Σύνδεση συνδρομητών

Ο φαύλος κύκλος της έντασης

Σάββατο, 05 Νοεμβρίου 2022 23:45
13 Mαρτίου 2022. Ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν (αριστερά) δεξιώνεται τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στην κατοικία του, στο Βόσπορο, έπειτα από την τελευταία συνάντηση των δύο ανδρών, στην οποία είχε δοθεί έμφαση στην ανάγκη συνεργασιών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η συνάντηση εκείνη δεν είχε συνέχεια και η Τουρκία επέστρεψε σε μια ρητορική επιθετικότητα κατά της Ελλάδας, που από τη δική μας χώρα απαντάται με την επίκληση της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας και των συμμαχιών μας, αλλά και με την επίκληση του διεθνούς δικαίου. Αυτό το τελευταίο είναι αδύνατο επιχείρημα, άλλωστε τον τελευταίο καιρό το διεθνές δίκαιο επικαλείται και η τουρκική πλευρά.
Τουρκική προεδρία
13 Mαρτίου 2022. Ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν (αριστερά) δεξιώνεται τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στην κατοικία του, στο Βόσπορο, έπειτα από την τελευταία συνάντηση των δύο ανδρών, στην οποία είχε δοθεί έμφαση στην ανάγκη συνεργασιών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η συνάντηση εκείνη δεν είχε συνέχεια και η Τουρκία επέστρεψε σε μια ρητορική επιθετικότητα κατά της Ελλάδας, που από τη δική μας χώρα απαντάται με την επίκληση της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας και των συμμαχιών μας, αλλά και με την επίκληση του διεθνούς δικαίου. Αυτό το τελευταίο είναι αδύνατο επιχείρημα, άλλωστε τον τελευταίο καιρό το διεθνές δίκαιο επικαλείται και η τουρκική πλευρά.

Εξωτερική πολιτική και ελληνοτουρκικά: η ασταθής ισορροπία της «μη ειρήνης - μη πολέμου» (τεύχος 134, Σεπτέμβριος 2022)

Το γεγονός που καθόρισε τη μεταπολιτευτική Ελλάδα ήταν, αναντίρρητα, η προσχώρηση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ - 1981), σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η συμμετοχή στην Ένωση επηρέασε και επηρεάζει όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου, περιλαμβανομένης και της εξωτερικής πολιτικής. Άλλωστε, η ένταξη στην ΕΟΚ υπαγορεύθηκε και από την ανάγκη ενίσχυσης της εξωτερικής ασφάλειας και της ανεξαρτησίας της χώρας. Ήταν security-driven. Ως αποτέλεσμα, η  ελληνική εξωτερική πολιτική έχει αφετηρία και ορίζεται από την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της EE και σε μικρότερο βαθμό από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ. Αυτό συνιστά μια διαχρονική σταθερά για την Ελλάδα ως κράτος μέλος της ΕΕ, με εδραιωμένη σήμερα αξιοπιστία και ως «χώρα αιτούσα» συχνά την αλληλεγγύη της Ένωσης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.  Η συμμετοχή και όσμωση με την ΚΕΠΠΑ έχει οδηγήσει σε σημαντικό βαθμό στον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Με αφετηρία την ευθυγράμμιση με τις αποφάσεις της ΚΕΠΠΑ (την οποία άλλωστε η Ελλάδα συνδιαμορφώνει), η χώρα μας μπορεί να αναπτύξει και έχει προωθήσει όντως δέσμη συμπληρωματικών στόχων εξωτερικής πολιτικής ως χώρα ευρωπαϊκή, μεσογειακή, περιφερειακή αλλά και με φιλοδοξίες ενεργού συμμετοχής στις παγκόσμιες υποθέσεις, περιλαμβανομένης της αξιοποίησης της γεωγραφικής θέσης της στη διαδικασία αντιμετώπισης του ενεργειακού προβλήματος (ως ενεργειακός κόμβος, κ.λπ.). Η δε ραγδαία αλλαγή των γεωπολιτικών συνθηκών (ιδιαίτερα μετά τον έκνομο πόλεμο που διεξάγει η Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας) επιβάλλει στην Ελλάδα να συνομιλεί και να συμπράττει (engage) με σειρά άλλων παραγόντων του διεθνούς συστήματος. Ιδιαίτερα, καθώς Ευρώπη και παγκόσμιο σύστημα βρίσκονται σε κρίση διαρκείας (crisis mode), μια νέα κανονικότητα που ακυρώνει κάθε έννοια «τέλους της ιστορίας» ως κατάσταση διαρκούς ειρήνης. Στην επιδίωξη αυτή, η ελληνική εξωτερική πολιτική διέπεται από ορισμένες βασικές αρχές: το σεβασμό του διεθνούς δικαίου, την προώθηση της συνεργασίας και της σταθερότητας, της υποστήριξης του πολυμερισμού (multilateralism). Ως μέσα αξιοποιεί τις σημαντικές δυνατότητες «ήπιας ισχύος» (soft power) που διαθέτει (πολιτισμός, δίκτυα διασποράς, ναυτιλία, τεχνολογία, θρησκεία κ.λπ.), αλλά και την οικονομική και πολιτική της ανάπτυξη ως ευρωπαϊκή δημοκρατική χώρα και κράτος δικαίου.

