Σύνδεση συνδρομητών

Ο ανένταχτος ποιητής Θωμάς Γκόρπας

Τρίτη, 28 Οκτωβρίου 2025 22:54
Ο Θωμάς Γκόρπας (1935 - 2003).
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Ο Θωμάς Γκόρπας (1935 - 2003).

Ο Θωμάς Γκόρπας υπήρξε μια από τις πιο ιδιότυπες και αντισυμβατικές φωνές της ελληνικής ποίησης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Το έργο του, ελάχιστα συμβατό με τις επιταγές του επίσημου λογοτεχνικού κανόνα, εγγράφεται ως μια sui generis παρέμβαση στην ελληνική μεταπολεμική γραμματεία. Στο ιστορικό χρονικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε μετά τον εμφύλιο (1950-1980), μιας περιόδου κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών ανατροπών, ο Γκόρπας υψώνει μια φωνή ασυντόνιστη προς τους κυρίαρχους λογοτεχνικούς ρυθμούς: όχι επειδή αρνείται το βάρος της ιστορίας, αλλά γιατί επιλέγει να το αφηγηθεί από χαμηλά, με βλέμμα πλάγιο και επίμονα γειωμένο.

Σε αντίθεση με το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής που έδινε έμφαση στον ηρωισμό, στο ιδεολογικό μεγαλείο, στο λυρισμό ή στη μεταφυσική υπαρξιακή αγωνία, ο Γκόρπας χτίζει την ποίησή του πάνω σε έναν αντιλυρικό ρεαλισμό: απλός λόγος, σκόρπια επεισόδια, ήρωες του περιθωρίου, στίχοι αποσπασματικοί αλλά βαθιά μουσικοί. Η αντιηρωική στάση του δεν είναι λογοτεχνικό τέχνασμα, αλλά πολιτική και αισθητική επιλογή. Ο ίδιος θεωρεί την ποίηση μέσο επικοινωνίας, όχι ελιτίστικη ενατένιση. Αυτό αντανακλάται τόσο στη γλώσσα όσο και στη θεματολογία: ταπεινή, καθημερινή, εμποτισμένη από την αργκό, τον καημό του ρεμπέτικου, τις φωνές της αγοράς, τις σιωπές των ηττημένων. Εδώ η ποίηση λειτουργεί ως μαρτυρία και πράξη επιβίωσης, όχι ως εγγράψιμο ύφος.

Ο Θωμάς Γκόρπας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1935 και πέθανε στην Αθήνα το 2003. Στην Αθήνα μετακόμισε από τα εφηβικά του χρόνια όπου φοίτησε στην Πάντειο Σχολή, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και επιμελητής εκδόσεων ενώ ακόμα δούλεψε ως λογιστής, εργάτης, βιβλιοπώλης και εκδότης. Έζησε στο Παρίσι από το 1975 ώς το 1980. Ο Γκόρπας υπήρξε έντονα πολιτικοποιημένος χωρίς ποτέ να ενταχθεί σε κάποιο κομματικό σχήμα. Ήταν αντίθετος στον αυταρχισμό κάθε μορφής – είτε δεξιό είτε αριστερό. Είχε αριστερή, αλλά καθαρά αντιδογματική ματιά. Οι ήρωές του ήταν οι άνθρωποι του μόχθου, οι μοναχικοί, οι παρίες – άνθρωποι με ιστορία αλλά χωρίς προοπτική μέσα στο κυρίαρχο σύστημα. Η ποίησή του δεν ήταν στρατευμένη με τη γνωστή έννοια· είχε συνείδηση της πραγματικότητας αλλά δεν προσπαθούσε να την εξηγήσει — την αποκάλυπτε.  

 

«Γενιά του ’30», «ποίηση της ήττας»

Αν και δεν ανήκει λογοτεχνικά ούτε στους επιγόνους της «γενιάς του ’30» ούτε στους θεράποντες της λεγόμενης «ποίησης της ήττας», ο Θωμάς Γκόρπας συνομιλεί με τους ποιητές αυτών των ρευμάτων – είτε με αντιπαραθετικό είτε με παράλληλο τρόπο. Με τους ποιητές της «γενιάς του ’30» (Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος κ.ά.) τον χωρίζει κυρίως η διαφορετική ιδεολογική και αισθητική αφετηρία: αυτοί επιδίωκαν μια σύνθεση ελληνικότητας και μοντερνισμού μέσα από λόγιο και συχνά συμβολικό λόγο, ενώ ο Γκόρπας υιοθετεί τη λαϊκή προφορικότητα και την κοινωνική αμεσότητα. Τον χωρίζει, επίσης, το χάσμα της κοινωνικής καταγωγής, κάτι που αναφέρεται συχνά στους βιωματικούς στίχους του:

