Σύνδεση συνδρομητών

«Δες το. Πες το. Κανονίστηκε»

Σάββατο, 12 Ιουλίου 2025 08:22
Ο Τζόναθαν Κόου το 2022.
Wikipedia
Ο Τζόναθαν Κόου το 2022.

Jonathan Coe, Η απόδειξη της αθωότητάς μου, μετάφραση από τα αγγλικά: Άλκηστις Τριμπέρη, Πόλις, Αθήνα 2025, 480 σελ.

Μια κοπέλα τελειώνει τις σπουδές της και γυρίζει στο πατρικό της. Θέλει να γίνει συγγραφέας και θα ήθελε να αρχίσει με ένα αστυνομικό. Δεν έχει όμως έμπνευση, γι’ αυτό και λιώνει μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας Τα φιλαράκια. Ώσπου ένας συγγραφέας, φίλος του πατέρας της, που έρχεται για ένα συνέδριο, βρίσκεται μικρός – και αυτό μοιάζει με χτύπημα της έμπνευσης στην πόρτα της συγγραφέα. Το τελευταίο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου δύσκολα θα απογοητεύσει ακόμη και τον πιο απαιτητικό από τους αναγνώστες του. [ΤΒJ]

Στις εκδηλώσεις-συναντήσεις του κοινού με τον Τζόναθαν Κόου που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του Απριλίου 2025 σε Θεσσαλονίκη (Βιβλιοπωλείο Κωνσταντινίδης, 28 Απριλίου) και Αθήνα (Μέγαρο Μουσικής, 29 Απριλίου) έγινε το αδιαχώρητο. Όπως, άλλωστε, κάθε φορά που ο αγαπητός στο ελληνικό κοινό συγγραφέας επισκέπτεται τη χώρα μας. Οι έλληνες αναγνώστες εκτιμούν ιδιαίτερα και διαβάζουν φανατικά τον σατιρικό και πολιτικό βρετανό λογοτέχνη που δεν διστάζει να θίξει με χιούμορ φλέγοντα πολιτικά ζητήματα κυρίως της χώρας του – αλλά σήμερα τι δεν είναι παγκόσμιο;[i] 

Η απόδειξη της αθωότητάς μου κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2024 και είναι το δέκατο πέμπτο μυθιστόρημα του Κόου∙ εξ αυτών τα δεκατρία έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Πόλις, με πιο γνωστό μάλλον τη Μέση Αγγλία. Από τον ίδιο εκδοτικό κυκλοφορεί και το παιδικό του μυθιστόρημα Ο σπασμένος καθρέφτης, ενώ από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί η παιδική διασκευή του Η ιστορία Γκιούλλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ όπως την αφηγήθηκε ο Τζόναθαν Κόου.[ii]

Δεκαπέντε μυθιστορήματα σε δεκαεπτά χρόνια (ο Κόου, που γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1961, ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα το 1987 με το έργο The accidental woman), σχεδόν ένα το χρόνο δηλαδή, είναι πρόκληση για τη δημιουργικότητα κάθε συγγραφέα. Ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση είναι το να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών του κοινού του, κάτι που ο Κόου φαίνεται πως καταφέρνει.

  

Μια δολοφονία αλά Άγκαθα Κρίστι

Όποιος έχει ταξιδέψει με τρένο στη Βρετανία την τελευταία δεκαετία θα έχει κουραστεί, αν όχι ενοχληθεί, από την πανταχού παρούσα ανακοίνωση «See it - Say it - Sort it» («Δες το. Πες το. Κανονίστηκε»), μια σύσταση της βρετανικής αστυνομίας προς τους επιβάτες να αναφέρουν τυχόν ύποπτες συμπεριφορές και κινήσεις κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Ο πιο «βρετανικός» από τους σύγχρονους βρετανούς συγγραφείς –έχει χαρακτηριστεί οξυδερκής χρονικογράφος της «βρετανικότητας»– διοχετεύει αυτό το αίσθημα όχλησης (αν όχι κραυγή οργής για το ότι δεν μπορεί πλέον ένας ταξιδιώτης να απολαύσει ένα ήρεμο ταξίδι με το τρένο) που προκαλούν οι επαναλαμβανόμενες υπενθυμίσεις του μηνύματος, σε ένα μυθιστόρημα στο οποίο σατιρίζει, όπως συμβαίνει στα έργα του, τη σύγχρονη πραγματικότητα στη χώρα του και συνάμα στοχάζεται επάνω σε ένα από τα μείζονα ερωτήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι κάποια στιγμή της ζωής τους οι συγγραφείς: γιατί γράφουμε;