Από την άποψη αυτή, η ελληνική εξωτερική πολιτική μπορεί να χαρακτηριστεί «πολυθεματική». «Πολυδιάστατη» εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι για μια χώρα μέλος της ΕΕ. Ωστόσο, το καθοριστικό, κομβικό θέμα που λίγο-πολύ κυριαρχεί και  διαμορφώνει την όλη ταυτότητα και τη δυναμική της είναι τα ελληνοτουρκικά, οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, περιλαμβανομένου του κυπριακού προβλήματος. Η ελληνική εξωτερική πολιτική τείνει σε σημαντικό βαθμό προς την «τουρκοποίηση», με την έννοια ότι η χώρα προσεγγίζει όλα τα άλλα θέματα στην ατζέντα της εξωτερικής της πολιτικής μέσα από την οπτική των επιπτώσεων, θετικών ή αρνητικών, που μπορούν να έχουν στο χειρισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στη λογική αυτή, λ.χ., η ανάπτυξη των σχέσεων με χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ή της Αφρικής κ.ά. προβάλλεται ότι επιδιώκεται για να ανακοπεί η επέκταση της επιρροής της Τουρκίας, ενώ οι 215 διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες που η Ελλάδα υπέγραψε την τριετία 2019-22 θεωρούνται, σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, ότι συγκροτούν «ένα τεράστιο οπλοστάσιο» για τη χώρα. Η κεντρική θέση που κατέχουν τα ελληνοτουρκικά είναι βεβαίως ερμηνεύσιμη από το γεγονός ότι η Τουρκία εμφανίζεται να απειλεί την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας με τις θέσεις και τις διεκδικήσεις που προβάλλει.

Η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες μέλη της ΕΕ (και του ΝΑΤΟ), είναι status quo χώρα στον εξωτερικό της προσανατολισμό. Δεν επιδιώκει αλλαγές, πολύ λιγότερο δεν επιδιώκει ανατροπές. Θεωρεί ότι η εδαφική της ολοκλήρωση έχει επιτευχθεί. Η κεντρική της θέση συνοψίζεται στη φράση: «δεν διεκδικούμε τίποτα αλλά και δεν παραχωρούμε τίποτα». «Διεκδικούμε» μόνο ό,τι «προσφέρουν / επιτρέπουν» οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS - 1982) σε κυριαρχία (εύρος χωρικών υδάτων) ή σε κυριαρχικά δικαιώματα (υφαλοκρηπίδα, αποκλειστική οικονομική ζώνη - ΑΟΖ). 

