«η οδύνη δεν εξαφανίζεται χωρίς ν’ αφήσει ίχνη»
Το πρώτο βιβλίο του Λάσλο Κρασναχορκάι (László Krasznahorkai) που διάβασα ήταν Η μελαγχολία της αντίστασης. Δύσπιστος προσήλθα, επειδή δεν τα πάω καλά με τον Μπέλα Ταρ κι εδώ ήταν το πρωτογενές υλικό των Αρμονιών του Βερκμάιστερ, ταινίας στην οποία πολλοί ομνύουν αλλά ανήκω στη μειοψηφία που δεν είδε κάτι στη σιωπή της. Μια προειδοποίηση του Θανάση στο βιβλιοπωλείο, ότι «ξεχνά να βάλει τελεία», λειτούργησε τότε περισσότερο ως πρόκληση: οφείλεις, είπα στον εαυτό μου, να διαβάσεις έναν τέτοιο θρασύ τύπο, κι ας κάνει κακές παρέες.
Ευφυές οργανωμένο παραλήρημα
Ευφυές οργανωμένο παραλήρημα είναι η Μελαγχολία της αντίστασης, σε καλεί να βυθιστείς εντός του. Σε ένα μικρό σημείωμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μεταξύ φίλων και συγγενών, σημείωνα για το πόσο εκπληκτικά περιγράφει ανθρώπους και καταρρεύσεις: τον ονειροπαρμένο Βάλουσκα που τη νύχτα της αναρχίας επανανακαλύπτει δυσάρεστα τον εαυτό του, τον μέντορά του τον Έστερ που αποφάσισε να παραιτηθεί από την ζωή αφού αποδόμησε πρώτα την έννοια της αρμονίας πριν δει αλλιώς κι εκείνος εκείνη τη νύχτα, την σιδηρά χήρα πρώην κυρία Έστερ, τον απολαυστικό τρόμο της μητέρας τού Βάλουσκα στο πρώτο κεφάλαιο, το κουφάρι μιας φάλαινας στην πλατεία μιας καταρρέουσας πόλης, μεθύστακες και σκουπίδια, την ταπεινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, την αδράνεια πριν από κάθε φασισμό.
Σημείωνα και τον πυκνό και ρέοντα πυρετώδη λόγο του, πώς νιώθεις τις ρωγμές των σπιτιών και το αλαφροΐσκιωτο βλέμμα του Βάλουσκα πάνω σου, και το δέος των καπνών και του αίματος και την αποφορά της σήψης των κουφαριών (της πόλης, των ανθρώπων, της φάλαινας). Κρατούσα επιφυλάξεις: αναπόφευκτα, το ύφος της γραφής σε προκαλούσε να συγκρίνεις με τον Κλωντ Σιμόν. Τότε πίστευα πως δεν φτάνει ο Κρασναχορκάι τον Σιμόν. Με την απόσταση εννιά χρόνων από τότε, και με την ενδιάμεση ανάγνωση της υπόλοιπης διαθέσιμης βιβλιογραφίας του στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, έχω να πω ότι θεωρώ τη Μελαγχολία της αντίστασης ένα από τα σημαντικότερα έργα τέχνης του 20ού αιώνα, και ότι ο Κρασναχορκάι είναι εφάμιλλος του Κλωντ Σιμόν – απλά, από άλλον τόπο.
Αυτό που δεν άλλαξε, παρά τις δύο ακόμη απελπισμένες απόπειρες να μου αρέσει, είναι η απορία μου για το πώς κατάφερε ο Μπέλα Ταρ να αποστραγγίσει τέτοιο τρομερό υλικό για να βγάλει μια ελλειμματική ταινία. Στην οποία μάλιστα, όπως και σε άλλες τέσσερις μείζονες ταινίες του Ταρ, το σενάριο υπογράφεται από τον Ταρ και τον ίδιο τον Κρασναχορκάι. Ναι, άλλο μέσο, άλλες απαιτήσεις και άλλοι χρόνοι, κατανοητό. Ναι, στοιχειωμένη φάτσα ο πρωταγωνιστής, κάτι σαν τον Bruno S στον Κάσπαρ Χάουζερ του Χέρτσογκ. Αλλά πώς να απεικονίσεις τις ευφυείς λεκτικές περιπλανήσεις του Κρασναχορκάι; Θα καταφύγεις στην απαγγελία ή στη σιωπή. Ή στην αποσιώπησή τους. Ένας άνθρωπος που περπατάει δέκα λεπτά στην οθόνη, ειδικά όταν γνωρίζεις ότι στο υλικό αναφοράς, το βιβλίο, αυτό το περπάτημα συνοδεύεται από έναν καθοριστικό εσωτερικό μονόλογο ο οποίος λείπει ακόμη και ως ένα κάποιο μουρμούρισμα στην ταινία, είναι απλά ένας άνθρωπος που περπατάει. Δεν κοιτάζει πουθενά, δεν αλλάζει το βήμα του, δεν βράζει μέσα του όπως στις σελίδες. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε ένα αριστοτεχνικό κενό και μια ανατομία της ήττας του κόσμου.
