Σύνδεση συνδρομητών

Η βασίλισσα των ορεσίβιων

Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024 15:53
H Ίντιθ Ντάραμ σε νεαρή ηλικία. Φωτογραφία από τη δεκαετία του 1880.
Αρχείο Jane Wales / The Photo Collection of Edith Durham
H Ίντιθ Ντάραμ σε νεαρή ηλικία. Φωτογραφία από τη δεκαετία του 1880.

Edith Durham, Βόρεια Αλβανία, μετάφραση-σχόλια: Στέφανος Παπαγεωργίου, Παπαζήση, Αθήνα (το βιβλίο θα κυκλοφορήσει προσεχώς)

Τίποτα δεν προμήνυε ότι η Μαίρη Ίντιθ Ντάραμ (1863-1944) θα ήταν αυτή που θα έβαζε τους Αλβανούς στο οπτικό πεδίο του αγγλόφωνου κόσμου. Τελευταίο και παραμελημένο παιδί μιας εύπορης οικογένειας, έλαβε από το γιατρό την οδηγία να κάνει τουλάχιστον ένα ταξίδι δυο μηνών κάθε χρόνο, για να αποφύγει την κατάθλιψη. Το 1900, σε ηλικία 37 ετών, έκανε το πρώτο της ταξίδι στα Βαλκάνια. Έκτοτε, ώς το 1921, επαναλάμβανε το ταξίδι κάθε χρόνο, με έμφαση στις περιοχές όπου ζούσαν οι Αλβανοί. Ποτέ δεν κινδύνεψε. Και έχοντας καταγράψει τη ζωή τους και τα έθιμά τους, έγινε η «βασίλισσά» τους και ο σύνδεσμός τους με την Ευρώπη. [ΤΒJ]

Τα εθνικά στερεότυπα, ως γνωστόν, αρνούνται να πεθάνουν έναν ήσυχο και φυσικό θάνατο όταν ακυρώνονται οι συνθήκες που τα γέννησαν και, σε πολλές περιπτώσεις, αποκτούν μια δική τους, ανεξάρτητη και μακρά ζωή. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της ενδημικής και δήθεν «αρχέγονης» βίας των «απολίτιστων» βαλκανικών λαών, ένα ζήτημα το οποίο έχει πλέον αναλυθεί συστηματικά. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο στερεότυπο εμφανίστηκαν από νωρίς αρκετές ρωγμές και μάλιστα σε σημεία που λίγοι θα περίμεναν: αν τα Βαλκάνια είναι τόσο βίαια, τότε πώς εξηγείται το ότι η συγκεκριμένη περιοχή, η «Άγρια Ευρώπη»,[1] φαινόταν να θέλγει αναπάντεχα μεγάλο αριθμό γυναικών περιηγητριών ιδίως από τη Βρετανία; Επιπλέον: πώς εξηγείται το ότι οι γυναίκες που περπάτησαν στα λασπωμένα και κακοτράχαλα βαλκανικά μονοπάτια το έκαναν, όπως οι ίδιες έγραφαν, με απόλυτη ασφάλεια και χωρίς να αντιμετωπίσουν κανένα πρόβλημα; 

Πράγματι, ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αλλά κυρίως τα πρώτα χρόνια του 20ού, τα Βαλκάνια τράβηξαν το ενδιαφέρον αρκετών γυναικών ταξιδιωτών, αναγκάζοντας μάλιστα την εφημερίδα The Graphic να αναρωτηθεί το 1912: «Γιατί τα Βαλκάνια ελκύουν τις γυναίκες;» Η απάντηση που έδωσε στο ερώτημα αυτό η Vesna Goldsworthy, αναφερόμενη στις Βρετανίδες, είναι άκρως ενδιαφέρουσα, καθώς αναδεικνύει μια σημαντική πτυχή των Βαλκανίων αλλά ταυτόχρονα και μια υπαρκτή παθογένεια των δυτικών κοινωνιών: τα Βαλκάνια πρόσφεραν στις Βρετανίδες τη δυνατότητα «μιας πραγματικής ισότητας με τους άνδρες»[2]. Πραγματικά, οι βρετανίδες περιηγήτριες στα Βαλκάνια έγιναν αντικείμενα μεγάλου σεβασμού από τους ντόπιους πληθυσμούς, ασκούσαν πολιτική (και συχνά: πολιτική εξουσία) μέσω των επαφών τους με τις βαλκανικές ελίτ και γενικά απολάμβαναν μιαν υψηλή θέση, κάτι που δεν θα ήταν δυνατό να καταφέρουν στην πατρίδα τους. Στις επισημάνσεις αυτές πρέπει να προστεθούν η αίσθηση της ελευθερίας που αναπόφευκτα προσφέρει η διαμονή σε ξένους τόπους και η πεποίθηση πολλών Βαλκάνιων ότι η παρουσία ξένων στα μέρη τους οφειλόταν στο ότι στην πραγματικότητα ήταν απεσταλμένοι των κυβερνήσεών τους και συνεπώς θα έπρεπε να τους καλοδεχτούν. Με βάση τα παραπάνω, η παρουσία βρετανίδων περιηγητριών στα Βαλκάνια, οι όποιες μάλιστα έγραψαν και βιβλία για τα ταξίδια τους, δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί.[3]    

 

Οι άγνωστοι στην Ευρώπη Αλβανοί

Δεν ήταν, όμως, όλα τα Βαλκάνια το ίδιο δημοφιλή στους δυτικούς ταξιδιώτες, είτε αυτοί ήταν γυναίκες είτε άνδρες: όπως θα περίμενε κανείς, οι ελληνικές περιοχές ήταν οι πλέον επισκέψιμες, λόγω του αρχαίου κλέους τους και του φιλελληνικού ρεύματος που γιγαντώθηκε με την Επανάσταση του 1821, ενώ ακολουθούσαν οι σλαβικές, και ιδίως οι σερβικές περιοχές, μαζί με το Μαυροβούνιο. Αντιθέτως, οι Αλβανοί, έως και τις αρχές του 20ού αιώνα, είχαν πολύ περιορισμένη ορατότητα στη δυτική Ευρώπη. Δεν ήταν, βέβαια, εντελώς άγνωστοι: ήδη τον 16ο αιώνα, ο Martinus Barletius, ένας Καθολικός Αλβανός από τη Σκόδρα, έγραψε στα λατινικά μια βιογραφία του Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη), η οποία τον ανέφερε ως «Πρίγκιπα Ηπειρωτών» («Epirotarum Principis»), καθώς η κλασική παιδεία του συγγραφέα επέβαλε την πρόσληψη των Αλβανών ως Ηπειρωτών. Η βιογραφία αυτή, η οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη το 1508,  μεταφράστηκε στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες και, μέσω αυτών, η Ευρώπη της πρώιμης νεότερης εποχής ήρθε σε μια πρώτη επαφή με τους Αλβανούς ως ηρωικούς υπερασπιστές της δυτικής χριστιανοσύνης από τους προελαύνοντες μουσουλμάνους Οθωμανούς.[4] Θα ακολουθήσει μια μακρά περίοδος λήθης για τις αλβανικές περιοχές και τους κατοίκους της, η οποία θα κρατήσει μέχρι τον 19o αιώνα, όταν και εμφανίστηκε σημαντικός αριθμός δυτικών περιηγητών, προξένων και λογίων (κυρίως Βρετανών αλλά και Αυστριακών, Γάλλων και Γερμανών). Το ταξίδι του Λόρδου Βύρωνα σε αλβανικές περιοχές, το φθινόπωρο του 1809, στη διάρκεια του οποίου συνάντησε και τον Αλή Πασά, ήταν σίγουρα το πιο προβεβλημένο και τον οδήγησε να κάνει αρκετές αναφορές στους Αλβανούς και στην Αλβανία στο ποίημά του Childe Harold's Pilgrimage, ενώ την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε και μια σειρά ταξιδιωτών, οι οποίοι έγραψαν σημαντικά βιβλία (ακριβέστερα: τμήματα βιβλίων) για την ιστορία, τα έθιμα και την πολιτική κατάσταση των σύγχρονων Αλβανών.[5] Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν επισκέφτηκαν μόνο (αλλά ούτε και κυρίως) την Αλβανία, καθώς πολλοί την προσέγγιζαν ως σταθμό ενός ευρύτερου ταξιδιού τους στην Ελλάδα ή στις σλαβικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, στα μέσα του 19oυ αιώνα, εκδόθηκαν και δύο σημαντικά βιβλία για την Αλβανία, τα οποία παραμένουν χρήσιμα έως και σήμερα: το πρώτο, σε τρεις τόμους, είναι η πρώτη επιστημονική και συστηματική ανάλυση της αλβανικής ιστορίας και κοινωνίας από τον Von Hahn, αυστριακό πρόξενο στα Ιωάννινα, ενώ το δεύτερο εκδόθηκε από τον Γάλλο Hyacinthe Hecquard, ο οποίος διετέλεσε και πρόξενος στη Σκόδρα.[6]