Μολονότι η συνολική κουλτούρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής διαμορφώνεται από το διεθνές δίκαιο και την αρχή για ειρηνική επίλυση των διαφορών, παρατηρείται ωστόσο μια βαθιά ριζωμένη επιφυλακτικότητα στην έννοια του συμβιβασμού (compromise) ως προϋπόθεση για την επίλυση προβλημάτων μέσω της διαπραγμάτευσης. Με αποτέλεσμα, ο βασικός προσανατολισμός της εξωτερικής της πολιτικής να μην είναι τόσο  ισχυρά εμπεδωμένος στη λογική της γρήγορης επίλυσης των προβλημάτων (problem-solving) όσο στην επίτευξη  αποτελεσματικής διαχείρισης των προβλημάτων (problem-management), συνθήκη που οδηγεί στη διαιώνιση άλυτων  προβλημάτων. Η λέξη «συμβιβασμός» απουσιάζει πλήρως από το λεξιλόγιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ κυριαρχεί η λέξη δίκαιο. Όπως γράφει ο Chr. Blattman, η θεολογική επίκληση «του δικαίου» οδηγεί κατά κανόνα σε ιδεολογικές ακαμψίες που εμποδίζουν τη διαπραγμάτευση (bargaining).

 

Ηθική και εξωτερική πολιτική

Η εξωτερική πολιτική έχει οπωσδήποτε ένα διακριτό στοιχείο σε σχέση με τις άλλες δημόσιες πολιτικές. Οι εσωτερικές δημόσιες πολιτικές «απευθύνονται» στην εγχώρια δημόσια σφαίρα, έχουν δηλαδή αποδέκτες (αποφέροντας οφέλη ή φορτώνοντας κόστος στην κοινωνία) τους πολίτες, με τις πολλαπλές τους ιδιότητες και ταυτότητες. Λάθη στις εσωτερικές δημόσιες πολιτικές μπορούν σχετικά εύκολα να διορθωθούν και με ποικίλους τρόπους. Η δημοκρατική πολιτική διαδικασία είναι, ουσιαστικά, μια άσκηση διόρθωσης πολιτικών. Απορρίπτεται ένα μείγμα πολιτικών υπέρ ενός άλλου το οποίο εκτιμάται ότι ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας ή μιας κοινωνικής ομάδας. Τα πολιτικά κόμματα είναι φορείς εναλλακτικών προτάσεων πολιτικής.

Η εξωτερική πολιτική εξ ορισμού «απευθύνεται» στο εξωτερικό πεδίο, διαχειρίζεται ξένους συντελεστές (κράτη, θεσμούς, οργανισμούς, υποκρατικές οντότητες, κ.λπ.), με καταληκτικό σημείο αναφοράς τη διασφάλιση ή τη συμβολή στη διασφάλιση ζωτικών αγαθών για το κοινωνικό σύστημα (ασφάλεια, ανεξαρτησία, ευημερία κ.ά.). Το κεντρικό  ερώτημα για κάθε εξωτερική πολιτική είναι τι ακριβώς προωθεί, ποιοι είναι οι συγκεκριμένοι  στόχοι της, το περιεχόμενό της. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την (κοινή) εξωτερική πολιτική δίνει μια απάντηση στο ερώτημα.  Γράφει:

Η δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή έχει ως γνώμονα και σχεδιάζεται με στόχο να προωθεί στο ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο τις αρχές που ενέπνευσαν τη δημιουργία της. (άρθρο 21 ΣΕΕ) 

Στις αρχές ή στις αξίες αυτές περιλαμβάνονται η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, η οικουμενικότητα και το αδιαίρετο των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ισότητα και η αλληλεγγύη. Με βάση τις αρχές και τους στόχους αυτούς, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθορίζει «τα στρατηγικά συμφέροντα και τους στόχους που αφορούν την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της Ένωσης» (άρθρο 22 ΣΕΕ). 