Ο Κόου σκηνοθετεί την ιστορία του με φόντο μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας του Ηνωμένου Βασιλείου: την καταστροφική διακυβέρνηση της Λιζ Τρας, επικεφαλής του Συντηρητικού Κόμματος, η άνοδος της οποίας στην εξουσία σχεδόν συνέπεσε  με το θάνατο της βασίλισσας Ελισσάβετ και το «τέλος μιας εποχής» (8 Σεπτεμβρίου 2022). Μάλιστα, η δράση του μυθιστορήματος διαρκεί όσο οι επτά εβδομάδες της σύντομης (6 Σεπτεμβρίου - 25 Οκτωβρίου 2022) πρωθυπουργίας της Τρας, βασικής εκπροσώπου της ριζοσπαστικοποίησης του βρετανικού συντηρητικού κινήματος τα τελευταία χρόνια. Η Φιλ, μια εικοσιτριάχρονη κοπέλα, μετά το τέλος των σπουδών της επιστρέφει απρόθυμα στο πατρικό της, αναγκάζεται να συμβιώσει με τους γονείς της και να εργαστεί σε μια ιαπωνική αλυσίδα φαστφούντ στο αεροδρόμιο του Χίθροου – επάγγελμα παντελώς άσχετο με την αγγλική φιλολογία, που έχει σπουδάσει. Παρότι φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας ξεκινώντας από το «εύκολο» είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος (προβληματίζεται πάντως: μήπως θα ήταν καλύτερο να στραφεί στο σκοτεινό ακαδημαϊκό [dark academia] ή στην «πολύ της μόδας» αυτομυθοπλασία;), η έμπνευση δεν της χτυπά την πόρτα κι έτσι περνά τον ελεύθερο χρόνο της παρακολουθώντας επαναλήψεις της αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς των ’90s Τα Φιλαράκια. Η μονότονη καθημερινότητά της αποκτά χρώμα και σασπένς χάρη στην απρόσμενη επίσκεψη του Κρίστοφερ Σουάν, δημοσιογράφου και στενού φίλου της μητέρας της κατά τη διάρκεια των σπουδών τους στο Κέιμπριτζ, ο οποίος συνοδεύεται από την υιοθετημένη κόρη του Ρασίντα. Ο Κρίστοφερ έρχεται στην πόλη τους για ένα τριήμερο συνέδριο με τίτλο TrueCon (δηλαδή TrueConservatives, επινόηση του συγγραφέα), πίσω από τη διοργάνωση του οποίου κρύβεται ένα αμφιλεγόμενο think tank group που ωθεί συστηματικά την κυβέρνηση της Αγγλίας προς ακροδεξιές και απομονωτιστικές πολιτικές.

Ο ιστορικός και δημοσιογράφος (που, εκτός των άλλων, καταγράφει συστηματικά στο μπλογκ του τις συνέπειες της συντηρητικής πολιτικής στο Ηνωμένο Βασίλειο από την εποχή της Θάτσερ και του Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, της τελευταίας δηλαδή τεσσαρακονταετίας) εγκαθίσταται στην εξοχική έπαυλη, στα βάθη του Κότσγουολντς όπου διεξάγεται το συνέδριο, στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ένας άλλος παλιός συμφοιτητής του. Αλλά το δεύτερο βράδυ βρίσκεται νεκρός στο δωμάτιό του, ενώ με μια πρώτη ματιά δεν φαίνεται να υπήρχε τρόπος για το δολοφόνο του να μπει ή να βγει από το δωμάτιο. Η επιθεωρήτρια Προύντενς Φρίμπορν, παρότι έτοιμη να συνταξιοδοτηθεί, καταφθάνει με σκοπό τη διαλεύκανση του φόνου. Παράλληλα, τότε, η Φιλ αντί για συγγραφέας μετατρέπεται σε ντετέκτιβ, καθώς μαζί με τη Ρασίντα παίρνουν την πρωτοβουλία να εξιχνιάσουν το έγκλημα, το οποίο, όπως γρήγορα διαπιστώνουν, σχετίζεται άμεσα με τη σκοτεινή υπόθεση της προ δεκαετιών αυτοκτονίας του Πίτερ Κόκεριλ, ενός ξεχασμένου λογοτέχνη της δεκαετίας του 1980.

