Σύνδεση συνδρομητών

Βιντσέντζο Λατρόνικο: Η εικόνα των πραγμάτων

Τετάρτη, 18 Ιουνίου 2025 09:11
Ο γεννημένος το 1984 ιταλός συγγραφέας Βιντσέντζο Λατρόνικο.
ActuaLitté / flickr
Ο γεννημένος το 1984 ιταλός συγγραφέας Βιντσέντζο Λατρόνικο.

Βιντσέντζο Λατρόνικο, Η Τελειότητα, μετάφραση από τα ιταλικά: Δήμητρα Δότση, Loggia, Αθήνα 2025, 144 σελ.

«Κινούνταν αποκλειστικά και μόνο ανάμεσα σε διαμερίσματα πλημμυρισμένα στα φυτά και σε καφέ με άψογο wi-fi». Το διαμέρισμα, όπου μένουν στο Βερολίνο, «διατίθεται για βραχυχρόνια ενοικίαση στην τιμή [...] συν την αμοιβή της Ουκρανής καθαρίστριας η οποία πληρώνεται μέσω μιας γαλλικής πλατφόρμας gig-working με φορολογική έδρα στην Ιρλανδία∙ συν την προμήθεια της πλατφόρμας τουριστικών ενοικιάσεων, με γραφεία στην Καλιφόρνια και φορολογική έδρα στην Ολλανδία, κι εκείνη του διαχειριστή ψηφιακών πληρωμών με έδρα στο Σιάτλ και θυγατρική στο Λουξεμβούργο...». Είναι ψηφιακοί νομάδες, μακριά από τη χώρα τους, πετυχημένοι – αλλά πού είναι η Τελειότητα που αναζητούν στη ζωή τους; [ΤΒJ]

Δεν έχει διαλόγους Η Τελειότητα, παρότι παρακολουθεί, σε ασφυκτικό κοντινό πλάνο, ένα ζευγάρι της εποχής. Ο Τομ και η Άννα δεν μιλάνε άμεσα στο χαρτί – οι κοινές, σχεδόν πάντα, σκέψεις τους όμως, και τα κοινά βλέμματα δυο ανθρώπων που μετακόμισαν στο Βερολίνο, ένας ζευγάρι ψηφιακών νομάδων, είναι που σχηματίζουν την ιστορία του Βιντσέντζο Λατρόνικο.

Δυο άνθρωποι από τον ευρωπαϊκό Νότο αποφασίζουν να μετοικήσουν στο Βερολίνο, ψηφιακοί νομάδες. Δεν είναι υπάλληλοι, είναι digital creators, η εργασία τους είναι «πηγή εξέλιξης, δημιουργικό ερέθισμα», «επάγγελμα ρευστό που μπορούσαν να ασκούν όπου και όποτε ήθελαν».  Ζουν σε μια χώρα που δεν είναι δική τους, τη γλώσσα της δεν την γνωρίζουν καλά και ούτε θα χρειαστεί, το Βερολίνο είναι μια παγκόσμια μητρόπολη όπου συρρέουν πληθυσμοί από παντού και οι περισσότεροι, ο κύκλος τους, μιλάνε αγγλικά.

Η γλώσσα είναι ένα από τα πράγματα που τους αποσυνδέει από την πραγματικότητα γύρω και τους συνδέει με όμοιούς τους. Η γλώσσα είναι που τους περιθωριοποιεί από δεδομένα: ενημερώνονται περισσότερο από αγγλόφωνες πηγές, με εστίαση στο τι μπορεί να συμβεί σε ένα επαρχιακό σχολείο των ΗΠΑ, παρά από πηγές στη μητρική τους γλώσσα, με εστίαση στο τι συμβαίνει στην πατρίδα που άφησαν πίσω∙ παρά από πηγές στα γερμανικά με εστίαση στο τι συμβαίνει δίπλα τους, εκεί όπου ζούνε. Ούτε την ιστορία της πόλης, ολόκληρου Βερολίνου, ενδιαφέρονται να μάθουν πέρα από τα στοιχειώδη τουριστικά. Ανήκουν σε μια νέα φυλή που επαναπροσδιορίζει τον τόπο, το πού ανήκει κανείς. Πέρα από γεωγραφίες, ακόμη κι αν, όταν επιστρέφουν σε εορτές και επετείους στον ευρωπαϊκό Νότο όπου γεννήθηκαν, φροντίζουν να υπενθυμίζουν ότι «στο Βερολίνο δεν είναι έτσι».