Οι γυναίκες περιηγήτριες, οι οποίες εμφανίστηκαν και αυτές τον 19ο αιώνα, δεν αποτελούσαν εξαίρεση: η Αλβανία δεν ήταν ο τελικός τους προορισμός αλλά ένας ενδιάμεσος σταθμός. Έτσι, ένα από τα πλέον σημαντικά και επιδραστικά ταξιδιωτικά βιβλία για τα Βαλκάνια, αυτό των Mackenzie και Irby, που εκδόθηκε το 1867, εστιάζει κυρίως στην οθωμανική Μακεδονία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία αλλά αφιερώνει και αρκετές σελίδες στους Αλβανούς του Βορρά και του Κοσόβου, καθώς οι δύο Βρετανίδες προσέγγισαν την Αλβανία από σερβικές και μαυροβουνιακές περιοχές και έφτασαν μέχρι τη Σκόδρα (Σκούταρι).[7] Οι περιγραφές τους, επηρεασμένες και από τις σερβικές απόψεις περί Αλβανών, δεν ήταν κολακευτικές και συμφωνούσαν με την κυρίαρχη αντίληψη για τον φιλοπόλεμο αλλά και δύσκολο χαρακτήρα τους: οι «Γκέκηδες» («Gheggas») του αλβανικού Βορρά δεν υπακούν σε κανένα νόμο και είναι εξαιρετικά πεισματάρηδες.[8]

Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, η ενημέρωση για τους Αλβανούς στη Βρετανία (αλλά και ευρύτερα στη δυτική Ευρώπη) ήταν κάθε άλλο παρά ανύπαρκτη, αλλά για το ευρύ κοινό ήταν μάλλον πενιχρή και αποσπασματική: έως και τις αρχές του 20ού αιώνα, οι Αλβανοί παρέμεναν οι λιγότερο γνωστοί υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, ήταν και ο μοναδικός βαλκανικός λαός που δεν είχε πολιτική υποστήριξη από κάποια μερίδα της βρετανικής πολιτικής ή πνευματικής ελίτ. Οι Έλληνες, για παράδειγμα, εκτός από το διάχυτο φιλελληνικό αίσθημα, μπορούσαν να υπολογίζουν και στη στήριξη επιφανών προσωπικοτήτων, οι οποίες στελέχωσαν την Anglo-Hellenic League, μια οργάνωση που ιδρύθηκε το 1913 με σκοπό να ενισχύσει τα ελληνικά εθνικά δίκαια και συμπεριλάμβανε στις τάξεις της τον καθηγητή Ronald Burrows, πρόεδρο του King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και τον William Pember Reeves, πρόεδρο της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (LSE). Οι φιλοσερβικοί κύκλοι είχαν ανάμεσα στους υποστηρικτές τους τον διακεκριμένο ιστορικό και ιδρυτή της Σχολής Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών (School of Slavonic and East European Studies) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου R. V. Seton-Watson, ενώ οι Βούλγαροι είχαν τη βοήθεια αρκετών μελών της οργάνωσης Balkan Committee και του δημοσιογράφου των Times του Λονδίνου J. D. Bourchier, οι οποίοι διέδιδαν στο βρετανικό κοινό φιλοβουλγαρικές απόψεις για το Μακεδονικό Ζήτημα.[9] Οι Αλβανοί δεν είχαν να επιδείξουν ανάλογη ομάδα πίεσης, γεγονός που δεν στερείτο σημασίας, δεδομένου ότι στις αρχές του 20ού αιώνα η Αλβανία αγωνιζόταν να εγκαθιδρύσει ένα ανεξάρτητο κράτος, η Αυστρία και η Ιταλία προσπαθούσαν να τη θέσουν υπό την επιρροή τους, ενώ Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Έλληνες εποφθαλμιούσαν τμήματα του εδάφους της. Κατά συνέπεια, η αλβανική πλευρά είχε απόλυτη ανάγκη να προβάλλει και αυτή στη Βρετανία τις δικές της εθνικές διεκδικήσεις. Άγνωστοι και σχεδόν ξεχασμένοι, και με τις εικόνες ενός «άγριου», «άναρχου» και «φιλοπόλεμου» λαού να κυριαρχούν, οι Αλβανοί δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τους άλλους βαλκανικούς λαούς σε θετική δημόσια ορατότητα. Το πρόβλημα αυτό δεν επρόκειτο να λυθεί πλήρως (και μάλιστα μπορεί να υποστηριχθεί ότι συνεχίζεται ώς και τις μέρες μας), αλλά η εμφάνιση μιας βρετανίδας περιηγήτριας κατάφερε να το μετριάσει κάπως, έστω και προσωρινά.

 durham albanian virgin

 Edith Durham / The Photo Collection of Edith Durham 

Αλβανία, Σέλτσα. Στις 17 Μαΐου 1908, η Ίντιθ Ντάραμ φωτογραφίζει μια νεαρή ορκισμένη παρθένα που περιβάλλεται από άνδρες της φυλής Kελμεντί. Ένα κορίτσι που είχε ορκιστεί περθενία, μια «αλβανίδα παρθένα», αν ο πατέρας της δεν είχε αφήσει γιο, μπορούσε να κληρονομήσει τη γη και να τη δουλέψει. Συνήθως, αυτές οι γυναίκες φορούν ανδρικά ρούχα και κρατούν όπλα. Μετά το θάνατό τους, η γη πηγαίνει στον πλησιέστερο άνδρα της οικογένειας του πατέρα της.

 

Η Ίντιθ Ντάραμ στα Βαλκάνια

Τίποτα δεν προμήνυε ότι η Μαίρη Ίντιθ Ντάραμ (1863-1944) θα ήταν αυτή που θα έβαζε τους Αλβανούς στο οπτικό πεδίο του αγγλόφωνου κόσμου. Η οικογένειά της ήταν μεγάλη (είχε επτά αδέλφια), μεγαλοαστική και είχε διακριθεί στον ιατρικό χώρο (ο πατέρας της ήταν χειρουργός) αλλά η ίδια στράφηκε στη ζωγραφική και σπούδασε στο Bedford College και στη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών (Royal Academy of Arts). Ωστόσο, ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας, και έτσι έπεσε σε αυτήν το καθήκον της αποκλειστικής φροντίδας της άρρωστης μητέρας της. Το καθήκον αυτό ήταν βαρύ και δεν άφηνε καμία χαραμάδα διαφυγής. Τα χρόνια κυλούσαν μονότονα και η έγκλειστη Ντάραμ έφτασε στα όριά της και σε αυτά της κατάθλιψης, αναγκάζοντας το γιατρό της να της συστήσει ένα ταξίδι διάρκειας τουλάχιστον δυο μηνών κάθε χρόνο προκειμένου να προλάβει τα χειρότερα και να διαφυλάξει την ψυχική της υγεία. Το 1900, σε ηλικία 37 ετών, και χωρίς να έχει εκδηλώσει κανένα πρότερο ενδιαφέρον ειδικά για τα Βαλκάνια, ξεκίνησε το πρώτο της ταξίδι: ο προορισμός της ήταν οι δαλματικές ακτές. Από τότε, η Ντάραμ επισκεπτόταν κάθε χρόνο τα Βαλκάνια έως και το 1921, όταν αναγκάστηκε να σταματήσει για λόγους υγείας, και διεύρυνε συνεχώς όχι μόνο τις περιοχές που επρόκειτο να περιηγηθεί αλλά και τη θεματική των ενδιαφερόντων της.[10]  

