Ξεκίνησε την καριέρα του με τα αδέλφια του Καρλ και Ντένις, τον ξάδερφό τους Μάικ Λαβ και το φίλο Αλ Τζαρντίν, ιδρύοντας τους Beach Boys στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το συγκρότημα έγινε γρήγορα συνώνυμο με τον ήχο της Καλιφόρνιας, το surf, τα αυτοκίνητα και την εφηβική ανεμελιά. Τα πρώτα τραγούδια, όπως «Surfin' U.S.A.», «I Get Around» και «California Girls», ήταν χιτ με εμπορική επιτυχία, αλλά ήδη διακρίνονταν για την πλούσια αρμονία και την τελειομανία στην παραγωγή – χαρακτηριστικά που οφείλονταν κυρίως στον Μπράιαν Γουίλσον.
Όταν οι Beach Boys έκαναν την εμφάνισή τους η αμερικανική μουσική σκηνή κυριαρχούνταν από το rock and roll των Τσακ Μπέρι και Λιτλ Ρίτσαρντ, τις doo-wop αρμονίες και τα γυναικεία φωνητικά συγκροτήματα της Motown και της Atlantic. Ταυτόχρονα, από την Ευρώπη ξεκινούσε μια μουσική επανάσταση: στη Βρετανία σχηματίζονταν συγκροτήματα όπως οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Kinks, που επρόκειτο να αναδιατάξουν πλήρως την παγκόσμια μουσική βιομηχανία. Σε αντίθεση με την ακατέργαστη ενέργεια του βρετανικού rhythm and blues που έμελλε να γεννηθεί, οι Beach Boys ξεχώρισαν με την αφοσίωσή τους στην αρμονία, την τελειότητα της παραγωγής και την αναζήτηση μιας «εσωτερικής Καλιφόρνιας» – ενός μουσικού τοπίου όσο ονειρικού όσο και εσωστρεφούς. Ενώ άλλοι καλλιτέχνες βασίζονταν στο συναίσθημα του δρόμου, της διαμαρτυρίας ή του έρωτα με σαφή ένταση, ο Μπράιαν Γουίλσον στράφηκε προς τον ήχο ως καθαρή φόρμα τέχνης. Σε μια εποχή όπου η ευρωπαϊκή σκηνή άρχιζε να εκρήγνυται με κιθαριστικές εξάρσεις και νεανική επανάσταση, οι Beach Boys πρόσφεραν μια πιο προσωπική, ηχητικά σύνθετη και πνευματικά στοχαστική μορφή ποπ που, εν τέλει, επηρέασε βαθιά και τους ίδιους τους «αντιπάλους» τους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η φαινομενικά απλή, μαγευτική επιφάνεια των τραγουδιών των Beach Boys υπέκρυπτε την ανάγκη του Wilson να εκφραστεί μουσικά με κάτι βαθύτερα υπαρξιακό. Επηρεασμένος από τη μαύρη μουσική, τη jazz, τις συνθέσεις του Τζορτζ Γκέρσουιν, του Φιλ Σπέκτορ και την κλασική παράδοση, άρχισε να πειραματίζεται ολοένα και περισσότερο στο στούντιο. Με το άλμπουμ Pet Sounds του 1966, έδωσε σάρκα και οστά στο όραμά του.
Το Pet Sounds αποτελεί ένα από τα πιο ρηξικέλευθα έργα στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής, ένα σημείο καμπής στην ιστορία της, ένα έργο που αμφισβήτησε τα όριά της προτείνοντας μια νέα μορφή έκφρασης. Χρησιμοποιώντας ασυνήθιστα όργανα (όπως το theremin, το harpsichord, ακόμα και κουδούνια ποδηλάτου), πολυφωνικά φωνητικά και πλούσιες αρμονικές δομές, ο Γουίλσον δημιούργησε μια μορφή «συμφωνικής ποπ» που δεν είχε προηγούμενο. Οι στίχοι του άλμπουμ, αντανακλώντας την ευαισθησία και την προσωπική του ανασφάλεια, μιλούσαν για την αγάπη, την απόρριψη, την ανάγκη για αποδοχή και τη μοναξιά. Ήταν ένα έργο μελαγχολικό, ειλικρινές και ανθρώπινο, που ξάφνιασε κοινό και κριτικούς. Δεν ήταν εμπορικό άλμπουμ με την παραδοσιακή έννοια, αλλά κατάφερε να επηρεάσει βαθιά τους ίδιους τους Beatles. Το Pet Sounds είναι η απόδειξη πως μια εσωστρεφής ευαισθησία μπορεί να αλλάξει την ανθρώπινη καθημερινότητα, έστω και με τη μορφή μιας μελωδίας που αρνείται να φύγει από το μυαλό σου.
Ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ δήλωσε πως το Pet Sounds ήταν η άμεση έμπνευση για να δημιουργήσουν οι Beatles το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band. Έτσι γεννήθηκε ένας άτυπος μουσικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο σπουδαιότερα συγκροτήματα της δεκαετίας του 1960, που όμως βασιζόταν στον αλληλοσεβασμό και την ώθηση προς τις νέες μουσικές φόρμες. Η απάντηση των Beatles στο Pet Sounds ήταν το Revolver και το Sgt. Pepper’s, ενώ το Smile υπήρξε η προσπάθεια του Γουίλσον να απαντήσει στα δύο αριστουργήματα των Beatles. Καθώς το έργο απαιτούσε συνεχείς ενορχηστρωτικές αναζητήσεις, ποιητικές συνεργασίες με τον Van Dyke Parks και ένα επίπεδο πειραματισμού που ξεπερνούσε τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής, η πίεση έγινε αφόρητη. Ο Γουίλσον οδηγήθηκε σε βαριά κατάθλιψη, ακουστικές ψευδαισθήσεις και ακραίες κρίσεις άγχους. Το έργο παρέμεινε ατελές για δεκαετίες, ενώ ο ίδιος αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή και παρέμεινε σε καθεστώς απομόνωσης, υπό τη φροντίδα –ή κατά πολλούς, τον έλεγχο– του αμφιλεγόμενου ψυχολόγου Eugene Landy. Η συνύπαρξη ιδιοφυΐας και ψυχικής ευαλωτότητας στην περίπτωση του Γουίλσον δείχνει πόσο λεπτή είναι η γραμμή μεταξύ δημιουργικής έμπνευσης και αυτοκαταστροφής. Ο ίδιος χρειάστηκε δεκαετίες για να επανέλθει σε στοιχειώδη ισορροπία και μόλις το 2004 παρουσίασε ολοκληρωμένο το Smile, το οποίο αναγνωρίστηκε άμεσα ως αριστούργημα. Αυτή η καθυστερημένη αποκατάσταση δεν ανήκει μόνο στην προσωπική του διαδρομή. Είναι ταυτόχρονα μια δικαίωση για όλους εκείνους που βλέπουν την ποπ μουσική κάτι περισσότερο από ένα εμπορικό προϊόν – μια μορφή υψηλής τέχνης.
Η σημαντική συμβολή του Μπράιαν Γουίλσον είναι ότι έδωσε φωνή σε όσους ένιωθαν «εκτός», σε μια εποχή που κυριαρχούσε το μοντέλο της ηλιοκαμένης ευτυχίας. Οι μελωδίες του είναι γεμάτες από μια αίσθηση χαμένης παιδικότητας, αλλά και μιας γλυκόπικρης συνειδητοποίησης για την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής. Αν σήμερα θεωρούμε την ποπ ικανή να εκφράσει ποίηση, μνήμη και συγκίνηση, το οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτόν. Η ιστορία του Γουίλσον δεν είναι μόνο μουσική. Είναι η ιστορία ενός καλλιτέχνη που, ενώ πάλευε με τις φωνές στο μυαλό του, κατάφερε να χαρίσει στον κόσμο τις πιο όμορφες φωνές που ακούστηκαν ποτέ στο ραδιόφωνο.