Η προφορική εκφορά μιας σκέψης προϋποθέτει συγχρόνως ένα «τώρα»: τον δημιουργό της σκέψης ως γλωσσικής έκφρασης, το δημιουργούμενο φωνητικό «κείμενο» και τον αποδέκτη/ακροατή του «κειμένου». «Κάθε τώρα είναι το τώρα μιας ορισμένης (ανα)γνωρισιμότητας», μας είπε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940), στο τελευταίο ημιτελές έργο του.[1] Γίνεται δηλαδή γνωστή η σημασία της σκέψης, του ακούσματος, σε έναν ορισμένο χρόνο από ορισμένους ακροατές, οι οποίοι ξεχωρίζουν τι έχει προηγηθεί, τι συνεπάγεται το άκουσμα της σκέψης. Αν όμως η σκέψη αυτή έχει σωθεί σε καταγραμμένη (και τυπωμένη) μορφή, τότε το «τώρα» αυτό μεταβάλλεται σε δυνατότητα ανάγνωσης κειμένου, δυνατότητα διαθέσιμη σε όλους όσοι καταλαβαίνουν τη φρασεολογία του κειμένου, την «ιστορία» του (τι σχετικό έχει προηγηθεί) και τη διαμόρφωση του μελλοντικού «τοπίου», που ο γραπτός λόγος του κειμένου ενδεχομένως θα προκαλεί. Πρόκειται για το «τώρα» της αναγνωσιμότητας του κειμένου.
Αυτό είναι πάλι ένα σκεπτικό που προέρχεται από το ίδιο έργο του Μπένγιαμιν.[2] Φυσικά όλα τα κείμενα δεν γίνονται αναγνώσιμα σε όλο τους το εύρος οποτεδήποτε. Χρειάζεται η «συνύπαρξη» με τα επίκαιρα σημεία μιας τρέχουσας πραγματικότητας.[3] Η δύναμη της αναγνώρισης ενός κειμένου βασίζεται τώρα, μέσω του γραπτού λόγου, στην αναγνωσιμότητά του. Ωστόσο, με την παρουσίαση του κειμένου στα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα (τηλεόραση, ηλεκτρονικός υπολογιστής, podcast), ο προφορικός λόγος δεν φαίνεται να ατονεί. Μπορεί και να ενισχύει την αναγνωρισιμότητα του κειμένου. Το ζήτημα είναι αν, στη σύγχρονη εποχή, με δεδομένη την επικράτηση της τυπογραφίας, η προφορική ανάγνωση ενός κειμένου ενισχύει την αναγνωρισιμότητά του. Μέχρι ποιο βαθμό δηλαδή την επηρεάζει και πού οδηγεί η διαδικασία αυτή. Ενδεικτικές μαρτυρίες παρέχουν ο Αριστοτέλης και ο «αναγνώστης» του, Γιούργκεν Χάμπερμας.
Όπως είναι γνωστό, στην εποχή του Αριστοτέλη κυριαρχούσε η προφορικότητα του λόγου, το «κείμενο» έπρεπε να επενεργήσει αποτελεσματικά μέσω της ακρόασής του. Με αυτή την προϋπόθεση δίνει ο ίδιος τις σκέψεις του για το λεκτικό και το ύφος του ρητορικού λόγου στο τρίτο βιβλίο της Ρητορικής του, γνωστό και με τον τίτλο Περὶ λέξεως. Η γραπτή μορφή κειμένου καθόλου δεν ήταν αμελητέα. Συνέβαλε μέσω της προφορικής, η οποία προηγείται σε σπουδαιότητα, στην αναγνωρισιμότητα του κειμένου. Ο Αριστοτέλης συνιστά να είναι απαραίτητα το «γραμμένο (κείμενο) ευανάγνωστο και ευπρόφερτο»[4]. Και τα δύο επίθετα αναφέρονται σε προφορική, μεγαλόφωνη ανάγνωση του κειμένου. Θέτουν όμως και ένα επίκαιρο ζήτημα: Η σημασία ενός κειμένου γίνεται γνωστή, γνωρίζεται, και οπτικά από τη γραπτή μορφή του, αλλά και ηχητικά, από την φωνητική απόδοση της γραπτής μορφής. Η απόδοση της γραπτής μορφής σε λόγο προφορικό, πρέπει να βασίζεται στην επάρκεια του «τεχνικού» επιπέδου της μορφής, στην οποία είναι διαθέσιμο το κείμενο. Επομένως η (ανα)γνωρισιμότητα της σημασίας ενός κειμένου προϋποθέτει και τη δυνατότητα της επιτυχημένης ανάγνωσής του, για την οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί ο οπτικός παράγοντας (εὐανάγνωστον).
Από τον Αριστοτέλη προέρχεται η αινιγματική φράση τὰ γραφόμενα τῶν ἐν τῇ φωνῇ (σύμβολα),[5] αινιγματική γιατί ο ενεστώτας της μετοχής (τὰ γραφόμενα) προϋποθέτει διαρκή ενέργεια της γραφής χωρίς αναγκαία συγκεκριμένη προφορική «δέσμευση» αντίστοιχου κειμένου. Το διαρκώς επίκαιρο ζήτημα που δημιουργείται εδώ είναι, πώς μπορεί να οριοθετηθεί ή μάλλον να επιδράσει η αναγνωρισιμότητα του κειμένου, και πώς η αναγνωσιμότητά του, πώς, δηλαδή ώς ποιο βαθμό, γίνεται αντιληπτή η σημασία του σε ακουστική ή/και σε γραπτή μορφή, ένα ζήτημα από το οποίο εξαρτάται και ο βαθμός αποδοχής ή μη του κειμένου. Όπως φαίνεται, για μια ακόμη φορά, ο Αριστοτέλης παρέχει δυνατότητες σκέψης και προβληματισμού και για, απροσδόκητες ίσως, αλλά καθόλου ασήμαντες πτυχές της σημερινής πραγματικότητας.
