Σύνδεση συνδρομητών

Τι φέρνουν στην εκπαίδευση τα δημόσια Ωνάσεια Σχολεία

Παρασκευή, 26 Σεπτεμβρίου 2025 12:02
Η πρόσοψη του δημόσιου Ημερήσιου Γυμνασίου Ξανθης που μετατράπηκε σε Ωνάσειο Σχολείο.
Alexandros Avramidis / Onassis Foundation
Η πρόσοψη του δημόσιου Ημερήσιου Γυμνασίου Ξανθης που μετατράπηκε σε Ωνάσειο Σχολείο.

Τι μπορούμε να πούμε για τα Ωνάσεια Σχολεία που να μην έχει ακόμα ειπωθεί; Πολλά!

Τουλάχιστον τρεις είναι οι λόγοι που δεν έχουν συσχετιστεί τα Ωνάσεια με την ανάγκη για καλύτερη εκπαίδευση. Ο πρώτος: δεν έχει ληφθεί υπόψη στον δημόσιο διάλογο ο ρόλος της ευεργεσίας στην Ελλάδα για τη διαμόρφωση καινοτόμων δημόσιων πολιτικών. Ο δεύτερος: ούτε το Ίδρυμα Ωνάση ούτε το υπουργείο Παιδείας αναφέρονται, για ευνόητους λόγους, στον καθοριστικό ρόλο όλων των πρότυπων σχολείων, συμπεριλαμβανομένων των Ωνασείων, στη διαμόρφωση των ελίτ της χώρας. Τρίτον, ακόμα και οι καλύτεροι εκ των επικριτών των Ωνασείων, όσοι δηλαδή κάνουν χρήση της διεθνούς έγκυρης βιβλιογραφίας κατά σχολείων άλλων χωρών όπως των Πρότυπα (όπως για τα grammar schools της Αγγλίας) μέρος των οποίων θα αποτελούν τα Ωνάσεια, για ιδεολογικούς λόγους δεν είναι διατεθειμένοι να λάβουν υπόψη τους πώς η δημιουργία των Ωνάσειων Σχολείων μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικός μοχλός αναβάθμισης του συνόλου των δημόσιων σχολείων της χώρας. 

Ας τα πάρουμε λοιπόν όλα ένα προς ένα.

 

Ο ρόλος της ευεργεσίας

Έχει σημασία να καταλάβουμε το ρόλο της ευεργεσίας στην Ελλάδα. Η ευεργεσία, κυρίως αν και όχι αποκλειστικά, τροφοδοτείται από τον ελληνικό εφοπλισμό[1] και κατευθύνεται κυρίως στον δημόσιο τομέα της χώρας. Καλύπτει δηλαδή καίριες ανάγκες του δημόσιου τομέα μέσα από επενδύσεις σε πάγια, σε τεχνολογικό εξοπλισμό ή ακόμα και σε αναλώσιμα: από τις μονάδες εντατικής θεραπείας νοσοκομείων του ΕΣΥ μέχρι την προμήθεια ανταλλακτικών για τις φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού και την αναβάθμιση των κτιριακών εγκαταστάσεων των σχολείων. 