Μεγάλωσα με μπαλωμένα ρούχα καβάλα σε τοπία όπου έπαιζαν όλες οι μουσικές της μελαγχολίας έτρεχαν οι ανοιχτές πληγές της δυστυχίας χαχάνιζαν οι ανοιχτές πληγές της προδοσίας… («Παιδικά χρόνια»)

Με τη λεγόμενη «ποίηση της ήττας» (Αναγνωστάκης, Αλεξάνδρου, Λειβαδίτης, Πατρίκιος κ.ά.), ο Γκόρπας έχει σαφώς περισσότερα κοινά: τη διάψευση των ιδεολογιών, την αίσθηση της απώλειας, τον τόνο της πικρίας και την έγνοια για τον άνθρωπο ως ιστορικό και υπαρξιακό υποκείμενο. Ωστόσο, η διαφορά του έγκειται στο ύφος και στο εστιακό σημείο: ενώ οι προαναφερθέντες ποιητές συχνά καταφεύγουν σε στοχαστική ή ρητορική γραφή, ο Γκόρπας προτιμά την αφήγηση του ασήμαντου, την καθημερινότητα χωρίς έμφαση, τη ματιά του περιθωρίου. Εκείνοι μιλούν για την ιστορία, την ιδεολογία, την προδοσία, την ελπίδα· ο Γκόρπας για τους «εκτός», για τους μοναχικούς και τους χαμένους που, μέσα στην αφωνία τους, καθίστανται ηθικοί καθρέφτες της κοινωνίας. Επομένως, ενώ δεν αποτελεί τυπικό εκπρόσωπο καμίας ποιητικής ομάδας, εντούτοις λειτουργεί σαν ένα παράπλευρο αλλά ουσιαστικό νήμα που διασταυρώνεται με τις μεγάλες ποιητικές φωνές της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Στα έξι μου στο κορμί μου φώλιαζε γεροντικό μυαλό και καρδιά αιώνια νανουρισμένη μ’ αναστεναγμούς επιθανάτια φιλιά και σκοτεινά τραγούδια

τα μάτια μου λάμπαν από μόνα τους χριστουγεννιάτικα δέντρα

δε λάμψαν μπρος στα μάτια μου ούτε ξένα ευτυχισμένα λαμπριάτικα μάτια. («Παιδικά χρόνια») 

Δεν συναντάμε στους στίχους του ούτε την υψηλή ποιητική αφαίρεση του Σεφέρη, ούτε τον ιδεολογικό παλμό του Λειβαδίτη, ούτε τη ρητορική των ηττημένων του Αναγνωστάκη. Αντί γι’ αυτά, έχουμε μια αφήγηση των λαϊκών και των «περιθωριακών» – αυτών που δεν είναι φορείς εθνικού ή πολιτικού συμβολισμού, αλλά ανθρώπινα πρόσωπα με φωνή, μεθυσμένες σιωπές και κουρασμένα βλέμματα. Η συμβολή του έγκειται στην επανεπινοημένη λαϊκότητα: όχι φολκλόρ, όχι νοσταλγία, αλλά η ζώσα εμπειρία της λαϊκής τάξης, των μικροαστών, των περιθωριακών, των επαρχιακών ανθρώπων όπως εκείνοι του Μεσολογγίου – της γενέθλιας πόλης του που λειτουργεί ως σιωπηλό τοπίο αναφοράς, γεμάτο ιστορικό βάθος αλλά και σύγχρονη εγκατάλειψη, «μια ρημαγμένη πόλη ελληνική σαν τον νταλκά» («Ο θάνατος του πατέρα»).

Εδώ λησμονημένη επαρχία εδώ τρομερό καλοκαίρι… […] Εδώ η αγαπημένη μας Πλατεία είναι μια μικρή κοιλάδα σκαμμένη απ’ τις πατημασιές μας σκαμμένη από δάκρυα και βροχή («Ο Μεγάλος Δρόμος»)

Η γενέτειρά του παίζει έναν υπόγειο αλλά διακριτό ρόλο στην ποιητική του. Αν και δεν προβάλλεται συστηματικά ως θέμα, η αίσθηση του τόπου –της επαρχίας, της παραμεθόριας ζωής, της λιμνοθάλασσας και της ιστορικής μνήμης– διαποτίζει την ατμόσφαιρα πολλών ποιημάτων του.

