρδής (ιατρός του Ναυστάθμου), αμαθέστατος και απειρότατος, «εις δημόσιον υπηρεσίαν αδρώς πληρωνομένην […] έδωκεν εις το πλοίον συγκοινωνίας άδειαν» (σ. 2). Έδωσε έτσι αφορμή σε φήμες για τη μετάδοση της νόσου εκτός Πόρου. Γράφει η κυρία της τιμής, Julia von Nordenflycht[x]: «Ίσως αναγιγνώσκετε εις τας εφημερίδας πολλά περί της εν Ελλάδι πανώλους, ήτις δεν εξέλιπεν μεν εν Πόρω, αλλ’ όμως δεν έφθασε και μέχρι της Στερεάς. Εν τούτοις, καθ’ εκάστην διασπείρουσι φήμας περί επισυμβάντων εν Πειραιεί θανάτων εκ πανώλους και διαδίδουσι τας απαισιωτέρας ειδήσεις. Εις τα τοιαύτα συνηθίζει τις εδώ».
Το λοιμοκαθαρτήριο ήταν σε κεντρικό σημείο της πόλης (σ. 3). Κατά την εβδομάδα των Παθών οι πολίτες εκκλησιάζονταν και κοινωνούσαν αφόβως, συγχαίρονταν και αλληλασπάζονταν. Το κράτος έστειλε τους ανίκανους Τομπακάκη και Δουμών (ο Ελβετός Dumont).
Ο ρεαλισμός των περιγραφών του Ηπίτη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη χρησιμοποίηση τύπων, λέξεων και εκφράσεων της καθομιλουμένης δημοτικής:
«Την αυτήν ημέραν απέθανεν η γυνή του Τζέλιου από πανώλην, της οποίας τον άνδρα εβίασαν να την δέση με μακρύ σχοινίον από τον λαιμόν και να την σύρη από τα ύψη του ορεινού και βραχώδους Πόρου εις τον αιγιαλόν. Το αίμα, ο ιχώρ και ο εγκέφαλος εξελθών από το εις το τράβηγμα κτυπούμενον εις τους λίθους κρανίον, εσημάδευσαν σχεδόν όλην την οδόν έως εις τον αιγιαλόν. Φθάσαν ούτω καταξεσχισμένον και καθηματωμένον το πτώμα της αθλίας Τζελίου εις την θάλασσαν, παρέλαβεν αυτό εις την λέμβον του ο υπόλοιμος (μόρτης) Νικόλαος Κουκούλης διά να το παραδώση εις ταφήν. Φόβος και τρόμος κατέλαβε τους αθλίους κατοίκους του Πόρου βλέποντας τοιαύτην κηδείαν∙ και όλων σχεδόν, ως καταδιωκομένων από Εριννύας ή από άγγελον αίματος και εξολοθρευμού, εμαύρισαν τα ομμάτια και εσκορπίσθησαν οι μεν εις τα βουνά και εις τας οπάς της γης, οι δε ευκαταστότεροι, των οποίων ο αριθμός δεν είναι μεγάλος, κατέφυγον και επερικλείσθησαν εις τους κήπους και εις τας αμπέλους των, και όσοι δεν είχον μέσα ή δεν ηθέλησαν να έκβωσι της πόλεως εσφαλίσθησαν εις τας οικίας των, κόψαντες πάσαν συγκοινωνίαν με τους συμπολίτας των.
»Την 26ην Απριλίου απέθανε και η σύζυγος του Αλεξ. Γεωργίου Δουζίνα, την οποίαν αρπάσαντες οι υπόλοιμοι την έρριψαν εις έν νησίδιον, Σφακτηρίαν (Κασαπιό) ονομασθέν μετά ταύτα. Ταύτην την γυναίκα καθώς και όλους τους μέχρι 29 Ιουνίου ασθενήσαντας έφερον εκεί σωρηδόν μόνον με το υποκάμισον, χωρίς στρώματα και σκεπάσματα. Εις τούτο το νησίον υπήρχε μόνον έν οικίδιον εις το οποίον δεν εχώρουν περισσότεροι των έξ επτά ανθρώπων, οι δε επίλοιποι έπρεπε να μένωσι εν υπαίθρω. Μετά ταύτα εκτίσθησαν και δι’ αυτούς δύο καλύβαι από σανίδια.