Το μέσον μετάδοσης, το πώς αυτό, ενός προφορικού «κειμένου» (λόγου) εξαρτάται για τον Αριστοτέλη από την ένταση της φωνής και την παραστατικότητα του ομιλητή/ρήτορα. Στη Ρητορική του. ο φιλόσοφος διαπιστώνει μείωση της σαφήνειας που μεταδίδεται στον ακροατή του λόγου «ὅπου μάλιστα ὑπόκρισις, ἐνταῦθα ἥκιστα ἀκρίβεια ἔνι. Τοῦτο δὲ ὅπου φωνῆς, καὶ μάλιστα ὅπου μεγάλης»[6]. Η διαπίστωση σημαίνει ότι εκεί όπου κυριαρχεί η σκηνική συμπεριφορά στον προφορικό, όχι μόνο στον ρητορικό, λόγο ενός ομιλητή, εκεί ακριβώς υπάρχει εξαιρετικά μειωμένη ακριβολογία. Το ίδιο ισχύει και για τη φωνή, ιδιαίτερα για φωνή υψηλής έντασης. Πρόκειται για ένα είδος σκόπιμης (και υπέρμετρης) εικονιστικής συμπεριφοράς, δημιουργημένης από τον ομιλητή, τον χειριστή του λόγου (ὑπόκρισις). Ενδιαφέρει εδώ η διαπίστωση ότι η υπέρμετρη παραστατικότητα εκ μέρους του ομιλητή επηρεάζει το λεκτικό του λόγου. Όπως εξηγεί ο Αριστοτέλης, μειώνει αντίστοιχα με την ακριβολογία τὴν περὶ τὸν λόγον ἐνέργειαν[7], την αποτελεσματικότητα του λόγου. Ποια είναι η αποτελεσματικότητα αυτή εξαρτάται κυρίως από το χειριστή του λόγου. Πάντως, τα εικονιστικά ή και τα ακροαματικά συμφραζόμενα του προφορικού λόγου μπορεί να επηρεάζουν αποφασιστικά και τους αποδέκτες του λόγου. Στη Ρητορική, ο Αριστοτέλης δηλώνει: ο λόγος «είναι κατά κάποιον τρόπο σημείο (σημεῖον τι), αν δεν δηλώνει κάτι, δεν θα εκπληρώνει το έργο του».[8] Πρέπει δηλαδή να μεταδίδει στους αποδέκτες του σημασία καταληπτή, αντίστοιχη με την πρόθεση του χειριστή (δημιουργού, αγορητή) του λόγου. Αν όμως δεν γίνεται καταληπτή, αν ο λόγος δεν έχει την απαιτούμενη ακριβολογία, τότε δημιουργεί κάποτε αδράνεια στο ακροατήριο, δεν δείχνει τις δυνατότητες ενέργειας του ακροατή για την προκείμενη υπόθεση. Ο Αριστοτέλης θίγει εδώ το ζήτημα όχι μόνο των προθέσεων του χειριστή του λόγου αλλά και το ζήτημα για το διανοητικό επίπεδο του ακροατή του λόγου,. Συνθήκες ακραίας παραστατικότητας (ενδεικτικά: διαρκείς χειρονομίες ομιλητή, υπέρμετρη ένταση της φωνής, επιβλητικό λεξιλόγιο) μπορεί να επηρεάζουν το ακροατήριο και να προκαλούν ένα είδος σιωπηλής αποστασιοποίησης ως αντίδραση στον θόρυβο που ο χειριστής του λόγου προκαλεί. Πολλοί δηλαδή, συνεχίζει ο Αριστοτέλης, όπως εκφέρουν το λόγο παραζαλίζουν τους ακροατές, τους. Έστω και αν χρησιμοποιούν φόρτιση λεκτική, δεν λένε τίποτε[9]. Με άλλα λόγια, δεν αφήνουν να καταλάβει ο ακροατής ανεξάρτητα από τις γνώσεις και το μορφωτικό του επίπεδο τι θέλει να πει ο ομιλών. Αν όμως επιδιώκει σε κατάλληλα συμφραζόμενα αυτό το «παραζάλισμα» ως προετοιμασία του αποδέκτη για να του μεταβιβάσει λίγο μετά τον εξωραϊσμό της πραγματικότητας, όπως τον «σκηνοθετεί» ο χειριστής του λόγου; Είναι ζήτημα όχι μόνο γλωσσικής έκφρασης (ο τρόπος μετάδοσης του λόγου), αλλά και σύμφυτης εικονιστικής παρουσίασης του λόγου (η εμφάνιση, η «συμπεριφορά» του ρήτορα, η αντίδραση του αποδέκτη του λόγου), θέμα εξαιρετικά επίκαιρο και στην εποχή μας.
Εφόσον ο λόγος είναι κατά κάποιον τρόπο σημείο, όπως διατυπώνεται στη Ρητορική,[10] και έργο του είναι να δηλώνει κάτι, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα της σκοπιμότητας του λόγου. Ο Αριστοτέλης ορίζει στα Πολιτικά του (1253 a9 εξ.) ως έργο του λόγου το να εκφράζει το «συμφέρον» και το «βλαβερόν», το «δίκαιον» και το «άδικον». Οι έννοιες αυτές για να έχουν διαρκή αναγνωρισιμότητα χρειάζονταν, στην εποχή του Αριστοτέλη, ένα ορισμένο «τώρα», μιαν ορισμένη χρονική περίοδο με κυριαρχία προφορικού λόγου. Χρειάζονταν ακόμη μιαν ορισμένη αντιπαράθεση, ποιος κρίνει το συμφέρον και για ποιον, πώς αναγνωρίζεται η κρίση. Ο προφορικός λόγος παραπέμπει άμεσα στην πρόθεση του χειριστή του λόγου χωρίς να επιμένει στις αντιδράσεις του ακροατή. Η γραφή μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά (σύμβολον), στις όποιες ατέλειες της προφορικής ανάγνωσης, ο Αριστοτέλης ωστόσο δεν επιμένει σε λεπτομέρειες[11].