Αυτή η συνεισφορά της ευεργεσίας στην πολιτεία συνοδεύεται και από τη χρηματοδότηση του σχεδιασμού και της υλοποίησης δημόσιων πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων  και πολιτικών που υλοποιούνται από δωρεοδόχους ιδιωτικούς φορείς (μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς) σε συνεργασία η όχι με δημόσιους οργανισμούς.  Σε αυτές τις δύο μορφές, η ευεργεσία με τη σύμφωνη γνώμη της πολιτείας και με την ενεργό συνεργασία δημόσιων αξιωματούχων, λειτουργεί ως ιμάντας υιοθέτησης καινοτόμων δημόσιων πολιτικών στη χώρα μας. Αυτού του είδους η ευεργεσία κατευθύνεται σε μεγάλο βαθμό στην παιδεία και ευρύτερα στους νέους, γενικώς επειδή οι νέοι εκπροσωπούν το μέλλον και ειδικότερα επειδή αστικές οικογένειες που αντιμετώπισαν κάποιο σοβαρό πρόβλημα με τα δικά τους παιδιά ή με παιδιά του κοντινού τους περιβάλλοντος διαπίστωσαν την απουσία δημόσιας πολιτικής στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν παιδιά και νέοι. Θα αναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα. Ο οργανισμός «Πόρτα Ανοιχτή - Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών», που χρηματοδοτείται από την ευεργεσία, είναι ο πρώτος φορέας στην Ελλάδα που προνόησε με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους για τα σπαστικά παιδιά στην Ελλάδα και στις εγκαταστάσεις του φιλοξενείται το μόνο δημόσιο σχολείο για παιδιά με το συγκεκριμένο πρόβλημα. Η «ΕΛΙΖΑ», επίσης χρηματοδοτούμενος φορέας από την ευεργεσία, ήταν σε συνεργασία με δημόσια νοσοκομεία ο πρώτος φορέας που εισήγαγε στο ΕΣΥ πρωτόκολλα σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία για τον εντοπισμό της κακοποίησης παιδιών και διαχείρισης των συγκεκριμένων περιστατικών. Το πρόγραμμα «Center for Talented Youth» του Κολεγίου Ανατόλια, με τη συνεργασία και την έγκριση του υπουργείου Παιδείας και τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, προσφέρει εξειδικευμένη εκπαίδευση σε χαρισματικά παιδιά, που έχουν διακριθεί σε οποιοδήποτε σχολείο της χώρας, δημόσιο ή ιδιωτικό. Έχουμε δηλαδή στη χώρα μας εκτεταμένη συμπαραγωγή καινοτόμων δημόσιων πολιτικών, που χρηματοδοτούνται από την ευεργεσία, είτε απευθείας προς το Δημόσιο είτε/και σε μη κερδοσκοπικούς φορείς που συνεργάζονται με δημόσιους φορείς υπό την έγκριση και την εποπτεία της πολιτείας.        

Γιατί όμως απαιτείται στη χώρα μας ένας τόσο ενεργός ρόλος της ευεργεσίας για δημόσιο σκοπό; Η απάντηση είναι σύνθετη αλλά, σίγουρα, η ικανότητα δημόσιων φορέων να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν, χωρίς την ευεργεσία, καινοτόμες πολιτικές υποσκάπτεται από χαρακτηριστικά του δημόσιου τομέα που διαχρονικά έχουν υποστηριχθεί από τα συνδικαλιστικά όργανα των δημόσιων λειτουργών, αν όχι από το σύνολό τους. Αναφέρω ενδεικτικά: α) τον άνω του μέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 της σχέσης μισθοδοσίας με επενδύσεις και λειτουργικές δαπάνες σε όλα τα δημόσια αγαθά, όπως παιδεία και υγεία· β) τη μικρότερη ψαλίδα στην Ευρωπαϊκή ένωση των 27 μεταξύ χαμηλόμισθων και υψηλόβαθμων δημόσιων λειτουργών· γ) την έλλειψη αξιολόγησης ή την προσχηματική αξιολόγηση των δημόσιων λειτουργών· δ) τον αποφασιστικό ρόλο των δικτύων πατρωνίας στην πρόσληψη και στην ανέλιξη των δημόσιων λειτουργών. Αν αθροίσουμε αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά καταλήγουμε με δημόσιους φορείς που είναι δομικά αδιάφοροι είτε στην εξέλιξη των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρουν είτε στην εισαγωγή νέων καινοτόμων δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.  Στην παιδεία μας αυτά τα χαρακτηριστικά αποτυπώνονται από τη χαμηλή βαθμολογία στις αξιολογήσεις της PISA και, βέβαια, από την υψηλή δημοτικότητα, ιδίως για τα μέσα και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, της ιδιωτικής παιδείας, όπου τα πλέον υψηλού κύρους σχολεία είναι μη κερδοσκοπικά και υποστηρίζονται από την ευεργεσία. 