 

Cozy crime ή light political thriller;

Ο Κόου τα πάει για ακόμη μια φορά περίφημα. Ουσιαστικά, αυτό που διαβάζουμε είναι τριάμισι ή και τέσσερα μυθιστορήματα, διαφορετικού είδους, που όμως αποτελούν στάδια της επίλυσης του ίδιου μυστηρίου. Σύγχρονα, υπαρκτά πολιτικά πρόσωπα συγχρωτίζονται με φανταστικούς χαρακτήρες, καθώς παρακολουθούμε την κινηματογραφικού στυλ αφήγηση μιας περίπλοκης και ανατρεπτικής υπόθεσης που ξεπερνά τις ικανότητες και τις προθέσεις όλων των συμμετεχόντων. Στο ώριμο και μεστό αυτό έργο, ο κεντρώος και πάντα διορατικός, αν όχι προφητικός, Κόου μοιάζει να συμμερίζεται την αριστερή μελαγχολία για το μέλλον των επόμενων γενεών και να προβληματίζεται για τον τρόπο με τον οποίο η συλλογική αντίληψη περί αλήθειας διαμορφώνεται από την πολιτική, για το πώς η ιδέα της ευθύνης στον δημόσιο λόγο μοιάζει να υποβαθμίζεται, και βέβαια για την επικράτηση της αυτομυθοπλασίας, ενός λογοτεχνικού είδους που παραπλανητικά τοποθετεί τη μετα-αλήθεια στη θέση της αλήθειας. Η διακειμενικότητα και οι αναφορές στην ποπ κουλτούρα καθιστούν το μυθιστόρημα ιδιαίτερα οικείο και απολαυστικό. Ο Κόου περιγράφει με σπαρταριστό, γλαφυρό ύφος τη μανία με τη woke culture (για τους υπερσυντηρητικούς όλα, μα όλα, από τον πρίγκιπα Κάρολο ώς την κατανάλωση λαχανικών είναι woke!), τις αντιθέσεις μεταξύ της Αριστεράς που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της και των ακραίων Συντηρητικών που υιοθετούν τη «λαϊκιστική, εθνικιστική γραμμή του Ντόναλντ Τραμπ» (σ. 453), την απροσδόκητη λατρεία που τρέφει η Gen Z για την τηλεοπτική σειρά Φιλαράκια και τη νοσταλγία για τη ζωή που δεν γεύτηκαν, τη ζωή δηλαδή όπως ήταν πριν από την απόλυτη κυριαρχία των σόσιαλ μίντια. Θεωρίες συνωμοσίας, πολιτικές ίντριγκες, μυστικά του παρελθόντος, εμμονικές προσκολλήσεις, φόνοι και ανατροπές συνθέτουν μια συναρπαστική τοιχογραφία της σύγχρονης Βρετανίας.

Το βιβλίο αρχίζει  τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου του 2022 και κλείνει το 2024. Τα τρία κεφάλαιά του δανείζονται τους τίτλους τους από το ενοχλητικό μήνυμα στα ΜΜΜ «Δες το. Πες το. Κανονίστηκε» και, όπως ίσως υποψιάζεται εξαρχής (και επιβεβαιώνεται πανηγυρικά στο τέλος) ο αναγνώστης, αποτελούν εγκιβωτισμένες αφηγήσεις σαν χωριστά βιβλία - συγγραφικές απόπειρες - πειραματισμούς της Φιλ με διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Κάθε κεφάλαιο ξεκινά με τη φωτογραφία ενός εξωφύλλου βιβλίου με χωριστό τίτλο. Μπορούμε να πούμε πως όλα τα κεφάλαια εντάσσονται σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη: ο πρόλογος είναι σαν κομμάτι από κλασικό κοινωνικό μυθιστόρημα, το πρώτο κεφάλαιο ένα cozy mystery, το δεύτερο ένα ατμοσφαιρικό, δυνατό dark academia μυθιστόρημα, το τρίτο autofiction και ο επίλογος απομνημονεύματα.