Χάμπερμας και δημόσια σφαίρα
Αν όμως πρόκειται για δυνατότητα ανάγνωσης από γραπτό κείμενο και μόνο, τότε η σκοπιμότητα του λόγου αποκτά σταθερή γλωσσική έκφραση και προκαλεί στο ίδιο επίπεδο τη σταθερή αντίδραση, θετική ή αρνητική, από τους αποδέκτες του λόγου. Είναι η διυποκειμενική ανταλλαγή επιχειρημάτων, ο ελεύθερος από κυριαρχική υπεροψία διάλογος, όπως εξηγεί στο έργο του ο Γιούργκεν Χάμπερμας (γ. 1929). Ο διάλογος αυτός –διευκρινίζει ο Χάμπερμας με επίμονη και ιδιόμορφη διαφάνεια έκφρασης–[12] οδηγεί στη συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων. Συνεννόηση, στο περιβάλλον, στην επικαιρότητα που ζουν, έστω και αν ζουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Με ακατάπαυστη γραπτή δημιουργία και προσωπική παρέμβαση, όπου χρειάσθηκε, ο Χάμπερμας, αναγνώστης ο ίδιος του Αριστοτέλη, δείχνει ότι το κυριότερο συνεκτικό μέσο στις εκκοσμικευμένες σύχρονες κοινωνίες είναι ο διάλογος ως τρόπος αναζήτησης του καλύτερου, δηλαδή του πιο αποτελεσματικού, επιχειρήματος. Στις ψηφιακές μέρες μας δεν υπάρχει ο ανύποπτος αποδέκτης του επιχειρήματος ούτε ο απλός χειριστής του λόγου, αλλά ο έγκυρος αναζητητής, μέσω της γλωσσικής έκφρασης και του διαδικτύου, της κοινής συναίνεσης, ο δημιουργός της συνεννόησης. Το «τώρα» (που ζητούσε ο Μπένγιαμιν) μιας επιχειρηματολογίας, η οποία τέμνει την επικαιρότητα, μπορεί στην εποχή μας να δοθεί όχι μόνο ως αναγνώσιμο γραπτό κείμενο αλλά ταυτόχρονα και ως ακρόαμα φωνητικό μέσω της οθόνης του υπολογιστή. Αναρωτιέται κανείς για τα σύμφυτα ερωτήματα που δημιουργούνται, πώς μεταβάλλεται η αναγνωσιμότητα ενός κειμένου και συνυπάρχει με την ακροαματικότητά του, και σε ποιους, πώς συγκροτείται με την αναγνωσιμότητα η δύναμη της αναγνώρισης του κειμένου.
Τα ερωτήματα αντιμετωπίζει ο Χάμπερμας, όχι σε μορφή μονοθεματικής πραγματείας αλλά δοκιμίου, ακριβέστερα μικροδοκιμίων, γιατί τον ενδιαφέρουν οι επιμέρους ζωτικές πλευρές της επικαιρότητας: στο πρόσφατο (2022) δημοσίευμά του «Μια νέα μετατροπή στη δομή της δημόσιας σφαίρας και η διαβουλευτική πολιτική» περιλαμβάνονται ένα εκτενέστερο δοκίμιο χωρισμένο σε έξι μέρη και κείμενα δύο συνεντεύξεων του[13]. Το δοκίμιο φέρει τον τίτλο «Στοχασμοί και θεματικές προτάσεις στην εκ νέου μετατροπή της δομής της δημόσιας πολιτικής σφαίρας»,[14] και εξετάζει τη συγκρότηση και τις συνέπειες του σκεπτικού που οι διαλεγόμενοι μέσω υπολογιστή (και δικτύων) μεταδίδουν ή ανταλλάσσουν, ως ομιλητές ή και ως συγγραφείς. Ο Χάμπερμας συζητεί τον τρόπο έκφρασης του σκεπτικού, ο οποίος θα εξασφαλίσει τη συνεννόηση μέσω του διαλόγου. Έτοιμες οδηγίες δεν δίνει, δίνει όμως κάτι πολύτιμο, την προβληματική και τους στοχασμούς του στα αμφιλεγόμενα σημεία της χρήσης των (ψηφιακών) Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης. Το κείμενο του Χάμπερμας δεν αποτρέπει την χρήση των Μέσων, αλλά οδηγεί τον χρήστη να αποφεύγει τον κίνδυνο όταν λέει (γράφει) κάτι να μη λέει τίποτε, να μην παραζαλίζει –να μην παραπλανά– τον αποδέκτη ενός μηνύματος, αν θέλει κανείς να θυμηθεί τον Αριστοτέλη. Αν όμως δεν προλαβαίνει να «σταθεροποιηθεί» ένα όριο μεταξύ χρήστη και αποδέκτη, όπως συμβαίνει στην εποχή μας με τη ταχύτητα μετάδοσης μιας πληροφορίας;
Ο όρος «δημόσια σφαίρα» (Öffentlichkeit) σημαίνει για τον Χάμπερμας το χώρο ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και στο πολιτικό σύστημα της κοινωνίας. Με τη λειτουργία της, η δημόσια σφαίρα ενσωματώνει στην κοινωνία τους πολίτες και συμβάλλει στην συνοχή της κοινωνίας. Aσφαλίζει έτσι την ύπαρξη της δημοκρατικής πολιτείας. Συνοχή σημαίνει συνεννόηση μέσω επικοινωνίας και ο τρόπος έκφρασης της επικοινωνίας επηρεάζει αποφασιστικά τον σχηματισμό της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας του «τώρα», παντού στον κόσμο. Η παγκοσμιότητα αυτή κινείται ανάμεσα στα διακηρυγμένα ανθρώπινα δικαιώματα σε διεθνείς οργανισμούς και στο ανεκπλήρωτο ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιεχόμενό τους. Ταυτόχρονα θέτει και το πρόβλημα για τον τρόπο της έκφρασης του ψηφιακού μηνύματος, πρόβλημα σύμφυτο με το βαθμό κατανόησής του εκ μέρους του αποδέκτη. Η ατομικότητα ενός εκάστου συνυπάρχει με την ισονομία όλων. Δημοκρατία και Κράτος δικαίου, το ίδιο, ως ίσος προς ίσον, στο ίδιο επίπεδο. Τις σκέψεις αυτές του Χάμπερμας εκπληρώνει μόνο μια θεωρία διαλόγου με επίκεντρο την ιδέα μιας διαβουλευτικής πολιτικής, όπου τα ισότιμα διαλεγόμενα μέρη επιδιώκουν πρωταρχικά να ανταλλάξουν απόψεις για να μπορέσουν να συνεννοηθούν (σ. 12-20, 1ο μέρος του δοκιμίου[15]). Προβάλλει επομένως ακόμη πιο έντονα η σημασία του τρόπου έκφρασης των απόψεων αυτών και εξηγείται η επιμονή του Χάμπερμας στην έρευνα της διυποκειμενικής επικοινωνίας, ή σε ευρύτερη θεώρηση, της φιλοσοφίας της γλώσσας.