Επομένως, η εξωτερική πολιτική είτε της ΕΕ είτε μιας κρατικής οντότητας έχει σχηματικά δύο κύριους στόχους: την προώθηση (α) αρχών, αξιών και (β) συμφερόντων. Αλλά  εδώ ακριβώς  ελλοχεύει η σύγκρουση ανάμεσα στις αξίες και στα συμφέροντα. Ανάμεσα στην ηθική που υπαγορεύουν οι αξίες, δηλαδή, και στον πραγματισμό των συμφερόντων. Το ερώτημα τελικά είναι: πόσο «ηθική» μπορεί να είναι η εξωτερική πολιτική; Σε ποιο βαθμό πρέπει να στηρίζεται στα συμφέροντα και σε ποιο στις αξίες, στις αρχές και στην ηθική; Σε ποια έκταση πρέπει στον προσανατολισμό της να ακολουθεί τον Μακιαβέλι (τα συμφέροντα) και πόσο τον Ουίλσον (τις αξίες); Αυτά είναι κρίσιμα ερώτηματα για κάθε πολιτικό ηγέτη και για κάθε πολιτική δύναμη, ιδιαίτερα για μια προοδευτική πολιτική δύναμη σε μια σύγχρονη δημοκρατική χώρα. H δημοκρατική ηθική για την εξωτερική πολιτική είναι σαφής: οι δημοκρατικές χώρες (οφείλουν να) στοχεύουν σε μια εξωτερική πολιτική αρχών και αξιών και όχι απλά και μόνο σε μια εξωτερική πολιτική στυγνών συμφερόντων. Επιδιώκουν την ειρηνική επίλυση των οποιωνδήποτε διαφορών, προωθούν μέσω της εξωτερικής πολιτικής τις αξίες της ειρήνης, της συνεργασίας, της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τελικά του κράτους δικαίου. Βεβαίως, μια αμιγώς εξωτερική πολιτική αρχών και αξιών δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει. Τα συμφέροντα κυριαρχούν, οι ρεαλιστές των διεθνών σχέσεων πρυτανεύουν. Στην εποχή της ανόδου αυταρχικών ηγετών (Πούτιν, Ερντογάν, Άσαντ κ.ά.) έχει ατονίσει αισθητά η έμφαση της εξωτερικής πολιτικής των χωρών στις αρχές και στις αξίες.

Ωστόσο, μια ευρωπαϊκή δημοκρατική χώρα δεν μπορεί να αγνοεί παντελώς αρχές και αξίες. Να αγνοεί την ηθική. Οφείλει πάντοτε να επιτυγχάνει ένα τουλάχιστον «έντιμο μείγμα» ανάμεσα στις αξίες και στα συμφέροντα. Δεν μπορεί να υποκύπτει σε εθνικιστικές λογικές  περιχαράκωσης.  Και ειδικά για την Ελλάδα, δεν μπορεί να τροφοδοτεί το κοινωνικό σώμα με το δηλητήριο των πλέον ακραίων θέσεων για τα αποκαλούμενα «εθνικά θέματα» διαπαιδαγωγώντας έτσι μια ολόκληρη κοινωνία στην υιοθέτηση των πλέον τοξικών θέσεων, μάλιστα με επιλεκτική ή στρεβλή ανάγνωση του διεθνούς δικαίου ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, με πλήρη άγνοια του διεθνούς δικαίου ή και με απόκρυψη της πραγματικότητας. Δυστυχώς  μερικές φορές δεν είναι μόνο ότι δεν μπορούμε να ακούσουμε τις «αλήθειες ή τις απόψεις των άλλων», όπως, λ.χ., τις απόψεις της Τουρκίας (ενσυναίσθηση). Δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε ως κοινωνία να γνωρίζουμε στην γυμνότητά τους  ούτε καν «τις δικές μας αλήθειες». 