Αρχικά επισκέφτηκε το Μαυροβούνιο, τις πόλεις και τα χωριά του οποίου γνώρισε άριστα, όπως άλλωστε και τον Πρίγκιπα (μετά το 1910: βασιλιά) της χώρας Νικόλαο Α΄ του οίκου Petrović-Njegoš, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός στην Ελλάδα ως Νικήτας. Στη συνέχεια επέκτεινε τα ταξίδια της στη Σερβία και τη Βοσνία (τότε υπό αυστριακή κατοχή), ενώ  έμαθε και σερβικά ώστε να μη γίνεται αιχμάλωτη των μεταφραστών της. Το 1903, μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν στην οθωμανική Μακεδονία από την ΕΜΕΟ και τα σκληρά αντίποινα των αρχών, η  Ντάραμ επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και την Οχρίδα ως μέλος της φιλανθρωπικής οργάνωσης Macedonia Relief Fund και προσπάθησε να βοηθήσει τους πρόσφυγες, στήνοντας νοσοκομεία για τους εκτοπισμένους τραυματίες. Σταδιακά, άρχισε να ταξιδεύει και σε αλβανικές περιοχές, κυρίως του Βορρά, και επισκέφτηκε πολλές πόλεις (Σκόδρα, Ελβασάν, Δυρράχιο, Αυλώνα, Τεπελένι κ.λπ.) με αποκορύφωμα ένα μεγάλο ταξίδι το 1908, στη διάρκεια του οποίου επισκέφτηκε μεγάλο μέρος της βόρειας Αλβανίας και το Κόσοβο. Επίσης, έπειτα από ένα αρχικό στάδιο όπου την ενδιέφεραν κυρίως η φύση, τα σπίτια και οι ενδυμασίες των κατοίκων, προχώρησε σύντομα στη μελέτη της πολιτικής κατάστασης των σλαβικών και των αλβανικών περιοχών, στην ανάλυση της βαλκανικής πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων και στην έρευνα των ηθών και εθίμων Σλάβων και Αλβανών από τη σκοπιά της εθνογραφίας/κοινωνικής ανθρωπολογίας, μιας επιστήμης στην οποία υπήρξε (όπως άλλωστε και στην πολιτική) αυτοδίδακτη.[11] Η Ντάραμ εμβαπτίστηκε βαθιά στα ταραγμένα βαλκανικά νερά της εποχής της και ασχολήθηκε εντατικά με το πλήρες πολιτικό και πολιτισμικό αποτύπωμα Μαυροβουνίων, Σέρβων, Βοσνίων και Αλβανών ως ταξιδιώτισσα, πολιτική αναλύτρια, εθνογράφος αλλά και νοσοκόμα σε νοσοκομεία του Μαυροβουνίου και της Μακεδονίας. Η καλλιτεχνική της δεξιότητα ως ζωγράφου ήταν και αυτή αρκετά βοηθητική, επιτρέποντάς της να φιλοτεχνήσει πλήθος σχεδίων με σπίτια, δερματοστιξίες των χεριών και των προσώπων Βοσνίων και Αλβανών και διάφορους τύπους κουρέματος των αλβανικών φυλών του Βορρά, τα οποία και βρήκαν τη θέση τους ως εικονογράφηση στα βιβλία της· σε ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό, ωστόσο, χρησιμότατη στάθηκε και η φωτογραφική μηχανή της, μια Kodak, την οποία σπάνια αποχωριζόταν.

Το συγγραφικό έργο της Ντάραμ ήταν μεγάλο και πολυσχιδές: σε διάστημα περίπου 15 ετών, από το 1904 ώς το 1928, εξέδωσε επτά βιβλία, βασισμένα στα ταξίδια της και στο εθνογραφικό υλικό που είχε συλλέξει κατά τη διάρκειά τους. Τα περισσότερα απέσπασαν ευνοϊκές κριτικές και την καθιέρωσαν ως σημαντική εκπρόσωπο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας αλλά και ως μια σοβαρή φωνή για βαλκανικά θέματα.[12] Εκτός από αυτά, η Ντάραμ συνέγραψε και μεγάλο αριθμό πολιτικών και εθνογραφικών άρθρων· τα πρώτα τα δημοσίευσε σε έγκυρα βρετανικά πολιτικά περιοδικά, όπως τα Fortnightly Review και The Contemporary Review, ενώ τις ανθρωπολογικές της μελέτες τις έστελνε κυρίως στο περιοδικό Man, όργανο του βρετανικού Βασιλικού Ανθρωπολογικού Ινστιτούτου (Royal Anthropological Institute), του οποίου, μάλιστα, διετέλεσε και αντιπρόεδρος, η πρώτη γυναίκα που κατέλαβε μια τέτοια θέση. Στα πρώτα της βιβλία ήταν εμφανές ένα φιλοσερβικό αίσθημα, το οποίο, όμως, δεν μακροημέρευσε: η αναγνώριση εκ μέρους της των εκτεταμένων, επεκτατικών σχεδίων Μαυροβουνίων και Σέρβων έναντι των Αλβανών, τα πολιτικά παιγνίδια Αυστριακών και Ιταλών εις βάρος του λαού αυτού αλλά και ο υπαρκτός κίνδυνος πλήρους ακύρωσης κάθε προοπτικής για την ίδρυση ενός βιώσιμου και ανεξάρτητου αλβανικού κράτους την ώθησαν στην ένθερμη υποστήριξη της αλβανικής εθνικής υπόθεσης, από την οποία και δεν επρόκειτο ποτέ να αποστεί. Στο πρόσωπό της η Αλβανία είχε επιτέλους βρει μια γνήσια, ανιδιοτελή και μαχητική υποστηρίκτρια. Η προσήλωσή της στην αλβανική εθνική υπόθεση και η συνακόλουθη αντίθεσή της στη βαλκανική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν αταλάντευτη:

Τα ευρωπαϊκά σχέδια για μαστορέματα και «μεταρρυθμίσεις» της τουρκικής αυτοκρατορίας αγνόησαν όλα τον Αλβανό, τα δικαιώματα και τις προσδοκίες του· και όλα απέτυχαν. Οι ξένοι, ενδεχομένως, θα μπορούσαν να κάνουν αυτό το λάθος. Όμως όσοι ζουν μέσα στην Αυτοκρατορία γνώριζαν ότι, όσον αφορά την ευρωπαϊκή Τουρκία, η πλευρά που θα μπορούσε να προσεταιριστεί τους Αλβανούς θα ήταν εκείνη που θα επικρατούσε.

Η αποστολή αυτή της Ντάραμ ήταν σημαντική για την Αλβανία αλλά μοναχική για την ίδια.

Με δεδομένη την υπέρμετρη όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών στα Βαλκάνια τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αλλά και την ένταση που επικρατούσε στη Βρετανία από την αντιπαράθεση των υποστηρικτών των διαφόρων βαλκανικών κρατών, η σύγκρουση της Durham με τους φιλοσερβικούς κύκλους του Λονδίνου ήταν αναμενόμενη. Χαρακτηριστική της έντασης αυτής ήταν και η σφοδρότατη σύγκρουσή της με τον Seton-Watson και τη Rebecca West, συγγραφέα του πιο πολυδιαβασμένου βιβλίου για τη Γιουγκοσλαβία, του Black Lamb and Grey Falcon, το οποίο στηρίχθηκε σε ένα ταξίδι της στη χώρα αυτή και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1941. Ο Seton-Watson, όπως σημείωνε ο ίδιος, διαφωνούσε πλήρως με το σύνολο των απόψεων της Ντάραμ για τα βαλκανικά θέματα, θεωρούσε ότι δεν είχε σοβαρή γνώση βαλκανικής ιστορίας και αρνήθηκε συστηματικά ακόμα και να συζητήσει τις διαφωνίες του μαζί της· η West, από τη μεριά της, κατηγόρησε την Ντάραμ ότι ακολουθούσε την εξόχως βρετανική παράδοση να ταξιδεύει κάποιος στα Βαλκάνια και να αναπτύσσει τόσο στενές σχέσεις με το λαό που επισκέφτηκε, σαν να ήταν το «κατοικίδιο» του, ώστε να θεωρεί ότι ο λαός αυτός είναι πάντα «σφαγιαζόμενος αλλά ποτέ σφαγέας».[13] Η ίδια η Ντάραμ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί και η διαλλακτικότερη των συνομιλητών. Όταν διαφωνούσε γινόταν οξύθυμη και απότομη και δύσκολα αποδεχόταν την γνώμη των άλλων· ακόμα και με φίλους γινόταν συχνά εριστική και σταματούσε κάθε συζήτηση. Πολλοί συμφωνούσαν με τον Seton-Watson ότι καλό θα ήταν να την αποφεύγουν εντελώς, μια γνώμη που συμμεριζόταν και το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο απέτρεπε τους διπλωμάτες του από το να αλληλογραφούν μαζί της.[14]

