Τα παιχνίδια κινούνται στον αστερισμό της βίας. Αναπτύσσονται εντός της· την αναπαράγουν, την προβάλλουν, τη σωματοποιούν. Άλλοτε την εξευμενίζουν, όταν οι συμμετέχοντες γυρίζουν το κεφάλι στην απώλεια των συμπαικτών τους· άλλοτε την προκαλούν ενεργητικά όταν η απώλεια του άλλου ισοδυναμεί με την επιβίωση του εαυτού. Οι παίκτες, στην πλειονότητά τους, έχουν επιστρέψει στη φυσική κατάσταση. Προσιδιάζουν με λύκους.
Τα παιχνίδια αντλούνται από το παρελθόν των νέων της Κορέας. Από συνώνυμα των καλύτερων αναμνήσεών τους, εξελίσσονται σε όργανα και μέσα πολέμου. Με δεδομένες τις υποθηκευμένες στον έξω κόσμο ζωές των συμμετεχόντων και την ανυπαρξία μέλλοντος, ο σκηνοθέτης εφευρίσκει τον ιδανικό τρόπο να σκοτώσει το παρελθόν τους με τη συγκατάθεσή τους. Η καταβύθιση στο σπλάτερ του Squid Game είναι οικειοθελής, καθίσταται αυτόγνωμη πράξη ενηλίκων.
Η καθημερινότητα των παικτών κινείται γεωγραφικά μεταξύ διαφορετικών χώρων. Ο ένας και κύριος είναι ο τόπος στον οποίο ξεκουράζονται, κοιμούνται και ενίοτε αλληλοσπαράσσονται. Αξίζει να σημειωθεί πως στο μέσο αυτού του θαλάμου, και δη στο ταβάνι του, υπάρχει μία τεράστια γυάλα που γεμίζει χρήματα, ανάλογα με τη θνησιμότητα. Όταν οι πρωταγωνιστές κοιτούν το πάτωμα αντικρίζουν νεκρούς ή κενές κλίνες απόντων, όταν κοιτούν τον ουρανό τα ξεχνούν όλα, επαναπροσανατολίζοντας τους στόχους τους. Ο άλλος τόπος είναι το εκάστοτε μέρος του αγώνα.
Τα παιχνίδια έχουν διοργανωθεί από μία ομάδα πλουσίων VIP οι οποίοι και στοιχηματίζουν στα «πιόνια» τους όντας σε διαφορετικό δωμάτιο από τους πρωταγωνιστές. Η φύλαξη των τελευταίων έχει ανατεθεί σε μια ιδιότυπη ομάδα δεσμοφυλάκων με κοινές κόκκινες χαρακτηριστικές φόρμες και καλυμμένο το πρόσωπό τους, χάριν μυστικότητας, αλλά και λόγω έμφασης στα πρόσωπα των αγωνιστών.
Τα αίτια της συμμετοχής ανάγονται στη βεντάλια της ανέχειας και σε ένα στοιχείο τζόγου. Στο έδαφος της πρώτης εμφιλοχωρεί ο δεύτερος. Διευρυμένες κοινωνικές ανισότητες, απόλυτη φτώχεια, στεγαστικό πρόβλημα, διογκούμενα χρέη, λάθος επιλογές, έλλειψη σχεδίου ζωής και απώτερης εγγραφής του. Καθένας χρωστάει, είναι υπόλογος, φθαρτός. Στο φαντασιακό των πρωταγωνιστών ο κόσμος των παιχνιδιών ισοδυναμεί με ένα χώρο ελευθερίας και σχετικής ασφάλειας. Με μία φυγή που ακόμα και όταν συντελείται με αίμα και ακαριαίο θάνατο είναι προτιμότερη από την παραμονή στη διαρκή χρεοκοπία και στη συσωρευμένη απόγνωση. Μέσα στο παιχνίδι υπάρχει πάντα ένα παράθυρο ευκαιρίας, η σειρά τους να πάρουν τη ζωή τους πίσω, η κάρπωση του επάθλου, η ψευδαίσθηση πως ο καθένας δύναται να πλουτίσει. Έξω απ’ αυτό οι ευκαιρίες είναι πεπερασμένες, ενώ η σειρά τους έχει παρέλθει.
Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, όπου ή δημοφιλής πλατφόρμα κυριαρχεί, «το Παιχνίδι του Καλαμαριού», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ο τίτλος της σειράς, κάνει ρεκόρ τηλεθέασης. Ποιο είναι άραγε εκείνο το κοινό σημείο μεταξύ του Μπαγκλεντασιανού τηλεθεατή και του αντίστοιχου Αμερικανού ή Βρετανού; Είναι ίδιες οι κοινωνικές και οικονομικές περιστάσεις που διαμοιράζονται οι δεύτεροι με τον πρώτο; Σαφέστατα και όχι. Μπορεί κανείς να αυτοπροβληθεί στα σοβαρά Μέσα στο νοτιοκορεάτικο matrix; Οι δυτικές κοινωνίες βιώνουν μαα διευρυμένη α-πολεμική εμπειρία, ενώ οι σκηνές βίας που έχουν στο μυαλό τους προέρχονται είτε από ταινίες είτε από «βίαια επεισόδιά» μικρής διάρκειας στα οποία σε συντριπτικό ποσοστό δεν συμμετέχουν. Στο Μπαγκλαντές η οικονομική πραγματικότητα μεταξύ άλλων παράγει βία, αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εν λόγω αυτοπροβολή. Στο Παιχνίδι του Καλαμαριού ο τηλεθεατής προσπαθεί αρχικά να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές, στην πραγματικότητα όμως βρίσκεται εγγύτερα στις διασημότητες που στοιχηματίζουν για τον νικητή παρακολουθώντας τη βαναυσότητα. Για την ακρίβεια, ο τηλεθεατής μεσολαβεί μεταξύ των δύο, από τη μία έχει τη δική του προτίμηση για τον νικητή, από την άλλη παρακολουθεί ψυχρά τις κινήσεις τους. Ο εξωτισμός της νοτιοκορεάτικης κοινωνίας πολλαπλασιάζει το ενδιαφέρον του δέκτη. Ακόμα και αν η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι πρωτόγνωρη, ενδεχομένως για κάποιους και πρωτάκουστη, εντοπίζονται κοινά χαρακτηριστικά. Η ωμή, απροκάλυπτη και μαζική βία, όσο είναι μακριά μας, παραμένει εξόχως δημοφιλής.
Ο σκηνοθέτης του δυστοπικού δράματος Χουάνγκ Ντονγκ-Χιου υποστήριξε πως δημιούργησε αυτή την αλληγορία της σύγχρονης κοινωνίας ως μια κριτική στον καπιταλισμό. Αυτό που προσπάθησε να αμφισβητήσει ήταν το αδιέξοδο της καπιταλιστικής ορθοδοξίας που θέλει τον καθένα να πετυχαίνει αν εργαστεί σκληρά. Τον ανταγωνισμό χωρίς οίκτο και όρια. Παρ’ όλα αυτά, μέσα στην απόπειρά του να διαψεύσει την καπιταλιστική υπόσχεση, της παρέδωσε την καλύτερη δικαιολογία επιβίωσής της. Ακόμα και στην ακραία μεταφορά που δημιούργησε, ο νικητής του παιχνιδιού δεν ήταν ο σκληρός καπιταλιστής αλλά εκείνος που διατηρούσε τις επιφυλάξεις του. Οι πρωταγωνιστές στη σειρά παρουσιάζονται ως άτομα με συσσωρευμένα χρέη, αλλά ποτέ ο τηλεθεατής –ή σχεδόν ποτέ– δεν μαθαίνει πώς αυτά συσσωρεύτηκαν. Για τους λίγους που μαθαίνει την αιτία των χρεών τους, αυτά προήλθαν από αξιόποινες πράξεις των ίδιων. Ο σκηνοθέτης προτιμά να παρουσιάσει τους ηθοποιούς του ως θύματα του καπιταλισμού παρά να εισέλθει σε λεπτομέρειες της προσωπικής τους βιογραφίας, των επιλογών που είχαν ή των ευκαιριών που έχασαν. Θέλοντας να απεικονίσει την πράγματι υπαρκτή γενικευμένη αμηχανία απέναντι στις μεταμορφώσεις του καπιταλισμού και την 4η Βιομηχανική Επανάσταση, τον αναπαριστά απόλυτα μανιχαϊστικά, μάλλον παιδικά. Ενδεχομένως εκεί να οφείλει και την επιτυχία του. Άλλωστε για παιχνίδια δεν μιλάει;