Πατρίδα μου

καπρίτσο και νταλκά ηλιοβασίλεμα στα βυσσινιά

δάκρυ’ αργοκύλητα και ψεύτικα φιλιά και του ντουνιά

πορτρέτα στα πακέτα των τσιγάρων μου («Μεσολόγγι»)

Τα μόνα δικά μου ήταν η θάλασσα η λιμνοθάλασσα και τα σάλτσινά της και ξένα όλα τ’ άλλα

κ’ η θάλασσα ήταν απέραντη μεγάλη τραγουδίστρια Ανατολής και Δύσης... («Παιδικά χρόνια»)

Το Μεσολόγγι, ως σύμβολο αυτοθυσίας και αγώνα αλλά και ως μια σύγχρονη φτωχή επαρχιακή πόλη, λειτουργεί σαν σιωπηλό υπόβαθρο του κόσμου του Γκόρπα. Εκεί σχηματίστηκε η κοινωνική και η αισθητική του ματιά – μια ματιά στραμμένη στους απλούς ανθρώπους, στην καθημερινή πάλη για αξιοπρέπεια και επιβίωση.

Εδώ καχεκτικά κορίτσια κολλημένα με φτηνά φορέματα καρφιτσωμένα σε φτηνά γοβάκια και στο σπαραγμό βγαίνουν τα βράδια σιωπηλά σταματημένα σβησμένα μπροστά στην πρώτη τρυφερή τους λέξη το μαραμένο πια Σ’ αγαπώ. Βγαίνουν απ’ τα χαμόσπιτα που τα καβαλικεύουν αγριόχορτα και φθισικές κληματαριές και φτάνουν δυο δυο τέσσερα τέσσερα στο νυφοπάζαρο και στο Μεγάλο Δρόμο... («Ο Μεγάλος Δρόμος»)

Ο Γκόρπας αναφέρεται μελαγχολικά στην πόλη του, όπου, όπως και σε κάθε μικρή επαρχιακή πόλη της μετεμφυλιακής Ελλάδας, δίπλα στη συναισθηματική εγγύτητα των ανθρώπων, φύτρωναν ταυτόχρονα ο καιροσκοπισμός, η προδοσία και όλες οι ανθρώπινες αδυναμίες. Ο «Μεγάλος Δρόμος» συμπυκνώνει υπό μορφή ποιητικής τοιχογραφίας τα πάθη της μετεμφυλιακής επαρχίας.

Μεγάλε Δρόμε σπαραγμέ ποιος σε ξεχνάει μόνο αυτός που έχει ξεχάσει την καρδιά του […]. Σου χαρίσαμε αναστεναγμούς πουλιά και λόγια τρυφερά λόγια φλογερά την καρδιά μας επί πίνακι. Δώσαμε λόγο στους μυστικούς μάς εφακέλωσαν οι πρώην σύντροφοι δώσαμε τα μισά μας χρόνια στο αύριο […] μισό μισό το τσιγάρο με το σύντροφο πολλοί μας πούλησαν και μας φαρμάκωσαν μα δεν μας φύραναν άλλοι μας έκοψαν την καλημέρα για να μη κληθούν στο Παράρτημα για μια καλημέρα […] το πώς οι υπόλοιποι υπάρχουμε ακόμα η καρδιά μας το ξέρει… («Ο Μεγάλος Δρόμος»)

Ο ίδιος προέρχεται από μια παλιά γενιά Μεσολογγιτών που πολέμησαν στην πολιορκία της πόλης και ορισμένοι εξ αυτών σκοτώθηκαν κατά την έξοδο. Όπως ισχυρίζεται:

Είμαι 500 χρονών Μεσολογγίτης και 50 χρόνια ποιητής.