»Ο φόβος και ο τρόμος ηύξανεν ημέραν παρ’ ημέραν, εις τρόπον ώστε παρεζαλίσθησαν και τα έχασαν ολότελα. […] Οι πατέρες και οι ρωμαλεότεροι των οικογενειών οδυρόμενοι ακαταπαύστως διά την αθλίαν εαυτών και των φαμηλιών των κατάστασιν και προσμένοντες πάσαν στιγμήν τον θάνατον εφύλαττον όλην την νύκτα ένοπλοι τους αδυνατωτέρους συγγενείς των, διότι είχον και εκ μέρους των τζακάλων νυκτερινάς επισκέψεις. Ποίος να μη θαυμάση την γενναιοψυχίαν τούτων των ανδρών, εκ των οποίων ήσαν πολλοί εξ εκείνων οίτινες ποτέ είς επολέμησε με χιλίους; Ως πρόβατα επί σφαγήν τους έσυρον ο Τομπακάκης και ο Δουμών» (σ. 6-8).
Παρ’ όλη την ελεεινή κατάσταση δεν λείπει το χιούμορ:
Τέσσαρες άνθρωποι πίναντες την 6ην Μαΐου περισσότερον από το σύνηθες, επειδή επίστευον ότι ο οίνος ευφραίνει την καρδίαν των τεθλιμμένων και απελπισμένων, εμβήκαν εις την οικίαν του Τζέλιου, έκλεψαν μολυσμένα πράγματα και κρουσθέντες απέθαναν τρεις εξ αυτών. Είναι μεγάλη απορία πώς τοιαύται κλοπαί δεν εγίνοντο περισσότεραι, επειδή ο Τομπακάκης είχεν αφίσειν ανοικτά όλων σχεδόν των μολυσμένων οσπητίων τα χαμηλά παράθυρα, τας δε λεπτοτάτας θύρας είχε δέσει με σπάγον, χωρίς να βάλει έμπροσθεν αυτών των οσπητίων κανένα φύλακα εκ των πολλών, τους οποίους η Κυβέρνησις επλήρωνεν δι’ αυτού αδρότατα (σ. 10). Ευθύς ότι ήρχετο είδησις περί της ασθενείας τινός, ο Δουμών μεγαλογενής τότε, ρακένδυτος, άπλυτος, ακάθαρτος (ποτέ δεν ήλλαζεν), οπλισμένος με δύο πιστόλια, φέρων εις την δεξιάν βακτηρίαν σουβλεράν, επαρουσιάζετο ούτως εις την τρέμουσαν και ημιθανή από τον φόβον οικογένειαν του ασθενούς και γυμνώνων όλους και όλας με την αράδα έψαυε τας μασχάλας και τους βουβώνας με την άκραν της ράβδου του, και αλλοίμονον εις όντινα είχεν επάνω εις το σώμα του κηλίδα, ελαίαν, δοθιήνα (βουζούνα), χελωνάκια, αστρακιάν, κοκκινάδαν ή τι τοιούτον. Εις τοιαύτην περίπτωσιν ηκούετο η φωνή «Tούτο είναι φοβερό πανούκλα» και αμέσως εσύροντο οι άθλιοι εις Σφακτηρίαν οδυρόμενοι και καταξεσχίζοντες τας παρειάς και τας σάρκας των (σ. 11).
Οι μνήμες από τον Αγώνα είναι πρόσφατες. Η βαυαροκρατία δεν φαίνεται να καλυτέρεψε την κατάσταση: «Νέος θρήνος, νέος κωκυτός, νέαι κατακραυγαί και νέαι συμφοραί, νέαι κατάραι. Η βία και η βαγιονέτα έκβαλεν από τας οικίας των πολλούς και εκ τούτων∙ και δεν έβλεπες εις τους δρόμους και εις τον αιγιαλόν της θαλάσσης ειμή άνδρας και κοράσια συρόμενα εις τας μολυσμένας λέμβους, ως ποτέ έσυρον οι Τούρκοι τους όσους εις τα Ψαρά και εις την Χίον εξηνδραπόδισαν» (σ. 15).
Η κυβέρνηση, βλέποντας τον κίνδυνο μετάδοσης της ασθένειας, ανακάλεσε τους Τομπακάκη και Δουμών και ανέθεσε την καταστολή της επιδημίας στον Ηπίτη. Οι ανακληθέντες προσέφυγαν στον Wibmer και στη χωροφυλακή: «άλλους πάλι εξήλιζον οι χωροφύλακες». Στη σ. 26 αναφέρονται αναλυτικά οι περιπτώσεις. Ιδιαίτερο ζήλο έδειχνε ο διοικητής της χωροφυλακής, υπομοίραρχος Παλάσκας, ο οποίος κυβερνούσε «αληπασαϊκώς» (σ. 48).
Προφανής ήταν η κριτική στους σπουδαγμένους στο εξωτερικό γιατρούς: «επεσκέπτετο με πολύν ζήλον και με πολλήν προθυμίαν ο εμπειρικός ιατρός Σ. Κοκκόλης, καλύτερος από μερικούς δοκησισόφους Ασκληπιάδας, οίτινες, επειδή είδαν μερικούς μήνας τα τείχη των Ευρωπαϊκών Ιατρικών Σχολών, πιστεύουσιν ότι […] αλλ’ ας τους αφήσωμεν κατά το παρόν» (σ. 28).