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Harvard και πρώην σύμβουλος αμερικανών προέδρων, J.S. Nye, στο πρόσφατο  βιβλίο του με τίτλο Do Morals Mater? Presidents and Foreign Policy from FDR to Trump (Έχουν σημασία οι ηθικές αξίες; Πρόεδροι και εξωτερική πολιτική από τον Φραγκλίνο Ντελάνο Ρούσβελτ στον Τραμπ), αναδεικνύει ακριβώς τη σημασία της ηθικής και των αξιών στη χάραξη και στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γράφει σχετικά (η μετάφραση του συγγραφέα):

Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αρκούν οι καλές προθέσεις (intentions) στην εξωτερική πολιτική. Όχι βέβαια. Υποστηρίζω ότι η ηθική εξωτερική πολιτική, όπως κάθε άλλη απόφαση που σχετίζεται με δημόσια πολιτική (public policy), για να είναι ηθική πρέπει να εκφράζεται σε τρεις διαστάσεις: (α) στις προθέσεις, (β) στα μέσα που χρησιμοποιούμε  για την υλοποίησή της και (γ) στις συνέπειες της πολιτικής. Η ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις διαστάσεις  επιτρέπει να έχεις μια ολοκληρωμένη εικόνα για το εάν η πολιτική είναι ηθική ή δεν είναι. Δεν αρκεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι οι προθέσεις είναι καλές και αυτό να είναι ό,τι περισσότερο μπορεί να κάνει. Πρέπει να λάβεις υπόψη και να σταθμίσεις τα μέσα που χρησιμοποιείς για την υλοποίηση μια πολιτικής και για τις συνέπειες που παράγει.  

Από τις κύριες αξίες και τις στοχεύσεις μιας ηθικής πολιτικής είναι ότι επιλέγει, στο μέτρο του εφικτού, να κατευθύνει πόρους στο κοινωνικό κράτος (υγεία, παιδεία κ.λπ.) και όχι στους εξοπλισμούς, στις στρατιωτικές δαπάνες. Στο συμβολικό ερώτημα “bread or guns?” («ψωμί ή όπλα;»), απαντά ανεπιφύλακτα: ψωμί. Βεβαίως, μια χώρα όπως η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να επιτυγχάνει trade-offs / συμβιβασμούς ανάμεσα «στο ψωμί και στα όπλα».  Αλλά το ερώτημα είναι: μήπως εάν ως χώρα επιλύαμε τα προβλήματα με τον δύσκολο γείτονά μας δεν θα ήμασταν υποχρεωμένοι να δαπανούμε το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ σε  στρατιωτικές δαπάνες από οποιαδήποτε άλλη χώρα μέλος της ΕΕ (ποσοστό που φθάνει μέχρι και το 3,84% το 2021), όταν οι άλλες μικρότερες χώρες μέλη δαπανούν μόνο γύρω στο 1%; Βεβαίως, η Ελλάδα δεν είναι ούτε Λουξεμβούργο ούτε Βέλγιο ή Ολλανδία. Βρίσκεται σε μια ταραγμένη γεωγραφική περιοχή, αντιμέτωπη με απειλές και προκλήσεις.

Και η επίλυση των προβλημάτων μπορεί να έλθει μέσα από μια εξωτερική πολιτική αρχών και αξιών που αξιοποιεί δημιουργικά το διεθνές δίκαιο για την επίλυση και όχι για τη διαιώνιση των προβλημάτων.

 