 

Πολιτισμικές επιρροές

Παρότι η ποίηση του Γκόρπα προβάλλεται ως αυθεντικά βιωματική και σε αντιδιαστολή με τη παράδοση του λογιοτατισμού, εντούτοις δεν είναι αποκομμένη από διακειμενικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Αντιθέτως, η γραφή του εμπεριέχει έναν πλούσιο υπόγειο διάλογο με ποικίλες μορφές λόγου – από την παράδοση της λαϊκής ποίησης και του ρεμπέτικου τραγουδιού έως τις υπαρξιακές και πολιτικές ανησυχίες ποιητών της μεταπολεμικής περιόδου. Ο Γκόρπας φαίνεται να αντλεί περισσότερο από τη «ζώσα» κουλτούρα –το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι, την προφορική αφήγηση, τη σάτιρα, το παραμύθι– παρά από την ακαδημαϊκή ποιητική παράδοση. Ωστόσο, κάτω από την απλότητα του ύφους του εντοπίζονται αντηχήσεις από τη μοντερνιστική γραφή της «γενιάς του ’30» και τους υπερρεαλιστές, έστω και ως αντίστιξη, κυρίως ως προς τον τόνο της αποδοχής και της διακριτικής ειρωνείας απέναντι στην ήττα.

Στην άσφαλτο κυλάει το μεσημέρι λαβωμένο.

Όλα σπασμένα.

Σπασμένα γόνατα

λαιμοί

χέρια σπασμένα

σπασμένα συνθήματα

σπασμένες φωνές

σπασμένο τραγούδι

σπασμένο. («Θέση»)

Επιπλέον, η παρουσία της λαϊκής μουσικής, ιδιαίτερα του ρεμπέτικου, δεν είναι απλώς μια αισθητική επιλογή, αλλά λειτουργεί και ως υπαινικτική «συνομιλία» με έναν κόσμο ηθικών αξιών, κοινωνικής περιθωριοποίησης και επιβίωσης, που έχει ήδη εκφραστεί πολιτισμικά. Είδε στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι αυτό που άλλοι υποτίμησαν: έναν λόγο άμεσο, τραχύ, βιωμένο, χωρίς ψευτοκαλλιέπειες. Στα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Χατζηχρήστου βρήκε τη λαϊκή ψυχή, το «κοινωνικό ήθος χωρίς διδακτισμό», όπως συνήθιζε να λέει. Δεν ήταν συλλέκτης ούτε φολκλορίστας. Ήταν συνομιλητής του ρεμπέτικου. Το άκουγε, το μελετούσε, το αγαπούσε ως ισότιμη λογοτεχνική φωνή.

Τα λαϊκά τραγούδια μοιάζουν με πουλιά

μαύρα περήφανα έρημα ωραία και προδομένα

μέσ’ απ’ τα σπλάχνα των τσιτσάνηδων πετάγονται καθώς

μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του εργάτη («Τα λαϊκά τραγούδια»)

Οι στίχοι του θυμίζουν πολλές φορές μονολόγους χαρακτήρων του Καραγκιόζη ή των ηρώων του λαϊκού δράματος – μια πολιτισμική επιρροή που παραμένει άρρητη αλλά ενεργή.

Πηδάω μάντρα σινεμά καλοκαίρια ’45-’47 βλέπω Ταρζάν Ζορρό Ρομπέν των Δασών Χονδρό-Λιγνό και Σαρλώ ακούω τραγούδι της Ντιάνας Ντάρμπιν γλυκό

πηδάω συρματοπλεγμένα κάγκελα γυμνασίου χειμώνες καλοκαίρια ’47- ’52 ανοίγω με συρματάκι την αποθήκη του γυμναστηρίου κλέβω μουχλιασμένο δίσκο και ρίχνω ελληνική δισκοβολία κλέβω μουχλιασμένη μπάλα παίζω βόλλεϋ και μπάσκετ

την άλλη μέρα με καλεί ο κύριος γυμνασιάρχης…

Δηλητήρια μέσα στο μάτωμα

ντρεπόμουνα τα πάντα

μέσα σ’ αυτή τη ντροπή ζεστάθηκαν ταξίδια που ακόμα δεν έκαμα. («Παιδικά χρόνια»)

Αντίστοιχα, ο τόνος και η θεματολογία του συχνά «συνομιλούν» –έστω και έμμεσα– με τις σκοτεινές καταγραφές της «ποίησης της ήττας», ακόμα κι αν ο Γκόρπας απορρίπτει τον ρητορικό τους τόνο. Η απουσία ηρωισμού και η παρουσία της μελαγχολίας, της διάψευσης και της απώλειας υποδεικνύουν κοινές αγωνίες, εγγεγραμμένες ωστόσο σε διαφορετικό ύφος.