Ακριβώς λοιπόν λόγω αυτών των χαρακτηριστικών του δημόσιου τομέα της χώρας που, οφείλουμε να το τονίζουμε, υποστηρίζονται επισήμως ή ατύπως από το συνδικαλιστικό κίνημα στον δημόσιο τομέα, η ευεργεσία στην Ελλάδα παίζει αυτόν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, εν αντιθέσει ας πούμε σε μια χώρα όπως η Φινλανδία. Το Ίδρυμα Ωνάση, μάλιστα, πρωταγωνιστεί έως τώρα με την εισφορά του για τη δημόσια υγεία, τομέα στον οποίο, και μέσω της σύμπραξης με το ελληνικό Δημόσιο, πρώτα εκσυγχρόνισε τη χειρουργική αντιμετώπιση των καρδιακών παθήσεων και στη συνέχεια, πιο πρόσφατα, ενισχύει τον τομέα των μεταμοσχεύσεων. Τονίζω επίσης κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό: ότι παράλληλα με την υποστήριξη της πολιτείας, η ευεργεσία βασίζεται και στην ενεργό στήριξη και τη συμμετοχή δημόσιων λειτουργών που την αναγνωρίζουν ως δυναμικό σύμμαχο στη δική τους προσπάθεια να εισαγάγουν νέες μεθόδους και νέες πολιτικές στην παραγωγή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, επειδή, επιπλέον, δίνει και σε αυτούς τη δυνατότητα να εργαστούν εντός του Δημοσίου, σε ένα περιβάλλον ανώτερο ως προς τις συνθήκες εργασίας και το επίπεδο παραγωγής δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών από τον μέσο όρο που επικρατεί στο ευρύτερο Δημόσιο. Εντέλει, δηλαδή, πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί και πολίτες επιτρέπουν, διευκολύνουν, υλοποιούν και κάνουν χρήση των πόρων της ευεργεσίας στη διαμόρφωση συγκεκριμένων δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, αντιλαμβανόμενοι, στο σύνολο τους, ότι το Δημόσιο από μόνο του δεν μπορεί να προσφέρει κάτι ανάλογο.

Το ίδιο θα συμβεί λοιπόν και με τα Ωνάσεια Σχολεία και οι πολέμιοί τους, με εξωπραγματικές κατηγορίες, δεν θα καταφέρουν να αναστείλουν τη λειτουργία τους. Ευλόγως. Το Ίδρυμα Ωνάση δεν ενδιαφέρεται να εμπορευματοποιήσει τη δευτεροβάθμια παιδεία, έχει σκοπό να αναβαθμίσει ένα μικρό μέρος της. Οι δε πολέμιοι των Ωνάσειων Σχολείων υπερασπίζονται μια κατάσταση πραγμάτων που δεν ικανοποιεί μια κρίσιμη μάζα πολιτικών, εκπαιδευτικών και, βεβαίως, κάποιων γονέων με παιδιά μαθητές στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.

 

Η διαμόρφωση των ελίτ

Στη σημερινή κοινωνική και πολιτική συνθήκη, ούτε το Ίδρυμα Ωνάση ούτε το υπουργείο Παιδείας θα μπορούσαν να μιλήσουν για τη διαμόρφωση των ελίτ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους νοιάζει η διαμόρφωση ελίτ ή ότι το δημοκρατικό μας πολίτευμα δεν χρειάζεται άξιες ελίτ για να ευημερήσει και να επιβιώσει.