Η τραχύτητα των συγκρούσεων αυτών, βέβαια, δεν μπορούσε ούτε κατ’ ελάχιστον να συγκριθεί με την τραχύτητα των περιοχών που επισκέφθηκε η Ντάραμ κατά τη διάρκεια του εικοσαετούς περιηγητικού της βίου στα Βαλκάνια (1900-1921) και με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Τα ταξίδια της δεν την έφεραν μόνο σε επαφή με μέλη των τοπικών ελίτ ή με τη βασιλική οικογένεια του Μαυροβουνίου αλλά και με δύσβατα μονοπάτια πάνω από χιονισμένους γκρεμούς, με πάμπτωχους ανθρώπους που ζούσαν σε σκληρότατες συνθήκες, με πόλεις που πολιορκούνταν (όπως η Σκόδρα, που πολιορκήθηκε από τους Μαυροβούνιους το 1912-1913) και με νοσοκομεία. Επισκέφθηκε τις πιο «άγριες» περιοχές της χερσονήσου (αλβανικές και σλαβικές) χωρίς την προστασία «ζαπτιέδων» (Zaptieh, οθωμανοί «χωροφύλακες»), ενώ συχνά δεν είχε εξασφαλίσει ούτε καν την άδεια των τοπικών οθωμανικών αρχών για τις μετακινήσεις της. Οι πορείες της ήταν κουραστικές και επικίνδυνες, συχνά κοιμόταν σε στάβλους πάνω σε προβιές προβάτων, τα ρούχα της ήταν βρώμικα και οι συνθήκες υγιεινής απείχαν έτη φωτός από αυτές που επικρατούσαν στη μεγαλοαστική της τάξη στη Βρετανία αλλά όλα αυτά δεν φαίνονταν να την απασχολούν ιδιαίτερα και σίγουρα δεν την απέτρεψαν από τα ταξίδια της.

Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα προβληματικές στη βόρεια Αλβανία και το Κόσοβο, όπου η Ντάραμ έζησε για οκτώ συνεχόμενους μήνες το 1908 ανάμεσα σε σκληροτράχηλους ενόπλους, χωρίς ποτέ να φοβηθεί ότι κινδύνευε από κάτι: «η ζωή είναι πολύ σκληρή», έγραφε, «αλλά ο κίνδυνος των ταξιδιών στη βόρεια Αλβανία έχει μεγαλοποιηθεί γελοιωδώς». «Στα περισσότερα μέρη», συνέχισε, «με υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό», καθώς δεν θυμόντουσαν και πολλούς άλλους ταξιδιώτες στα μέρη τους και σίγουρα κανέναν άλλον από τη Βρετανία, πόσο μάλλον γυναίκα.[15] Σίγουρα κάποιο ρόλο θα έπαιξε και το ότι αρκετοί «επέμεναν να πιστεύουν ότι είμαι η αδελφή του βασιλιά της Αγγλίας που ήρθε να τους ελευθερώσει και με αποκαλούσαν πάντα Kralitse (βασίλισσα)»[16]. Έτσι, η Ντάραμ, παρότι γυναίκα, θα καθόταν μαζί με τους άνδρες για φαγητό αλλά θα σερβιριζόταν πάντοτε τελευταία.

 

Η κοινωνία των Αλβανών

Αυτήν ακριβώς την κοινωνία περιέγραψε στο βιβλίο της Βόρεια Αλβανία. Από όλα τα βιβλία της αυτό είναι που την καθιέρωσε ως συγγραφέα ταξιδιωτικών βιβλίων· είναι το πιο πολυδιαβασμένο έργο της αλλά και το πιο γνωστό βιβλίο που έχει γραφτεί για την Αλβανία γενικότερα, ενώ παραμένει μέχρι και σήμερα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο για ένα λαό η εικόνα του οποίου δεν ευτύχησε να γνωρίσει και πολλές θετικές αναφορές, είτε στην εποχή της Ντάραμ είτε στη δική μας. Η κοινωνία της βόρειας Αλβανίας και του Κοσόβου (όπως άλλωστε και αυτή του όμορου Μαυροβουνίου), την οποία η Ντάραμ ζωντανεύει στο βιβλίο της, ήταν αρκετά διαφορετική από τις πεδινές περιοχές της νότιας Αλβανίας, νοτίως του ποταμού Σκούμπιν (Σκούμπης, Γενούσος). Ο ορεινός Βορράς ήταν η γη των Γκέκηδων (εξού και ο όρος «Γκεκαρία», γνωστός στην Ευρώπη ήδη από τον 19ο αιώνα) οι οποίοι μιλούσαν διαφορετική διάλεκτο από τους Τόσκηδες του αλβανικού Νότου (της Τοσκερίας). Οι Γκέκηδες ασχολούνταν, σχεδόν αποκλειστικά, με την κτηνοτροφία, ενώ οι Τόσκηδες ήταν κυρίως αγρότες που ελέγχονταν από πανίσχυρους τοπικούς Μπέηδες και είχαν εντελώς διαφορετική κοινωνική δομή: οι βόρειοι Αλβανοί ήταν οργανωμένοι σε φυλές, σε αντίθεση με τους Τόσκηδες, οι οποίοι είχαν ως βασικό κοινωνικό κύτταρο τo οικογενειακό δίκτυο συγγένειας, την Farë (πλ. «Fara», πατριά), μια λέξη που πέρασε και στα ελληνικά.[17] Εννοείται, ότι όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί σήμαιναν ότι ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα, ελάχιστοι Αλβανοί ένιωθαν συνδεδεμένοι με κάποιου είδους εθνικό αίσθημα: η πρώτιστη εστία αφοσίωσης του βόρειου Αλβανού παρέμενε η φυλή του και ο οίκος του, και του νότιου Τόσκη η πατριά του.

Στο Βορρά, η φυλή («Fis») βασιζόταν αποκλειστικά στην πατρογονική γραμμή συγγένειας και ο γάμος μεταξύ μελών της ιδίας φυλής απαγορευόταν αυστηρά. Η φυλή χωριζόταν περαιτέρω σε «μπαϊράκια» (από το οθωμανικό «Bayrak»: στρατιωτική σημαία), τα οποία όμως είχαν τοπική βάση και όχι φυλετική. Το «Μπαϊράκι» ήταν μια οθωμανική πρόσθεση στο θεσμό των φυλών και δημιουργήθηκε με σκοπό να προσφέρει ένοπλους άνδρες όταν τους χρειαζόταν η οθωμανική εξουσία. Για το λόγο αυτόν άλλωστε είχε και τοπική βάση και όχι φυλετική, ενώ ο «Μπαϊρακτάρης» (ο «σημαιοφόρος», δηλαδή ο αρχηγός των ενόπλων αυτών) ήταν κληρονομικό αξίωμα και είχε σημαντικό κύρος. Μια φυλή μπορούσε να περιέχει ένα ή και πολλά «μπαϊράκια» και τα «μπαϊράκια» με τη σειρά τους μπορούσαν να περιέχουν μέλη μίας ή και περισσοτέρων «φυλών». Άλλες, μικρότερης κλίμακας υποδιαιρέσεις των φυλών ήταν ο «Μαχαλάς» και ο «Οίκος». Η τελευταία υποδιαίρεση δεν αναφερόταν απλώς σε ένα μεμονωμένο σπίτι αλλά δήλωνε μια διευρυμένη οικογένεια δεκάδων ατόμων που ζούσαν σε αρκετά σπίτια αλλά πολύ κοντά και καλλιεργούσαν τη γη τους ή έβοσκαν τα κοπάδια τους από κοινού[18]. Πολλές αλβανικές φυλές ήταν θρησκευτικά μεικτές, καθώς συμπεριλάμβαναν στις τάξεις τους χριστιανούς (Καθολικούς) και μουσουλμάνους. Σημαντική εξαίρεση ήταν η μεγάλη φυλή της Μιρδίτας, τα μέλη της οποίας ήταν σχεδόν αποκλειστικά Καθολικοί[19]. Η διοίκηση των φυλών ήταν συλλογική και όχι κληρονομική, με σημαίνουσα εξαίρεση και πάλι τη Μιρδίτα, η οποία είχε μια ηγετική οικογένεια, από την οποία και προερχόταν ο κληρονομικός αρχηγός της[20]. Σε όλες τις άλλες φυλές, το ανώτατο όργανο ήταν η συνέλευση των γερόντων, γνωστή ως «Kuvend» (από το λατινικό «Conventus»).[21]