Ειρωνευόταν τα σπασμωδικά μέτρα των αντιπάλων του, που απαγόρευαν στον κόσμο να μιλά για τις επιτυχίες του στα καφενεία: «Δεν πρέπει εις το εξής να αφήση τοιούτους λάλους και φλυάρους να έμβωσι εις το καφενείον του, ωσάν είναι υπόχρεοι οι καφεπώλαι της Ελλάδος να τρέχωσι εις τα πανεπιστήμια διά να μάθωσι την φυσιογνωμικήν και κρανοσκοπικήν τέχνην του Σπούρτζαϊμ και του Γαλλ, διά της οποίας να δύνανται αμέσως εκ πρώτης αφετηρίας να γνωρίσωσι τους εις τα καφενεία των εισερχομένους αν είναι φλύαροι ή όχι» (σ. 31).[xi]
Οι γιατροί που έστειλε αργότερα ο Wibmer δεν ήταν καλύτεροι: «Ύστερον από ολίγας ημέρας ούτοι οι λοιμοκυνηγοί ηύραν και «άλλο φοβερό πανούκλα» εις τον βραχίονα μίας δεκαπενταετούς παρθένου, θυγατρός του Ιωάννου Κυριακή, ωραίας ως το άστρον της αυγής, ήτις δεν είχεν άλλο τι εις τον βραχίονά της ειμή ένα κακομεταχειρισμένον και ημελημένον δοθιήνα, επειδή εκοιμάτο επάνω εις τας πέτρας ενός βράχου εις τα Σκέλη. Οι αλιτήριοι δεν έφριξαν να τη ρίψωσι εις το λοιμοκομείον, ως έρριπτον οι Ρωμαίοι εις τους λέοντας μερικούς εχθρούς των επί εγκλήματι κατηγορουμένους» (σ. 36).
Ο ίδιος «επροτίμα μάλλον να συνεδριάση με τους αγχίνοας ναύτας του Πόρου παρά με τους βλάκας, αμαθείς και μισανθρώπους, με τους οποίους ήθελε χωρίς άλλο ο κύριος Βίτμερ[xii] να συνεδριάση εκείνος» (σ. 37).
H κύρια μομφή κατά του Wibmer ήταν η παντελής απουσία του από τον Πόρο. Τη στιγμή που επιβαλλόταν η παρουσία του στρατηγού στη μάχη (ο Ηπίτης έφερνε παράδειγμα τη μάχη στο Hanau κατά του Ναπολέοντα, 1813, και την παρουσία εκεί του βαυαρού στρατηγού Wrede): «Ο στρατηγός Βρέδης δεν εδιοίκησε το εις Χάναου σώμα του εις την ημέραν της μάχης ευρισκόμενος εις το Μόναχον. Αλλ’ ο κύριος Βίτμερ, θέλων να δείξη εις τον κόσμον νέον είδος σοφίας, επεχείρησε και ήθελε να διευθύνη τα του Πόρου όχι στρατιωτικά, αμμή τα εις καιρόν πανδήμου συμφοράς πολύ δυσκολότερα υγειονομικά πράγματα, και χωρίς να γνωρίση μήτε τας θέσεις του Πόρου μητέ τους κατοίκους του» (σ. 38).
Διακωμωδoύνται οι συνεδριάσεις του Ιατροσυμβουλίου, ένα θέμα με παράδοση στην ελληνική λογοτεχνία (Βηλαράς, Συμβούλιο ιατρών, Σολωμός, Iατροσυμβούλιο, Ρουσμελής, Η κωμωδία των ψευτογιατρών). «Όποιος δεν είδε τούτον τον σύλλογον των ιατρών, δεν είδε τίποτε εις την ζωήν του. Εν πρώτοις εκυρίευεν εις αυτόν η βαβυλώνιος πολυγλωσσία, διότι ο Δουμών και ο Βερναρδής ωμίλουν γαλλικά, ο Χέρμαν γερμανικά, ο Σκαμπέλος ιταλικά και ο πρόεδρος Τομπακάκης ελληνικά. Ο αναγνώστης εύκολα δύναται να συμπεράνη οποίας σοφάς γνώμας και λαοσώους βουλάς εμπορούσι να γεννήσωσι τοιαύται κεφαλαί και τοσαύται γλώσσαι!!! Το γελοιωδέστερον ταύτης της σκηνής ήτο ότι ωμίλουν ταυτοχρόνως όλοι χωρίς να γελώσιν ως εγέλων όλοι όσοι τους έβλεπον και τους ήκουον από, διά την ζέστην, παρά του προέδρου αφεθέντα ανοικτά παράθυρα» (σ. 40-41). Διακωμωδούνται ακόμη τα μέτρα και οι μέθοδοι του ιατροσυμβουλίου: «να κατασκευασθώσι κλουβία ξύλινα, εις τα οποία σφαλιζόμενοι μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, να καπνίζωνται με χλωρίνην, ως καπνίζουσιν οι Καισαρείς[xiii] τους παστορμάδες και οι Γερμανοί τα χοιρομήρια, ή ως πυροφλέγουσι (καβουρδίζουσι) τον ωμόν καφέ» (σ. 41).