Παρότι λοιπόν δεν θα ακουστεί αυτό, προσωπικώς διατείνομαι ότι τα Ωνάσεια Σχολεία είναι ένα βασικό εργαλείο ανάπτυξης και διαμόρφωσης των ελίτ της χώρας – κι αυτό τους δίνει πρόσθετη αξία. Γιατί χρειαζόμαστε τις ελίτ; Επειδή οι κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των δημοκρατικών κοινωνιών όπως η δική μας, χρειάζονται υψηλών επιδόσεων και δεξιοτήτων πιλότους μαχητικών αεροσκαφών για να υπερασπιστούν τον εναέριο χώρο μας, διπλωμάτες για να προωθήσουν τα εθνικά μας συμφέροντα στο διεθνές στερέωμα, επιχειρηματίες και στελέχη που θα καταστήσουν τις επιχειρήσεις μας διεθνώς ανταγωνιστικές, επιστήμονες που να είναι σε θέση με το πνευματικό κεφάλαιό τους να δημιουργήσουν οικονομικές ή κοινωνικές υπεραξίες για τη χώρα μας και ούτως καθεξής. Χρειαζόμαστε δηλαδή άτομα εξαιρετικής αφοσίωσης και ταλέντου στο αντικείμενο της επιλογής και της τάσης τους και όσο το δυνατόν περισσότερα σχολεία που θα είναι σε θέση να βοηθήσουν αυτά τα άτομα να αναγνωρίσουν και να καλλιεργήσουν τα ταλέντα τους.

Από τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, στα οποία εμφανίζονται οι επιδόσεις των διαφορετικών κατηγοριών λυκείων, προκύπτει ότι 6 πρότυπα σχολεία βρίσκονται ανάμεσα στα πρώτα δέκα σε επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις του 2023. Πράγμα που σημαίνει ότι τα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία επιτελούν τον διακριτό ρόλο τους – και είναι απολύτως βέβαιο ότι το ίδιο θα συμβεί και με τα Ωνάσεια.  Στην ποσοτική αυτή διάσταση πρέπει να προσθέσουμε και την ποιοτική.  Είναι σημαντικό για τη χώρα, τη σταθερότητα και την εξέλιξή της, οι ελίτ της να διαφοροποιούνται όσο περισσότερο γίνεται κοινωνικοοικονομικά και γεωγραφικά. Διότι όταν ανελιχθούν σε θέση ισχύος και επιρροής θα φέρουν μαζί τους τις καταβολές τους, την κατανόηση και την ταύτιση με τις λιγότερο ή και τις καθόλου προνομιούχες κοινωνικοοικονομικές ομάδες από τις οποίες προέρχονται, θα συνδυάζουν δηλαδή, άρρηκτος σύνδεσμος, τις προσωπικές τους αρετές και δεξιότητες με τις καταβολές τους. Δεν πρόκειται δηλαδή για ελίτ της κατηγορίας «δεν έχουν ψωμί, δώστε τους παντεσπάνι». Λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της οικογενειακής διάρθρωσης των ελληνικών επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών, θέλουμε τις ελίτ να προέρχονται, μέσω των Ωνάσειων Σχολείων, όπως συμβαίνει και με τα Πρότυπα και τα Πειραματικά, και από λιγότερο προνομιακά στρώματα, για έναν πρόσθετο λόγο. Επειδή μη έχοντας να κληρονομήσουν μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και προσοδοφόρες επαγγελματικές υπηρεσίες, θα έχουν την τάση σε μεγαλύτερο ποσοστό να προσφέρουν στον δημόσιο αντί του ιδιωτικού βίου ως δημόσιοι λειτουργοί, αξιωματικοί, δικαστές, εφοριακοί, καθηγητές ΑΕΙ κ.λπ. 