Οι μέρες μας κυλούν σα χειμωνιάτικα ποτάμια

στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους

(«Απόφοιτοι γυμνασίου»)

Θα λέγαμε ότι αν και ο ίδιος φαίνεται να αποστρέφεται την έννοια του «λογοτεχνικού διαλόγου», το έργο του τροφοδοτείται υπόγεια από ένα ευρύ φάσμα λόγων και μορφών – γεγονός που αναδεικνύει τις σύνθετες πολιτισμικές και διακειμενικές του επιρροές.

 

Η θέση του στην ελληνική λογοτεχνία

Ο Θωμάς Γκόρπας υπήρξε –με κάθε έννοια– ένας ανένταχτος της ποίησης. Κινήθηκε δίπλα αλλά ποτέ εντός των κυρίαρχων λογοτεχνικών τειχών, των ρευμάτων, των τάσεων που διεκδικούσαν «θέση» στα ελληνικά γράμματα. Ανήκε περισσότερο στους αντιρρησίες του λόγου παρά στους εκφραστές κάποιας «γενιάς». Δεν ήταν μεταμοντέρνος· δεν ήταν και υπαρξιστής. Είχε επηρεαστεί από τους υπερρεαλιστές, όμως αποστρεφόταν κάθε υπερβολή στη γλώσσα. Αν και δεν υπήρξε μέλος ή μεταφραστής της Beat γενιάς, πνευματικά συγγένευε με αυτήν. Όπως ο Γκίνσμπεργκ, ο Φερλινγκέτι αλλά και ο Μπουκόφσκι, μιλούσε για τους ανθρώπους στο περιθώριο, για το αλκοόλ, τη μοναξιά, τον έρωτα χωρίς ειδυλλιακές ωραιοποιήσεις. Η γραφή του είχε τη φυσική ακατέργαστη ορμή των Beat, αλλά με έντονο ελληνικό χρώμα. Αν είχε κάποια λογοτεχνική συγγένεια με την ελληνική ποίηση, αυτή ήταν με τη ρεαλιστική, κοινωνική, αντιηρωική γραφή του Βάρναλη, του Καρυωτάκη, του Άρη Αλεξάνδρου. Από τους σύγχρονους, κοντύτερά του στάθηκαν η Κατερίνα Γώγου, ο Γιώργος Κακουλίδης και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ίσως, ακόμη, και ο Άκης Πάνου – όχι ως «σχολή», αλλά ως μοναχικοί συνοδοιπόροι, που έγραφαν χωρίς φιλοδοξία αποδοχής, αλλά με ανάγκη.

Άνθρωπος της αγοράς αλλά και του λογοτεχνικού συναφιού «όργωσε» τις διάφορες πιάτσες της εποχής, από το πατάρι του Λουμίδη και το Βυζάντιο μέχρι το μεταμεσονύκτιο Au revoir της Πατησίων. Είτε συνομιλώντας με τους ανθρώπους της λογοτεχνικής πιάτσας, είτε ξενυχτώντας στα μπαρ.

Μπαρ Ω Ρεβουάρ μπαρ Μπαρίνο μπαρ Μπον Σουάρ μπαρ Τετ α Τετ μπαρ μπαρ μπαρ ολονύχτια ψιλή βροχή ταξί γνωστοί ουίσκι κ’ εγγλέζικα τσιγάρα […] άλλαξε σε παρακαλώ κοριτσάκι μου ταμπλώ δεν μας βλέπεις που είμαστε χτισμένοι με τσιγάρα ποτά και καφέδες («Μεταμεσονύκτιος Αγών»)