Στο πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Φόνος στο Γουέδερμπι Ποντ», ο συγγραφέας παρωδεί και συνάμα αποτίνει φόρο τιμής σε ένα, αγαπημένο εντός και εκτός βρετανικών συνόρων, αμιγώς αγγλικό λογοτεχνικό είδος, το ανάλαφρο μυθιστόρημα μυστηρίου. Όπως σε πολλά μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι, το έγκλημα συμβαίνει σε ένα ειδυλλιακό εξοχικό τοπίο και συγκεκριμένα σε έναν μεγαλοπρεπή μα ετοιμόρροπο πύργο στα περίχωρα που έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο: κυριαρχεί η ενδιαφέρουσα αντίθεση ανάμεσα στα γοητευτικά γραφικά αγγλικά χωριά και τα βίαια πάθη που κρύβονται πίσω από τους τοίχους των επαύλεων, πολλές από τις οποίες (αν και οι ιδιοκτήτες τους προτιμούν συνειδητά να το αποσιωπούν) χτίστηκαν κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας. Αυτό το «πρώτο μυθιστόρημα» αποτελεί μυστήριο «κλειδωμένου δωματίου», ενώ ακραίες συμπτώσεις καθορίζουν την εξέλιξη της ιστορίας, όπως η διαβολική αλλά διόλου πλασματική σύμπτωση της ανόδου της Τρας στην εξουσία με το θάνατο της Βασίλισσας Ελισάβετ. Ο Υπουργός Οικονομικών της Τρας αδυνατεί να παρευρεθεί στο συνέδριο και στη θέση του ξεκινά τη διάλεξή του ο Ρίτσαρντ Γουίλκς, ένας καθηγητής λογοτεχνίας που έχει ασχοληθεί εντατικά με το έργο του Πίτερ Κόκεριλ, ενός συντηρητικού –τη στιγμή που η λογοτεχνία «έκανε στροφή» προς τα αριστερά– παραγνωρισμένου συγγραφέα, της γενιάς των Ρούσντι, Μακ Γιούαν και Ισιγκούρο, ο οποίος είχε δώσει τέλος στη ζωή του πριν από πολλά χρόνια. Η δολοφονία του Κρίστοφερ και η άφιξη της επιθεωρητή Φρίμπορν στο σπίτι της Φιλ, όπου φιλοξενείται η ορφανή πια Ρασίντα, τις ωθεί να αναλάβουν δράση. 

Το δεύτερο κεφάλαιο, «Η σκιώδης αίθουσα», είναι ένα σκοτεινό ακαδημαϊκό λογοτέχνημα. Αφηγητής του κεφαλαίου-μυθιστορήματος είναι ο από καιρό νεκρός Μπράιαν, το τρίτο μέλος της παρέας επαρχιωτόπαιδων μαζί με τον αδικοχαμένο Κρίστοφερ και την μητέρα της Φιλ, Τζοάνα. Μεταφερόμαστε στη δεκαετία του 1980, σε μια εκτενή αναδρομή της ζωής των μεγαλύτερων σε ηλικία ηρώων στην πανεπιστημιούπολη, κατά το διάστημα που φοιτούσαν στο Κέιμπριτζ. Εκεί, σε «σκιώδεις» ακαδημαϊκές αίθουσες ιδρύθηκε η ομάδα που ενεπλάκη ενεργά στο μακρόχρονο ταξίδι της ανόδου της άκρας Δεξιάς σε Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ και κρύβεται πίσω από το think tank που σήμερα συμπράττει με μεγαλοεπιχειρηματίες, σκοπός των οποίων είναι να παραδώσουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας (NHS) σε ιδιωτικά συμφέροντα. Εδώ, ο Κόου, στηλιτεύει την αυξανόμενη επιρροή της δεξιάς ιδεολογίας και των μυστικών δικτύων εξουσίας, παράλληλα με τον βαθιά ριζωμένο στο πολιτικό κατεστημένο θατσερισμό, που έρχεται σε αντίθεση με την ιδεολογία και τις πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες μεγάλου μέρους των βρετανών πολιτών. Οι φανατικοί αναγνώστες του συγγραφέα θα εντοπίσουν αμέσως τη θεματική σύνδεση με ένα από τα καλύτερα έργα του Κόου, το Τι ωραίο πλιάτσικο! (1994), όπου πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, την προγραμματική εγκατάλειψη των δημοσίων θεσμών με σκοπό την ιδιωτικοποίησή τους.