Αυτές οι ποσοτικά αυξημένες ελίτ της υφιστάμενης οικονομικής ισχύος (με την άφθονη υλική στήριξη που τους προσφέρεται, συμπεριλαμβανομένης και της ισχυρότατης κοινωνικής δικτύωσης που αποκτούν στο σύνολο της εκπαιδευτικής τους διαδρομής, από την πρωτοβάθμια ιδιωτική παιδεία μέχρι τις σπουδές σε εξέχοντα πανεπιστήμια του εξωτερικού) είναι χρήσιμο να διαφοροποιούνται και κοινωνικοοικονομικά, για ακόμα έναν, εξίσου σημαντικό, λόγο: για να υπάρχει διαρκής ανταγωνισμός. Αυτή η ελίτ, που σε μεγάλο βαθμό έχει προκύψει μέσω της φοίτησης μαθητών σε σχολεία όπως το Κολλέγιο Αθηνών στην Αθήνα και το Κολλέγιο Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη, το διάστημα της μακράς περιόδου παρακμής των πειραματικών και των προτύπων σχολείων που ξεκίνησε με την εκπαιδευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 και προκάλεσε την απώλεια του αντίπαλου δέους του εξαιρετικού δημόσιου σχολείου. Ως εκ τούτου, ατόνησε ή διαβρώθηκε και η δική της αξιοκρατική συγκρότηση. Αυτό που συνέβη ήταν η αντικατάσταση της αξιοκρατικής επιλογής με εξαιρετικά προβληματικές, δηλαδή μη αντικειμενικές, διαδικασίες εισόδου, ακόμα και στην περίπτωση του Κολλεγίου Αθηνών, γεγονός που συνέβαλε και στην εκδήλωση μικρού «εμφυλίου» εντός αυτού του κορυφαίου εκπαιδευτικού φορέα της αστικής τάξης  της χώρας, όταν συγκρούστηκε το Διοικητικό Συμβούλιο των Αθηνών και το Διοικητικό Συμβούλιο της Νέας Υόρκης. Σχετικώς, με βάση τα στοιχεία του 2024 στην Αττική και την Κεντρική Μακεδονία, η σχέση αιτούντων και επιτυχόντων (selectivity ratio) σε πρότυπα σχολεία όπως είναι τα Ωνάσεια ήταν κάτι λιγότερο από ένας προς πέντε και ένας προς τέσσερις, σχέση που αυτομάτως καθιστά αυτά τα πρότυπα περισσότερο ελίτ από το Κολλέγιο Αθηνών αλλά και από το Κολλέγιο Ανατόλια στην Θεσσαλονίκη, που διατηρεί μεν εισαγωγικές εξετάσεις, πλην όμως το selectivity ratio του τις τελευταίες δεκαετίες έχει μειωθεί. Μπορεί τα Ωνάσεια και τα υπόλοιπα πρότυπα να υπολείπονται σχολείων όπως το Κολλέγιο Αθηνών και το Ανατόλια σε υποδομές και σε κοινωνική δικτύωση, πρέπει όμως να θεωρήσουμε δεδομένο ότι με μια τέτοια σχέση αιτούντων και επιτυχόντων –δεν θα εκπλαγώ αν στα Ωνάσεια φτάσει στο ένα προς δέκα– θα υπερέχουν σε esprit de corps όσο και σε ακαδημαϊκές επιδόσεις, τόσο στη δευτεροβάθμια όσο και, κατόπιν, στην τριτοβάθμια παιδεία.  