Αναγνωρισιμότητα και αναγνωσιμότητα, τι αναγνωρίζει κανείς στα κείμενα που ο ίδιος «βλέπει», γράφει ή διαβάζει, μπορεί να θεωρηθούν και ως τρόποι πολιτικής/δημόσιας επικοινωνίας. Πώς όμως και σε ποιες συνθήκες να οδηγήσουν σε συνεννόηση, με τη σχέση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας επικοινωνίας που επικρατεί στις δυτικές κοινωνίες, δεδομένου ότι εδώ η ψηφιοποίηση της δημόσιας επικοινωνίας οδηγεί σε σύγχυση ορίων ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τρόπο ζωής; Το αποτέλεσμα είναι, στην εποχή μας, ο χρήστης μέσων κοινωνικής δικτύωσης να κινείται σε χώρους επικοινωνίας κατά το ήμισυ ιδιωτικούς και κατά το άλλο ήμισυ δημόσιους. Έτσι η δημόσια σφαίρα που ώς τώρα διακρινόταν από την ιδιωτική, να χάνει τον συμπεριληπτικό της χαρακτήρα. Ποιους δηλαδή η δημόσια σφαίρα εντέλει αφορά. Αυτό είναι ανησυχητικό φαινόμενο και συνυπάρχει με την ταυτόχρονη ανεπαρκή πολιτική ρύθμιση χρήσης των νέων Μέσων. Ο Χάμπερμας ώς εδώ (2ο μέρος του δοκιμίου, σ. 20-29) θίγει το ζητήματα αυτά.
Στο τρίτο μέρος του δοκιμίου (σ. 30-38) περιλαμβάνονται ορισμένες επιμέρους προϋποθέσεις για την άσκηση διαβουλευτικής πολιτικής, κυρίως στην ΕΕ και, ως ευχετική δυνατότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Χάμπερμας εκφράζεται σε αδρές γραμμές για την προσδοκώμενη πολιτισμική ευδία μιας φιλελεύθερης πολιτικής, στην οποία ανήκει και ο ηθικός πυρήνας της αμοιβαίας αναγνώρισης του άλλου ως συν-πολίτη. Εδώ επίσης ανήκει η αντίληψη ότι ο πολιτικός αντίπαλος είναι αντίπαλος και όχι εχθρός.
ΜΜΕ και ψηφιακός κόσμος
O προβληματισμός του Χάμπερμας στο 4ο μέρος (σ. 38-47) επικεντρώνεται στο «κείμενο» της δημόσιας επικοινωνίας, στη δημιουργία και την ποιότητα της ανταγωνιστικής δημόσιας άποψης, όπως προβάλλεται στο σύστημα των ΜΜΕ. Οι δημιουργοί των απόψεων αυτών, οι πολιτικοί, οι εκπρόσωποι του διαδικτύου, τα πρακτορεία Τύπου, οι διάφοροι παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών πρέπει να έχουν την ευαισθησία να ανακαλύπτουν προβλήματα που απαιτούν ρύθμιση και τότε να κατευθύνουν την είσοδο των δεδομένων αυτών στο ψηφιοποιημένο σύστημα των ΜΜΕ (τροφοδότηση, διαμεταγωγή[16]), ώστε στη έξοδο (output) ως σχηματισμένες δημόσιες γνώμες να είναι αποτελεσματικές και με τη θεματική τους να ξυπνούν την προσοχή του ευρύτερου κοινού που έχει εκλογικό δικαίωμα. Το σύστημα αυτό των MME χρειάζεται για να λειτουργήσει «θυρωρούς», προσωπικό φύλαξης (Gatekeeper) στις ροές επικοινωνίας, από τις οποίες οι πολίτες συγκροτούν τη δημόσια γνώμη τους. Το προσωπικό αυτό ασκεί λειτουργίες συγγραφέα, διευθυντικού στελέχους, κριτικού αναγνώστη και μάνατζερ. Κατευθύνει τη διαμεταγωγή και συντελεί μαζί με εταιρείες στην τεχνική της δημιουργίας, της διαμόρφωσης και διάθεσης της δημόσιας γνώμης.
Η επίδραση των ψηφιακών μέσων αφορά και την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου. Η χρήση εδώ των νέων ψηφιακών ΜΜΕ αποτελεί επαναστατική τομή, συγκρίσιμη με την τομή της εισαγωγής της τυπογραφίας. Οπως στην τυπογραφία αποδεσμεύτηκαν τα σημεία του αλφαβήτου από τη χειρόγραφη περγαμηνή, έτσι και εδώ αποδεσμεύτηκαν τα κωδικοποιημένα σημεία τού αλφαβήτου από το χαρτί της γραφής τους. Το επακόλουθο του νεωτερισμού αυτού είναι ότι οι ροές επικοινωνίας επεκτάθηκαν παντού, ακόμη και για όλες τις εποχές της παγκόσμιας ιστορίας. Η παγκόσμια δικτύωση των υπολογιστών μέσω της οποίας τα οποιαδήποτε πρόσωπα από κάθε χώρο μπορούν να επικοινωνήσουν με οποιαδήποτε πρόσωπα σε κάποιον άλλο χώρο δίνει βέβαια κείμενο μεταβλητό, με αποτέλεσμα η νέα τεχνολογία να έχει και εξαιρετικά αμφίβολες, ενδεχομένως διασπαστικές επιδράσεις στην πολιτική δημόσια σφαίρα αν πρόκειται για εθνικό πλαίσιο.