Τέλος, έχουμε τη στροφή του Κόου (και της Φιλ) στο εξαιρετικά δημοφιλές τα τελευταία χρόνια είδος της αυτομυθοπλασίας. Στο τρίτο κεφάλαιο, «Απόδειξη/Αναγέννηση: Μια μελέτη για την αυτομυθοπλασία», ο πολύ επιφυλακτικός απέναντι σε αυτό το είδος συγγραφέας εκφράζει τους προβληματισμούς του μέσα από τις πρωτοπρόσωπες, εναλλασσόμενες αφηγήσεις της Φιλ και της Ρασίντα που καταφέρνουν να λύσουν το μυστήριο του θανάτου του Κρίστοφερ, χάρη στην επίλυση γρίφων και στον εντοπισμό ενός δυσεύρετου αντιτύπου του τυπογραφικού δοκιμίου (proof) του τελευταίου έργου του Πιτερ Κόκερι, με τίτλο Η αθωότητά μου. Ο Κόου σχολιάζει περιπαικτικά την επιλεκτική και υπερβολικά επεξεργασμένη δήθεν «αυθεντική» εκδοχή της αλήθειας που προσφέρουν στον αναγνώστη τα κάθε λογής αυτομυθοπλαστικά πεζογραφήματα, στοχάζεται επάνω στα όρια της γραφής, στη ματαιόδοξη και αυτάρεσκη «ανάγκη» των συγγραφέων για αναγνώριση και αποδοχή από το κοινό και τους ομότεχνούς τους, στις αντιζηλίες που προκύπτουν και σε αυτόν τον επαγγελματικό κλάδο και αναρωτιέται ώς πού είναι ικανός να φτάσει ένας λογοτέχνης για να εξασφαλίσει φήμη και υστεροφημία.

Μπορεί η ηρωίδα του να αναρωτιέται σε ποιο λογοτεχνικό είδος να προσανατολιστεί, ο τριπλός όμως συνδυασμός, ανάλαφρου αστυνομικού, dark academia και αυτομυθοπλασίας, μεταξύ των οποίων αμφιταλαντεύεται η Φιλ, με μια γερή δόση πολιτικού προβληματισμού, αποδεικνύεται συνδυασμός που βγάζει ασπροπρόσωπο τον ίδιο τον Κόου. Πολύ εύστοχα η μεταφράστρια του μυθιστορήματος το χαρακτήρισε «πολλά βιβλία σε ένα».[iii] Ο Κόου υπογράφει ένα πολυεπίπεδο έργο που κινείται μεταξύ αιχμηρής πολιτικής σάτιρας και ενδοσκοπικής ανάλυσης της βρετανικής κοινωνίας και της κρατικής πολιτικής των τελευταίων σαράντα ετών, campus novel και page turner αστυνομικού που διαβάζεται (εάν υπάρχει ο χρόνος) απνευστί, ενώ η ευρηματική σύνθεση πολλών και διαφορετικών τρόπων αφήγησης, σε συνδυασμό με τα φλας μπακ στο παρελθόν των ηρώων και της χώρας, το καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικό. Με την αλλαγή του είδους γραφής αλλάζει και ο αφηγητής: αρχικά ακολουθούμε έναν παντογνώστη αφηγητή, τα επόμενα κεφάλαια-βιβλία είναι γραμμένα από την οπτική ενός πρωταγωνιστικού προσώπου και ενός δευτεραγωνιστή ενώ, τέλος, έχουμε την εκ περιτροπής ή από κοινού αφήγηση από τις δυο νεαρές ηρωίδες του μυθιστορήματος, που δεν μπορούν να συμφωνήσουν αν θα χρησιμοποιήσουν ενεστώτα ή παρατατικό.