Την άλλη μέρα αγόρασα το Πόλεμος και πόλεμος. Και έσπευδα πάντα να αγοράσω ό,τι δικό του κυκλοφορούσε. H Σέιομπο που πέρασε από εκεί κάτω ήταν ένα από τα 4-5 βιβλία με τα οποία η κόρη μου έκανε ασκήσεις ορθογραφίας (και έμμεσα εισαγωγής στον λόγο ως τέχνη) στην έκτη δημοτικού του πρώτου lockdown. Χρωστάω, στον εαυτό μου περισσότερο, ένα κείμενο για τον Φλόριαν Χερστ. Αλλά τουλάχιστον δεν χρωστάω ένα κείμενο για Το τανγκό του Σατανά: Τελετουργία ήταν η ανάγνωση, παρ’ όλο που τη βάραινε ήδη το δεδομένο ότι όφειλα (σε ποιον, δεν ξέρω, αλλά όφειλα) να δω στη συνέχεια και την κινηματογραφική μεταφορά από τον Ταρ σε σενάριο Ταρ - Κρασναχορκάι. Την επτάωρη κινηματογραφική μεταφορά – στην ευκολία του σπιτιού, βεβαια. Το τανγκό του Σατανά ήταν η πρώτη νουβέλα του Κρασναχορκάι. Ήταν ο δικός του Παγοπώλης που έρχεται. Έγραψα τότε ένα εκτενές κείμενο για την ιστοσελίδα του amagi.gr, κείμενο που δεν είναι πλέον διαθέσιμο κάπου. Με την σχετική άδεια επαναφέρω κάποια απ’ αυτά που σημείωνα τότε:
Υποσχέσεις αφύπνισης
«Ως άλλος Παγοπώλης που Έρχεται, σ’ ένα τοπίο της Κεντρικής Ευρώπης που το μαστίζει η συνεχής βροχή, μέσα από λασπωμένους δρόμους, εμφανίζεται στο Τανγκό του Σατανά ο Ιερεμίας, “ως άγγελος της ελπίδας απελπισμένων ανθρώπων που αντιμετώπιζαν αποκαρδιωτικές δυσκολίες”, σε χωριό παρηκμασμένο, ερειπωμένο όχι μόνο στα τούβλα του αλλά και στις ψυχές και τις ελπίδες των κατοίκων του. Άνθρωποι ηττημένοι αυτοί που ζουν στο χωριό, ζευγάρια άπιστα, μυαλά αλλοπαρμένα, όνειρα στοιχειωμένα από την παραδοχή μιας μόνιμης ήττας. Στον κόσμο αυτό σε βουτάει, στις λακκούβες του και την βρώμικη υγρασία του, σε δωμάτια με τοξική κάπνα, ο Λάσλο Κρασναχορκάι στο Τανγκό του Σατανά, την πρώτη του ουσιαστικά μεγάλη κατάθεση, λίγα χρόνια πριν αγγίξει την κορυφή του με τη Μελαγχολία της αντίστασης.
Είναι δύσκολη η γραφή του Κρασναχορκάι, δεν αλλάζει η παράγραφος για σελίδες ολόκληρες (αν κι εδώ υπάρχουν παύσεις και ανάσες στην περιγραφή, σε αντίθεση με τους πλημμυρώδεις εσωτερικούς μονολόγους που δεξιοτεχνικά ανέπτυξε στη Μελαγχολία αργότερα). Είναι φτιαγμένη έτσι η γραφή του ώστε να σε κυκλώσει, να σε κάνει να ανασάνεις τον αέρα της, να σε σφίξει όπως τους πρωταγωνιστές της. Και ως άλλος Παγοπώλης, ο Ιερεμίας του Κρασναχορκάι, είναι άχρονος. Μπορεί να έχει επινοηθεί στα κομμουνιστικά χρόνια της Ουγγαρίας, μα μεταφέρει αναλλοίωτη μια χροιά άλλων εποχών, θα μπορούσε να είναι η Ουγγαρία του Χόρτυ ή η παρακμάζουσα Αυστροουγγαρία προηγούμενων αιώνων. Είναι ένα πέπλο από ιστούς αόρατων αραχνών που, μυστικά, πλέκουν παγίδα που αιχμαλωτίζει το χρόνο και τη σκόνη ακόμη, πάνω στα τραπέζια του καπηλειού όπου συναντώνται απεγνωσμένα οι λιγοστοί κάτοικοι, για να επιδοθούν σε μεθυσμένο ατέλειωτο παραιτημένο τανγκό, καθώς “[o] χρόνος θα διέλυε τα χαρακτηριστικά του[ς] με τον ίδιο τρόπο που τα διέλυε τώρα η βροχή πάνω στο τζάμι”.