Ο μοναδικός «νόμος» που ίσχυε στη βόρεια Αλβανία ήταν ο άγραφος «Κανούν» του Lek Dukadjin (αλβ.: Kanuni Lekë Dukadjinit), στον οποίο η Ντάραμ αφιέρωσε αρκετές σελίδες. Επρόκειτο για μια συστηματική κωδικοποίηση πλήθους κανόνων εθιμικού δικαίου, η οποία ρύθμιζε το σύνολο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των Αλβανών του Βορρά και του Κοσόβου, και θεωρείται ότι έγινε από τον Lek Dukadjin, γόνο επιφανούς αλβανικής οικογένειας, τον 15ο αιώνα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, παρότι ο Κανούν παρέμεινε άγραφος επί αιώνες (μια έντυπη μορφή του εμφανίστηκε μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα) και δεν υπήρχε κανενός είδους «αστυνομία» για να επιβάλει την εφαρμογή του, ήταν απολύτως αποδεκτός από όλους ανεξαιρέτως: κάθε φορά που η Ντάραμ ρωτούσε γιατί έκαναν αυτό ή το άλλο, η μόνιμη, κοφτή απάντηση στην ερώτησή της ήταν: «το είπε ο Λεκ»· αυτό ήταν αρκετό. Οι Αλβανοί θεωρούσαν τον Λεκ ως «τον “Έναν στον οποίο πρέπει να οφείλουν υπακοή”, και ότι αυτός διέταξε την εκδίκηση του αίματος. Η διδασκαλία του Χριστού, οι νόμοι της Εκκλησίας, πέφτουν στο κενό όταν ο νόμος του Λεκ έρχεται σε αντίθεση με αυτούς». Ο νόμος αυτός εφαρμοζόταν από το συμβούλιο γερόντων της φυλής, η σύνθεση και ο αριθμός του οποίου άλλαζε ανάλογα με τη σοβαρότητα του παραπτώματος που θα έπρεπε να συζητηθεί[22].

Το κυριότερο ζήτημα που ρύθμιζε ο Κανούν ήταν η αιματηρή αντεκδίκηση, η λεγόμενη «βεντέτα», η οποία και στηρίζεται στην έννοια της «τιμής». Στη βόρεια Αλβανία, μια μεγάλη ποικιλία παραπτωμάτων, από τη δολοφονία ενός μέλους της οικογένειας και την αρπαγή της γυναίκας του, μέχρι την εξύβριση κάποιου μπροστά σε κόσμο και το ακούσιο σπρώξιμο με την κάνη του όπλου, θεωρούνταν ότι έπλητταν βάναυσα την τιμή των ανδρών και μπορούσαν να εξαγνιστούν μόνο μέσα από το αίμα και το θάνατο του δράστη ή μελών της οικογένειας και της φυλής του. Παρότι ο νόμος έδινε τη δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης, είτε μέσω της συγχώρεσης του δράστη από την οικογένεια του θύματος, είτε μέσω πληρωμής «χρημάτων αίματος» από την οικογένεια του δράστη με τη μεσολάβηση μπαϊρακτάρηδων, λίγοι ακολουθούσαν έναν τέτοιο δρόμο. Η συντριπτική πλειοψηφία προτιμούσε την αιματηρή αντεκδίκηση. Δημιουργούνταν έτσι δύο κατηγορίες εμπλεκομένων: αυτός που είχε διαπράξει την αρχική πράξη ήταν αυτός που «χρωστούσε αίμα», ενώ όποιος επιζητούσε την εκδίκηση ήταν ο «κύριος του αίματος», αυτός που επιζητούσε «να πάρει αίμα» και να καθαρίσει την τιμή του. Οι βεντέτες μπορούσαν να κρατήσουν χρόνια και ο ρόλος του Κανούν ήταν ακριβώς να περιοριστεί, όσο αυτό ήταν εφικτό, ο φαύλος κύκλος του αίματος. Καταρχάς, ο δράστης έπρεπε να διακηρύξει σε όλους ότι αυτός προέβη στη θανάτωση του αντιπάλου του, έτσι ώστε να μικρύνει ο κύκλος των υποψήφιων θυμάτων. Επιπλέον, ο «κύριος του αίματος» δεν μπορούσε να σκοτώσει τον οποιονδήποτε: οι γυναίκες εξαιρούνταν, καθώς, σύμφωνα με το νόμο, «δεν έχουν αίμα» και ήταν ντροπιαστικό να σκοτωθούν. Μικρά παιδιά, άτομα πολύ μεγάλης ηλικίας και ιερείς βρίσκονταν επίσης εκτός του νόμου, όπως άλλωστε και οι φιλοξενούμενοι: ο θάνατος φιλοξενούμενου, μάλιστα, ήταν αυστηρά απαγορευμένος και για το λόγο αυτό πολλοί που «χρωστούσαν αίμα» κυκλοφορούσαν μόνο μαζί με τη γυναίκα τους ή με φιλοξενουμένους τους· όταν συνέβαινε αυτό, ο «κύριος του αίματος» δεν τολμούσε να πυροβολήσει, φοβούμενος ότι θα μπορούσε να σκοτώσει γυναίκα ή ξένο, υποπίπτοντας έτσι σε σημαντικό παράπτωμα.[23] Περιορισμοί υπήρχαν και στον τόπο που θα διεξαγόταν η αντεκδίκηση: απαγορευόταν να σκοτωθεί κάποιος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, όπως και αν είχε φάει πρώτα αλάτι με τον αντίπαλό του. Για τον λόγο αυτόν, πριν από κάθε αλβανικό γεύμα (ιδίως όταν αυτό γινόταν εκτός σπιτιού) προσφερόταν αλάτι, ώστε να διασφαλιστεί πλήρως ότι όλοι οι συνδαιτυμόνες θα ζούσαν για να το απολαύσουν.[24]