Όλα αυτά συμβαίνουν δίχως να αναστατωθεί διόλου η ροή της αφήγησης και της ανάγνωσης. Τα όρια μεταξύ φαντασίας και αυτομυθοπλασίας διαλέγονται δημιουργικά, ενώ ο συγγραφέας ανασύρει γνωστές θεματικές από τα προηγούμενα μυθιστορήματά του –δικαιώματα, προνόμια, νοσταλγία– και δεν διστάζει να στηλιτεύσει την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση του έθνους (εξ ου και το έργο εντάσσεται στην κατηγορία των state-of-the-nation novels) και να καταδικάσει τα κακώς κείμενα της μετα-Brexit και μετα-αλήθειας εποχής. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στις στοχευμένες απόπειρες απορρύθμισης του κράτους πρόνοιας και επικράτησης της ελεύθερης αγοράς, στην παντοκρατορία της ελεύθερης αγοράς, στον ατομικισμό, στον ελιτισμό των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και στα όσα συμβαίνουν εντός των τειχών τους από εξέχοντα μέλη της βρετανικής κοινωνίας τα οποία κατά κανόνα αποκρύπτονται. Παράλληλα, όλη τη διάρκεια της ιστορίας, παρακολουθούμε με τους ήρωες του βιβλίου σε ζωντανό χρόνο την εξέλιξη του δράματος της πρωθυπουργίας της Τρας που αναμεταδίδεται από την τηλεόραση και τα ταμπλόιντ.

Η αδυναμία του Κόου στα λογοπαίγνια είναι γνωστή, και παρότι στις εκδηλώσεις στη χώρα μας υποστήριξε πως δεν είχε εξαρχής την πρόθεση να επιλέξει έναν τίτλο λογοπαίγνιο, έχει κάνει ακριβώς αυτό. Στα ελληνικά η απόδοση του τίτλου ως Η απόδειξη της αθωότητάς μου είναι εύστοχη μεταφραστική επιλογή: παρότι προϊδεάζει ενδεχομένως τον αναγνώστη ότι αυτό που θα διαβάσει είναι ένα δυνατό δικαστικό θρίλερ· κάτι που δεν ισχύει, το έργο όμως είναι πέραν του προσδοκώμενου «δυνατό». Η εναλλακτική μετάφραση θα ήταν Το τυπογραφικό δοκίμιο της αθωότητάς μου, μια και ο όρος proof έχει τη σημασία τόσο της απόδειξης όσο και του τυπογραφικού δοκιμίου πριν από τις τελικές διορθώσεις, αντίτυπα του οποίου ενίοτε αποστέλλονται σε κριτικούς, αλλά δεν ταυτίζεται πάντοτε με την τελική εκδοχή που φθάνει στο τυπογραφείο και στα χέρια του κοινού. Αντίστοιχα το innocence, η αθωότητα δηλαδή, είναι ο τίτλος του τελευταίου έργου του Πήτερ Κόκεριλ, ο  οποίος όταν προχώρησε σε αλλαγές ζήτησε από τον εκδότη του να καταστρέψει όλα τα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης του τυπογραφικού δοκιμίου – ένα σπάνιο αντίτυπο θα δώσει τη λύση στο μυστήριο. Όσο για το innocence, έχει διττή σημασία: εκτός από αθωότητα σημαίνει και αφέλεια.

Το λογοπαίγνιο του τίτλου δεν είναι, ασφαλώς, το μόνο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Εύσημα ανήκουν στην Άλκηστη Τριμπέρη που έχει εντρυφήσει συστηματικά στο έργο του συγγραφέα και όχι μόνο παραδίδει μια πιστή στο ύφος του πρωτοτύπου, άψογη μετάφραση, αλλά τη συνοδεύει και με αρκετές σελίδες ιδιαίτερα βοηθητικών για τον αναγνώστη σημειώσεων της μεταφράστριας.