Έρχεται ο Ιερεμίας, σαν νεκραναστημένος λυτρωτής, να τάξει τη νέα σωτηρία. Υπόσχεται αφύπνιση, δικαίωση. Θα τον ακολουθήσουν απεγνωσμένα. Θα τρομάξουν σε ερειπωμένα αρχοντικά, θα πλανηθούν στοιβαγμένοι σε λασπωμένες καρότσες φορτηγών, δεν θα δουν ποτέ τον Ιερεμία ως έναν απλό τυχοδιώκτη μικρομεσαίο καταφερτζή που έχει τους δικούς του σκοπούς, περισσότερο απ’ όλους την ίδια την επιβίωσή του. Δεν τους λυπάται ο Ιερεμίας, δεν είναι και για λύπηση η ευπιστία του ηττημένου, λέει ο Κρασναχορκάι. Αλλά δεν είναι κι ο Ιερεμίας υπεράνω του υπερφυσικού. Θα το συναντήσει μια βροχερή νύχτα κι αυτός, απλά θα προτιμήσει να στρέψει αλλού το βλέμμα.
Παράλληλα, στο λασπωμένο χωριό, κυκλοφορούν και οι λιγότερο εύπιστοι, όπως αυτοί είναι όσοι επέλεξαν να μη λειτουργούν εντός των εγκοσμίων: ο γιατρός που κρυφοκοιτάζει από το παραθύρι του και σημειώνει τα πάντα, ογκώδεις φάκελοι ανθρώπινης ασημαντότητας, και το μικρό κορίτσι που μια νύχτα με βροχή θα περπατήσει σε παροξυσμούς του νου και τα βήματά του θα είναι μοιραία, ένα χαμένο κορμί σε μια χαμένη ενδοχώρα, μια επιπρόσθετη ενοχή στην καμπούρα των συγχωριανών του, μια ακόμη... ιερεμιάδα του Ιερεμία. Είναι αδυσώπητα αυτά τα κεφάλαια του Τανγκό, ζοφερά. Αλλά έρχονται να υπογραμμίσουν πως η μοίρα των άλλων, των ηττημένων, είναι τραγέλαφος και όχι τραγωδία.
Ήταν ανίκανος ν’ αποφασίσει αν πραγματικά άκουσε τα ουρλιαχτά ή αν [...] δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίσει τον γενικό θόρυβο από τις αρχαίες προϊστορικές κραυγές που διατηρήθηκαν μέσα στον χρόνο (“η οδύνη δεν εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει ίχνη” παρατήρησε έμπλεος ελπίδας) και τώρα η βροχή τις έφερνε στην επιφάνεια σαν σκόνη.
Το τοπίο του Κρασανχορκάι το κατοικούν αρχαίες κατάρες και σκοτεινές ψυχές, “δεν υπάρχει φως”, σου φωνάζουν οι λέξεις του, δεν υπήρχε ίσως φως το 1985 που το έγραφε, ως κουφάρι κήτους θα το ανακάλυπτε λίχα χρόνια αργότερα στη Μελαγχολία. Θα έπαιρνε κοντά 8 ώρες στο φίλο και συνεργάτη του Μπέλα Ταρ να αποτυπώσει τον κόσμο του Τανγκό του Σατανά στην κινηματογραφική οθόνη λίγα χρόνια αργότερα, όμως ας μη χαλάσουμε τις καρδιές μας... Οι λέξεις του Κρασναχορκάι είναι διαχεόμενο έρεβος, τα πλάνα του Ταρ είναι απλά λάσπη. Αυτό το καθηλωτικό έρεβος είναι που δεν αποτινάσσει εύκολα ο αναγνώστης από άνω του, αυτή την ανάγλυφη περιγραφή της μικρότητας των ηττημένων ανθρώπων…»
ΥΓ. Τόσο το Τανγκό του Σατανά όσο και Η μελαγχολία της αντίστασης δεν θα μπορούσαν να έχουν τον ίδιο αντίκτυπο στον αναγνώστη χωρίς τη σημαίνουσα μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου που σε έβαζε στο σύμπαν του Κρασναχορκάι. Με μια μικρή αντίρρηση πάντα για την ιατρική ορολογία του τελευταίου κεφαλαίου της Μελαγχολιας (καθένας με τις ιδιοτροπίες του, ναι).