Η ανάγνωση μας επιτρέπει να υποθέσουμε τους λόγους για την αποποίηση του παρασήμου από τον Ηπίτη: «εκείνος [δηλαδή ο Wibmer] θέλει συστήσειν εις την Κυβέρνησιν [….] και να βραβευθώσιν» (σ. 39).
Πριν συνεχίσει, αιτιολογεί τις ανακολουθίες και τις χρονικές παλινδρομήσεις του: «Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την ακολουθίαν του ημερολογίου μας, όπου ομολογούμεν εκάμαμε μερικάς παρεκβάσεις και μερικούς αναχρονισμούς∙ αλλ’ εν ταύτω παρακαλούμεν τον αναγνώστην να παρατηρήση ότι, αν αρμαθίαζε τα εις Πόρον διατρέξαντα κατά την ακριβή χρονολογικήν τάξιν, τούτο το ημερολόγιον ήθελεν ομοιάσειν μάλλον με Συναξάριον, όχι αγίων, δηλ. ανθρώπων ευεργετών του ανθρωπίνου γένους, αμμή δαιμόνων σταλμένων από τον Βελζεβούλ διά να καταστρέψωσι τους κατοίκους του Πόρου» (σ. 42-43).
[i] To κενό δεν το καλύπτουν μικρές εργασίες πατριωτικού ή τοπικού περιεχομένου. Π.χ. Γεώργιος Θ. Μαραζιώτης, Ο Ηπειρώτης εθναπόστολος Πέτρος Ηπίτης [Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρ. Αθηνών, 38]. Αθήνα 1973.
[ii] Αδημοσίευτες οι πληροφορίες στον σχετικό φάκελλο του Αρχείου. Ελάχιστες έχουν δημοσιευτεί: Για παράδειγμα Κωνσταντίνος Άμαντος, «Γράμμα των Χίων προς τον Πέτρον Ηπίτην», Ελληνικά 7 (1934) 325-326.
[iii] Για τον Wibmer (1803-1885) βλ. το άρθρο του Julius Leopold Pagel «Karl August Wibmer», Deutsche Biographie 42 (Leipzig 1897) 303-304.
[iv] Ηλίας Παπαθανασόπουλος, «Το παράσημον του Τάγματος του Σωτήρος επί Όθωνος», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας 19 (1967-70) 307-380, σ. 370.
[v] Πρβλ. Wolf Seidl, Bayern in Griechenland, Prestel, München 1981, 310.
[vi] John A. Petropulos, Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα τ. Α΄ (1985), τ. Β΄ (1986)∙ Γιώργος Δανέζης, «Μια φαναριώτικη απολογία του 1843», Μνημοσύνη 13 (1995/1997) 40-66.
[vii] Bettina Schinas, geb. von Savigny, Briefe und Berichte an ihre Eltern in Berlin, hrsg. von Ruth Steffen, Münster 2002, 114.
[viii] Κ. Π. Κωστής, Στον καιρό της πανώλης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995, 45-47, σ. 57.
[ix] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Επίλεκτες βασικές ιστορικές πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως,τ. Ά, Βάνιας, Θεσσαλονίκη1990, 169-170∙ Η πρώτη σημαντική μελέτη της προκήρυξης έγινε από τον Β. Π. Παναγιωτόπουλο (Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας 12, 1957, 137-150), που πιστεύει ότι έχει γραφτεί από το επιτελείο της Φιλικής Εταιρείας στη Βλαχία. Ο Κων. Χατζόπουλος (Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας 29, 1986, 35-98) τις αποδίδει στον Ηπίτη.
[x] Κωνστ. Τσαουσόπουλος, «Επιστολαί κυρίας της τιμής εν Αθήναις προς φίλην της εν Γερμανία (1837-1842)» Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, 383-555, σ. 400.
[xi] Ο Johann Spurzheim,1776-1832 και ο Franz Joseph Gall, 1758-1828, είναι διάσημοι στην εποχή τους καθηγητές της φρενολογίας και της κρανιοσκοπίας.
[xii] Έτσι παντού, μάλλον τυπογραφικό λάθος.
[xiii] Καισαρείς= Οι κάτοικοι της Καισαρείας (Καππαδοκία).