 

Αnemoia

Ο Κόου είναι από εκείνους τους λογοτέχνες που αντλούν συστηματικά συγγραφικό υλικό από τις προσωπικές τους εμπειρίες και πλάθουν ήρωες που η οπτική και τα λεγόμενά τους απηχούν προσωπικές απόψεις του συγγραφέα. Παράλληλα, λοιπόν, με την αξιοποίηση θεμάτων της επικαιρότητας όπως η woke και η αντι-woke κουλτούρα, τα συνέδρια συντηρητικών που πραγματοποιήθηκαν στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια, η συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας και οι ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό της χώρας,[iv] ο Κόου στράφηκε στην πρώτη εμπειρία που είχε ο ίδιος με το φαινόμενο του νεποτισμού και τον κοινωνικό αποκλεισμό ως μέλος της μεσαίας και όχι της ανώτερης τάξης στο Κέιμπριτζ (όπου σπούδασε φιλολογία στο Trinity College), αξιοποιώντας αναμνήσεις και συναισθήματα. Ο Τόμι Κόουπ, ένας ελάσσων χαρακτήρας του έργου, μοιάζει αρκετά στον εικοσάχρονο Κόου, περισσότερο επιφανειακά όμως, σε αντίθεση με την ντροπαλή και παθητική νεαρή Φιλ αλλά και τους δυο boomers άρρενες του μυθιστορήματος, τον Κρίστοφερ και τον Μπράιαν, οι οποίοι φέρουν περισσότερα προσωπικά γνωρίσματα του χαρακτήρα του συγγραφέα. «Μοιράζει», λοιπόν, ο συγγραφέας χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του σε ήρωες που ανήκουν τόσο στη δική του γενιά η οποία σιγά σιγά αποσύρεται κουρασμένη και απογοητευμένη, όσο και στην αγανακτισμένη Gen Z, στη γενιά που ανήκει η κόρη του. Άλλωστε, ήταν η δική της επιστροφή στο σπίτι κατά το διάστημα του lock down λόγω της επιδημίας του covid-19 που ενέπνευσε τον κεντρικό χαρακτήρα, τη Φιλ, μια μορφωμένη κοπέλα αντιμέτωπη με δυσοίωνες συνθήκες και σε διαρκή, απεγνωσμένη αναζήτηση αξιοπρεπούς εργασίας και στέγης, που είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της γενιάς της.

Τόσο οι εκπρόσωποι της γενιάς των Βoomers, όμως, όσο και της Gen Z στο βιβλίο του Κόου (σ. 268) φαίνεται πως «πάσχουν» από anemoia (σύνθεση των ελληνικών λέξεων ἄνεμος και νόος), μια λέξη επινοημένη από τον αμερικανό συγγραφέα και νεολογιστή Τζον Κένινγκ που αναφέρεται στη «νοσταλγία για μια εποχή πριν από τη γέννησή μας»,[v] μια αυξανόμενη δηλαδή αίσθηση νοσταλγίας για ένα παρελθόν που δεν έζησαν. Ιδιαίτερα η Gen Z φαίνεται να νοσταλγεί μια εποχή που η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, και η ζωή εν γένει, ήταν απλούστερη και δεν εξαρτιόταν από τη χρήση smartphones και social media. Έτσι, η Φιλ και η Ρασίντα, παρά τις διαφορές τους σύντομα ανακαλύπτουν πως έχουν και πολλά κοινά∙ μεταξύ αυτών είναι η βεβαιότητα πως συνεχίζουν να ζουν σε μια πατριαρχική κοινωνία, παρακολουθώντας αδρανείς κάποιους άλλους να αποφασίζουν για το μέλλον τους και πως η παρακολούθηση της τηλεοπτικής σειράς Τα φιλαράκια είναι μια ευχάριστη και ανώδυνη διαφυγή, όπως ήταν για τη γενιά των πατεράδων τους οι ασπρόμαυρες βρετανικές κωμωδίες των ’50s. Αν η νοσταλγία θεωρείται προσφιλής θεματική στα έργα του Κόου, η anemoia αντανακλά στο έπακρο τη δική του οπτική μέσα από τα μάτια των ηρώων του. Σχεδόν κάθε σημαντικός χαρακτήρας λαχταρά κάποια περίοδο του παρελθόντος: ο Πήτερ Κόκεριλ, ο αποτυχημένος συντηρητικός μυθιστοριογράφος, «νοσταλγεί» τη δεκαετία του 1930, ο μεσήλικος  Άντριου τη δεκαετία του 1950 όπως την βλέπει στις ταινίες και η αγχωμένη Φιλ την (στα μάτια της) ανέμελη δεκαετία του 1990.

