Μια ταινία για τον Ντίλαν είναι πάνω απ’ όλα ένα συναρπαστικό αφήγημα. Είτε πρόκειται για ντοκιμαντέρ είτε για βιογραφική μυθοπλασία. Είτε διατρέχει την προσωπική του ζωή, τους έρωτες και την κοινωνική του εμπλοκή, είτε εστιάζει στην τεράστια επίδραση που είχε στη μουσική και στην ποίηση. Ο Τζέιμς Μάνγκολντ περιορίστηκε κυρίως στο δεύτερο. Σκηνοθετεί με δεξιοτεχνία την πιο ενδιαφέρουσα περίοδο της καριέρας του, πρόωρη ενδεχομένως, αλλά κορυφαία στην εξέλιξη της σύγχρονης ηλεκτρικής μουσικής: τη στροφή από τον ακουστικό στον ηλεκτρικό ήχο στο φεστιβάλ του Νιούπορτ το 1965 και την ηχογράφηση του εμβληματικού Highway 61 Revisited.
Προχωρώντας και αναθεωρώντας
Στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, αυτό που είχε πεταχτεί πρόωρα από τους κουνιστούς γοφούς του Έλβις είχε ήδη ενηλικιωθεί. Οι Beatles είχαν ηχογραφήσει το A hard day’s night, οι Kinks το Kinda και οι Stones το Out of our heads. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, υπήρχαν το Wall of Sound του Φιλ Σπέκτορ, οι Beach boys και τα blues. Υπήρχαν βέβαια και οι πρώτοι ακουστικοί δίσκοι του Ντύλαν. Ο Ρόμπερτ Ζίμερμαν είχε ηχογραφήσει τα πέντε πρώτα άλμπουμ του και είχε ήδη υψηλή αναγνώριση στη φολκ σκηνή του Γκρίνουιτς Βίλατζ. Υπό την προστασία και την καθοδήγηση του Πιτ Σίγκερ και της αριστερής διανόησης του Μανχάταν, γινόταν ο εμβληματικός τραγουδοποιός του νέου κύματος της φολκ. Ήταν ένας ρόλος που τον εγκλώβιζε όμως, σταδιακά, σε μια μουσική περσόνα με μοναδική προοπτική την εξυπηρέτηση της αμερικανικής μουσικής διαμαρτυρίας (protest music). Ο ίδιος, το αντιλήφθηκε, ευτυχώς, έγκαιρα. Οι επιλογές του δεν μπορούσαν να εξαντληθούν μόνο στην ιδιοφυή στιχουργική του, όπως αρχικά φάνηκε, αλλά εξερευνούσαν ήδη την εξέλιξη της ίδιας της μουσικής φόρμας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο της ιστορίας εστιάζει το A complete unknown, βασιζόμενο στο εξαιρετικό βιβλίο του Ελάιτζα Γουόλντ, Dylan Goes Electric.
Η ταινία ξεκινά με την άφιξη του Ντίλαν στο Βίλατζ, ένα μικρό επαρχιωτάκι που έρχεται από τις μεγάλες λίμνες της Μινεσότα. Η πρώτη του δουλειά είναι να επισκεφτεί το μεγάλο του είδωλο, τον Γούντι Γκάθρι, ήδη παραπληγικό από νευρολογική ασθένεια σε νοσοκομείο του Νιου Τζέρσεϊ. Η παρουσία του Πιτ Σίγκερ στο νοσοκομείο, δίπλα στον Γκάθρι, είναι καταλυτική για την πορεία του Ντίλαν. Αυτός τον εισάγει σχεδόν αμέσως στους κύκλους της μουσικής διανόησης, οι οποίοι αγωνίζονται να διασώσουν την παραδοσιακή αμερικανική μουσική μέσω του Αρχείου της Φολκ Κουλτούρας (Archive of Folk Culture) – μιας εθνομουσικολογικής ένωσης, αριστερού προσανατολισμού, αυστηρά προσηλωμένης στη διάσωση και στην εξέλιξη της αμερικανικής λαϊκής μουσικής. Το μεγάλο αστέρι αυτών των κύκλων είναι ήδη η Τζόαν Μπαέζ.
Ο Ντύλαν θα καταφέρει να αποκτήσει σύντομα την υποστήριξη των ανθρώπων του Archive μέσω της εκτίμησης που τρέφει γι’ αυτόν ο Σίγκερ. Θα αρχίσει να αποκτά αναγνώριση στο μουσικόφιλο κοινό της εναλλακτικής φολκ σκηνής και θα δώσει την πρώτη επαγγελματική του συναυλία στο εμβληματικό Gerdes Folk City της Νέας Υόρκης. Στο Gerdes θα γνωριστεί με την Τζόαν Μπαέζ και εκεί θα δώσουν την πρώτη κοινή συναυλία. Η ερωτική σχέση μεταξύ των δύο, εφήμερη και ανταγωνιστική, θα προκύψει σχεδόν αμέσως. Η μουσική τους εγγύτητα αφορά κυρίως τη φόρμα του τραγουδιού και την κοινωνική του στόχευση. Αλλά μέχρι εκεί. Η Μπαέζ περιορίζεται κυρίως στο πολιτικό και κοινωνικό τραγούδι με όχημα τη φολκ, ενώ ο Ντύλαν, ανήσυχος και ευρηματικός, ενδιαφέρεται και για την εξέλιξη της μουσικής φόρμας.