Το πραγματικά νέο στη δομή των ψηφιοποιημένων ΜΜΕ είναι η χρήση του ιστότοπου (της πλατφόρμας), όπου διατίθενται χωρίς όρια δυνατότητες επικοινωνιακής σύνδεσης με οποιουσδήποτε αποδέκτες. Με την έννοια αυτή, τα νέα Μέσα αλλάζουν ριζικά το ιεραρχημένο πρότυπο επικοινωνίας που ώς τώρα ίσχυε στη δημόσια σφαίρα. Καθιστούν όλους τους δυνατούς χρήστες καταρχήν αυτοδύναμους και με ίσα δικαιώματα συγγραφείς, αλλά έτσι μπορεί να τους απομονώνουν. Παρέχουν τη δυνατότητα ανταλλαγής κάθε δυνατού περιεχομένου ανάμεσα σε πολλούς χρήστες οι οποίοι διακρίνονται στο ρόλο τους βάσει της ονομασίας του Μέσου που χρησιμοποιούν. Καταρχήν αυτοί είναι και οι ίδιοι υπεύθυνοι συμμέτοχοι στην επικοινωνιακή ανταλλαγή θεμάτων ελεύθερης επιλογής. Όπως η τυπογραφία του βιβλίου έκανε όλους δυνάμει αναγνώστες, η ψηφιοποίηση τους έκανε δυνάμει συγγραφείς. Πόσο όμως είχε διαρκέσει ώστε να μάθουν όλοι να διαβάζουν; Oι ιστότοποι δεν παρέχουν στους χειραφετημένους χρήστες τους καμία ανατρεπτική εξέταση του περιεχομένου των μηνυμάτων βάσει αναγνωρισμένων γνωσιακών προτύπων. Εξάλλου, το μοντέλο του προσωπικού φύλαξης καθόλου δεν σημαίνει αναξιότητα για τους χρήστες των Μέσων. Περιγράφει μόνο μια μορφή επικοινωνίας η οποία δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να αποκτούν γνώσεις, να σχηματίζουν τη δική τους κρίση, για τα προβλήματα που χρήζουν μελέτης. Ο πολιτικά αξιόλογος ρόλος του συγγραφέα, ο οποίος δεν είναι ίδιος με το ρόλο του καταναλωτή, οξύνει τη συνείδηση για τις ελλείψεις γνώσεων σε ατομικό επίπεδο αλλά και σε πολιτικό, σε επίπεδο φορέων. Άρα πρέπει να γίνει αντικείμενο εκμάθησης και ο ρόλος του συγγραφέα. Τα δίκτυα επικοινωνίας χωρίς περιορισμούς μπορεί να διευρυνθούν φυγόκεντρα και ταυτόχρονα να συμπυκνωθούν σε κύκλους επικοινωνίας, όπου ο ένας κύκλος απομονώνεται από τον άλλον. Μαζί με την απεριόριστη διεύρυνση υπάρχει ο κίνδυνος αποσπασματικότητας. Ακόμη, με την αλληλεξάρτηση της επικοινωνίας δημιουργείται κάποτε μια δημόσια σφαίρα με επικέντρωση στο έθνος-κράτος.
Στο 5ο μέρος (σ. 48-53), ο Χάμπερμας εξετάζει την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη δημόσια πολιτική σφαίρα, κυρίως της Γερμανίας. Σε κάθε επιμέρους περίπτωση αντιτάσσει στη θετική πλευρά της χρήσης των ψηφιακών Μέσων τη σύμφυτη αρνητική. Ενδεικτικά, η επιχειρηματολογία του: με την πολλαπλότητα της προσφοράς των ΜΜΕ και τον ανάλογο πλουραλισμό σε απόψεις και προοπτικές που αναζητούν απαντήσεις, εκπληρώνονται μακροπρόθεσμα σημαντικές προϋποθέσεις για το σχηματισμό (στον πολίτη) γνώμης κριτικής χωρίς προκαταλήψεις. Από την άλλη πλευρά όμως, η αυξανόμενη παραφωνία ανάμεσα σε τόσο πολλαπλές φωνές (απόψεις) και το περίπλοκο περιεχόμενο των θεμάτων παρακινούν κάποτε τους χρήστες των ΜΜΕ να χρησιμοποιούν ψηφιακές πλατφόρμες (ιστότοπους), στις οποίες απομονώνονται σε περιφρουρούμενα κλειστά συστήματα με ομοϊδεάτες τους. Οι απομονωμένες αυτές επικοινωνιακές νησίδες αναβαθμίζονται κάποτε σε ανταγωνιστικές δημόσιες σφαίρες. Και αυτό συνεπάγεται επακόλουθα. Ο λόγος του Χάμπερμας αποσκοπεί στην αφύπνιση του πολίτη, στην εξουδετέρωση της αποπολιτικοποίησης που μπορεί να προκαλέσει εδώ ο ανταγωνισμός.
Στο 6ο μέρος (σ. 53-67) εξετάζονται πλευρές της τάσης που εκφράζουν οι ψηφιακές πλατφόρμες, ενδεικτικά στη μορφή Facebook, YouΤube, Instagram ή Twitter (πλέον, Χ). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, στο περιβάλλον αυτό, η επιδίωξη να κερδίσουν οι πλατφόρμες την προσοχή του πολίτη ως καταναλωτή. Έτσι, προβάλλεται το ζήτημα της ψυχαγωγίας, η εξατομικευμένη ψυχική φόρτιση ή και, γενικότερα, η προσωποκεντρική παρουσίαση θεμάτων που ενδιαφέρουν ευρύτερα την πολιτική δημόσια σφαίρα. Ερώτημα ουσιώδες είναι, κατά πόσον οι πλατφόρμες αυτές παρακινούν έμμεσα ή ρητά σε ένα είδος ανταλλαγής πολιτικών απόψεων, οι οποίες με αλλαγμένο τον τρόπο χρήσης θα μπορούσαν να επηρεάσουν και τις αντιλήψεις της πολιτικής δημόσιας σφαίρας ως δημόσιας. Εδώ ο Χάμπερμας αναφέρεται στην ανάλυση του Reckwitz[17] (2018), σχετικά με την επιδίωξη μοναδικότητας στην κοινωνία της σύγχρονης εποχής, τόσο για τα αντικείμενα της (ανθρώπινης) οικονομίας (με την πιο ευρεία έννοια), όσο και για το ίδιο το (ανθρώπινο) υποκείμενο. Στο πλαίσιο αυτής της τάσης, εξηγεί ο Χάμπερμας, οι πλατφόρμες παρέχουν κάποτε στον χρήστη μια ναρκισσιστική αυτοπαρουσίαση, σκηνοθετώντας έτσι μέσω influencer –ως ελληνική απόδοση του όρου προτείνω δοκιμαστικά τη λέξη επηρεαστής– μιαν υπόσχεση για μοναδικότητα, με απόκτηση οπαδών (followers) και (υλικού) κέρδους εκ μέρους του χρήστη.