Δυο σημεία πρέπει να προστεθούν στη συνάφεια αυτή: το πρώτο, είναι ότι το ουσιαστικό ζήτημα της βεντέτας δεν ήταν να σκοτωθεί ο δράστης που την ξεκίνησε αλλά να εκδικηθεί η οικογένεια του θύματος: να καθαριστεί, δηλαδή, η τιμή της οικογένειας, η οποία είχε κηλιδωθεί με την αρχική πράξη του θύτη. Έτσι, αν και ευκταίο, δεν ήταν υποχρεωτικό να σκοτωθεί ο ίδιος ο δράστης· οποιοδήποτε μέλος της οικογενείας του ή και της φυλής του γινόταν αυτομάτως στόχος και ο θάνατός του καθάριζε την τιμή της «ατιμασμένης» οικογένειας[25]. Το δεύτερο σημείο αναφέρεται στη λειτουργία της «Μπέσας» («Besa»). Η λέξη έχει την αρχική σημασία του «λόγου τιμής» και της «υπόσχεσης» αλλά στο πλαίσιο της βεντέτας σημαίνει την «ανακωχή» και την υποχρεωτική παύση κάθε εχθρικής δραστηριότητας για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως λίγων ημερών ή εβδομάδων. Η Μπέσα μπορούσε να αφορά τη βεντέτα μεταξύ δυο οικογενειών ή και ολόκληρη τη φυλή αν ήταν γενικευμένη και είχε εντυπωσιακή ισχύ, καθώς ουδείς διανοούνταν να την παραβεί· η παραβίασή της όχι μόνο επέφερε καταισχύνη στο δράστη αλλά σήμαινε και την αυτόματη έναρξη νέας και μεγαλύτερης έκτασης βεντέτας.[26] Όσο διαρκούσε η μπέσα, ωστόσο, οι αντιμαχόμενες πλευρές συμπεριφέρονταν σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Χαρακτηριστική είναι μια περίπτωση νεαρού ορεσίβιου που περιγράφει η Ντάραμ: ο νεαρός «είχε ορκιστεί μπέσα λίγων εβδομάδων με έναν άνδρα στον οποίο χρωστούσε αίμα. Χθες είχε επισκεφθεί τον εχθρό του και του είχαν προσφέρει πλούσια γεύματα και ποτά. Αύριο έληγε η μπέσα· θα μπορούσε πλέον να πυροβοληθεί, και περίμενε με χαρά την αναζωπύρωση των εχθροπραξιών».

Παρά τους περιορισμούς που επέβαλε η μπέσα και ο νόμος του Λεκ, η αναγκαιότητα της αντεκδίκησης και του καθαρισμού της τιμής παρέμενε απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη και δεν αναγνώριζε κανένα φραγμό, ούτε καν οικογενειακό: «Κάποια οικογένεια», γράφει η Ντάραμ, «βρισκόταν σε αιματηρή διένεξη με έναν άνδρα, αλλά ένα μέλος της οικογένειας τα βρήκε προσωρινά με τον εχθρό […] και ορκίστηκε μπέσα μαζί του. Αυτή περιελάμβανε τον όρκο να προστατεύει ο ένας τον άλλον. Στη συνέχεια, ο αδελφός του σκότωσε τον εχθρό της οικογένειας· σύμφωνα με τους όρους της μπέσας, αυτός που είχε ορκιστεί ήταν υποχρεωμένος να εκδικηθεί τον σκοτωμένο, αλλιώς θα ατιμαζόταν για πάντα. Πυροβόλησε τον ίδιο του τον αδελφό και καθάρισε την τιμή του· ήρθε να εξομολογηθεί, τρελαμένος από τη θλίψη, κλαίγοντας πικρά και θρηνώντας για την πράξη που του επέβαλε η σκληρή μοίρα».

Από τις παραπάνω παρατηρήσεις καθίσταται προφανές ότι οι Αλβανοί του Βορρά, σε πλήρη αντίθεση με τις κυρίαρχες προσλήψεις της εποχής, δεν ήταν ούτε ανεξέλεγκτα «άγριοι» ούτε και παρανοϊκοί δολοφόνοι. Η Ντάραμ, παρουσιάζοντας στο βιβλίο της τη λειτουργία της βεντέτας και τονίζοντας την απόλυτη ισχύ του «Κανούν» του Λεκ στα αλβανικά βουνά, έκανε μια συστηματική προσπάθεια να αποδομήσει την αντίληψη ότι οι Αλβανοί δεν υπακούν σε κανένα νόμο και ότι απλά είναι αιμοσταγείς που σκοτώνουν χωρίς λόγο και χωρίς κανόνες. Από τις περιγραφές του βιβλίου της  προκύπτει αβίαστα ότι οι βόρειοι Αλβανοί ήταν σε θέση να τηρούν απόλυτη τάξη και να μη δημιουργούν κανένα πρόβλημα δημόσιας ασφάλειας ακόμα και στις πιο φορτισμένες περιστάσεις. Όταν η νεοτουρκική επανάσταση του 1908 επανέφερε το οθωμανικό σύνταγμα του 1876, οι Αλβανοί ξέσπασαν σε ξέφρενους πανηγυρισμούς. Όπως γράφει η Ντάραμ: «Οι χώροι του καθεδρικού ναού ήταν ένα τεράστιο πικνίκ. Κανένα τέτοιο θέαμα δεν είχε παρατηρηθεί στο Σκούταρι [Σκόδρα] μέχρι τότε. Για δύο ολόκληρες ημέρες και νύχτες πάνω από δύο χιλιάδες βαριά οπλισμένοι άνδρες κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στην πόλη –ούτε η στρατιωτική ούτε η αστυνομική δύναμη επαρκούσε για να αντιμετωπίσει ένα ξέσπασμα– αλλά δεν συνέβη ούτε ένα περιστατικό που να αμαυρώνει τη γενική χαρά. Χαίρονταν σαν παιδιά, πολύ χαρούμενα για να είναι άτακτα. Οι εκπρόσωποι δύο προξενείων, οι οποίοι αποστρέφονταν ανοιχτά τους Αλβανούς, είπαν: “Mon Dieu, με μια σωστή κυβέρνηση, τι λαός θα ήταν αυτός!”». Η διάχυτη αυτή αίσθηση της ευφορίας συμπαρέσυρε και την ίδια: «Κατέβηκα την κεντρική οδό, πυροβολώντας με φυσίγγια από ένα Μαρτίνι, και τριγύρισα στους χώρους του καθεδρικού, πυροβολώντας με όποιο περίστροφο μου έδιναν, ενώ ο λαός χειροκροτούσε και ο αρχιεπίσκοπος γελούσε». Παρότι δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η συγγραφέας κατάφερε να αλλάξει την εικόνα που είχαν οι Βρετανοί για τους Αλβανούς, το βιβλίο της ήταν από τα λίγα που τουλάχιστον το προσπάθησαν συστηματικά, σε μια εποχή όπου οι προσλήψεις του «απολίτιστου» Αλβανού ήταν ισχυρότατες: λίγα μόλις χρόνια πριν από την έκδοση του βιβλίου της Ντάραμ, ένας σοβαρός βρετανός διπλωμάτης και καλός γνώστης των βαλκανικών ζητημάτων, ο Charles Eliot, αναφερόμενος στην Μπέσα τόνιζε ότι η αφοσίωση των Αλβανών σε αυτήν μπορεί να τους έδωσε τη φήμη αξιόπιστων ανθρώπων αλλά δεν την αξίζουν διόλου, διότι «είναι ένας ύπουλος λαός»[27].

 

Ένας λαός-παιδί

Οι σελίδες που αφιερώνει η συγγραφέας στην αντίδραση των Αλβανών στη νεοτουρκική επανάσταση και την επαναφορά της συνταγματικής διακυβέρνησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι πολύ ενδιαφέρουσες: αρχικά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το κλίμα ήταν ενθουσιώδες και οι πανηγυρισμοί γνήσιοι και εντονότατοι, όπως άλλωστε συνέβη και σε πολλές άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, καθώς οι υποτελείς λαοί θεώρησαν ότι η εποχή της στυγνής οθωμανικής εξουσίας είχε πλέον παρέλθει και ανέτειλε αυτή της ισότητας και της ελευθερίας. Σύντομα, όμως, η πραγματικότητα διέλυσε τις ελπίδες αυτές: «Μα πριν από λίγες εβδομάδες ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι. Νομίζαμε ότι επιτέλους θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Ανόητοι ήμασταν. Ανάθεμα σε όποιον εμπιστεύεται έναν Τούρκο. Ο λύκος μπορεί να αλλάξει το τρίχωμά του, αλλά όχι τις συνήθειές του». Η ίδια η Ντάραμ δεν αφίστατο των επισημάνσεων αυτών, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως συχνά σημείωνε: «Ο Νεότουρκος είναι ο γιος του Παλαιού Τούρκου». Η φιλο-αλβανική της προδιάθεση, ωστόσο, δεν την απέτρεψε από το να παρατηρήσει με σαφήνεια ότι οι προνεωτερικές αλβανικές φυλές του Βορρά δεν κατανοούσαν τι ακριβώς είναι το σύνταγμα και, κατά συνέπεια, το προσλάμβαναν ως κάτι σχεδόν μαγικό, το οποίο, εκτός από «δικαιοσύνη», θα τους έφερνε σχεδόν τα πάντα και μάλιστα άμεσα: καλούς δρόμους, οικονομική βοήθεια, διαρκή ειρήνη στις διαφυλετικές σχέσεις και μια καλή διακυβέρνηση, χωρίς όμως να καταλύσει τους νόμους του Λεκ.  Όπως χαρακτηριστικά έγραψε: «Ένιωσα θλίψη γι’ αυτό το λαό-παιδί, τον τόσο αβοήθητο μπροστά στα προβλήματα της ενήλικης ζωής. Πιστοί, ικανοί για πολλή ηρωολατρεία, θα ακολουθούσαν μέχρι θανάτου έναν πρίγκιπα στον οποίο πιστεύουν· αλλά γι’ αυτό το άπιαστο, αόρατο Konstitutzioon, δεν κατανοούσαν και δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν τίποτα».