Ο Μεσολογγίτης Θωμάς Γκόρπας υπήρξε ένας ποιητής χωρίς πατρίδα στους λογοτεχνικούς χάρτες της εποχής του. Δεν εντάχθηκε σε ομάδες ούτε ακολούθησε κατευθύνσεις. Έγραψε όπως έζησε: μετωπικά, απλά, με μια γλώσσα που δεν διεκδικεί κύρος αλλά επαφή. Δεν εντάχθηκε ποτέ σε κινήματα, δεν υιοθέτησε τις επιταγές των καιρών ούτε καλλιέργησε προσωπικό μύθο. Αντιθέτως, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος στην ανάγκη για αλήθεια, για άμεση έκφραση, για επαφή με τον άλλο. Η ποίησή του, αν και λιγότερο γνωστή στο ευρύ κοινό, αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα αυθεντικής λαϊκής φωνής, μια υπενθύμιση πως η τέχνη δεν είναι μόνο υψηλή αισθητική αλλά και απλό, συγκινητικό, ζωντανό βίωμα. Στο πλαίσιο της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης, ο Γκόρπας αντιπροσωπεύει ένα δρόμο μοναχικό, αλλά εξόχως πολύτιμο. Όσο κι αν φαίνεται να κινείται στο περιθώριο της ποιητικής παραγωγής της εποχής του, ενσαρκώνει μια κεντρική και κρίσιμη ένταση του ελληνικού 20ού αιώνα: τη σύγκρουση ανάμεσα στο επίσημο και το βιωμένο, στο ένδοξο και το άδοξο, στο υψηλό και το ταπεινό. Το έργο του δεν είναι απλώς κάτι «διαφορετικό», είναι μια ριζική απόρριψη του τρόπου με τον οποίο η ελληνική ποίηση συχνά θεσμοθετεί τον εαυτό της. Αντί για τις οικουμενικές χειρονομίες και τις αφηρημένες ενοχές, ο Γκόρπας επιμένει στα μικρά επεισόδια της ζωής, στους ανώνυμους χαρακτήρες, στη φθορά των σωμάτων και των λέξεων. Η ποίησή του μας προκαλεί να εγκαταλείψουμε την ασφάλεια των ερμηνευτικών σχημάτων και να σταθούμε δίπλα της, σαν μπροστά σε έναν άνθρωπο που μιλά με θράσος, πίκρα και ειλικρίνεια: όχι για να πείσει, αλλά για να σταθεί όρθιος.

Η ποίηση είναι κι αυτή ένα μεροκάματο, έγραψε ο Γκόρπας τον Απρίλη του 1990 στην Αίγινα[1]. Μ΄ αυτό το μεροκάματο έφυγε τον Απρίλη του 2003.

 

 

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΓΚΟΡΠΑ

Σπασμένος καιρός, Μινώταυρος, Αθήνα 1957

Παλιές ειδήσεις, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1966

Το πανηγύρι τ’ Αη Συμιού (μαζί με τον Βησσαρίωνα Γκόρπα), Ζυγός, Αθήνα 1972

Πανόραμα, Panderma, Αθήνα 1975

Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, εισαγωγή-βιογραφικά-ανθολόγηση (1850-1950), δύο τόμοι, Σίσυφος, Αθήνα 1981

Στέρης. Το τραγικό παραμύθι της ζωής και του έργου ενός πρωτοπόρου. 18 κριτικά άρθρα γύρω από μια έκθεση, Πανόραμα, Αθήνα 1982

Στάσεις στο μέλλον, Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979 & 1980, Πορεία, Αθήνα 1980, Έξοδος, Αθήνα 1983

Περνάει ο στρατός, Πορεία, Αθήνα 1980, Έξοδος, Αθήνα 1983

Τα θεάματα, Έξοδος, Αθήνα 1983

Georges Jean: Γραφή, η μνήμη των ανθρώπων, σειρά «Ανακαλύψεις Δεληθανάση» (τόμος 5), μετάφραση, σύνθεση και συγγραφή του παραρτήματος με τα «Ελληνικά ντοκουμέντα», εΔεληθανάση, Αθήνα 1991, 1994, 1998.

Το βιβλίο όλων των ημερών. Η πρώτη μου ατζέντα, επιλογή ποιημάτων και κείμενα, Δεληθανάση, Αθήνα 1992

Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν, Γαβριηλίδη, Αθήνα 1995

Τα ποιήματα [1957-1983], Γαβριηλίδης, Αθήνα 1995, Κέδρος, Αθήνα 2006, Ποταμός, Αθήνα 2015

 

[1] https://web.archive.org/web/20120319070629/http://logos.caponis.gr/archives/20

Χαράλαμπος Γναρδέλλης

Καθηγητής βιομετρίας, μαθηματικών και πληροφορικής της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Πρόσφατα βιβλία του: Εφαρμοσμένη στατιστική (2019), Ανάλυση Δεδομένων με το IBM SPSS Statistics 28 (2022).

Τελευταία άρθρα από τον/την Χαράλαμπος Γναρδέλλης

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.