Συναίνεση στην εξωτερική πολιτική

Ένα ιδιαίτερο ζήτημα που τίθεται σχετικά με την ελληνική εξωτερική πολιτική και, ειδικότερα, με τα ελληνοτουρκικά συνδέεται με το κατά πόσον, σε ποιο βαθμό, η πολιτική πρέπει να είναι συναινετική, να απολαμβάνει δηλαδή της υποστήριξης του μεγαλύτερου μέρους ή και του συνόλου  των πολιτικών δυνάμεων. Γενικά, υποστηρίζεται από το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων η ανάγκη για τη διαμόρφωση εθνικού δόγματος ή εθνικής εξωτερικής πολιτικής (από το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, σύμφωνα με τα κόμματα της αντιπολίτευσης). Ωστόσο,  στις ανεπτυγμένες  δημοκρατίες και, πολύ περισσότερο, στις ώριμες χώρες μέλη της ΕΕ, ούτε «εθνική» εξωτερική πολιτική ούτε δόγματα υπάρχουν, ούτε Συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών για να... διαμορφώνουν «εθνική στρατηγική». Εξαίρεση αποτελεί η Κύπρος με το Εθνικό της  Συμβούλιο. «Δεν υπάρχει πιο αναχρονιστικός θεσμός απ’ αυτό το σώμα. Πρόκειται για ένα πολιτικό καφενείο  όπου ο καθένας λέει τα δικά του, οι τοποθετήσεις των μελών του είναι τελείως προβλέψιμες και αναλώνεται σε ανακύκλωση των τετριμμένων χωρίς φρέσκες ιδέες», επισημαίνει ο Μακάριος Δρουσιώτης. Τα ελληνικά Συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών, πάλι, όταν φτάσουν σε κάποια απόφαση, αυτή οδηγεί συνήθως σε ακαμψία που δυσκολεύει την ευέλικτη προώθηση στόχων (παράδειγμα οι αποφάσεις του Συμβουλίου του Απριλίου 1992 για το «Μακεδονικό» και την ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας). Στα δημοκρατικά συστήματα, η κυβέρνηση έχει την εξωτερική πολιτική της και η αντιπολίτευση τη δική της, αμφότερες στοχεύοντας προφανώς συναινετικά στην προστασία της εθνικής κυριαρχίας όπως την κατανοούν (και υπάρχουν πολλοί τρόποι). Οι απαιτήσεις για εθνική εξωτερική πολιτική είναι, εν πολλοίς, προϊόντα αυταρχικών καθεστώτων και ηγετών. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διατείνεται, λ.χ., ότι «η εξωτερική πολιτική του είναι για τη μεσαία τάξη». Και η εξωτερική πολιτική των Δημοκρατικών ελάχιστη σχέση έχει με αυτή των Ρεπουμπλικάνων.

Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, ούτε  η Μαρίν Λεπέν ούτε ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν διανοούνται να ζητήσουν  από τον πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν να συνδιαμορφώσουν… εθνική γαλλική εξωτερική πολιτική! Στην Ελλάδα όμως έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε βαφτίσει  «εθνικά θέματα» τα μεγάλα θέματα εξωτερικής πολιτικής (κυρίως τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό), σαν όλα τα άλλα (π.χ. παιδεία) να μην είναι εθνικά.  Βάζουμε όμως αυτό τον προσδιορισμό δυσχεραίνοντας την έκφραση εναλλακτικής άποψης (η οποία τείνει να θεωρείται περίπου... αντεθνική). Φυσικά, η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολύ πιο έντονα την απειλή κατά της εθνικής της κυριαρχίας, αλλά δεν υπάρχει και κάποια πολιτική δύναμη που να μην προσυπογράφει το στόχο της προστασίας της κυριαρχίας, άρα γύρω απ’ αυτό το στόχο υπάρχει το αυτονόητο εθνικό consensus. Γενικότερα, από το 1986 και μετά, όταν το ΠΑΣΟΚ αποδέχτηκε πλήρως τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ (και στο ΝΑΤΟ), δεν υπάρχει πολιτική δύναμη (εκτός του ΚΚΕ) που να αμφισβητεί τις βασικές επιλογές του εξωτερικού προσανατολισμού της χώρας.

Από την άλλη μεριά, δεν μπορεί να διαφεύγει ότι, στη  διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, ο ρόλος της προσωπικότητας (υπουργός Εξωτερικών, πρωθυπουργός) είναι πολύ πιο ισχυρός έναντι των θεσμών, σε σχέση με τις άλλες δημόσιες πολιτικές.

Συνοπτικά, οι ουσιαστικές θέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων (όχι οι διαχειριστικές) είναι σχεδόν ταυτόσημες, με υψηλό το περιεχόμενο νομικιστικού πνεύματος (ενός λεγκαλισμού). Δεν προτείνεται σχεδόν καμία εναλλακτική ουσιαστική πολιτική πρόταση ή ιδέα. Και σε σημαντικό βαθμό, αυτό κάνει και το επικοινωνιακό σύστημα της χώρας. Από την άποψη αυτή, υπάρχει υψηλή συναίνεση στο βασικό περιεχόμενο, στις θέσεις και στον  προσανατολισμό της  εξωτερικής πολιτικής.