Στον σημερινό αναγνώστη (αλλά και στον σύγχρονό της), το βιβλίο της Ντάραμ ανοίγει ένα ευμέγεθες και ευρυγώνιο παράθυρο σε έναν κόσμο εντελώς ξένο, στον οποίο μάλιστα ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει: το πρώτο της κεφάλαιο, άλλωστε, επιγράφεται «Η χώρα του ζώντος παρελθόντος». Κατά συνέπεια, το ταξίδι στη βόρεια Αλβανία δεν πρόσφερε στους αναγνώστες της εποχής του απλά μια διαφυγή σε μέρη εξωτικά αλλά και ένα ταξίδι στο χρόνο, κάτι που δεν ήταν δυνατό να συμβεί αν επισκεπτόταν κανείς κάποια από τις λεγόμενες «πολιτισμένες» χώρες του δυτικού κόσμου. Πράγματι, το βιβλίο είναι μια πραγματική συλλογή αξιοπερίεργων πραγμάτων, κάτι σαν το «cabinet of curiosities» της πρώιμης νεότερης εποχής, αυτό που οι Γερμανοί ονόμαζαν «Wunderkammer»: ένα δωμάτιο στο οποίο οι συλλέκτες (από έμποροι μέχρι και αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) φύλασσαν διάφορα περίεργα πράγματα, από μουμιοποιημένα εξωτικά ζώα και σπάνια μέταλλα μέχρι αρχαία όπλα και κρανία πυγμαίων από την Αφρική. Κατά συνέπεια, αξίζει να διαβαστεί όχι μόνον από όσους ενδιαφέρονται για την πολιτική και κοινωνική ιστορία της Αλβανίας και των Βαλκανίων αλλά και από όσους επιζητούν ένα συναρπαστικό ταξιδιωτικό ανάγνωσμα.  

Έτσι, για παράδειγμα, στο Wunderkammer της Ντάραμ, ο αναγνώστης θα συναντήσει πλήθος φυλών με περίεργα ονόματα (όπως Σκρέλι, Χότι, Καστράτι κ.λπ.) που διασκέδαζαν κάτω από καταιγιστικά πυρά και έτρωγαν αρνιά με τα χέρια τους «σαν λύκοι, ξεσκίζοντας το κρέας, μπουκώνοντας μεγάλα κομμάτια και πετώντας τα κόκαλα πίσω τους». Θα μάθει για τις «ορκισμένες παρθένες» (τις αποκαλεί «αλβανίδες παρθένες»), οι οποίες ήταν γυναίκες που αντιστάθηκαν στην (πανίσχυρη) πατρική εξουσία και αρνήθηκαν τον σύζυγο που πρότεινε ο πατέρας, με αποτέλεσμα να ορκιστούν αιώνια παρθενία και να μην παντρευτούν ποτέ. Η ζωή τους ήταν πραγματικά πολύ σκληρή αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιπες Αλβανίδες διήγαν ευκολότερο βίο: η γυναίκα του αλβανικού Βορρά μπορούσε να περπατήσει «με ένα βαρύ φορτίο ξύλα για να το πουλήσει στο παζάρι της Σκόδρας, να γεννήσει ένα παιδί χωρίς καμία βοήθεια στην άκρη του δρόμου, να πάει το παιδί και τα ξύλα στο παζάρι, να πουλήσει τα ξύλα, να κάνει αγορές και να επιστρέψει στο σπίτι κανονικά». Επίσης, ο αναγνώστης θα κατανοήσει αρκετές πτυχές του αλβανικού κοινωνικού βίου, θα γνωρίσει τα ήθη και τα έθιμά τους, τον Κανούν και τη σκληρή πραγματικότητα των συνεχών αιματηρών αντεκδικήσεων, θα δει σχέδια με αλβανικές και σλαβικές δερματοστιξίες και κουρέματα, αλλά και θα συναντήσει ξανά και ξανά την απόλυτη αφοσίωσή τους στον φιλοξενούμενό τους· και βεβαίως θα κατανοήσει πλήρως τη στενότατη σχέση του ορεσίβιου Αλβανού με το όπλο του: χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός νεαρού, ο οποίος «νανούριζε» το όπλο του, «μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι, στο οποίο το προσφωνούσε ως τη γυναίκα του και το παιδί του, γιατί δεν ήθελε κανέναν άλλον στη ζωή του […] Η “αγαπημένη του” είχε κοστίσει δώδεκα ναπολεόνια, η τιμή μιας συνηθισμένης συζύγου, και ξόδευε ογδόντα χρυσά νομίσματα το χρόνο, ακριβώς το μισό εισόδημά του, για να τη “θρέφει”».

Τέλος, θα πληροφορηθεί και για τα τεράστια και επικίνδυνα σκυλιά, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ταξιδιωτών καθώς είχαν εκπαιδευτεί για να επιτίθενται: «Ακόμα και όταν είναι κουτάβια –μικρές χνουδωτές μπάλες– είναι εξαιρετικά άγρια, και πριν καλά καλά καταφέρουν να τρέξουν ή να γαβγίσουν θα στριφογυρίσουν και θα πνιγούν στην προσπάθειά τους να σας τρομάξουν». Όπως γίνεται αντιληπτό από την ευρεία θεματολογία του βιβλίου, το έργο αυτό αξίζει να διαβαστεί όχι μόνον από ιστορικούς, πολιτικούς επιστήμονες και κοινωνικούς ανθρωπολόγους που ασχολούνται με την Αλβανία και τα Βαλκάνια γενικότερα, αλλά και από αναγνώστες που θα ήθελαν να γνωρίσουν έναn συναρπαστικό τόπο, που είναι ταυτόχρονα κοντινός αλλά και μακρινός.

Η Ντάραμ ολοκλήρωσε τον κύκλο των βαλκανικών ταξιδιών της το 1921 για λόγους υγείας, σε ηλικία 58 ετών, και γύρισε πίσω στη Βρετανία, από την οποία και δεν επρόκειτο να ξαναφύγει. Είχε προλάβει, όμως, να δει την ανάδυση ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους και εξακολούθησε να στηρίζει τα αλβανικά εθνικά δίκαια με μαχητική αρθρογραφία και τη σύσταση ενός αλβανο-βρετανικού συνδέσμου («The Anglo-Albanian Society»). Πέθανε το 1944, λίγο πριν την κατάληψη της εξουσίας από τον Ενβέρ Χότζα. Η παρουσία τής «Kralica e Malësorevet» («η βασίλισσα των ορεσίβιων»), όπως ήταν γνωστή στην Αλβανία, άφησε βαθύ αποτύπωμα στη χώρα, το οποίο ανιχνεύεται έως και σήμερα, καθώς πολλά μνημεία και οδοί στην Αλβανία φέρουν το όνομά της, όπως και σχολεία[28]. Όπως έγραψε ο Ζογκ Α΄ (ο πρώτος και τελευταίος βασιλιάς της Αλβανίας) στη νεκρολογία της στους Times του Λονδίνου, η Ντάραμ «μας έδωσε την καρδιά της».[29] Τα αισθήματα αυτά ήταν αμοιβαία: «Είμαστε φτωχοί», της λέγανε στα αλβανικά βουνά, «Ψωμί, αλάτι και η καρδιά μας είναι το μόνο που μπορούμε να προσφέρουμε, αλλά είστε ευπρόσδεκτη να μείνετε όσο θέλετε».[30] Και έμεινε· ουσιαστικά, για πάντα.