Ένα άλλο είδος πρόσληψης που ενδιαφέρει περισσότερο τον Χάμπερμας, είναι όταν, με τη συμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο σχηματισμός πολιτικής γνώμης και θέλησης αποχωρίζεται από την ώς τώρα πολιτική δημόσια σφαίρα και αυτοβεβαιώνεται ή και με αμοιβαίες διαβεβαιώσεις ερμηνειών και θέσεων οδηγεί σε απομάκρυνση την πολιτική δημόσια γνώμη από τη διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Η διάκριση, αν μεταβληθεί, θα έχει έντονες συνέπειες για την αυτογνωσία του πολίτη ως χρήστη/καταναλωτή του διαδικτύου. Ώς τώρα λείπουν τα δεδομένα για τη στάθμιση των συνεπειών αυτής της υποθετικής αλλαγής, σημειώνει ο Χάμπερμας. Έχουμε μόνο ορισμένες ανησυχητικές ενδείξεις.
Στη διάκριση αυτή βασίζεται η ίδια η μορφή της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι πολίτες στα συνταγματικά-δημοκρατικά κράτη παίρνουν τις πολιτικές τους αποφάσεις στο πεδίο μεταξύ των δικών τους ενδιαφερόντων και του προσανατολισμού προς το κοινό συμφέρον. Επομένως, καταλήγει ο Χάμπερμας, δεν επιτρέπεται να μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο χώρο. Η δημόσια σφαίρα πρέπει να παροτρύνει όλους τους πολίτες να εκφράζουν τη δική τους κρίση για τα εκάστοτε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Ο σχηματισμός της κοινωνίας των ΜΜΕ δεν έχει αλλάξει τίποτε ουσιώδες στο διαχωρισμό δημόσιου και ιδιωτικού. Ωστόσο, η λίγο-πολύ απεριόριστη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να αλλάξει σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού την αντίληψη για τη δημόσια σφαίρα, ούτως ώστε να ξεθωριάζει η έννοια της επιλογής που πρέπει να υπάρχει. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η δημόσια σφαίρα δεν γίνεται πια αντιληπτή ως χώρος επικοινωνίας με γενίκευση ενδιαφερόντων για όλους τους πολίτες. Ο Χάμπερμας εξηγεί ότι, στο δίκτυο, οι χρήστες μπορούν ως συγγραφείς να δραστηριοποιηθούν με νέο τρόπο. Δημιουργούνται δηλαδή στο περιβάλλον αυτό ελεύθερα προσβάσιμοι δημόσιοι χώροι τους οποίους όλοι οι χρήστες καλούνται να χρησιμοποιήσουν χωρίς καμία παρέμβαση, για να απευθυνθούν σε ανώνυμο κοινό και να αγωνιστούν για να κερδίσουν την επιδοκιμασία του. Οι χώροι αυτοί, όπως φαίνεται, έχουν αποκτήσει ιδιάζουσα ανώνυμη οικειότητα. Δεν είναι ούτε δημόσιοι ούτε προσωπικοί αλλά μάλλον διευρυμένη σφαίρα επικοινωνίας για λόγους δημοσιότητας, η οποία έμενε διαθέσιμη μέχρι τώρα ως ιδιωτική.
Οι χρήστες που προβάλλουν ως εξουσιοδοτημένοι συγγραφείς προκαλούν την προσοχή με τα μηνύματά τους όταν η δημόσια σφαίρα κατασκευάζεται χωρίς δομή, μόνο μέσω του σχολιασμού των αναγνωστών και των λάικς των followers. Τα αυτοκινούμενα επικοινωνιακά συστήματα που σχηματίζονται από τη διαδικασία αυτή έχουν κοινό με την κλασική μορφή της δημοσιότητας τον πορώδη χαρακτήρα της ανοιχτοσύνης για περαιτέρω δικτυώσεις. Ταυτόχρονα όμως είναι και κλειστά συστήματα, γιατί διακρίνονται από τον βασικά συμπεριληπτικό χαρακτήρα της δημοσιότητας επειδή χαρακτηρίζονται από την απόκρουση των διαφωνούντων και την αφομοιωτική συμπερίληψη των συμφωνούντων, οι οποίοι διατηρούν την ταυτότητά τους, στον ίδιο περίγραμμα της επαγγελματικά μη φιλτραρισμένης «γνώσης». Μέσω αυτού του δικού τους ορίζοντα φθάνουν σε αξιώσεις παγκοσμιότητας, καθώς επιβεβαιώνουν αμοιβαία στις κρίσεις τους, μέχρι του σημείου να προκαλούν την υποψία της υποκρισίας. Με την οπτική μιας παρόμοιας ημιδημοσιότητας δεν είναι δυνατόν η πολιτική δημόσια γνώμη να γίνει αντιληπτή ως συμπεριληπτικός χώρος ριζικής διασάφησης ανταγωνιστικών απαιτήσεων, και μάλιστα με αξιώσεις αλήθειας, ούτε και ως χώρος εξέτασης γενικότερων ενδιαφερόντων. Τότε, αυτή η δημόσια σφαίρα, που εμφανίζεται ως συμπεριληπτική, υποβιβάζεται σε επιμέρους ημι-δημόσιες σφαίρες ανταγωνιστικές. Σύμπτωμα αυτού είναι η διπλή στρατηγική, που ενώ σκορπίζει fake news, ταυτόχρονα αγωνίζεται και εναντίον του «ψευδόμενου» Τύπου. Φθάνουμε έτσι στη συνωσιολογία.