 

Τι κόσμος είναι ο κόσμος τους;

Γιατί έφυγαν; Γιατί στο Βερολίνο, αφού δεν είναι καν η γερμανική αγορά που θα συντηρήσει την ευκατάστατη ζωή τους; Πού θέλουν να ανήκουν; Ανήκουν ήδη ο ένας στον άλλον. Αλλά φοβούνται, ακούνε από τους γύρω, μεγάλωσαν ίσως έτσι, ότι δεν φτάνει αυτό. Στην πραγματικότητα, τους φτάνει: «αυτό που πραγματικά κρυβόταν πίσω από τα λόγια τους ήταν μια προσευχή, μια σιωπηρή προσευχή, παράξενα πένθιμη, να παραμείνουν όλα έτσι ακριβώς όπως ήταν». Αλλά αναρωτιούνται ποιο είναι το παραπάνω βήμα προς μια Τελειότητα.

Η Τελειότητα ξεκινά με μια παρατεταμένη περιγραφή του χώρου, του σπιτιού τους. Έξω είναι «η πολυτέλεια των αρχών του εικοστού αιώνα και η τραχιά ακαθαρσία της σύγχρονης εποχής», που «συνυφαίνονται σε μια ελεύθερη και παρακμιακή ατμόσφαιρα». Μέσα τα πάντα είναι όμορφα, αρμονικά, με το κλείσιμο μιας εσωτερικής πόρτας να δίνει στο χώρο αίσθημα θαλπωρής και το άνοιγμά της να επεκτείνει τον εσωτερικό ορίζοντα με αρχιτεκτονικά θαυμαστή διαρρύθμιση. Όμως τα πάντα είναι εικόνες. Όλα αυτά που περιγράφονται δεν είναι αντικείμενα, είναι οπτικές γωνίες. Δεν υπάρχουν πράγματα αλλά κάδρα. Κυριολεκτικά: δεν είναι περιγραφή του σπιτιού αλλά περιγραφή φωτογραφιών του σπιτιού που χρησιμοποιούνται από τους πρωταγωνιστές για να διαφημίσουν το σπίτι στις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης – το αξιοποιούν όταν επιθυμούν σύντομες δικές τους αποδράσεις. Αλλά η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ απαστράπτουσα, η πραγματικότητα έχει ατάκτως ερριμμένα αντικείμενα, σκόνη που αιωρείται ή επικάθεται στις προσεκτικά διαλεγμένες φωτογενείς επιφάνειες, αντικείμενα και ρούχα καταχωνιασμένα σε ντουλάπια.

Ο χώρος, το σπίτι είναι η μόνη απτή απόδειξη του ποιοι είναι, αλλά οι συνήθειες δείχνουν ποιοι ήθελαν να δείχνουν ότι είναι: άλλοι μπορεί να το ονομάσουν οδηγό του πώς να είσαι hipster, άλλοι μπορεί να θυμηθούν ότι και παλιότερα, πριν από τη γενιά που μεγάλωσε μαζί ή με τη δικτύωση, υπήρχε ο όρος «να είσαι in» και δίνονταν οι αντίστοιχες οδηγίες χρήσης. Κάποτε, στην Ελλάδα, μπορεί να εκφραζόταν ως πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια ή ένα πολυτελές θορυβώδες αυτοκίνητο (τι λέω κάποτε, ακόμη…). Η γενιά του Τομ και της Άννας, ο κύκλος τους, κυκλοφορεί σε γκαλερί  («ήταν σκηνικό θεάτρου και κοινωνικό κέντρο, και οι πιο εκλεπτυσμένοι τις αποκαλούσαν “σαλόν”. Μόνο που στην πραγματικότητα ήταν σαλούν, εκείνα τα μέρη στις ταινίες γουέστερν όπου οι νεοφερμένοι βγάζουν λεφτά, κάνουν γκάφες και δείχνουν από τι πάστα είναι φτιαγμένοι»).  Το ζευγάρι επιθυμεί να πειραματιστεί, αμήχανα όμως, με την πολυγαμία («δεν ήξεραν τι ακριβώς ήταν αυτό που λαχταρούσαν, ήξεραν όμως ότι ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι είχαν […], ένιωθαν ικανοποιημένοι από τη σεξουαλική τους ζωή [...] φοβούνταν πως ένιωθαν ικανοποιημένοι επειδή ήταν συμβιβασμένοι»), φευγαλέα χρησιμοποιεί κάποια ψυχότροπη ουσία, ανακαλύπτει τη δύναμη της εικόνας και τη χρησιμοποιεί: μαθαίνει να αγαπά τα φυτά που κάνουν ωραίο ντεκόρ στο καδράρισμα των εσωτερικών χώρων, μαθαίνει πως ένα μαγειρικό πιάτο στημένο και φωτογραφημένο κατάλληλα έχει εξαιρετική διαδικτυακή δυναμική. Ανήκει σε μια ασαφώς καθορισμένη μάζα έξω από την ιστορία όπως την ξέρουμε: σε μια μάζα με ομοιογενοποίηση της κοινωνικοπολιτικής στάσης –ένα ασαφές αριστερό, φεμινιστικό, κοινωνικής δικαιοσύνης, δίνουμε κάτι ψιλά σε καλούς σκοπούς στυλ–, κάποια στιγμή, όταν στα μέσα της περασμένης δεκαετίας έρχεται μέχρι το Βερολίνο το κύμα μετανάστευσης, το ζευγάρι συμμετέχει ενεργά στην αρωγή, θέλουν να νιώσουν υπεύθυνοι πολίτες, θέλουν να ανήκουν σε ιστορικούς καιρούς. Δεν ερμηνεύουν τους καιρούς – ναι, είναι άτυχοι εν μέρει καθώς οι προηγούμενες γενιές μπορούσαν να τοποθετηθούν ευκολότερα, ήταν πιο ευδιάκριτα τα διλήμματα, ενώ για τις γενιές του πάλαι ποτέ τέλους της Ιστορίας υπάρχουν εξελισσόμενα διλήμματα, αυτά του μέλλοντος, αυτά που ενδέχεται να απειλήσουν ακόμη και το επαγγελματικό τους ευκατάστατο. Δεν ερμηνεύουν τους καιρούς ακόμη και στην παροχή αρωγής, φροντίζουν να βγάζουν κοινωνικά υπεύθυνες φωτογραφίες εξαπατώντας τον εαυτό τους ότι τις χρησιμοποιούν για ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού.

