Θα έλεγε κάποιος πως όταν βιώνεις τις οδύνες της κρίσης, ζεις σε καθεστώς παρατεταμένης ταπείνωσης, όταν οι ψευδαισθήσεις και οι αυταπάτες των κυβερνώντων σου εκφράζονται στην καθημερινή σου ζωή, και κυρίως όταν η σκληρότερη κρισιακή κυβέρνηση έχει μετατρέψει την χώρα σε μία απέραντη χρεοαποικία υπερφορολόγησης, επισφάλειας, ταξικής διαμεσολαβητικής δικαιοσύνης και ταξικότερης εκπαίδευσης, μοιραία οδηγείσαι σε διεξόδους εθνικής ανάτασης. Το ιστορικό βάθος του συγκεκριμένου ζητήματος άλλωστε προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Όμως η παραπάνω εξήγηση, παρά τα ειλικρινέστατα στοιχεία της, δεν επαρκεί για να περιγράψει το φαινόμενο μίας τόσο μαζικής συνάθροισης.
Ο νέος αντιδυτικισμός και η επιστροφή του έθνους είναι καλύτερα ερμηνευτικά εργαλεία. Το τελευταίο λειτουργεί εδώ ως ασπίδα. Γίνεται το καταφύγιο εκείνων που δεν μπορούν να ακολουθήσουν την παγκοσμιοποιητική εξέλιξη, την κινητικότητα ανθρώπων και κεφαλαίου, τις νέες δομές και τη σύγχρονη τεχνολογία. Όσων με άλλα λόγια νιώθουν ότι μένουν πίσω. Είναι όμως και η κάλυψη κερδοσκόπων, πατριδοκάπηλων, μισαλλόδοξων εθνικιστών, επαγγελματιών της αστάθειας. Στη δική μας περίπτωση ενισχυόμενα όλα από το κληρικό gravitas στην πιο σκοταδιστική εκδοχή του, εκείνο που δεν χάνει ευκαιρία να δείξει το πόσο ‘’αγαπά’’ τους ομόδοξούς του ουσιαστικά, αλλά και έναν υπόρρητο στρατιωτικό μεσσιανικό θαυμασμό για γενναίους στρατηγούς που θα έρθουν να μας σώσουν –μόνο τυχαίο δεν θεωρώ το παρατεταμένο χειροκρότημα που έλαβε οργανωτής του συλλαλητηρίου ύστερα από το αντιδημοκρατικό του ντελίριο–, το μείγμα γίνεται εκρηκτικό και, κυρίως, πολιτειακά διαλυτικό.
Η ελληνική κοινωνία που ποτέ δεν θα έκανε συλλαλητήρια για να ενισχύσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα στα Βαλκάνια, τις δυνατότητες διαφυγής της και ενδεχόμενες οικονομικές επαφές επιχειρηματικής συνεργασίας, εδραιώνοντας τη θέση της στο χώρο, δεν χάνει ευκαιρία να επισκέπτεται τη γείτονα χώρα για ψυχαγωγικούς ή στενά ιδιωτικούς οικονομικούς λόγους και, την ίδια ώρα, να διαδηλώνει με πάθος εναντίον της. Η υποκρισία της αντανακλάται στο πολιτικό προσωπικό. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, κανένας δεν μίλησε με τόλμη για μία ρεαλιστική πολιτική αμοιβαίου οφέλους. Για το ότι η μη λύση είναι συνταγή αποτυχίας, για το ότι μία εθνικά αδιάλλακτη στάση ρίχνει νερό στο μύλο του πιο ακραίου αλυτρωτισμού. Φοβισμένοι και κατώτεροι των περιστάσεων ενίσχυσαν με την αδιαφορία τους της οργάνωση ενός λόγου συγκινησιακού, πολιτικά μη ορθολογικού, μια συνθηματολογία διέγερσης των εθνικών παθών.
Τα μεγάλα υποδείγματα, όμως, αλλάζουν όταν η πολιτική τάξη είναι έτοιμη να κάνει την υπέρβαση και να ηγηθεί ξεπερνώντας ακόμα και το αρχαίο κάλλος. Όταν ο πατριωτικός ρεαλισμός, απενοχοποιημένος και σίγουρος για την ιστορία του, εξοβελίζει τον ψευδεπίγραφο πατριωτισμό της συλλογικής μιζέριας.