Πρόκειται για μια τάση που παρατηρείται και σε κρ;aτη-μέλη της ΕΕ και μπορεί να προσβάλει και το κουρασμένο πολιτικό σύστημα, ώστε να μην μπορούν να ταυτοποιηθούν ούτε τα fake news. Για τον επιστήμονα θα ήταν λάθος να ξεχωρίσει αυτά τα φαινόμενα της περιγραφής συμπτωμάτων από τα ζητήματα δημοκρατικής θεωρίας. Σε αυτές τις ανεξαρτητοποιημένες ημιδημόσιες σφαίρες, η επικοινωνία καθόλου δεν είναι από την πλευρά της αποπολιτικοποιημένη. Το δημοκρατικό σύστημα πρέπει να μπορεί να εγγυηθεί την ποιοτικά φιλτραρισμένη γνώμη.
Το ζήτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε με τις πλατφόρμες και τα fake news. Αν φθάσουμε στο σημείο να μη διακρίνονται (να μην ταυτοποιούνται) τα fake news, δεν θα μπορεί να μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς να αναπτύσσει κλινικά συμπτώματα, υποστηρίζει ο Χάμπερμας. Για το λόγο αυτό, είναι συνταγματική επιταγή να διατηρηθεί ζωντανή η δομή των ΜΜΕ, η οποία καθιστά δυνατό τον συμπεριληπτικό χαρακτήρα της δημόσιας σφαίρας και τον διαβουλευτικό χαρακτήρα του σχηματισμού δημόσιας γνώμης και θέλησης.
Το δημόσιο και το ιδιωτικό
Είναι ώρα κανείς να αναρωτηθεί πού οδηγεί αυτός ο διεισδυτικός προβληματισμός για τη γλωσσική επικοινωνία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πρώτα πρώτα, στο να αποφεύγεται η χρήση της γλώσσας, ενώ δεν λέμε τίποτε – αν εδώ μπορούμε πάλι να επαναλάβουμε τον Αριστοτέλη. Η γλώσσα είναι διατύπωση και σκέψη (λεκτικό και νους) διυποκειμενικά μεταβιβάσιμη. Η επικοινωνία αυτή αποσκοπεί στη συνεννόηση, η οποία μπορεί να καταλήξει σε συμφωνία, σε κοινή παραδοχή. Αν η συμφωνία επείγει, το ερώτημα είναι πώς επιτυγχάνεται; Με άλλα λόγια, πώς διαμορφώνεται αυτό το «τώρα» από τις δυνατότητες αναγνώρισης και ανάγνωσης –ο Μπένγιαμιν τις ονόμασε «αναγνωρισιμότητα - αναγνωσιμότητα»– τις οποίες προσφέρουν τα κείμενα της επικοινωνίας; Ο Χάμπερμας ονόμασε την ενέργεια που απαιτείται για τη συμφωνία αυτή «αβίαστη βία του καλύτερου επιχειρήματος»[18]. Πρόκειται για ενέργεια πολιτική, η οποία συγκροτεί την ουσία της Δημοκρατίας. Και το επιχείρημα αυτό δεν είναι έτοιμο, ελιτίστικο κατασκεύασμα. Είναι το «τώρα» της Δημοκρατίας που κάθε φορά πρέπει να πραγματώνεται με την έκφραση και τη λογική της διυποκειμενικής συνεννόησης.
Η ενέργεια της συλλογικής επικοινωνίας συνυπάρχει με αντίρροπες τάσεις, ενδεικτικά την αδράνεια και την απάθεια εμπρός στη συλλογικότητα. Λειτουργούν δηλαδή και τάσεις ατομικής μόνωσης, κοινωνικής και πολιτικής αδιαφορίας. Λειτουργούν, αλλά πού;
Εδώ ο Χάμπερμας θέτει ένα επίκαιρο ζήτημα: ποιος μπορεί να είναι ο χώρος της επικοινωνίας στη δημόσια σφαίρα και ποιος ο χώρος της ιδιωτικής σφαίρας, δεδομένου ότι στη Δύση η ψηφιοποίηση της δημόσιας επικοινωνίας έχει καταστήσει σε πολλές περιπτώσεις δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου. Αυτή η απροσδιοριστία, αν λάβει έκταση, δημιουργεί επικοινωνιακή αστάθεια – ποιος απευθύνεται και με τι είδους κείμενο σε ποιον αποδέκτη. Η αστάθεια, αν επιταθεί, θα έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις στο μέλλον.
Ο προβληματισμός του Χάμπερμας επικεντρώνεται στη δημόσια επικοινωνία και στην ποιότητα του δημόσιου επικοινωνιακού διαλόγου. Με τη χρήση του ιστοχώρου (της ψηφιακής πλατφόρμας), ο καθένας ως δυνάμει συγγραφέας μπορεί να μεταφέρει οποιοδήποτε περιεχόμενο («κείμενο») σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Αυτό προϋποθέτει βέβαια πολυφωνία χρήσιμη στον πολίτη για τον σχηματισμό «αντικειμενικής» γνώμης. Ενδέχεται όμως να έχει αντίθετο αποτέλεσμα. Μπορεί να προέλθουν περισσότερες δημόσιες σφαίρες ανταγωνιστικές μεταξύ τους, ή ακόμη η χρήση της δημόσιας σφαίρας μέσα στα όρια ενός μόνο κράτους.