Είναι πραγματικός κόσμος, αυτός του Τομ και της Άννας; «[Ζ]ούσαν σ’ έναν κόσμο όπου όλοι δέχονταν μια γραμμή κόκα, αλλά κανείς δεν ήταν γιατρός, ζαχαροπλάστης, ταξιτζής ή καθηγητής γυμνασίου. Κινούνταν αποκλειστικά και μόνο ανάμεσα σε διαμερίσματα πλημμυρισμένα στα φυτά και σε καφέ με άψογο wi-fi». Ακόμη και οι οικονομικές συναλλαγές υπερβαίνουν την αμεσότητα της «πραγματικής ζωής»: το διαμέρισμα (των Νοτιοευρωπαίων στο Βερολίνο) «διατίθεται για βραχυχρόνια ενοικίαση στην τιμή [...] συν την αμοιβή της Ουκρανής καθαρίστριας η οποία πληρώνεται μέσω μιας γαλλικής πλατφόρμας gig-working με φορολογική έδρα στην Ιρλανδία∙ συν την προμήθεια της πλατφόρμας τουριστικών ενοικιάσεων, με γραφεία στην Καλιφόρνια και φορολογική έδρα στην Ολλανδία, κι εκείνη του διαχειριστή ψηφιακών πληρωμών με έδρα στο Σιάτλ και θυγατρική στο Λουξεμβούργο...». 

Κι ακόμη περισσότερο, πέρα από τον περίκλειστο κόσμο που δημιούργησαν, υπάρχει και το άλλο, το εικονικό σπίτι – δεν είναι μόνο δικό τους «προνόμιο» αυτό, είναι όλων μας. Είναι σα να έχουμε 24 ώρες το εικοσιτετράωρο ανοιχτό το σαλόνι, το καλό δωμάτιο, αυτό που οι συρόμενες πόρτες το κρατάνε κλειστό τις καθημερινές, να μη λερωθεί, αυτό που δεν έχει ίχνη ζωής, τριβής, σκόνης, άπλυτων ποτηριών, πατημένων μαξιλαριών σε καναπέδες. Κι είναι ένας κόσμος, ένα σπίτι, που ακόμη δεν έχουμε ερμηνεύσει τον τρόπο με τον οποίο διαβιώνουμε εντός του: να σταματάς κάθε λίγο και λιγάκι για να επικαιροποιήσεις τον αριθμό των likes σε μια ανάρτηση (δεν ήταν ναρκισισμός, εθισμός ή κατάθλιψη, ήταν η εικόνα, για τον Τομ και την Άννα). Μόλις τώρα αποκρυσταλλώνουμε, μαζί με τους ήρωες, τη σημασία κάθε μέσου κοινωνικής δικτύωσης: το facebook που ξεκίνησε ως αναζήτηση παλιών συμμαθητών και αργά, βασανιστικά, καταλήγει καθώς περνάνε τα χρόνια σε ομαδικά μνημόσυνα, το απαραίτητο επαγγελματικά για τον Τομ και την Άννα instagram (αλλά και το επιδραστικότερο ίσως για τη γενιά τους ως βασιζόμενο στην εικόνα), το twitter/X – δεν πρόλαβε, ίσως και δεν τον αφορά τον συγγραφέα και τους ήρωές του το bluesky, εκεί όπου καταφύγαμε οι επιστημονικοί νομάδες. Εύκολα όμως φαντάζεσαι τον Τομ και την Άννα να φτιάχνουν βιντεάκια στο τικ-τοκ. 