Από αυτή τη σκοπιά, η ίδρυση των Ωνάσειων Σχολείων ιδίως στα μητροπολιτικά συγκροτήματα Αθηνών και Θεσσαλονίκης, και μάλιστα σε μη προνομιούχες κοινωνικοοικονομικά περιοχές, ευθέως και πολύ καλά αποτελεί πρόκληση για τα πλέον προνομιούχα σχολεία των δύο μεγάλων πόλεων της χώρας, και ιδίως για το Κολλέγιο Αθηνών και για το Κολλέγιο Ανατόλια. Προφανώς και αυτά τα δύο ιδιωτικά σχολεία, και άλλα σαν αυτά (π.χ. Σχολή Μωραΐτη), θα έχουν πάντα εξέχοντες μαθητές και εξέχουσες μαθήτριες, προϊόν άλλωστε και των εδραιωμένων από τη βιβλιογραφία πλεονεκτημάτων που αποδίδει στις μαθησιακές επιδόσεις το υψηλό εκπαιδευτικό και οικονομικό υπόβαθρο των γονέων ενός παιδιού. Όμως, η αναπαραγωγή με βάση το κληρονομικό δικαίωμα (παιδιά αποφοίτων) ή η είσοδος με βάση τις διασυνδέσεις, σε αντιδιαστολή με το συνδυασμό κύρους, βελτιωμένων πόρων, διδακτικού προσωπικού και υψηλής επιλεξιμότητας των Ωνασείων, με τον καιρό θα αποτελέσει πρόκληση για τη νομιμοποίηση και κύρος των κορυφαίων ιδιωτικών σχολείων, αλλάζοντας ίσως και τις εσωτερικές τους ισορροπίες. Βλέπω δηλαδή να ενισχύονται οι φωνές υπέρ της αποκατάστασης των εξετάσεων και της ισότιμης αντιμετώπισης όλων των μαθητών (και κατά προέκταση των οικογενειών τους),  που θέλουν να ενταχθούν σε ένα σχολείο όπως το Κολλέγιο Αθηνών,  ισότιμη πάντα εντός του πλαισίου της δυνατότητας υποβολής διδάκτρων. Τα Ωνάσεια, δηλαδή, θα λειτουργήσουν και ως μηχανισμός εξυγίανσης της οικονομικά προνομιούχας ελίτ της χώρας. Μάλιστα, σε περίπτωση αποτυχίας αυτής της εξυγίανσης, θα λειτουργήσουν ως μηχανισμός (δαρβινικού τύπου) αντικατάστασης παρακμιακών ελίτ.   

Ταυτόχρονα με την ποσοτική κοινωνική διεύρυνση και εξυγίανση των ελίτ εντός των δύο μεγάλων πόλεων, αυτό που θα μπορούσε στη συνέχεια να ενισχυθεί είναι και η γεωγραφική διεύρυνση των ελίτ, στην περιφέρεια. Η εννεαμελής επιτροπή που θα επιβλέπει τα Ωνάσεια Σχολεία, στην οποία θα συμμετάσχει και το Ίδρυμα Ωνάση, καθώς και το πρόγραμμα ποιοτικής αναβάθμισής τους είναι εγγυήσεις για το έργο που πρέπει να γίνει.

Εφόσον μάλιστα υπάρξουν οι διαθέσιμοι πόροι από την ελληνική ευεργεσία, υποστηρίζω πως οι ποιότητες που παράγει μπορεί να αναβαθμιστούν. Θα πρότεινα λοιπόν το υπουργείο Παιδείας και το Ίδρυμα Ωνάση, από κοινού, να απευθυνθούν στην ελληνική διασπορά, που συγκροτείται κυρίως με εθνοτοπικά κριτήρια, προκειμένου να βρουν επιπλέον πόρους για την επέκταση του θεσμού των Ωνάσειων Σχολείων. Η παρουσία και η μεθοδολογία του Ιδρύματος Ωνάση θα αποτελεί εγγύηση ποιοτικού αποτελέσματος, καλύπτοντας έτσι το χάσμα εμπιστοσύνης που λειτουργεί ανασταλτικά στο να κάνουν δωρεές σε φορείς του Δημοσίου οι κοινότητες της διασποράς μας. Οι δε ωφέλειες για τις τοπικές κοινότητες είναι δεδομένες, λαμβανομένης υπόψη της παραμέτρου ότι η παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης είναι καθοριστικό στοιχείο για την ανάσχεση της εσωτερικής μετανάστευσης όσο και για τον επαναπατρισμό ή την προσέλκυση υψηλής ποιότητας προσωπικού σε λιγότερο προνομιούχες περιφέρειες της χώρας. Θα μπορούσαν βέβαια αυτά τα σχολεία είτε να διατηρήσουν τις ιστορικές τους ονομασίες –πολλά εκ των οποίων, άλλωστε, είναι δημιούργημα παλαιότερων εποχών της ελληνικής ευεργεσίας– είτε να αποκτήσουν ονομασίες που θα ορίσουν οι χρηματοδότες τους από τη διασπορά, παραμένοντας πάντοτε στο δίκτυο διακυβέρνησης των Ωνάσειων Σχολείων. 