*Το κείμενο αυτό αποτελεί εισαγωγή στο βιβλίο της Edith Durham, Βόρεια Αλβανία, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Παπαζήση, με σχολιασμό και μετάφραση του Στέφανου Παπαγεωργίου. Είναι μέρος της σειράς Παρελθόν και Παρόν, η οποία διευθύνεται από τον Δημήτρη Λυβάνιο και τον Στέφανο Παπαγεωργίου. Στην ίδια σειρά πρόκειται να εκδοθούν και τα βιβλία των George D. Frangos, Η Φιλική Εταιρεία 1814-1821: κοινωνική και ιστορική ανάλυση, με εισαγωγή του Διονύση Τζάκη και John Alexander, Ληστεία και δημόσια τάξη στον Μωριά, 1685-1806 με εισαγωγή του Δημήτρη Παπασταματίου.

 

[1] Βλ. τον χαρακτηριστικό τίτλο του βιβλίου τού Harry De Windt, Through Savage Europe (London 1909).

[2] Vesna Goldsworthy, Inventing Ruritania. The Imperialism of the Imagination (London 1998), 199-200· ελλ. μτφρ.: Ruritania: Ανακαλύπτοντας τα Βαλκάνια (University Studio Press 2004).

[3] Για μια συνολική θεώρηση του φαινομένου των γυναικών ταξιδιωτριών στα Βαλκάνια βλ. John B. Allcock - Antonia Young (επιμ.), Black Lambs and Grey Falcons: Women travellers in the Balkans (Bradford 2000).

[4] Martinus Barletius, Historia de vita et gestis Scanderbegi epirotarum principis. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις μεταφράσεις άλλαξαν τον τίτλο του Barletius και χρησιμοποίησαν για τον Σκεντέρμπεη την έκφραση «βασιλιάς της Αλβανίας». Βλ. για παράδειγμα: The history of George Castriot, surnamed Scanderbeg, King of Albanie. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1596 και είναι αγγλική μετάφραση του έργου του Barletius όχι από τα λατινικό πρωτότυπο αλλά από τη γαλλική του μετάφραση.

[5] Από τους περιηγητές αυτούς αξίζει να σημειωθούν οι William Martin Leake, John Hoobhouse, Henry Holland, François Pouqueville,  David Urquhart, Henry Tozer και Charles Eliot.

[6] Johann Georg von Hahn, Albanesische Studien (Jena 1854)· Hyacinthe Hecquard, Histoire et description de la haute Albanie ou Guégarie (Paris 1858).

[7] Georgina Mary Muir Mackenzie - Adeline Paulina Irby, Travels in the Slavonic Provinces of Turkey-in-Europe, (London 1867).

[8] Στο ίδιο, 252-253

[9] Dimitris Livanios, The Macedonian Question: Britain and the Southern Balkans, 1941-1949 (Oxford 2008), 51. Ελλ. μτφ.: Βρετανία και Μακεδονικό, 1939-1949 (Επίκεντρο 2015).

[10] Για μια συνολική εικόνα των ταξιδιών και της ευρύτερης δραστηριότητας της Ντάραμ, βλ  Christian Medawar, Mary Edith Durham and the Balkans, 1900-1914 (αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή, Πανεπιστήμιο McGill 1995), 8-47. Βλ. και τα σχετικά κεφάλαια στο Black Lambs and Grey Falcons, ό.π., 9-38.

[11] Anne Friederike Delouis, «From Travel Writing to Anthropology and Political Activism: A Biography of Mary Edith Durham, an Early Ethnographer of Southeastern Europe», Bérose - Encyclopédie internationale des histoires de l'anthropologie (Paris 2022).

[12] Through the Lands of the Serb (London 1904), The burden of the Balkans (London 1905), High Albania (London 1909), The struggle for Scutari (London 1914), Twenty Years of Balkan Tangle (London 1920), The Sarajevo Crime (London 1925), Some Tribal Origins, Laws and Customs of the Balkans (London 1928).

[13] Οι βρετανοί ταξιδιώτες, έγραφε η West, «all came back with a pet Balkan people established in their hearts as suffering and innocent, eternally the massacree and never the massacrer» και η Ντάραμ απάντησε κάνοντάς της μήνυση. Για τη σύγκρουση της Ντάραμ με τον Seton-Watson και τη West και το ευρύτερο πλαίσιό της βλ. Charles King, “Queen of the Highlanders: Edith Durham in "the land of the living past"”, Times Literary Supplement (TLS), (4 Αυγούστου 2000), 13-14.

[14] «Durham, Miss M. E., Inadvisability of Corresponding With», ανέφερε ένας φάκελος του 1908. Βλ. Charles King, “Queen of the Highlanders”, ό.π., 13. Για τον απότομο χαρακτήρα της, βλ. και την εισαγωγή του John Hodgson στο βιβλίο της High Albania (London 2000), xiv.

[15] Edith Durham, “High Albania and its Customs in 1908”, The Journal of the Royal Anthropological Institute of Great Britain and Ireland, vol. 40 (1910), 453.

[16] Η μετάφραση όλων των παραθεμάτων από το βιβλίο της Ντάραμ, Βόρεια Αλβανία, που χρησιμοποιούνται εδώ είναι του Στέφανου Παπαγεωργίου.

[17] Υπάρχουν επίσης και δύο άλλες υποομάδες στον αλβανικό Nότο: οι (μουσουλμάνοι) Τσάμηδες και οι (ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι) Λιάπηδες.

[18] Για την εσωτερική οργάνωση των αλβανικών φυλών, βλ. Robert Elsie, The Tribes of Albania: History, Society and Culture (London 2015). Στα θέματα αυτά αρκετές σελίδες αφιερώνει και η Ντάραμ στο βιβλίο της.

[19] Swire, Albania: The Rise of a Kingdom (New York 1971), 25.

[20] Το 12ο κεφάλαιο του βιβλίου της Ντάραμ αναφέρεται στην επιστροφή στην Αλβανία του κληρονομικού ηγέτη των Μιρδιτών, που έφερε τον τίτλο «Πρενκ πασάς», έπειτα από πολυετή εξορία στην Ανατολία.

[21] Malcolm, Kosovo: A Short History (London 1998), 17.

[22] Βασικό έργο για το θέμα παραμένει το βιβλίο της Margaret Hasluck, The Unwritten Law in Albania, (London 1954)· ελλ. μτφρ: Ο άγραφος νόμος στην Αλβανία (Ισνάφι 2012). Fatos Tarifa, «Of Time, Honor, and Memory: Oral Law in Albania», Oral Tradition, vol. 23, No. 1 (2008), 3-14. Malcolm, Kosovo, ό.π., 17-21. Η λέξη «Κανούν» είναι ελληνικό δάνειο στην τουρκική («Κανών»). Από τα τουρκικά η λέξη πέρασε στα αλβανικά.

[23] Hasluck, Unwritten Law, 219-260, Swire Albania, 23-26.

[24] Odysseus [Sir Charles Eliot], Turkey in Europe (London 1900), 395.

[25] Malcolm, Kosovo, 19-20.

[26] Fatos Tarifa, Of Time, Honor, ό.π., 8-9.

[27] Turkey in Europe, ό.π., 395.

[28] Ωστόσο, παρά την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή της, οι σοβαρές βιογραφίες της άργησαν να εμφανιστούν. Βλ., για παράδειγμα, Marcus Tanner, Albania's Mountain Queen (London 2014).

[29] King, ό.π., 13.

[30] Η φράση «ψωμί, αλάτι και ανοιχτή καρδιά» αναφέρεται και στον Κανούν του Λεκ.

Δημήτρης Λυβάνιος

Επίκουρος καθηγητής νεότερης ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Βιβλία του: Μακεδονικό και Βρετανία (1939-1949) (2015), Forging Identities. Studies in Religion, Violence and Nationalism in the Balkans (17th-20th centuries) (2022).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.