 

Μια υπέροχη ζωή

Ο Τομ και η Άννα θα αναζητήσουν την απόδραση στο Νότο εκ νέου. Μια επαγγελματική ευκαιρία θα τους φέρει στη Λισαβώνα, κι αργότερα η απόγνωση για ένα, κάποιο, νόημα, ένα δρόμο για την Τελειότητα, θα τους οδηγήσει σε μια παράξενη, θλιβερή σικελική περιπλάνηση φθοράς. Η φθορά δεν θα αποτυπωθεί ποτέ στις ειδυλλιακές φωτογραφίες που μεθοδικά θα συνεχίσουν να ανεβάζουν για να «τεκμηριώνουν μια ζωή ελεύθερη και περιπετειώδη». Ακόμη κι όταν η τύχη θα τους δώσει το δικαίωμα στον επαναπροσδιορισμό, αυτό που τους νοιάζει, αυτό για το οποίο θα εργαστούν μεθοδικά, αυτό που θα κλείσει την αφήγηση είναι να κερδίσουν το σχόλιο «ήταν όλα τέλεια, ακριβώς όπως στις φωτογραφίες».

Μήπως όμως και η ίδια η αφήγηση του Λατρόνικο είναι μια εικόνα, ένας καλλωπισμός; Πολλοί αναγνώστες θα αναγνωρίσουν ήδη από ετούτη εδώ την περιγραφή, ακόμη περισσότερο από τις πρώτες σελίδες της Τελειότητας, ότι υπάρχει μια σαφής αναφορά στα Πράγματα του Ζορζ Περέκ Γραμμένο τη δεκαετία του 1960, περιγράφει πως ένα νεαρό ζευγάρι αναζητά τον ατομικό και κοινωνικό προσδιορισμό του μέσα από τα υλικά, τα αντικείμενα, τα Πράγματα, πριν καταλήξει σε μια «παράλογη» φυγή στο Νότο, που στην περίπτωση αυτή είναι νοτιότερα ακόμη, στη Βόρειο Αφρική (σε μια φυγή που αντικατοπτρίζει μια αντίστοιχη σύντομη του ίδιου του Περέκ και της συζύγου του). Η αναφορά στον Περέκ, δομικά, είναι ακόμα πιο σαφής: με τον ίδιο τρόπο, με την περιγραφή ενός εσωτερικού χώρου ξεκινά το παιχνίδι του Περέκ με τους χρόνους (τον ενεστώτα της αρχής, τους παρελθοντικούς του κυρίως σώματος, τον μέλλοντα του τέλους), παιχνίδι που θα ακολουθήσει και ο Λατρόνικο. Είναι μίμηση;

Όχι, είναι μια τομή ακριβείας. Δεν είναι εικόνα, είναι ζωή που εξελίσσεται με τρόπους που δεν σχηματοποιήσαμε ακόμη σε πλαίσια. Είναι μια συνταρακτική αναφορά στο πώς η ψευδής Τελειότητα που διατυμπανίζεται, η επίπλαστη ομορφιά, μπορεί να καταπιεί τη γοητεία, τη θέρμη, της καθημερινής, κοινότυπης αλλά όχι κοινότοπης, επάρκειας.   

Η μετάφραση της Δήμητρας Δότση επιτρέπει τη μεταφορά στα ελληνικά του αποστασιοποιημένου αλλά αδυσώπητα διεισδυτικού τρόπου γραφής του Λατρόνικο. Ακόμη δεν έχω καταλήξει στο αν κάποιοι διεθνείς, νέοι, όροι (για παράδειγμα η «vaporwave κουλτούρα» και όχι μόνο) θα ήταν καλό να επεξηγούνται με ένα σχόλιο, ή αν μένοντας έτσι, διεθνείς και αμετάφραστοι, συντελούν οργανικά στο να χτίσουν αυτόν τον κόσμο της αλλιώτικης φυλής σε αναζήτηση πλαισίου.

Γιώργος Παππάς

Παθολόγος που ζει και εργάζεται στα Ιωάννινα. Αγαπά να μελετά την επιδημιολογία των λοιμώξεων και την ετοιμότητα απέναντι σε πανδημίες, και έχει ένα σχετικό ερευνητικό έργο γι’ αυτά. Κυκλοφορεί το βιβλίο του, Οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι κρίσιμες (2022).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.