Η Ελλάδα έχει ιδιαίτερα ενεργό εξωτερική πολιτική που πρέπει όμως πολλαπλώς να εμπλουτισθεί. Στη λογική αυτή, είναι πολύ θετικό, π.χ., που το υπουργείο Εξωτερικών απέκτησε επιτέλους «Στρατηγικό Σχεδιασμό 2022-2025». Ήταν επιβεβλημένος. Επιβεβλημένος όμως είναι και ένας πιο δημιουργικός πολιτικός διάλογος για την εξωτερική πολιτική και, κυρίως, για τα ελληνοτουρκικά, πέρα από μια συναίνεση αδράνειας και διαιώνισης των προβλημάτων.  Ενώ η παρέλευση του χρόνου αποτελεί μεταβλητή που επιδεινώνει την ατζέντα θεμάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

 

Η μεγάλη εικόνα στα ελληνοτουρκικά

Αλλά ποια είναι η μεγάλη εικόνα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

Πρώτον: συνεχίζουμε να βρισκόμαστε στην εξόχως επισφαλή και ασταθή ισορροπία της «μη ειρήνης, μη πολέμου». Σχεδόν καθημερινά είμαστε με την Τουρκία «όπως η γάτα με το ποντίκι» – παρότι τουλάχιστον θα μπορούσαμε να διδαχθούμε κάτι από τη φιλοσοφία της γάτας που, όπως γράφει ο γνωστός φιλόσοφος J. Gray στο πρόσφατο όμορφο βιβλίο του Feline Philosophy. Cats and the Meaning of Life, Penguin, 2022, «δεν σχεδιάζει κακό για το μέλλον». Και όπως η αντιπαλότητα «γάτας με ποντίκι» καταλήγει συνήθως σε κάτι δυσάρεστο (πάντα για το ποντίκι), έτσι και η κατάσταση «της μη ειρήνης, μη πολέμου» δεν είναι βιώσιμη, δεν είναι διατηρήσιμη στο χρόνο. Μπορεί να καταλήξει σε επίσης κάτι πολύ δυσάρεστο (και για τη γάτα και για το ποντίκι). Επομένως, πρέπει να βγούμε απ’ αυτή τη δυστοπία και να περάσουμε στην ειρήνη - σκέτο. Το ερώτημα, βεβαίως, είναι: πώς;

Δεύτερον: η ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία είναι εξόχως δραστήρια, με πολλαπλά αποτελέσματα. Απουσιάζει όμως κάτι: απουσιάζει η  εκτόνωση της έντασης. Αντίθετα, όσο περνάει ο καιρός τόσο οξύνεται η όλη  κατάσταση και ενισχύεται η επικινδυνότητά της. Επομένως, κάποιο νέο συστατικό φαίνεται να χρειάζεται που θα φέρνει πρακτικά αποτελέσματα εκτόνωσης, κάποια εξομάλυνση. Δεν είναι δυνατόν όσο περισσότερο δραστήριοι διπλωματικά γινόμαστε τόσο οξύτερη να γίνεται και η ελληνοτουρκική ένταση.

Τρίτον: η Τουρκία υιοθετεί τώρα το αφήγημα της… αμυνόμενης χώρας έναντι της Ελλάδας καθώς, όπως διατείνεται, η Ελλάδα την... απειλεί, την... περικυκλώνει και εξοπλίζεται προκειμένου να... της επιτεθεί παραβιάζοντας... το διεθνές δίκαιο και τις συνθήκες. Η  Τουρκία χρησιμοποιεί δηλαδή ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα με αυτά της χώρας μας: «η Ελλάδα είναι επιθετική», «παραβιάζει το διεθνές δίκαιο», «η Τουρκία αμύνεται» (sic).  Και βέβαια, όπως η Ελλάδα, επιχειρεί να διεθνοποιήσει αυτές τις θέσεις της. Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο φαύλος κύκλος επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων βαθαίνει. Χρειάζεται επομένως η αποφασιστική κίνηση που θα σπάσει τον φαύλο κύκλο και θα ανοίξει μια προοπτική. Ποια θα είναι αυτή, από ποιον θα προέλθει και πότε; – αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο.