Αυτά είναι ενδεικτικές όψεις ενός δημοκρατικού προβληματισμού για ένα σύγχρονο κοινωνιολογικό φαινόμενο, τη χρήση των ψηφιοποιημένων ΜΜΕ. Οι κίνδυνοι από τα απροσδιόριστα όρια δημόσιου και ιδιωτικού χώρου επικοινωνίας αντιμετωπίζονται από τον Χάμπερμας με βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης αλληλεξάρτησης. Δεν συνιστά ο ίδιος την αμοιβαία απομάκρυνση των δύο χώρων αλλά την έλλογη μεταξύ τους απόσταση, ώστε ο πολίτης από δικό του ενδιαφέρον και συνάμα από κοινό συμφέρον να ενεργεί συνειδητά και ελεύθερα. Στην κάθε θετική προσφορά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο Χάμπερμας προειδοποιεί τον χρήστη για έναν ενδεχόμενο σε εξέλιξη κίνδυνο, τον οποίο εντοπίζει στην τρέχουσα κατάσταση της πραγματικότητας. Μετατρέπει έτσι την καθημερινή προφορικότητα σε συγκεκριμένη (γραπτή) ανταλλαγή θέσεων με την αντίστοιχη αρνητική συνέπεια. Οι θέσεις δεν εξοβελίζουν την άρνηση. «Επιχειρηματολογούν» και οι δύο, θέση και άρνηση, αντιαυταρχικά, υπέρ της δημιουργίας χώρου συμμετοχής και ευθύνης στη Δημοκρατία. Συμμετοχή και ευθύνη καλύπτουν το χώρο και τον χρήστη της γλώσσας.
Στο μεταξύ, η συζήτηση για τη χρήση και τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνεχίζεται. Εντάξει, η διάκριση του δημόσιου από τον ιδιωτικό χώρο! Μήπως όμως τελικά θέλουμε να διακρίνουμε πομπό και δέκτη (αποστολέα και αποδέκτη) ή, διαφορετικά, συγγραφέα και αναγνώστη του μηνύματος;
Αν ναι, μήπως αυτό σημαίνει επιστροφή στο τυπωμένο βιβλίο, όπως αναρωτιέται ο συγγραφέας πρόσφατου άρθρου (18/2/24) γερμανικής εβδομαδιαίας επιθεώρησης (Die Zeit);
[1] Διαθέσιμη έκδοση: W. Benjamin, Das Passagen-Werk, Gesammelte Schriften τ. V (1+2), επ. R. Tiedemann, 1991, σ. 578 .
[2] Ο.π., σ. 585, 596.
[3] Benjamin, ό.π., σ. 576.
[4] Περὶ λέξεως Ρητ. Γ 5, 1407 b13. ὅλως δὲ δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον. ἒστι δὲ τὸ αύτό.
[5] Π.ε ανάγνωση﷽﷽τκ ζ`ανάγνωση﷽﷽τκ ζ`ρμ. 1, 16α4.
[6] Περὶ λέξεως Ρητ. Γ 3, 1414 a15.
[7] Ηθ. Νικομ. 1175 b 6-7.
[8] Περὶ λέξεως Ρητ. Γ 2, 1404 b2.
[9] Περὶ λέξεως Ρητ. Γ 7, 1408 a23 καὶ συνομοπαθεῖ ὁ ὰκούων ὰεὶ τῷ παθητικῶς λέγοντι, κἂν μηδὲν λέγῃ. Διὸ πολλοὶ καταπλήσσουσιν τοὺς άκροατὰς θορυβοῦντες.
[10] Βλ. εδώ σημ. 8.
[11] Βλ. εδώ σημ. 4 και 5.
[12] Η γλώσσα του Χάμπερμας χαρακτηρίζεται από «ανελαστικό (ακαλλώπιστο) ονοματικό ύφος», χωρίς εξωραϊσμούς, Philipp Felsch, Der Philosoph: Habermas und wir, Βerlin 2024, σ. 35, σ. 69. Το βιβλίο του Felsch αποτελεί ευπρόσδεκτο και έγκυρο σύγχρονο οδηγό στη σκέψη του Χάμπερμας.
[13] Εin neuer Strukturwandel der Öffentlichkeit und die deliberative Politik, Berlin 2022. Συνέντευξη, ακριβέστερα, είναι το παλαιότερο κείμενο (2018) ενώ το δεύτερο (2022), επεξεργασμένη μορφή προλόγου σε συλλογικό τόμο. Και τα δύο (γερμανόγλωσσα) κείμενα διασαφηνίζουν την έννοια της Διαβουλευτικής Δημοκρατίας (Deliberative Demokratie).
[14] Βλ. σελ. 11, στο προηγ. δημοσίευμα της σημ.13: Überlegungen und Hypothesen zu einem erneuten Strukturwandel der politischen Öffentlichkeit (σ. 9-67).
[15] Ο ίδιος διευκρινίζει, «με την ενθάρρυνση μάλιστα της αμοιβαίας άρνησης [στις πολιτικές αντιπαραθέσεις] φανερώνεται το γνωσιακό δυναμικό της γλώσσας. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλο. Και εδώ ακριβώς δημιουργείται το ευτράπελο της διαβουλευτικής πολιτικής: με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις βελτιώνουμε τις πεποιθήσεις μας και προσεγγίζουμε περισσότερο τη σωστή επίλυση των προβλημάτων», βλ. εδώ σημ. 13, στη συνέντευξη σ. 73.
[16] Διαμεταγωγή ή διεκπεραιωτικότητα (throughput) λέγεται η ταχύτητα μεταφοράς (αποστολής/λήψης, διεκπεραίωσης) πληροφορίας (δεδομένων) μέσω ενός δικτύου. Η διαμεταγωγή έχει λόγο και στο σχηματισμό της δημόσιας γνώμης.
[17] Andreas Reckwitz, Die Gesellschaft der Singularitäten [Η κοινωνία με τις μοναδικότητες]...5 2018 (α΄ εκδ.2017), πρβλ. «όποιος περιμένει από τα αντικείμενα το μοναδικό, το περιμένει και από τα υποκείμενα, στα οποία περιλαμβάνει και τον εαυτό του», ό. π., σ. 119-120.
[18] Για την εμβληματική αυτή φράση του Χάμπερμας βλ. στη συνέντευξή του (2018), ανωτ. σημ. 13. Πβ. και Felsch, ό.π., σ. 69 κ.ε.