 

Η αναβάθμιση του συνόλου της εκπαίδευσης

Όλα αυτά, δημιουργούν ένα ερώτημα, όχι πάντα καλοπροαίρετο: μήπως τα Ωνάσεια Σχολεία θα υποβαθμίσουν περαιτέρω τα μη πρότυπα και μη πειραματικά δημόσια σχολεία, που εκτός των άλλων θα χάσουν και μερικούς από τους πιο καλούς μαθητές τους, μερικούς από τους πιο απαιτητικούς και ενήμερους γονείς και μερικούς από τους καλύτερους δασκάλους;

Υποστηρίζω ότι είναι δυνατόν και προσιτό να γίνει το αντίθετο. Ότι δηλαδή τα Ωνάσεια θα μπορέσουν να διαμορφώσουν και να ενισχύσουν τη δυναμική υπέρ της αναβάθμισης συνολικά της δημόσιας εκπαίδευσης. Η απάντησή μου δεν βρίσκεται μόνο στη διεθνή βιβλιογραφία και στη διεθνή εμπειρία.

Πάντως, η δέσμευση της κυβέρνησης ότι θα επενδύσει στη διάχυση σε όλη τη δημόσια εκπαίδευση  των διδαγμάτων από τη λειτουργία των Ωνάσειων Σχολείων, των άλλων προτύπων και των πειραματικών απαιτεί επένδυση και στη δημιουργία μηχανισμού  διάχυσης. Αλλά κυρίως απαιτεί την ανάληψη πολιτικού κόστους από την κυβέρνηση. Επειδή, για να μπορέσει το υπόλοιπο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα να δεχτεί τα μαθήματα των Ωνασείων, των προτύπων και των πειραματικών –όπου στο γενικό δίκτυο των δημόσιων σχολείων δεν θα επικρατεί η θετική επιλογή εξόχως ενεργών γονέων, μαθητών και δασκάλων–, απαιτείται προφανώς διεύρυνση της αξιολόγησης όσο και ενίσχυση των μέσων αξιοποίησης της αξιολόγησης, η ενίσχυση π.χ. της μετεκπαίδευσης του διδακτικού προσωπικού.

Αναγκαία, βεβαίως, είναι η διάθεση πόρων, ανάλογηων με αυτούς που έκρινε το Ωνάσειο Ίδρυμα ότι απαιτούνται για να εκπληρώσουν τα Ωνάσεια Σχολεία την αποστολή τους.    Ενδεικτικά, αν η κυβέρνηση επένδυε 1 εκατ. ευρώ στην αναβάθμιση καθενός από τα 2.727 σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα κατέληγε σε μια δαπάνη μεγαλύτερη των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Για να δώσουμε μια τάξη μεγέθους, το Πρόγραμμα Αναβάθμισης Σχολικών Υποδομών Μαριέττα Γιαννάκου, που ανέρχεται σε 350 εκατ. ευρώ, είναι περίπου το 12% του απαιτούμενου ποσού. Δεν συμπεριλαμβάνουμε σε αυτόν τον πρόχειρο αλλά ενδεικτικό προϋπολογισμό την αύξηση των  λειτουργικών δαπανών κάθε σχολείου ώστε να επιτευχθούν τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα των Ωνασείων, γιατί δεν έχουμε σαφή εικόνα από τη διαθέσιμη ενημέρωση.