Το κατά δύναμη χωρίς προκαταλήψεις και ενδοιασμούς, επιστρατεύοντας το αιχμηρό του χιούμορ και την αφηγηματική του δεξιοτεχνία, ο Κόου σκιαγραφεί αριστοτεχνικά τη σύνθετη τοιχογραφία της σύγχρονης βρετανικής κουλτούρας μέσα από μεγάλες ή μικρές στιγμές όπως είναι η λατρεία προς το πρόσωπο της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄ ή η προσφιλής στους Βρετανούς υπομονετική αναμονή στη σειρά (εδώ για το προσκύνημα στη θανούσα εστεμμένη). Βιβλίο έξυπνο, σπιρτόζικο, πολυδιάστατο, νοσταλγικό, γλυκόπικρο, προφητικό και αστείο, Η απόδειξη της αθωότητάς μου είναι μέχρι στιγμής, δηλαδή μέχρι την έκδοση του επόμενου έργου του, ό,τι καλύτερο έχει χαρίσει ο Κόου στους αναγνώστες του μετά το Τι ωραίο πλιάτσικο!

 

[i] Η αίσθηση ότι ο Κόου είναι περισσότερο δημοφιλής στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα από ό,τι στην ίδια τη Μεγάλη Βρετανία υπάρχει εδώ και χρόνια. Βλ. π.χ. Merritt Moseley, Understanding Jonathan Coe, Columbia S.C.: The University of South Carolina Press, 2016, σελ. 4. Η μονογραφία αυτή, μαζί με το Jonathan Coe, Basingstoke: Palgrave Macmillan, 2015, της Vanessa Guignery, προσφέρουν μια προσεκτική περιγραφή και αποτίμηση των έργων του έως το 2013. Ο συλλογικός τόμος που επιμελήθηκε ο Philip Tew, Jonathan Coe: Contemporary British Satire, London: Bloomsbury Academic, 2018, περιέχει κάποιες συμβολές που προχωρούν σε μεγαλύτερο βάθος για επιμέρους θέματα και μυθιστορηματικές τεχνικές, χωρίς να περιορίζεται στη σατιρική τους πλευρά.

[ii] Εκτός από μυθιστορήματα, ο Κόου συνέταξε τη βιογραφία του experimental βρετανού μυθιστοριογράφου B.S. Johnson, με τίτλο Like a Fiery Elephant (2004, βραβείο Samuel Johnson 2005). Ένα χρόνο μετά, το 2005 κυκλοφόρησε ένας τόμος μόλις 55 σελίδων που περιλαμβάνει μικρά πεζά και ιστορίες του Κόου με τίτλο  9th & 13th

[iii] Άλκηστις Τριμπέρη, «Η συγγραφική δεινότητα του Τζόναθαν Κόου», Αυγή 6/4/2025.

[iv] «Καμία από τις ομιλίες της Λιζ Τρας στο μυθιστόρημά μου δεν είναι επινοημένη. Απλώς τις αντέγραψα από δημόσιες πηγές και τις επικόλλησα», δήλωσε σε συνέντευξή του στη Μαριλένα Αστραπέλου: Τζόναθαν Κόου, «Χρειαζόμαστε ένα πολιτικό κόμμα με πραγματικό θάρρος και φαντασία», ΒΗΜagazino 7/4/2025, <https://www.tovima.gr/print/vimagazino/tzonathan-koou-xreiazomaste-ena-politiko-komma-me-pragmatiko-tharros-kai-fantasia>.

[v] John Koening, The Dictionary of Obscure Sorrows, New York: Simon & Schuster, 2021, σ. 167.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.