Αγνοούμενοι. Σε καιρό ειρήνης η Ελλάδα βρέθηκε στο σημείο να έχει και να τους αναζητά. Βλέπεις πρόσωπα να απεικονίζονται στις καλύτερες συνήθως στιγμές τους ενώ την ίδια ώρα αντιλαμβάνεσαι πως αν είναι τυχεροί κινδυνεύουν.
Νέα, νέα άσχημα, ακούσματα απανθρακωμένων ανθρώπων. Ειδήσεις που παραπέμπουν σε πολεμικά δελτία.
Εικόνες καμένων τοπίων, μαυρόασπρες, θλιβερές. Οπτικές που στοιχειώνουν.
Ρεπορτάζ με πολλή φλυαρία, ελάχιστες οδηγίες που συγχύζουν περισσότερο από όσο ενημερώνουν.
Τηλέφωνα σε δουλειές, σε υπεραγορές, σε μαγαζιά, τηλέφωνα μεταξύ φίλων, που είτε καταλήγουν σε χαμόγελα ανακούφισης είτε γίνονται άγγελοι πένθους. Όρια δυσδιάκριτα. Μαρτυρίες που παγώνουν. Ο θάνατος εξάλλου δεν είναι μόνο η απώλεια αλλά και αυτό που αφήνει πίσω – και ίσως αυτό να είναι ακόμα πιο δύσκολο.
Νουθεσίες για ψυχραιμία και ηπιότητα. Να μην πολιτικολογούμε λέει, να μην επιρρίπτουμε ευθύνες διότι τάχα δεν είναι αυτή η ώρα. Με άλλα λόγια, να μην ελέγχουμε την εξουσία γιατί προέχει η ενότητα. Όμως η ενότητα αυτή είναι φαντασιακή, επίπλαστη. Όλη η κοινοτοπία της αδράνειας είναι σα να θέλει να ταυτίσει θύτη και θύμα. Δεν γίνεται όμως να μην είμαστε κριτικοί. Το χρωστάμε στους συμπολίτες μας που κινδύνεψαν αλλά κυρίως στην μνήμη των καμένων και των πνιγμένων. Σε όσους νιώθουν ανασφάλεια, απροστάτευτοι στο φόβο.
Δεν υπάρχει κανένα άλλοθι για τους εξουσιαστές μας, 30 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας να καίγεται το σύμπαν ενώ μάλιστα η πυροσβεστική είχε εγκαίρως προειδοποιήσει. Οι ίδιοι άλλωστε έσπευσαν να σκηνοθετήσουν την ετοιμότητά τους. Γραβατωμένος αγραβάτωτος, με ύφος χωρίς ύφος, η όψη του καθεστωτισμού, ήτοι ο έλληνας πρωθυπουργός ταυτίζεται με μία τεράστια εθνική τραγωδία. Μία μαύρη μέρα που θα διδάσκεται στα βιβλία της ιστορίας.
Κάθε σκεπτόμενο άτομο οφείλει να αναρωτηθεί. Υπήρξε όλο αυτό το διάστημα κάποιο εθνικό σχέδιο διαχείρισης της κρίσης; Ακούσαμε τίποτα για χώρους άμυνας, περιοριστικές ζώνες, τροφοδοσία έκτακτης ανάγκης; Να βγει ο στρατός να τη σβήσει, φώναζε κάποιος σε μία εκπομπή χθες το πρωί. Όμως όσοι κάναμε την θητεία μας ξέρουμε πως ο στρατός το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φροντίσει να μην επεκταθεί η φωτιά και όχι να τη σβήσει.
Μία δεκαετία αργότερα από την Ηλεία, από το φυσικό τέκνο εκείνης της κυβέρνησης αντικρίζουμε τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες παραλείψεις και φυσικά τις ίδιες δικαιολογίες.
Ασύμμετρη απειλή, ανόθευτη συνωμοσιολογία, η εκδίκηση του Θεού, παρόμοιες προκάτ αντιδράσεις. Λες και δεν πέρασε μια μέρα. Η φρασεολογία της εθνικής ταπείνωσης είναι κοινή. Η νοοτροπία είναι ίδια. Το αποτέλεσμα ίσως χειρότερο.
Η Ελλάδα δέχεται τις φυσικές καταστροφές σαν αυτό να ήταν προκαθορισμένο και αναπόφευκτο. Δεν αντικρούει με επιχειρήματα, δεν έχει διάθεση να αντιπαρατεθεί, έχει εγκλωβιστεί στον κύκλο των ερειπίων.
Μία απαισιόδοξη οπτική θα έλεγε πως η καθοδική πορεία της χώρας δεν δύναται να αλλάξει. Κάθε τόσο θα θρηνεί θύματα, απροετοίμαστη και σοκαρισμένη. Κάθε τόσο θα στρουθοκαμηλίζει στο πρόβλημα και θα αναζητεί την αλληλεγγύη της κοινωνίας, που ευτυχώς υπάρχει και αυτή, να αντικαθιστά το κατ’ όνομα οργανωμένο κράτος.
Γι’ αυτή την αλληλεγγύη της κοινωνίας όμως, για τα τρόφιμα και τα φάρμακα που συγκεντρώθηκαν σε ελάχιστό χρόνο, για την εντυπωσιακή ενεργοποίηση των εθελοντών, για τον συλλογικό θρήνο και την συλλογική μνήμη, για να δικαιωθούν τα θύματα οφείλουμε να αντισταθούμε, διεκδικώντας το δικαίωμά μας να οργανώσουμε τη ζωή μας με τον τρόπο που εμείς θέλουμε σε ένα οργανωμένο κράτος. Να αποκτήσει η γενιά μας σχέδιο ζωής.
Παραφράζοντας τον Βαϊνγκάρτνερ, οι μέρες της αφθονίας σας είναι μετρημένες.