Σε κάθε περίπτωση, η δωρεά του Ιδρύματος Ωνάση αποτελεί έμπρακτο όσο και συγκεκριμένο επιχείρημα για το εύρος των αλλαγών και για την ανάγκη αύξησης των πόρων που απαιτεί μια συνολικότερη αναβάθμιση της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας παιδείας, επιχείρημα που είναι διαθέσιμο και στους πολέμιους των Ωνάσειων Σχολείων που είναι υπέρμαχοι ενός ομοιόμορφου αλλά ποιοτικού δικτύου δημόσιων γενικών λυκείων.  

Αναμφίβολα, επίσης, οι πολέμιοι των Ωνάσειων Σχολείων θα ενίσχυαν ακόμη περισσότερο τα επιχειρήματά τους αν είχαν στη διάθεση τους –αν απαιτούσαν να δοθούν στη δημοσιότητα, όπως έχει κάνει ο Στέφανος Μάνος– τα αποτελέσματα ανά γενικό λύκειο στις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Διότι τα αποτελέσματα αυτά, συγκεκριμενοποιώντας τη γεωγραφική και την κοινωνικοοικονομική ανισότητα της δημόσιας παιδείας της χώρας, θα ασκούσαν διαρκή πίεση στο πολιτικό σύστημα για τη συνολική αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας. Ο λόγος που δεν το κάνουν, αλλά έχουν αφήσει μόνο του έναν μη ενεργό πολιτικό της φιλελεύθερης δεξιάς να το ζητά, είναι ότι, μαζί με την πίεση για μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις στη δημόσια παιδεία, θα ασκούνταν και διαρκής πίεση για την αξιολόγηση των διδασκόντων στα σχολεία τα οποία υποαποδίδουν, και μάλιστα σε σοκαριστικό βαθμό. Και γενικότερα, θα απαιτούνταν πίεση για τη διεύρυνση της αξιολόγησης και των συνεπειών της – μεταξύ των οποίων και συγκεκριμένες παρεμβάσεις που η αξιολόγηση θα προκαλούσε.    

Εκτιμώ δηλαδή ότι σε μια δημόσια δευτεροβάθμια παιδεία η οποία για δεκαετίες έχει αποτύχει να δημιουργήσει τις πολιτικές συνθήκες που να συνηγορούν υπέρ της ποιοτικής της αναβάθμισης –έναν συνδυασμό σύγκρουσης με το συνδικαλιστικό κατεστημένο των διδασκόντων και διάθεσης περισσότερων δημόσιων πόρων εις βάρος πολιτικά πιο επωφελών αναδιανεμητικών δημοσιονομικών επιλογών–, η δημιουργία των Ωνάσειων Σχολείων, προστιθέμενη στην αναγέννηση των προτύπων και των πειραματικών, θα προσθέσει και δεν θα αφαιρέσει από τη μεταρρυθμιστική δυναμική της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθιστώντας συγκεκριμένα προαπαιτούμενα τη διακυβέρνηση και τους πόρους για την αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας. Θα προσέθετα επίσης ότι η δημιουργία των Ωνάσειων Σχολείων διευρύνει την κρίσιμη μάζα διδασκόντων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που γνωρίζουν τι απαιτεί αυτή η αναβάθμιση και είναι σε θέση να την υλοποιήσουν – μάλιστα διαθέτουν και τη θέληση για να το κάνουν. Με άλλα λόγια, στα Ωνάσεια, στα πρότυπα και στα πειραματικά θα δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα των μεταρρυθμιστών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η κρίσιμη αυτή μάζα είναι απαραίτητη για τη διεκδίκηση μιας μελλοντικής, επιτυχούς μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.           

[1] Ο ελληνικός εφοπλισμός έχει μεγάλη σημασία για την εθνική οικονομία και ευλόγως απολαμβάνει φορολογικά προνόμια τα οποία, σημειωτέον, ούτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκρινε ότι είναι εθνικά επωφελές να αμφισβητήσει.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.