Η ταινία αφηγείται τις μουσικές λεπτομέρειες τις ιστορίας χωρίς να μακρηγορεί, με εξαίρεση τις ερωτικές σχέσεις του Ντύλαν με τη Σουζ Ροτόλο, ζωγράφο και πολιτική ακτιβίστρια, και την Μπαέζ. Οι υπόλοιποι ρόλοι αφορούν κυρίως τον Άλμπερτ Γκρόσμαν, μια αμφιλεγόμενη αλλά επιδραστική φιγούρα στα μουσικά πράγματα της Αμερικής του εξήντα, μάνατζερ του Ντύλαν και πολλών άλλων μουσικών της ροκ, και του Τζόνι Κας, θαυμαστή και συναισθηματικού αρωγού στις επιλογές του Ντύλαν. Από την πλευρά των κοινωνικών ακτιβιστών, διαφαίνεται η μορφή του Άλαν Λόμαξ, ιστορικού διευθυντή του Archive of Folk Culture, και του Πιτ Σίγκερ. Η νύχτα που δίχασε τα σίξτις (Τhe night that split the sixties) είναι ο αμφίσημος υπότιτλος του βιβλίου του Ελάιτζα Γουόλντ. Εκεί ακριβώς εστιάζει και κορυφώνεται η ταινία.
Μετά την περίφημη περιοδεία του Ντύλαν στην Αγγλία, την άνοιξη του 1965, οι ορίζοντές του έχουν ήδη διευρυνθεί. Επιπλέον, ο ηλεκτρικός ήχος του Λονδίνου και του Λίβερπουλ τον έχουν επηρεάσει ριζικά. Η επόμενη φάση είναι να τον μεταφέρει στην αμερικανική φολκ. Το περίφημο φεστιβάλ του Νιούπορτ στο Ρόουντ Άιλαντ είναι ο συναυλιακός χώρος για να κάνει την εισαγωγή στις νέες επιλογές του. Εμπλουτίζει το συγκρότημά του με έναν λευκό κιθαρίστα των μπλουζ από το Σικάγο, μέλος των Butterfield blues band, τον Μάικ Μπλούμφιλντ, και έναν λευκό οργανίστα από τη Νέα Υόρκη, τον Αλ Κούπερ, μέλος στη συνέχεια των Blues Project και των Blood Sweet and Tears. Τα υπόλοιπα, ήδη καταγεγραμμένα σε βίντεο της εποχής, είναι γνωστά. Ο Ντύλαν θα παίξει με ένα συναρπαστικό lineup στο Νιούπορτ, θα εκτελέσει το εξάλεπτο «Like a rolling stone», απ’ όπου και ο τίτλος της ταινίας, και οι εντυπώσεις θα είναι μοιρασμένες. Πολλοί από τους συνηθισμένους στη φολκ ακροατές θα νιώσουν αμηχανία από τον ηλεκτρικό ήχο και θα αντιδράσουν γιουχάροντας, άλλοι θα γοητευτούν. Η ταινία δραματοποιεί περαιτέρω το γεγονός με όλες τις πραγματικές λεπτομέρειες των παρασκηνίων. Αγωνία και παρεμβάσεις της τελευταίας στιγμής για να αποφευχθεί το μοιραίο, να τελεστεί δηλαδή η «ιεροσυλία» των ηλεκτρικών οργάνων στο συναυλιακό ναό της φολκ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Ντύλαν θα παίξει τρία ηλεκτρικά κομμάτια και θα αποσυρθεί εκνευρισμένος. Κατόπιν πιέσεων του Σίγκερ θα επανέλθει παίζοντας δυο ακόμη ακουστικά, το «It’s all over now» και το «Mr. Tambourine Man». Ύστερα από μερικές εβδομάδες, τον Σεπτέμβριο του 1965, κυκλοφορεί το ιστορικό πλέον άλμπουμ, Highway 61 Revisited, ένα από τα επιδραστικότερα άλμπουμ στην ιστορία της ροκ μουσικής, ανοίγοντας το δρόμο για τη μείξη του ηλεκτρικού ήχου με τη φολκ και εγκαινιάζοντας ένα από τα σημαντικότερα ρεύματα της σύγχρονης ηλεκτρικής μουσικής.
Ο Ντύλαν του κινηματογράφου
Η ταινία μεταφέρει γοητευτικά και εκ των ένδον τους ανταγωνισμούς, τις μουσικές συγγένειες και τα σημαίνοντα της εποχής, από τα τραγούδια των Kinks (πολύ όμορφη η επιλογή του «All Day and All of the Night», ως μουσική επένδυση του χωρισμού με τη Ροτόλο), μέχρι την –άδικη– απαξιωτική ατάκα του Ντύλαν για τον Ντόνοβαν (εγώ δεν είμαι Ντόνοβαν). Οι ερμηνείες από τους ηθοποιούς είναι εξαιρετικές, όπως επίσης και οι εκτελέσεις των τραγουδιών από τους ίδιους. Η εκτέλεση του «It Ain't Me Babe» με τον Τιμοτέ Σαλαμέ και την Μόνικα Μπαρμπάρο είναι ισάξια της αρχικής του Ντίλαν με την Μπαέζ στο Νιούπορτ (υπάρχει σε βίντεο της εποχής). Η φωτογραφία επίσης εξαιρετική όπως και η μουσική παραγωγή.
Από τις ταινίες που έχουν γυριστεί για τον Μπομπ Ντύλαν, ξεχωρίζουν τα εμβληματικά ντοκιμαντέρ No direction home του Μάρτιν Σκορσέζε και Don’t Look back του Ντ. Α. Πένεμπεϊκερ, μαζί με την ευφάνταστη μυθοπλασία I'm Not There του Τοντ Χέινς. Το A Completely unknown στέκει ισάξια ανάμεσά τους, αποκαλύπτοντας επιπλέον έναν εξαιρετικό ηθοποιό (και τραγουδιστή): τον Τιμοτέ Σαλαμέ.