Τέταρτον: η Τουρκία αναβαθμίζεται (όπως, για διαφορετικούς λόγους, αναβαθμίζεται και η Ελλάδα). Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνέπειές του, οι σχέσεις με τη Ρωσία, η πάνω απ’ όλα γεωστρατηγική θέση της κ.λπ. έχουν καταστήσει την Τουρκία χώρα με την οποία ως Δύση «είναι δύσκολο να συνυπάρχουμε, αλλά σχεδόν αδύνατο να μην συνυπάρχουμε» (I. Daadler, “Turkey, Difficult to live with, nearly impossible to live without”, Politico, 8/8/2022). Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η ΕΕ εμφανίζεται να στερείται οποιασδήποτε συγκροτημένης στρατηγικής για την Τουρκία. Αλλά νέα, επεξεργασμένη long-term στρατηγική χρειάζεται και η Ελλάδα. Αμερικανική μελέτη που παρουσιάστηκε στις 7/8/2022 από Το Βήμα προτείνει ως στρατηγική  να μετατραπεί η Ελλάδα σε οιονεί εσαεί αντίπαλος Τουρκίας, Ρωσίας, Ιράν ως περίπου προέκταση των ΗΠΑ, με πολλαπλές βάσεις παντού, και στην Κύπρο (A. Stein, “At the Seam of Three Regions: The Case for More Basing and Access in Greece and Cyprus”, War on the Rocks, 29/7/2022). 

Αλλά, στις στρατηγικές της επιλογές, η Ελλάδα οφείλει να λειτουργεί πρωτίστως ως χώρα μέλος της ΕΕ, με πρώτη προτεραιότητα να σπάσει τους επικίνδυνους φαύλους κύκλους που επωάζουν κινδύνους. Όταν ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δηλώνει (8/8/2022) ότι «η Τουρκία είναι ευρωπαϊκή» και «η Ευρώπη χρειάζεται την Τουρκία. Η ευρωπαϊκή ασφάλεια χρειάζεται την Τουρκία», λέει τη μισή αλήθεια. Γιατί η σημερινή Τουρκία, αξιακά, δεν είναι Ευρώπη. Αλλά η ευρωπαϊκή ασφάλεια όντως χρειάζεται την Τουρκία – και αυτό προσφέρεται για δημιουργική αξιοποίηση.

 

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Μακάριος Δρουσιώτης, Έγκλημα στο Κραν Μοντανά. Πώς και γιατί η Συμμορία ματαίωσε τη λύση του Κυπριακού, Αλφάδι, Λευκωσία 2022

Π. Κ. Ιωακειμίδης, Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της μεταπολίτευσης, Θεμέλιο, Αθήνα 2020

Χρήστος Ροζάκης, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Δίκαιο της Θάλασσας, Πόλις, Αθήνα 2021

Παναγιώτης Τσάκωνας (επιμ.), Η στρατηγική του Ελσίνκι. 20+1 χρόνια μετά, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2021

Chr. Blattman, Why We Fight, The Roots of Wr and the Paths to Peace, Viking/Penguin, London 2022

S.J. Nye, Do Morals Matter? Presidents and foreign policy. From FDR  to Trump, Oxford University Press, 2020

 

Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης

Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπήρξε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τη σύνταξη της Συνθήκης της Νίκαιας και αναπληρωματικό μέλος της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης (Convention) για την επεξεργασία του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Πιο πρόσφατα βιβλία του: Ευρωπαϊκό σύνταγμα και ευρωπαϊκή ενοποίηση (2005), Θα επιβιώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση; (2007), Η θέση της Ελλάδας στο διεθνές, ευρωπαϊκό και περιφερειακό σύστημα (2007), Η  Συνθήκη της Λισσαβώνας (2010).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.